Σάλος στην Αμερική με το καινούριο φτηνό ναρκωτικό, το «Άλατα μπάνιου». Όσοι το παίρνουν επιδίδονται σε κανιβαλιστικές πράξεις, σε αυτοκτονία, ή σε πράξεις βίας γενικώς.
Ας γίνουμε λίγο συνωμοσιολόγοι και εμείς: Μήπως αυτό το καινούριο ναρκωτικό και η προβολή του από τα μίντια έχει να κάνει με την μερική αφύπνιση των Αμερικάνων, που άφησαν τα μπέργκερ και το μπέιζμπολ και έπιασαν τα Occupy;
Έχει ξανασυμβεί. Τη δεκαετία του εξήντα, με την εξέγερση των αφροαμερικάνων και το κίνημα αμφισβήτησης των νέων, ενάντια στον πόλεμο και τον καθωσπρεπισμό των γονέων τους.
Τότε, αφού απαγορεύτηκε το ψυχότροπο (ο σύγχρονος όρος για τέτοιου είδους ουσίες είναι: Ενθεογενές) LSD, το οποίο μπορούσε να κατασκευάσει οποιοσδήποτε είχε λίγες γνώσεις στη χημεία, με μηδαμινά έξοδα, και το οποίο δεν προκαλούσε εθισμό ούτε μπορούσε να οδηγήσει σε θάνατο από υπερβολική δόση (με μόνο κίνδυνο να ξεφύγεις τελείως και να πας σε καμιά ζούγκλα να ψάχνεις για το θεό), η αγορά κατακλύστηκε από ηρωίνη και λοιπά οπιούχα.
Οι χίπηδες έπεσαν με τα μούτρα, η Τζάνις και ο Τζίμι μας άφησαν στο απόγειο της δόξας τους και της δημιουργικότητας τους, το κίνημα εκφυλίστηκε και μετά από εκείνο το σύντομο διάλειμμα ειρήνης και αγάπης περάσαμε στην αποθέωση του υλισμού, ήτοι δεκαετία του ογδόντα, με τους γιάπηδες να κατακτούν τη Wall Street και τη Μαντόνα να τραγουδάει: «And i am a material girl».
Και δε χρειάζεται οι νέοι του Occupyνα δοκιμάσουν τα άλατα μπάνιου και τις σάρκες των συντρόφων τους. Αρκεί ο φόβος και μερικά ακόμα περιστατικά για να δαιμονοποιηθεί κάθε αντίδραση ενάντια στο μεγαλύτερο κανίβαλο: Τον νεοφιλελευθερισμό!
Μέχρι τώρα η αμερικανική κυβέρνηση ψάχνει για τον εχθρό εκτός της χώρας (κομμουνισμός, τρομοκρατία κοκ). Τώρα που ο «εχθρός» βρίσκεται εντός των τειχών (το 99% που ζητάει ότι του στέρησε το υπόλοιπο 1%), ίσως χρειάζονται πιο δραστικά μέτρα –και επιχειρήματα- για να τον πολεμήσουν.
Διαβάζοντας για τις «σκηνές αποκάλυψης» που προκάλεσαν αυτά τα άλατα, θυμήθηκα ένα όνειρο που με βασάνιζε από παιδί και το οποίο δεν αποκάλυψα ποτέ στον ψυχαναλυτή μου.
Έβλεπα ότι έβγαινα στο δρόμο και «κάτι» είχε συμβεί.
Πριν καταλάβω τι ήταν αυτό το «κάτι» εκατοντάδες ζόμπι ερχόντουσαν κατά πάνω μου. Περπατούσαν αργά, όπως στην καλτ ταινία του Ρομέρο: «Η νύχτα των ζωντανών νεκρών». Και πως μπορούσαν να πηγαίνουν πιο γρήγορα, αφού άλλου του έλειπε το πόδι, άλλου ο πνεύμονας και άλλου ο εγκέφαλος;
Καταλάβαινα ότι δεν μπορούσα να ξεφύγω ούτε να τα πολεμήσω, οπότε αποφάσιζα να πάω μαζί τους, να προσποιηθώ ότι ήμουν ζόμπι κι εγώ. Άρχιζα να περπατάω με τον ίδιο τρόπο και να βγάζω άναρθρες κραυγές.
Ένα ζόμπι με πλησίαζε με απορία και με ρωτούσε:
«Ααααργκ;» (Αυτό στη γλώσσα των ζόμπι σημαίνει: «Είσαι αληθινό ζόμπι, σαν κι εμάς, ή μήπως είσαι άνθρωπος;»)
Του απαντούσα:
«Αααααργκ» (Το οποίο σήμαινε: «Φυσικά και είμαι ζόμπι, δε βλέπεις πως περπατάω, ανόητε;»)
Τα ζόμπι, τα οποία δε φημίζονται για την ευφυΐα τους, με πιστεύανε και με δέχονταν στη μακάβρια παρέα τους. Όλοι μαζί περπατούσαμε στο δρόμο ψάχνοντας για θύματα, κυρίως για θύματα με μυαλό (“brains, more brains”).
Ώσπου κάποια στιγμή παγιδεύαμε έναν άνθρωπο. Όλα τα ζόμπι έπεφταν πάνω του για να πάρουνε το μερτικό τους. Εγώ σφύριζα αδιάφορος. Αλλά ο αρχηγός των ζόμπι μου πρόσφερε ένα κομμάτι αχνιστής σάρκας -για να με δοκιμάσει.
Αρνιόμουν στην αρχή προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες: «Ααααργκ, ααααργκ, αααργκ…» («Έφαγα ένα γερό πρωινό», «Κάνω δίαιτα», «Είμαι χορτοφάγος»…)
Όλα τα ζόμπι γυρνούσαν και με κοιτούσαν. Αναγκαστικά τότε, για να μη φανερωθώ, έπαιρνα το ανθρώπινο κρέας –κάποιοι λένε ότι έχει γεύση κοτόπουλου- και προσπαθούσα να αποφασίσω τι θα κάνω: Αν δεν έτρωγα θα με τρώγανε. Αλλά, από την άλλη, μπορούσα να φάω άνθρωπο;
Τότε πάντα ξυπνούσα, χωρίς να ξέρω τι έγινε παρακάτω.
Για πολλά χρόνια έμεινα με την απορία. Βρήκα την απάντηση με ένα άλλο όνειρο, που μου διηγήθηκε το έτερον ήμισυ –ναι, και οι Γελωτοποιοί έχουν έτερον ήμισυ.
Το όνειρο της διαδραματιζόταν σε ένα υπερμοντέρνο κρεματόριο. Παντού αλουμίνιο και ηλεκτρονικά όργανα. Τρεις άσπροι τοίχοι και ο τέταρτος μια τζαμαρία. Μέσα στο αχανές κρεματόριο υπήρχαν κρεβάτια-σχάρες –όπως της ψησταριάς. Πάνω σε κάθε σχάρα ήταν στοιβαγμένα, γυμνά και άψυχα, δέκα πτώματα, το ένα πάνω στο άλλο.
Στην αρχή το έτερον ήμισυ (ας της δώσουμε ένα όνομα: Αρετούσα) δεν ήξερε που βρισκόταν: Μέσα στο κρεματόριο; Απ’ έξω; Ή μήπως έβλεπε τα πάντα από πάνω;
Τελικά ο εγκέφαλος της Αρετούσας την τοποθέτησε απ’ έξω, να βλέπει το κρεματόριο από το γυαλί, σαν να βρίσκεται σε ενυδρείο.
Γύρω της ένα μεγάλο ανέκφραστο πλήθος, άλλοι με στολές και άλλοι με πολιτικά ρούχα. Το πλήθος κοιτούσε τους νεκρούς χωρίς καν να μορφάζει, σαν να ήταν νεκροί και εκείνοι.
Τότε φλόγες αρχίζουν να ξεπηδάνε από το πάτωμα και να καίνε τα πτώματα. Το πλήθος απ’ έξω χειροκροτούσε, ψυχρά, χωρίς ψυχή.
(Και μετά το όνειρο γινόταν ενεστωτικό.)
Καθώς οι φλόγες ανεβαίνουν όλο και πιο ψηλά ένα από τα «πτώματα» ξυπνάει. Αργεί να καταλάβει τι συμβαίνει. Μόλις νιώθει τις φλόγες να του καψαλίζουν το δέρμα στρέφεται προς το τζάμι. Φωνάζει στους «ανθρώπους» που είναι απέξω να τον βοηθήσουν.
Η Αρετούσα συγκλονίζεται.
«Σταματήστε», φωνάζει στο πλήθος. «Δεν είναι πτώμα. Είναι ένας ζωντανός άνθρωπος εκεί μέσα.»
Κανείς δεν της δίνει σημασία. Κοιτάνε το γυμνό άνθρωπο που έχει κουβαριαστεί στο κέντρο του σωρού, ενώ οι φλόγες υψώνονται γύρω του.
Αυτός εκλιπαρεί για βοήθεια και το πλήθος ξεκινάει να χαμογελάει, ένα ειρωνικό μειδίαμα σαν λεπτή γραμμή στα πρόσωπα τους και μετά ένας-ένας και όλοι μαζί αρχίζουν να γελάνε, να γελούν και να τραντάζονται από τα γέλια, να κρατούν τις κοιλιές τους και να ξεκαρδίζονται, να δείχνουν τον άνθρωπο που καίγεται και να γελάνε…
(Το όνειρο ξαναγυρνάει στον παρελθόντα χρόνο.)
Η Αρετούσα αγωνιούσε επειδή δεν μπορούσε να κάνει κάτι, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ώσπου κατάλαβε ότι γελούσαν γιατί δεν έμπαιναν στη θέση του, δεν ήξεραν ότι έβλεπαν έναν κανονικό άνθρωπο, έναν σαν αυτούς, έναν από αυτούς, δεν ήξεραν πως είναι να καίγεσαι, νόμιζαν ότι όλα είναι μια θεαματική παράσταση, μια ψευδαίσθηση όπως αυτές που είχαν συνηθίσει να παρακολουθούν πίσω από το γυαλί.
Και ξεκινούσε να τους περιγράφει πως ένιωθε ο άνθρωπος που καιγόταν, τους έλεγε για την τρομερή αγωνία, για τις φλόγες που έλιωναν το κορμί του, τους έλεγε για τον πόνο, τους μιλούσε για τα πνευμόνια του που γέμιζαν αιθάλη και την αναπνοή του που κοβόταν και όσο μιλούσε αυτοί γελούσαν και τους έλεγε για το δέρμα του που πρήζεται και ξεκολλάει, για τον καπνό που τον έπνιγε και για την ελπίδα που τον τυραννούσε πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο, τους έλεγε ότι ασφυκτιούσε και περίμενε να τον σώσουν, να τον βγάλουν από ‘κει μέσα, και το πλήθος γελούσε και οι φλόγες υψώνονταν αποτεφρώνοντας κάθε ελπίδα αλληλεγγύης και ανάμεσα σε αυτούς που ούρλιαζαν από χαρά, ανάμεσα σε αυτούς που χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν, ανάμεσα σε αυτούς η Αρετούσα έμενε ακίνητη και σκεφτόταν: «Μακάρι να ήμουν σαν κι εσάς, αφού δεν μπορώ να κάνω τίποτα.»
Και μόλις το σκέφτηκε αυτό βρέθηκε εκείνη η ίδια –γιατί τα όνειρα είναι παράξενοι τόποι- στη θέση του νεκροφανούς, να καίγεται και απέξω κάποιοι να γελάνε…
Μόλις μου διηγήθηκε το όνειρο της η Αρετούσα κατάλαβα το νόημα της αφύπνισης μου, στο μέσο του δικού μου εφιάλτη:
Μόλις αποδεχτείς το ρόλο του θεατή γίνεσαι αυτομάτως το θύμα. Μόλις δοκιμάσεις ανθρώπινη σάρκα γίνεσαι αυτός που τρώνε οι νεκροζώντανοι.
Γιατί το θύμα με το θύτη ταυτίζονται και οι θεατές σύντομα θα έχουν τη μοίρα των θυμάτων.
Αυτό το όνειρο (εφιάλτη) δεν το βλέπω πια. Το ίδιο μου λέει η Αρετούσα και για το δικό της εφιάλτη.
Αλλά το ζω στην πραγματικότητα: Όλοι παρακολουθούν τον καιόμενο χωρίς να «καίγονται», τρώνε τις σάρκες των ζωντανών χωρίς καν να έχουν πάρει αυτά τα περιβόητα «Άλατα μπάνιου».
Και νομίζουν ότι θα μείνουν για πάντα θεατές.