Ο Λάιμπνιτς, τον 17ο αιώνα, διακήρυξε την αρχή του καλύτερου δυνατού κόσμου. Δεν είπε ότι ο κόσμος μας είναι καλός, ότι η ανθρώπινη κοινωνία βασίζεται στην ισονομία και τη δικαιοσύνη, ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ίσες ευκαιρίες στη ζωή και στην ευτυχία, αλλά ότι δεν μπορούσε να είναι καλύτερος απ’ όσο είναι.
Ίσως πράγματι ο κόσμος του Λάιμπνιτς να ήταν ο καλύτερος δυνατός. Γιατί ο μεγαλοφυής αυτός φιλόσοφος και μαθηματικός δεν δούλευε στα τσιφλίκια των βασιλιάδων και των αριστοκρατών. Δε μεγάλωνε δέκα παιδιά μέσα στη λάσπη.
Δεν ήταν ιθαγενής του Νέου Κόσμου που αναγκαζόταν δια πυρός και δια σιδήρου να πιστέψει σε έναν ξανθό και γαλανομάτη θεό. Δεν ήταν ακτήμονας που ακολουθούσε τους στρατηγούς στο θάνατο.
Αν ο Λάιμπνιτς ζούσε άλλα εκατό χρόνια θα έβλεπε τον καλύτερο δυνατό του κόσμο να καρατομείται από τους «Sans-Culottes», τους «Ξεβράκωτους» της Γαλλικής επανάστασης, που δεν επαναστατήσανε για παντεσπάνι, αλλά για ψωμί.
Θα έβλεπε τους ιθαγενείς της Λατινικής Αμερικής να εξεγείρονται ενάντια στους πεφωτισμένους Ευρωπαίους και τους απεργούς του Σικάγο να σκοτώνονται για να δώσουν στα παιδιά τους την ευκαιρία να ζήσουν σε ένα καλύτερο –όχι τον καλύτερο δυνατό, απλά καλύτερο- κόσμο.
Θα έβλεπε τον Τσάρο να υποκύπτει στους εργάτες και τους έγχρωμους όλων των αποικιών να κερδίζουν με τη βία ή με τη μη-βία την ανεξαρτησία τους.
Θα έβλεπε τις γυναίκες να ψηφίζουν και τους σκλάβους να απελευθερώνονται.
~~{}~~
Αν οι άνθρωποι αφήνανε τον κόσμο στα χέρια του κάθε Λάιμπνιτς ποτέ δε θα γινόταν καλύτερος.
Όσο οι άνθρωποι αφήνουνε την τύχη τους στα χέρια κάποιων που ποτέ δεν πεινάσανε, ποτέ δεν ανησυχήσανε για το μέλλον τους, ποτέ δεν έμειναν άνεργοι, ποτέ δεν ένιωσαν ανήμποροι, η μοίρα τους θα είναι προδιαγεγραμμένη και σκληρή.
Κανείς δε θα τους δώσει τίποτα, ποτέ.
Και δεν αρκεί να εύχεσαι, να επαιτείς, να ζητάς, να απαιτείς. Δεν αρκεί να φωνάζεις.
Τα αυτιά των σύγχρονων βασιλέων είναι βουλωμένα με χαβιάρι, όπως τα στόματα τους είναι γεμάτα ψέματα και αίματα.
Τα ρούχα τους τα ράβουνε καχεκτικοί εργάτες για ένα κομμάτι ψωμί και την εικόνα τους τη φροντίζουν γυαλιστεροί υποτακτικοί που πανηγυρίζουν για τα ψίχουλα από παντεσπάνι που τους δίνουν –ώστε ποτέ κανείς να μη φωνάξει: «Ο βασιλιάς είναι γυμνός!».
Τα παλάτια τους τα προστατεύουν διμοιρίες μισθοφόρων και στρατιές από πλέξιγκλας ιππότες.
Όσο αποφασίζουν αυτοί ο κόσμος τους θα είναι ο καλύτερος δυνατός και ο δικός μας θα είναι ο χειρότερος δυνατός.
Και πάντα θα χειροτερεύει, όσο εμείς θα τρέχουμε στις συγκεντρώσεις τους με πλαστικά σημαιάκια. Όσο εμείς θα κρυβόμαστε στα σπίτια μας και θα περιμένουμε κάποιον να μας σώσει. Όσο εμείς θα προσκυνάμε τα ίνοξ και τα πλαστικά και τα ψηφιακά τους είδωλα. Όσο εμείς θα ελπίζουμε ότι κάποιο θαύμα θα συμβεί.
Θα ξεχάσουμε να ζούμε, παρά μόνο θα επιβιώνουμε.
Θα ξεχάσουμε τον ήλιο, τη θάλασσα και τον έρωτα.
Θα υπάρχουμε από συνήθεια, θα μεγαλώνουμε τα παιδιά μας χωρίς να τολμάμε να τα κοιτάξουμε στα μάτια –πως να εξηγήσεις τη φτώχεια σε ένα παιδί;
Θα αυτοκτονούμε σε όλη μας τη ζωή, ταπεινοί, δειλοί και άβουλοι, σαν τους Μοιραίους του Βάρναλη, και θα αναρωτιόμαστε ποιος φταίει, ποιος έφταιξε και ο κόσμος μας –ο κόσμος των παιδιών μας- έγινε ο χειρότερος δυνατός.
«- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
– Φταίει ο Θεός που μας μισεί!-
– Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
– Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
«Ποιος φταίει; ποιος φταίει;» κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα,
όπου μας έβρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι’ άβουλοι αντάμα
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!»
(Οι δύο τελευταίες στροφές από το ποίημα «Οι Μοιραίοι» του Κώστα Βάρναλη)