Η ποίηση του Κόνδορα

0
236

(Ιστορίες από τον Κήπο)
Ολόκληρη η Λατινική Αμερική είναι ένας βασανισμένος και μυθικός κόσμος. Είναι η ήπειρος που γέννησε τον Γκεβάρα και τον Μαρκές, τον Πινοσέτ και την Εβίτα, τον Νερούντα και τη σάμπα, τον Αλιέντε και –για όσους αγαπούν το ποδόσφαιρο- τον Πελέ.
Αν κάτσεις να απαριθμήσεις τις δικτατορίες που ξέσχισαν την Νότια Αμερική θα φτιάξεις έναν πολυσέλιδο τόμο.
Το ίδιο όμως θα συμβεί αν προσπαθήσεις να αναφέρεις τους ήρωες και τους λογοτέχνες που φύτρωσαν σε εκείνα τα μέρη.
Ο φανταστικός ρεαλισμός συμπορεύεται με τη βαρβαρότητα, ο χορός με τα πολυβόλα, η φτώχια με τους αγώνες για την ελευθερία.
Ο Γελωτοποιός δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με το χορό, όσο κι αν του αρέσει να βλέπει άλλους να χορεύουν το τάνγκο. Ούτε και το ποδόσφαιρο συμπαθεί ιδιαίτερα, παρότι ως παιδί είχε πανηγυρίσει όταν η Αργεντινή είχε κερδίσει με τη βοήθεια του «χεριού του Θεού» -του Μαραντόνα αυτοπροσώπως.
Χωρίς ποδόσφαιρο και χωρίς μουσική κατέληξε να νιώσει μια ιδιαίτερη συμπάθεια για την πιο ατάλαντη –μουσικά και αθλητικά- χώρα της Λατινικής Αμερικής: Τη Χιλή.
Και την αγάπησε χάρη σε έναν άσημο Χιλιανό, τον Πατρίσιο.
Γνώρισε τον Πατρίσιο δουλεύοντας στον Κήπο, ένα μικρό υπαίθριο μπαρ της Νάξου. Ο Πατρίσιο με την κοπέλα του, πήγαιναν εκεί κάθε νύχτα των διακοπών τους στις Κυκλάδες. Μόλις έφτανε στην μπάρα –και πριν παραγγείλει καν το ποτό του- ξεκινούσε να τραγουδάει:
«Its five o clock and i walk through the empty streets tonight…»

Και μετά, όσο πιο φάλτσα μπορούσε να τραγουδήσει άνθρωπος, ξεκινούσε να λέει το ρεφραίν: «It is so hard to believe», και σταματούσε απότομα λέγοντας: «Δε θυμάμαι τι λέει παρακάτω.»
Είχε μια ανεξήγητη, όσο και εκκεντρική, λατρεία για τον Ντέμη Ρούσο! Το χιούμορ του ήταν σοφιστικέ και αυτοαναιρούμενο σαν να βλέπεις το Γούντι Άλεν στο Ιπτάμενο Τσίρκο των Μόντυ Πάιθον.
Διηγιόταν στο Γελωτοποιό αληθινές ιστορίες από τη Χιλή που έμοιαζαν να έχουν βγει από τις πιο μαγικές σελίδες του Μπόρχες και του Αστούριας –οι πιο ρομαντικές από τα βιβλία της Ιζαμπέλ Αλιέντε.
Η έρημος Ατακάμα, το πιο άνυδρο μέρος της Γης, και οι Άνδεις –το βασίλειο του κόνδορα. Οι παγετώνες της Γης του Πυρός και το Σαντιάγκο, όπου οι αστές νοικοκυρές διαδηλώνανε με τις «άδειες» τους κατσαρόλες ενάντια στα εκατομμύρια των ξυπόλητων που είχαν εκλέξει τον πρόεδρο Αλιέντε. Οι μεγαλοτσιφλικάδες, οι αμερικάνικες εταιρείες και ανάμεσα τους ο Μιγκέλ που διέσχισε χιλιάδες χιλιόμετρα με ένα ποδήλατο για να βρει την αγαπημένη του στο Βαλποράισο. 
Αλλά όλα αυτά ήταν λόγια και –όπως παραδεχόταν ο ίδιος ο Πατρίσιο- οι Χιλιανοί μιλάνε πολύ. Δεν ξέρουν να χορεύουν ούτε να παίζουν μπάλα, αλλά ξέρουν, πολύ καλά, να μιλάνε. Ίσως ο Γελωτοποιός να μην τον πίστευε -και οι Έλληνες λένε πολλά- αν δεν τύχαινε κάτι που θα τον έπειθε για την ειλικρίνεια του Χιλιανού.
Έτυχε ένα βράδυ να μπει στον Κήπο μια γριά ποιήτρια. Πλησίασε το Γελωτοποιό και προσπάθησε να του πουλήσει μία από τις ποιητικές συλλογές που είχε εκδώσει μόνη της.
Είχε πάρει πολύ καλές κριτικές, κάποτε, -όπως έλεγε η ίδια και όπως έγραφε στο «αυτί» των βιβλίων της- από σπουδαίους ποιητές, όπως ο Ρίτσος και ο Ελύτης. Αλλά δεν μπόρεσε να ενταχτεί στο κύκλωμα των εκδοτικών, έτσι έμεινε να παλεύει μόνη της.
«Πόσο τα δίνεις τα βιβλία σου;» ρώτησε ένας Έλληνας θαμώνας την ποιήτρια.
«Δέκα ευρώ», απάντησε εκείνη.
«Πολλά είναι», ανταπάντησε ο θαμώνας.
«Για να τα δίνεις αλλού δεν είναι πολλά», του είπε η ποιήτρια και το μάτι της γυάλιζε. «Για την ποίηση είναι πολλά.»
Το ποτό κόστιζε πέντε ευρώ. Ο θαμώνας της γύρισε την πλάτη και λίγο μετά, μόλις η ποιήτρια έφυγε, παρήγγειλε το τρίτο ποτό του.
Ο Γελωτοποιός αγόρασε ένα από τα βιβλία της, πιο πολύ από ντροπή.
Τότε ο Πατρίσιο πλησίασε και ρώτησε τι πουλούσε η γριά («the good old lady»).
«Κάτι ποιητικές της συλλογές», του απάντησε ο Γελωτοποιός.
«Δως ‘τες μου όλες», είπε ο Πατρίσιο και άφησε πενήντα ευρώ στην μπάρα.
«Είναι στα ελληνικά», του είπε ο Γελωτοποιός, «τι θα καταλάβεις;»
Ο Πατρίσιο χαμογέλασε.
«Δύο πράγματα», είπε, «αγαπάμε στη Χιλή: Τους ποιητές και τη δημοκρατία.»
Ο Γελωτοποιός αγάπησε τη Χιλή και την έβαλε πρώτη στους –χιμαιρικούς- του στόχους. Ήθελε να ταξιδέψει εκεί, να τη διασχίσει ολόκληρη, από την έρημο Ατακάμα ως τους παγετώνες.
Όμως είχε λίγο χρόνο και πολύ λιγότερα λεφτά. Έμεινε να ακούει τα μελοποιημένα ποιήματα του Νερούντα, να δουλεύει και να ονειρεύεται το Σαντιάγκο.