Ένας πάσσαλος στην Νότια Αφρική

0
340

(Ιστορίες από τον Κήπο)
Stoksielaleen. Αυτό στα αφρικάαν –η επίσημη γλώσσα της Νοτίου Αφρικής- σημαίνει «ένας πάσσαλος στην ερημιά». Κάτι σαν τη δική μας καλαμιά στον κάμπο.
Ο Γελωτοποιός το έμαθε από την Ντεζιρέ, μια νοτιοαφρικάνα που δεν ήταν καθόλου μαύρη. Ούτε ιδιαίτερα ποθητή, παρά το όνομα της. Τουλάχιστον όχι πια, αφού κόντευε τα πενήντα χρόνια και είχε ξεπεράσει τα εκατό κιλά. Έπινε τεράστιες ποσότητες από ούζο και κάπνιζε σαν… αράπης. Ερχόταν στον Κήπο παρέα με μερικούς από την παροικία των Ευρωπαίων στο νησί, κυρίως Γερμανούς, Γάλλους και Άγγλους.
Η Ντεζιρέ ήταν –παλιότερα- καθηγήτρια αγγλικών σε κάποιο προάστιο της Πραιτόρια. Δίδασκε τα παιδιά των λευκών με ένα όπλο στην τσέπη της.
«Όλοι οι καθηγητές είχαν όπλο», είπε μια νύχτα . «Υπήρχε φυσικά και η αστυνομία έξω από το σχολείο, αλλά αυτό δε μας καθησύχαζε… Δε θα ξεχάσω μια μέρα που μάθαινα στα παιδιά το γερούνδιο και τους ζήτησα να μου δώσουν παραδείγματα… Περπατώντας, μου λέει ένα παιδί. Το γράφω στον πίνακα και γυρνώντας τους βλέπω όλους να κοιτάνε έξω… Πάνω από το σχολείο μας υπήρχε ένας υπέροχος καταπράσινος λόφος. Ο λόφος είχε γίνει πολύχρωμος. Και μαύρος… Εκατοντάδες νέγροι, ντυμένοι με κουρέλια κάθε χρώματος, πλησίαζαν. Χωρίς να μιλάνε, χωρίς να κάνουν τίποτα. Μόνο περπατούσαν. Κατά πάνω μας… Σταθήκανε στο προαύλιο. Εμείς τους κοιτούσαμε από το παράθυρο… Απ’ έξω αυτοί, πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι και με μάτια αγριεμένα. Μέσα εμείς. Φοβισμένοι, με το όπλο στην τσέπη. Και ανάμεσα μας μια δεκάδα αστυνομικοί. Αν ορμούσαν δε θα μπορούσαν να τους σταματήσουν… Κρατούσα το όπλο και προσευχόμουν στο θεό, στο λευκό θεό μου, να κρατήσει μακριά τα μαύρα αγρίμια… Λίγη ώρα μετά γυρίσανε και φύγανε. Έτσι. Χωρίς να φωνάξουν, χωρίς να διαμαρτυρηθούν, χωρίς να ζητήσουν κάτι.»

 

«Εντάξει», είπε ο Γελωτοποιός φτιάχνοντας ένα από εκείνα τα παρδαλά κοκτέιλ που έπιναν οι τουρίστες, «δεν είχαν και άδικο να είναι αγριεμένοι.»
«Όχι, καθόλου άδικο… Αλλά κι εμείς τι φταίγαμε;» Το σκέφτηκε και χαμογέλασε. «Ποιος έφταιγε τότε, θα μου πεις… Πολλοί λευκοί ήμασταν ενάντια στο απαρχάιντ. Αλλά ήμασταν ενάντιοι στη λέξη πιο πολύ, στην ιδέα των διακρίσεων. Θέλαμε να είμαστε δημοκρατικοί, αλλά δε θέλαμε να χάσουμε τα προνόμια μας. Ναι, να είμαστε όλοι ίσοι. Ναι, να έχουν και οι μαύροι δικαιώματα. Αλλά να μείνουν μακριά από μας.»
«Τα ίδια λέμε κι εμείς για τους μετανάστες.»
«Περίμενε!» έκανε δυνατά η Ντεζιρέ. «Δεν είναι καθόλου το ίδιο. Αυτοί ήρθαν εδώ με τη θέληση τους.»
«Με τη θέληση τους;»
«Δε τους εξαναγκάζει κανείς να μένουν εδώ. Αν δεν τους αρέσει να γυρίσουν στην πατρίδα τους.»
«Δε συμφωνώ μαζί σου», είπε ο Γελωτοποιός και απομακρύνθηκε για λίγο, γιατί η Ντεζιρέ είχε αρχίσει να κοκκινίζει και να φωνάζει.
«Δεν είναι καθόλου το ίδιο», του φώναξε από μακριά. «Οι μετανάστες έρχονται σε μια ξένη χώρα. Οι μαύροι ζούσαν στη χώρα τους, η οποία ξαφνικά δεν τους άνηκε, ήταν υπό κατοχή. Δεν τους είχε ρωτήσει κανείς και σίγουρα δεν μπορούσαν να φύγουν. Είναι σαν να έρθει εδώ αύριο μια άλλη φυλή, πες οι Κινέζοι, και να σου πουν: Τώρα είσαι ο σκλάβος μας.»
Διαρκώς ανέβαζε τον τόνο της φωνής της, αλλά ευτυχώς εκείνη την ώρα έφτασαν δύο παρακμιακοί Γάλλοι. Ο Ξαβιέ και η Πατρισιά (ο τόνος στο τελευταίο γράμμα με γαλλική προφορά) ήταν από την Τουλούζη, μόνιμοι κάτοικοι του νησιού, και θα μπορούσαν να είναι οι καλύτεροι πελάτες του Κήπου αν πληρώνανε πιο τακτικά τα ποτά τους. Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, γινόντουσαν τόσο χάλια που είτε έφευγαν με το ασθενοφόρο για ένεση καφεΐνης είτε τσακωνόντουσαν και η Πατρισιά έφευγε βλαστημώντας, ενώ ο Ξαβιέ έψαχνε στο πάτωμα για γαλλόφωνα μερμήγκια.

 

«Βάλε δυο ούζα για τα παιδιά», φώναξε η Ντεζιρέ, αλλά ο Ξαβιέ είπε ότι δεν το μπορούσε το ούζο επειδή του θύμιζε το παστίς και τα παιδικά του χρόνια.
«Θα πιούμε ουίσκι», είπε η Πατρισιά γελώντας και βάρεσε το χέρι της στην μπάρα.
«Καλά, αλλά δεν έχω λεφτά να πληρώσω το ουίσκι σας», είπε η Ντεζιρέ και ο Γελωτοποιός κατάλαβε ότι θα του αφήνανε πάλι φέσι.
Έβαλε τα ποτά τους και η Ντεζιρέ ξεκίνησε πάλι να μιλάει.
«Δεν μπορείς να φανταστείς τι περίεργοι άνθρωποι είναι αυτοί οι μαύροι», του είπε. «Καίγανε τα σχολεία, οι μαθητές καίγανε τα σχολεία, επειδή πιστεύανε ότι το μόνο που μαθαίνανε εκεί ήταν να είναι καλοί υπηρέτες για τους λευκούς. Βγαίνανε στους δρόμους και τραγουδάγανε: Ons sal lewe, ons sal sterwe. Ή θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε.»
«Ανόητο ακούγεται», τόλμησα να πει ο Γελωτοποιός. «Όλοι ή θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε, δεν υπάρχει τρίτος δρόμος.»
«Δεν είναι καθόλου ανόητο», είπε η Ντεζιρέ και ο Ξαβιέ συμφώνησε μαζί της χωρίς να έχει ακούσει τι έλεγαν, άλλωστε δεν καταλάβαινε και πολύ τα αγγλικά. «Οι μαύροι δε ζούσανε. Τους αφήναμε να ζουν. Όπως αφήνεις το πρόβατο να ζήσει μέχρι να αποφασίσεις ότι ήρθε η ώρα να το σφάξεις. Κάποιοι άλλοι αποφασίζανε, όχι οι ίδιοι… Αυτό ζητούσαν: Να αποφασίζουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους.»
«Δικαιοσύνη δεν είναι τίποτα άλλο από το συμφέρον του ισχυρότερου», είπε ο Ντίτερ που είχε ακούσει τι λέγαμε και κάθισε δίπλα στην Ντεζιρέ.
Ο Ντίτερ ήταν ένας συνταξιούχος Γερμανός αρχιτέκτονας, αρχαιολάτρης, που συνήθιζε να μιλάει με αποφθέγματα αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.
«Θρασύμαχος», διευκρίνισε και ζήτησε τη Weiss μπύρα του.
«Σωστά», είπε ο Ξαβιέ και τράβηξε το αλά Νταλί μουστάκι του. Ήταν ήδη μεθυσμένος και ξεκίνησε να τραγουδάει τους πρώτους στίχους της Μασσαλιώτιδας: «Allons enfants de la patrie…»
Η Πατρισιά τον έσπρωξε για να σταματήσει κι εκείνος σωριάστηκε στο πάτωμα. Ήταν όμως πολύ νωρίς για να συνομιλήσει με τα μερμήγκια, γι’ αυτό και το πήρε απόφαση να σηκωθεί.
Η Ντεζιρέ τον βοήθησε να κάτσει στο σκαμπό, ενώ οι πελάτες τριγύρω τον κοιτούσαν και γελούσαν.
«Όμως είχαν εκπληκτική θέληση», είπε η Ντεζιρέ.
«Ποιοι;» ρώτησε ο Γελωτοποιός κοιτώντας τον Ξαβιέ που ταλαντευόταν επικίνδυνα στο κάθισμα του.
«Οι μαύροι… Θυμάμαι ένα μαυράκι που είχε έρθει στο σχολείο που δίδασκα. Ήταν ένας από τους πρώτους μαύρους σε σχολείο λευκών… Λοιπόν, δε θα το πιστέψεις, αλλά αυτό το παιδί, που δεν είχε ξανακούσει την αγγλική γλώσσα, έγινε ο καλύτερος μαθητής. Πως; Απομνημόνευσε μέσα σε μια χρονιά όλο το λεξικό της Οξφόρδης! Κάθε λήμμα. Λέξη προς λέξη… Σου ακούγεται υπερβολικό;»
«Ε, λίγο», απάντησε εκείνος όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
«Και όμως το έκανε. Ούτε κι εγώ δεν μπορούσα να το πιστέψω. Αλλά το έκανε. Τώρα αυτό το παιδί σπουδάζει με υποτροφία κάπου στην Αγγλία… Δεν ήταν πιο έξυπνος από τους άλλους. Αλλά είπε: Θα ζήσω όπως εγώ θέλω. Και το έκανε.»
«Τα εφόδια για τη ζωή είναι η λογική ή το σαπούνι και το σκοινί», είπε ο Ντίτερ γεμίζοντας το τεράστιο ποτήρι του. «Διογένης ο Κυνικός», συμπλήρωσε -τη φράση του και την μπύρα του.
Η Πατρισιά ζήτησε άλλο ένα ουίσκι. Από τον τρόπο που κοίταξε το Γελωτοποιό δεν του άφησε περιθώριο αντίδρασης. Της είπε ότι ήταν κερασμένο από το κατάστημα.
«Γιατί έφυγες από τη χώρα σου;» ρώτησε μετά την Ντεζιρέ.
«Το μίσος με έδιωξε», είπε, και ο Γελωτοποιός θυμήθηκε έναν Ιρλανδό από το Μπέλφαστ που του είχε απαντήσει το ίδιο. Και συνέχισε: «Η Ελλάδα είναι η πιο ασφαλής χώρα του κόσμου.»
«Ίσως κάποτε», της είπε. «Τώρα τελευταία δεν τα πάμε και πολύ καλά με την εγκληματικότητα.»
«Δεν ξέρεις τι πάει να πει εγκληματικότητα», έκανε η Ντεζιρέ. «Εγώ ζούσα σε ένα κλουβί. Σε κάθε παράθυρο υπήρχαν κάγκελα. Στο φράχτη του κήπου συρματοπλέγματα. Κάγκελα, συρματοπλέγματα, συναγερμός, σκύλος, η αστυνομία να περιπολεί και πάλι δεν ένιωθα ασφαλής… Εδώ κοιμάμαι με ανοικτά τα παράθυρα, χωρίς καν να κλειδώνω την πόρτα.»
«Μάλλον είναι καλύτερα να την κλειδώνεις.»
«Όχι, όχι, δε φοβάμαι εδώ… Στην Πραιτόρια άκουγες όλη την ώρα πυροβολισμούς. Έβγαινες να πας στο σούπερ μάρκετ και δεν ήξερες αν θα γυρίσεις στο σπίτι. Αγέλες από μαύρα παιδιά με όπλα τριγυρνούσαν. Ο πιο συνηθισμένος ήχος στους δρόμους, μέρα-νύχτα, ήταν οι πυροβολισμοί και τα ασθενοφόρα.»
Ο Ξαβιέ κατέβηκε από το σκαμπό κάνοντας τη σειρήνα του ασθενοφόρου. Η Πατρισιά του είπε να το βουλώσει «Tais-toi!» και ο Ντίτερ είπε κάτι που είχε γράψει ο Λουκιανός.
«Αλλά το αποφάσισα να φύγω όταν έμεινα μόνη», συνέχισε η Ντεζιρέ που ως συνήθως είχε όρεξη για κουβέντα. «Μόνη, σαν ένας πάσσαλος στην ερημιά. Stoksielaleen… Ο άντρας μου με είχε παρατήσει για μια πιτσιρίκα μιγάδα. Ο γιος πήγε στην Αμερική να σπουδάσει και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Είχε σιχαθεί την κατάσταση… Κι εγώ έμεινα μόνη μέσα στο κλουβί μου, σε μια χώρα μίσους και φόβου… Μόλις πήρα σύνταξη τα πούλησα όλα και ξεκίνησα να ψάχνω για ένα μέρος χωρίς πόλεμο. Βρέθηκα στο νησί σας… Εδώ νιώθω σαν putti, σαν πλαστελίνη. Είμαι τόσο ήρεμη…»
Η Ντεζιρέ ήπιε άλλα δύο ούζα. Μιλήσανε για το Μαντέλα και την Γκόρντιμερ, ο Ντίτερ κάθε τόσο πετούσε αρχαίες σοφίες, ο Ξαβιέ αποκοιμήθηκε στις τουαλέτες –με το κεφάλι μέσα στη λεκάνη, η Πατρισιά βαρέθηκε να τον βρίζει και πήγε στο σπίτι της.
Οι πελάτες έφυγαν σιγά-σιγά, η Θέμη, η σερβιτόρα, πήγε να φάει, ο Γελωτοποιός έκανε το ταμείο με τη Δήμητρα, τη γυναίκα του αφεντικού, έκλεισαν και πήγε να κοιμηθεί μόνος στο σπίτι. Σαν πάσσαλος στην ερημιά…
Κλείδωσε και την πόρτα.