Όντας σχεδόν σαραντάρης και έχοντας αποκτήσει μια μετρίου βαθμού πνευματική ομοιόσταση και άλλο λίγο από αυτογνωσία μπορώ να είμαι περήφανος για κάποια πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου.
Αλλά είμαι περήφανος και που –παρότι άντρας και Έλληνας- δεν έχω κάνει τρία πράγματα:
1) Δεν έχω πάει ποτέ σε γήπεδο (για να παρακολουθήσω αγώνα, αφού ως παιδί πήγαινα με την παρέα μου στο γηπεδάκι της κωμόπολης που ζούσαμε για να παίξω μπάλα).
2) Δεν έχω πάει ποτέ σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης (ήτοι σκυλάδικο, μπουζουξίδικο κλπ).
3) Δεν έχω πάει ποτέ σε μπουρδέλο ή σε στριπτιζάδικο.
Το πρώτο μέρος προσβάλλει την νοημοσύνη μου, αφού δεν αντέχω να είμαι στις κερκίδες με μερικές χιλιάδες φτωχούς-άνεργους και να χειροκροτώ είκοσι δύο εκατομμυριούχους που προσπαθούν να βάλουν μια μπάλα στα δίχτυα –άσε που συνήθως κάποιοι «άλλοι» αποφασίζουν που θα μπει η μπάλα.
Το δεύτερο μέρος προσβάλλει την αισθητική μου –για λόγους που μπορούν να καταλάβουν μόνο όσοι αισθάνονται το ίδιο.
Το τρίτο μέρος προσβάλλει τον ερωτισμό μου και τον ανθρωπισμό μου.
Γιατί ποτέ δεν κατάλαβα τι το ερωτικό μπορεί να βρει ένας άντρας σε μια εξαναγκασμένη πράξη. Τι του προσφέρει ένα βιαστικό άδειασμα υγρών μέσα σε μια γυναίκα που λειτουργεί πιο πολύ σαν πλαστική κούκλα παρά σαν άνθρωπος.
Και πόσο αναίσθητοι μπορεί να είναι ώστε να παίρνουν μέρος σε μια εμπορική πράξη, όπου αυτός που πληρώνεται είναι το θύμα των μαφιόζων και των κοινωνικών περιστάσεων.
Οι γυναίκες που βρεθήκανε να εκδίδονται (πουτάνες, πόρνες, ιερόδουλες, η κοινωνία προσπαθεί να αποποιηθεί των ευθυνών της χρησιμοποιώντας πολιτικά ορθές λέξεις) παρότι οροθετικές, είναι τα θύματα μιας άρρωστης κοινωνίας.
Οι άντρες που συνουσιάζονταν μαζί τους, πληρώνοντας περισσότερα λεφτά για να το κάνουν χωρίς προφυλακτικό –ω, της εγκληματικής βλακείας- είναι οι αληθινοί εγκληματίες.
Μα πάνω από αυτούς, οι ηθικοί αυτουργοί, είναι οι διεφθαρμένοι μεγαλοεκδότες, αρχισυντάκτες και δημοσιογράφοι, που προβάλλουν την κακομοιριά των συγκεκριμένων γυναικών για να αυξήσουν τα κέρδη τους –παίρνοντας ποσοστά από το έγκλημα.
Ακόμα πιο πάνω είναι μια ανήθικη κοινωνία πολιτών η οποία φρίττει με την ασχήμια των ηρωινομανών που εκδίδονταν για τη δόση τους, ενώ δοξάζει τις πόρνες –τις αληθινές πόρνες- που πηδιούνται στα dvd και τις φιλοξενεί στις τηλεοπτικές της εκπομπές. Και ταυτόχρονα ζηλεύει τις «συνοδούς πολυτελείας», οι οποίες είναι όμορφες, πλούσιες και ζουν τη χλιδή που αγοράζουν με την κοινωνικά αποδεκτή πορνεία τους.
Και πάνω από όλους, οι μέγιστοι εγκληματίες, βρίσκονται οι πολιτικοί, οι διανοούμενοι και οι επιχειρηματίες που στηρίζουν και υποστηρίζουν την εξαθλίωση –κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική, ηθική- των μαζών προκειμένου να προστατέψουν το «Άγιο Δισκοπότηρο της Ελεύθερης Αγοράς».
Η δίωξη σε βαθμό κακουργήματος των οροθετικών γυναικών –που κάποιοι έβγαλαν στο κλαδί και κάποιοι πηδούσαν- και η διαπόμπευση τους, μοιάζει με την καταστροφή του ελληνικού λαού και όλων των λαών που γαμιούνται (συγνώμη για την άκομψη έκφραση), δέρνονται, ποδοπατιούνται και μετά προβάλλονται ως η πηγή των προβλημάτων της υφηλίου.
Εσύ φταις που είσαι φτωχή, που παίρνεις ηρωίνη, που έγινες πόρνη, που κόλλησες AIDS.
Εσύ φταις που είσαι φτωχή, που πήρες δάνεια και πιστωτικές κάρτες, που σε ξεπουλάμε, που καταστρέφεσαι.
Η πρώτη είναι η πόρνη, η δεύτερη είναι η Ελλάδα (και κάθε Ελλάδα).
Οι εγκληματίες είναι αυτοί που ζητάνε την ψήφο μας για να συνεχίσουν να μας πηδάνε και μετά να μας διαπομπεύουν.
Οι εγκληματίες είναι αυτοί που μας βγάζουν στο κλαδί για να αυξήσουν τα κέρδη τους.
Οι εγκληματίες είναι αυτοί που ζητωκραυγάζουν στα γήπεδα, τα σπάνε στα σκυλάδικα, πηδάνε χωρίς προφυλακτικό τις ιερόδουλες και μετά ψηφίζουν αυτούς που τους υπόσχονται ασυλία. Ηθική ασυλία.
Οι πόρνες είμαστε εμείς.