Κάποτε ο Γελωτοποιός… (Καλύτερα να του δώσουμε ένα άλλο όνομα, για να μη γράφουμε συνέχεια «Γελωτοποιός».)
Κάποτε ο Αδάμ τέλειωσε το λύκειο και έδωσε πανελλήνιες. Δεν τον ενδιέφερε σε ποια σχολή θα περνούσε, αρκεί να έφευγε από το σπίτι.
Ονειρευόταν μια μικροσκοπική γκαρσονιέρα στην Αθήνα, με ένα στρώμα στο πάτωμα και ένα χαρτόκουτο για τραπέζι.
Θα κυκλοφορούσε γυμνός μες στους καπνούς και με την κιθάρα του θα σκάρωνε μεθυσμένα τραγούδια. Θα έβρισκε δυο-τρεις πιστούς φίλους και θα συζητούσαν ως την αυγή για τη λογοτεχνία, για την επανάσταση, για τον έρωτα. Κάποια στιγμή θα γνώριζε κι «εκείνη», θα αγκαλιαζόντουσαν και θα ξεχνούσαν τον κόσμο. Στο ημερολόγιο του ονόμαζε αυτή την επιθυμητή κατάσταση «Ευτυχία», με το έψιλον πάντα κεφαλαίο.
Δυστυχώς το πρώτο πρόβλημα που παρουσιάστηκε ήταν οικονομικής φύσης. Στη δωρεάν παιδεία δε συμπεριλαμβάνονται και τα έξοδα διαβίωσης. Ο πατέρας του, που ήθελε να τον δει αστυνομικό, του δήλωσε ότι δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να τον σπουδάσει.
Αλλά ο Αδάμ δεν ήθελε να γίνει αστυνομικός ή στρατιωτικός. Απεχθανόταν τη βία, την πειθαρχία και τους κοιτώνες.
Τη λύση την έδωσε η γιαγιά του Αδάμ, η οποία εκμεταλλεύτηκε τις εν Χριστώ γνωριμίες της και έτσι ο Αδάμ –με την ευλογία του μητροπολίτη- έγινε δεκτός στο Φούφειο Φοιτητικό Χριστιανικό Οικοτροφείο.
Από την αρχή εκείνο το «Φούφειο» δεν του ακούστηκε καλά. Ούτε το «χριστιανικό». Ούτε το «οικοτροφείο».
Μην έχοντας άλλη επιλογή, προκειμένου να ζήσει την «Ευτυχία», έκλεισε τα μάτια και κατάπιε το μουρουνέλαιο.
Η πρόσοψη του Φούφειου ήταν αξιοπρεπέστατη –όπως και η όψη των νεαρών που τον υποδέχτηκαν.
«Καλώς ήλθες», του είπε ο πιο κοντός από τους δύο, αβρός και μειλίχιος ωσάν άγιος. «Σε περιμέναμε πιο νωρίς. Τα μαθήματα σου έχουν αρχίσει εδώ και μια βδομάδα.»
«Το γνωρίζω. Κάποια οικογενειακά προβλήματα…» Κατέβασε το κεφάλι, δήθεν στεναχωρημένος, ενώ σκεφτόταν τη βδομάδα κραιπάλης που είχε περάσει στο σπίτι του παιδικού του φίλου.
«Μη στεναχωριέσαι. Αν ζοριστείς λιγάκι θα καλύψεις τα κενά.»
«Οπωσδήποτε θα το κάνω.»
«Έλα μαζί μας, Αδάμ.»
Όπως περπατούσαν μπροστά του παρατηρούσε τους φρεσκοξυρισμένους σβέρκους τους, το λευκό γιακά που πεταγόταν κάτω από το μονόχρωμο πουλοβεράκι, τα κασμιρένια παντελόνια –άψογα σιδερωμένα- και τα σκαρπίνια.
Αυτός, από την άλλη, είχε πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο του ως φοιτητής: Μακριά μαλλιά, μούσια, άρβυλα και κιθάρα στον ώμο.
Κάτι του φώναζε να φύγει όσο ήταν ακόμα καιρός.
«Αυτό εδώ είναι το δωμάτιο σου», του είπε ο πιο ψηλός και του έδειξε έναν μεγάλο χώρο με δύο διώροφα κρεβάτια (έναν κοιτώνα!).
«Ο συγκάτοικος σου λείπει. Έχει πάει να δει τους γονείς του… Λοιπόν, φτιάξε τα πράγματα σου, τακτοποιήσου, η προσευχή είναι στις έντεκα.»
«Η προσευχή;»
«Μην ανησυχείς. Θα σε ειδοποιήσουμε.»
Τον άφησαν μόνο. Ο Αδάμ έκατσε απογοητευμένος στο άδειο κρεβάτι και κοίταξε γύρω του.
«Που βρέθηκα;» σκέφτηκε. «Τι άσχημο παιχνίδι μου έπαιξε η μοίρα;»
Εικόνες από μεσαιωνικά μοναστήρια, ακόλαστους καλόγερους, κατακόμβες και μυστικά περάσματα, σατανικούς ηγούμενους και βάναυσα ξυπνήματα προβάλλονταν στους εκθαμβωτικά λευκούς τοίχους του κελιού του.
Τα πάντα ήταν τόσο καθαρά και τόσο περιποιημένα που θα ντρεπόσουν ακόμα και να κάνεις μια «βρώμικη» σκέψη.
Στα πλακάκια του πατώματος δεν υπήρχε ίχνος σκόνης και το μόνο διακοσμητικό στοιχείο ήταν μια εικόνα του Εσταυρωμένου.
«Δεν νομίζω να με αφήσουν να βάλω την αφίσα του Τσε», είπε ο Αδάμ ψιθυριστά.
Μετάνιωσε που είχε αναφέρει το όνομα του επαναστάτη. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία και το όνομα του γλίστρησε κάτω από την πόρτα και μέσα από τους τοίχους ως τα αυτιά των κατασκόπων που καραδοκούσαν.
Σηκώθηκε και κοίταξε το γραφείο του απόντα συγκάτοικου. Κάμποσα βιβλία θεολογίας και η Βίβλος σε περίοπτη θέση.
Έκανε μια βόλτα στο δωμάτιο. Η τουαλέτα ήταν εξίσου λευκή και απρόσωπη –τουαλέτα που δε σε κάνει να σκέφτεσαι- και το μπαλκόνι που έβλεπε στον κοινόχρηστο χώρο περίμενε σιωπηλό για να ανακοινώσει τα μυστικά του Αδάμ στους υπόλοιπους οικότροφους.
Πάνω στα τρία διαθέσιμα γραφεία υπήρχε η Καινή Διαθήκη και το τελευταίο τεύχος του περιοδικού της Εκκλησίας της Ελλάδας.
«Τι δουλειά έχω εγώ εδώ;» αναρωτήθηκε και η «Ευτυχία» έσκασε σαν σαπουνόφουσκα. Είχε ριχτεί στο λάκκο με τους θρησκόληπτους λέοντες.
Έντεκα παρά πέντε του χτύπησαν την πόρτα.
«Είναι ώρα», είπε ο κοντός, «ακολούθησε μας (αδελφέ Αδάμ)».
Σαν μελλοθάνατος πίσω από τους δεσμοφύλακες έσερνε τα πόδια του. Δεσμώτης της οικονομικής ανισότητας, στερημένος του ύψιστου και αναφαίρετου δικαιώματος της –φοιτητικής- ζωής, πορευόταν σκυθρωπός μέσα στο σκοτάδι για την καρμανιόλα.
Για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε -ακόμα- να καταλάβει δεν ανάψανε τα φώτα. Ανεβήκανε ψαχουλευτά την εσωτερική σκάλα. Στην κορυφή του τετραωρόφου οικήματος, στις στριφογυριστές σκάλες, ανάμεσα σε κεριά, μυρωδιές από θυμιάματα και σε ψιθύρους, ήταν ιεραρχικά τοποθετημένοι είκοσι φοιτητές –όλοι άντρες φυσικά. Ο Αδάμ, ως νεοφώτιστος, έμεινε τελευταίος.
Για μια στιγμή έγινε ησυχία. Οι φλόγες που τρεμοπαίζανε επέβαλαν ατμόσφαιρα κατάνυξης και ιερότητας, ενώ τα πρόσωπα των φοιτητών θύμιζαν καθολικούς αγίους, καλοταϊσμένους και μοσχαναθρεμμένους.
Ο ψηλός –που τον είχε υποδεχτεί- καθάρισε το λαιμό του και ξεκίνησε με το «Πάτερ ημών». Τον συνόδευσαν οι υπόλοιποι με σιγανές φωνές. Έπειτα ο δεύτερος στην ιεραρχία –και τις σκάλες- έπιασε το «Πιστεύω». Ο Αδάμ επαναλάμβανε μόνο την τελευταία λέξη κάθε πρότασης. Συνέχισαν με άλλες προσευχές –πιο underground– που ο Αδάμ δεν είχε ξανακούσει.
Αλλά η αποκορύφωση του ιερού μυστηρίου ήταν όταν όλοι μαζί, εκστασιασμένοι –σε προχωρημένο στάδιο θρησκευτικού ιδεοψυχαναγκασμού ή υποκρισίας- άρχισαν να ψάλλουν τροπάρια και ύμνους. Οι στεντόρειες νεανικές φωνές τους συντονίστηκαν και συγκλόνισαν συθέμελα το οικοτροφείο.
Ο νεοφερμένος ένιωσε ότι κινδύνευε. Έπρεπε να κρύψει όσο καλύτερα μπορούσε τις αθεϊστικές του τάσεις και να μασκαρευτεί, επιδεικνύοντας φανταχτερές ορθόδοξες πεποιθήσεις.
Αν τα εκστασιασμένα χριστιανόπουλα αντιλαμβάνονταν ότι έχουν ανάμεσα τους έναν άπιστο –ή τουλάχιστον έναν που αμφέβαλλε- θα τον έδιωχναν χωρίς να το σκεφτούν (εκτός κι αν προτιμούσαν να τον διαμελίσουν πρώτα).
Αποφασισμένος να απολαύσει το βιασμό έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να συντονιστεί στη μυστηριακή ενέργεια των ψαλμών. Όμως κάτι δεν πήγαινε καλά.
Ο Αδάμ, με κλειστά μάτια, ένιωσε σαν να παρακολουθούσε μια παράσταση από ατάλαντους και βαριεστημένους ηθοποιούς. Κατάλαβε ότι οι φωνές των νεαρών δεν πήγαζαν από τα βάθη μιας ακλόνητης πίστης.
«Το να προσεύχεσαι ολόψυχα σε ένα ξύλινο ξόανο είναι σημαντικότερο από το να προσποιείσαι ότι πιστεύεις στον αληθινό θεό», έγραφε ο Κίρκεγκορ.
Ο τρόπος που έψαλαν οι φοιτητές πρόδιδε όχι μόνο αμφιβολία, αλλά και συνειδητή διακωμώδηση του εαυτού τους και του ρόλου τους, χωρίς όμως να το παραδέχονται.
Ο σιωπηλός Αδάμ, χωρίς να το ξέρει τότε, ήταν ο μόνος ένθεος σε εκείνη την παρωδία χορωδίας, αφού είχε προτιμήσει να αφήσει στην άκρη την ιδέα του θεού, αντί να την ακρωτηριάσει και να τη γελοιοποιήσει.
«Ο μόνος τρόπος να μιλάς για το θεό είναι η σιωπή».
Η ανούσια –και ανόσια- τελετουργία διάρκεσε μισή ώρα.
Αφού φιληθήκανε σταυρωτά, ο Αδάμ κατέβηκε τις σκάλες αναθεματίζοντας και βλαστημώντας την τύχη του.
Έξω από την πόρτα τον πρόλαβε ένας –εκ των αδελφών- και του έδωσε, μνησίκακα, το τελειωτικό χτύπημα:
«Γνωρίζεις βεβαίως», είπε σαν εγγαστρίμυθος, αφού το στόμα του διατήρησε το εφιαλτικό μειδίαμα του δημίου, «ότι η πόρτα του οικοτροφείου κλειδώνει στις δέκα και μισή και ότι όλοι πρέπει να είμαστε εδώ μέχρι εκείνη την ώρα… Απαγορεύεται το κάπνισμα και τα οινοπνευματώδη μέσα στο κτίριο.»
Πριν προλάβει να ρωτήσει ο Αδάμ, λες και είχε το σατανικό χάρισμα να διαβάζει τις σκέψεις, του είπε: «Ούτε στο μπαλκόνι.»
Ο Αδάμ γύρισε να φύγει, αλλά ο «αδελφός» δεν είχε τελειώσει.
«Αν σε επισκεφτεί κάποιος φίλος θα πρέπει να περιμένει στην είσοδο. Δεν επιτρέπονται επισκέπτες στα δωμάτια», και τόνισε τη λέξη «επισκέπτες» σαν να ήθελε να δείξει ότι δεν επιτρέπονται «επισκέπτριες».
«Τι άλλο;» έκανε ότι σκεφτόταν μετά, ενώ ουσιαστικά χρησιμοποιούσε το τέχνασμα της καθυστερημένης αντίδρασης του Χίτσκοκ για να αυξήσει το «σασπένς».
«Απαγορεύεται να βάζεις δυνατά μουσική ή να παίζεις δυνατά… Παρατήρησα ότι έχεις κιθάρα μαζί σου, γι’ αυτό στο λέω. Κάποιοι από εμάς έχουν πάρει στα σοβαρά τις σπουδές τους και θέλουν να διαβάζουν, όχι να διασκεδάζουν… Αυτά για την ώρα. Τα υπόλοιπα (ο Αδάμ θέλησε να ουρλιάξει: «Έχει κι άλλα;») θα στα εξηγήσει ο πνευματικός του οικοτροφείου. Έρχεται κάθε Πέμπτη. Αυτός ελέγχει την πρόοδο μας στις σχολές μας και μεταβιβάζει τις εντυπώσεις του στη μητρόπολη… Οπότε, καταλαβαίνεις…»
Ο Αδάμ είχε καταλάβει: Δεν υπάρχει χώρος στη Βασιλεία των Ουρανών –ούτε στο Φούφειο- για τους αιώνιους φοιτητές.
«Αυτά», είπε ο αδελφός εν Χριστώ, περιμένοντας κάποιο σχόλιο ή ερώτηση από τον Αδάμ. Όταν κατάλαβε ότι ο αναρχοαυτόνομος -στην εμφάνιση- νεοφώτιστος δεν είχε κάτι να πει, τον αποτελείωσε: «Κοιμήσου τώρα, γιατί το πρωί έχουμε προσευχή… Καληνύχτα.»
Ο Αδάμ ξάπλωσε στο κρεβάτι του με τα ρούχα, κοίταξε τις σανίδες από πάνω του και ψιθύρισε: «Το κρέμασμα επιτρέπεται;»
Η «Ευτυχία» ήταν ήδη στο σταθμό Πελοποννήσου και περίμενε το πρώτο τρένο για να γυρίσει σπίτι.