Ο δρ. Μπρους Αλεξάντερ, ψυχολόγος-ερευνητής στο Βανκούβερ, παρείχε ψυχολογική υποστήριξη σε ηρωινομανείς από τις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Και παρατήρησε το εξής: Οι βετεράνοι του πολέμου του Βιετνάμ, που είχαν εθιστεί στην ηρωίνη κατά τη διάρκεια της θητείας τους, μόλις γυρνούσαν στη χώρα τους από το πεδίο της μάχης σταματούσαν τη χρήση χωρίς να χρειάζονται ιδιαίτερη υποστήριξη, «απλά και ήσυχα», και δεν έκαναν ξανά καταναγκαστική χρήση ναρκωτικών, σε ποσοστό 99%.
Ο Αλεξάντερ άρχισε τότε να αντιλαμβάνεται ότι ο εθισμός δεν είχε να κάνει με τη φύση της εθιστικής ουσίας, αλλά με τις συνθήκες της ζωής, καθώς και με την καθημερινή πίεση στην οποία υποβάλλονταν οι χρήστες.
Λίγα χρόνια αργότερα συμμετείχε σε πειράματα σχετικά με τη φύση του εθισμού πάνω σε αρουραίους. Τα άτυχα τρωκτικά, συνωστισμένα μέσα σε βρώμικα κλουβιά, ρουφούσαν μορφίνη με νερό, αδιαφορώντας για την τροφή, μέχρι που να πεθάνουν από υποσιτισμό.
Βλέποντας ‘τα έκανε μια απλή σκέψη: «Κι εγώ το ίδιο θα έκανα αν με είχαν κλεισμένο εκεί μέσα.»
Τότε του ήρθε η ιδέα για το «Πάρκο των αρουραίων». Και ξεκίνησε να το κατασκευάζει.
Μέσα σε ένα χώρο 19 τμ, ο οποίος θερμαινόταν κατάλληλα και φωτιζόταν άπλετα, ο Αλεξάντερ με τους συνεργάτες τους τοποθέτησε 16 μόλις αρουραίους, 8 θηλυκούς και άλλους τόσους αρσενικούς.
Μέσα στο «πάρκο» σκόρπισε μπάλες, τροχούς, κονσερβοκούτια και άλλα «παιχνίδια», φέτες τυριού και ζαχαρωτά, έφτιαξε ευρύχωρες φωλιές για τα θηλυκά, χώρους για ζευγάρωμα και χώρους για να εκτονώνονται τα αρσενικά!
Έπειτα ζωγράφισε τους τοίχους του «πολυτελούς ξενοδοχείου» με φωτεινά χρώματα. Έφτιαξε δέντρα και λουλούδια, αγρούς και λιβάδια –ίσως και το φεγγάρι να ανατέλλει ολόγιομο κάθε βράδυ.
Γνωρίζοντας ότι οι αρουραίοι αντιπαθούν την πικρή γεύση και θέλοντας οπωσδήποτε να τους εθίσουν, τοποθέτησαν στο πάρκο «ποτίστρες» με ζαχαρόνερο και μορφίνη, δίπλα σε «ποτίστρες» με σκέτο νερό.
Παρόμοιες «ποτίστρες» τοποθέτησαν και σε ένα μικρό, βρώμικο κλουβί –σε συνθήκες που οι συνάδελφοι τους αποκαλούσαν εργαστηριακές- που μετά βίας χωρούσε τους άλλους 16 –άτυχους- αρουραίους που έριξαν εκεί μέσα.
Πολύ γρήγορα διαπίστωσαν ότι οι αρουραίοι του «πάρκου», αποφεύγανε το ζαχαρόνερο με τη μορφίνη και έπιναν το απλό νερό, ενώ οι «φυλακισμένοι» έπιναν μόνο το εμπλουτισμένο νερό.
Για να είναι σίγουροι για τα αποτελέσματα του πειράματος, μερικές μέρες μετά, και ενώ οι «φυλακισμένοι» είχαν εθιστεί πλήρως στη μορφίνη, τους αλλάξανε τη ζωή.
Βάλανε τους μακάριους του πάρκου στο κλουβί και τους εξαθλιωμένους του κλουβιού στο πάρκο. Και έγινε αυτό ακριβώς που περίμεναν:
Οι εξαθλιωμένοι γρήγορα ξεπέρασαν τον εθισμό τους και ξεκίνησαν να ζουν μια υπέροχη ζωή, γεμάτη χρώματα, παιχνίδι, οικογενειακή ζεστασιά και γαλοπούλα «thanks giving», ενώ οι τέως μακάριοι έγιναν τζάνκια που ξεροστάλιαζαν πάνω από τις ποτίστρες της μορφίνης.
~~{}~~
Τα αποτελέσματα του πειράματος του Αλεξάντερ ήταν ξεκάθαρα, αλλά ερχόντουσαν σε αντίθεση με ό,τι πρέσβευαν οι υπόλοιποι επιστήμονες, καθώς και ολόκληρη η κοινωνία: Πως οι τοξικομανείς είναι προβληματικά άτομα που έχουν εγγενή τάση στον εθισμό -εξαιτίας κάποιου ελαττωματικού γονιδίου συνήθως.
Και δεν είναι καθόλου παράδοξο που κανένα επιστημονικό περιοδικό «μεγάλης εμβέλειας» δε δέχτηκε να δημοσιεύσει τη μελέτη του.
Ούτε είναι παράξενο που λίγο καιρό αργότερα το πανεπιστήμιο Σάιμον Φρέιζερ έκλεισε το εργαστήριο, επειδή «το σύστημα εξαερισμού ήταν ανεπαρκές».
(Και δεν ήταν καθόλου ανεπαρκές όταν άνοιξε μετά από μερικούς μήνες για να στεγάσει τη συμβουλευτική υπηρεσία για τους φοιτητές!)
Η μόνη αντίρρηση που ο Αλεξάντερ δεν μπόρεσε να αντικρούσει ήταν ότι οι αρουραίοι του πάρκου ζούσαν στον «Παράδεισο», σε μια Ουτοπία. Γιατί ακόμα και τα τρωκτικά που ζουν ελεύθερα στους αγρούς έχουν να αντιμετωπίσουν τους φυσικούς εχθρούς τους, να ψάξουν για τροφή, να «πολεμήσουν» για να ζευγαρώσουν και για να υπερασπιστούν την περιοχή τους.
Τηρώντας τις αναλογίες τρωκτικού-ανθρώπου κανένας δε ζει στον Παράδεισο. Ακόμα και οι πάμπλουτοι, που δεν ανησυχούν για τον άρτο τον επιούσιο ή για ποταπά θέματα όπως ο λογαριασμός της ΔΕΗ, ανησυχούν και βρίσκονται υπό πίεση (“under pressure”, όπως τραγουδάνε και οι Queen) για «ανώτερα» πράγματα. Έτσι πολλοί πολύ συχνά εθίζονται και αυτοί –στην κοκαΐνη, στο χρήμα, στη δημοσιότητα, στην εξουσία.
Αν δούμε το θέμα φιλοσοφικά, με τη λαϊκή έννοια της φιλοσοφίας, πιθανότατα θα συμφωνήσουμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι –πέρα από κάποιους που «φωτίστηκαν»- εξαρτώνται από κάποια ουσία ή πράξη, χωρίς την οποία νιώθουν ανίκανοι να ζήσουν ή απολαμβάνουν λιγότερο τη ζωή:
Τσιγάρο, αλκοόλ, καφές, ψυχοφάρμακα, ζάχαρη, σοκολάτα, φαΐ, τηλεόραση, ίντερνετ, κατανάλωση (shopping), sex (όταν γίνεται εμμονή), ένταξη σε ομάδες και άλλα.
Η διαφορά ανάμεσα σε έναν ηρωινομανή και έναν εθισμένο σε κάποια άλλη ουσία ή πράξη δίνεται με μια φράση του Σιδηρόπουλου: «Πρέζες υπάρχουν πολλές. Η ηρωίνη όμως σκοτώνει.»
Ή κάποιος θα έλεγε ότι η ηρωίνη είναι παράνομη, ενώ το αλκοόλ π.χ. είναι νόμιμο.
Καμία από αυτές τις επεξηγήσεις δεν επαρκεί.
Το κάπνισμα και το αλκοόλ –όπως και τα φυτοφάρμακα- που είναι απολύτως νόμιμα σκοτώνουν πολύ περισσότερους κάθε χρόνο από την ηρωίνη.
Τότε γιατί ο ηρωινομανής περιθωριοποιείται (αν δεν είναι ροκ σταρ);
Η άμεση, δίχως σκέψη, απάντηση είναι: «Ο ηρωινομανής είναι αντικοινωνικός. Δεν μπορεί να παράγει, δεν μπορεί να δημιουργήσει, δεν μπορεί να ζήσει.»
Και όμως! Υπάρχουν άνθρωποι που εξαιτίας κάποιας ασθένειας είναι χρόνιοι χρήστες μορφίνης και συνεχίζουν να παράγουν, να δημιουργούν, να ζουν. Αυτοί δεν είναι ηρωινομανείς; Γιατί δεν είναι περιθωριοποιημένοι;
Η άμεση, ξανά, απάντηση είναι: «Αυτοί (οι ασθενείς) είναι αναγκασμένοι να την παίρνουν. Οι άλλοι (τα πρεζόνια) το επιλέγουν.»
Όμως το πείραμα με το «πάρκο των αρουραίων» μας δίνει μια πιο πιθανή απάντηση: Το περιβάλλον επιβάλλει την τοξικομανία -καθώς και την περιθωριοποίηση, τη μετανάστευση, τη φτώχια, τη βία.
(Για άλλη μια φορά πηγή έμπνευσης ήταν «Το κουτί της ψυχής», της Lauren Slater, από τις εκδόσεις Οξύ)