Είναι μεσάνυχτα. Μέσα στο σπίτι όλα τα φώτα κλειστά. Ο πατέρας, η μητέρα και η γιαγιά είναι μαζεμένοι πάνω από την ξυλόσομπα. Το υπόλοιπο σπίτι παγωμένο, αφού τα καλοριφέρ δε λειτουργούν. Απόλυτη ησυχία.
Ξαφνικά ακούγεται το κουδούνι. Ο πατέρας και η μητέρα κοιτιούνται τρομαγμένοι. Η γιαγιά πλέκει -ξηλώνοντας ένα παλιό πουλόβερ- και δε δίνει σημασία.
«Ήρθαν!» λέει η μητέρα.
«Κάποιος άλλος θα είναι», προσπαθεί να την καθησυχάσει ο πατέρας. «Ίσως μοιράζουν διαφημιστικά.»
«Στις δώδεκα το βράδυ;» του λέει η μητέρα άγρια.
«Για κάποιο night–club», λέει ο πατέρας.
«Είσαι ηλίθιος… Πήγαινε να δεις ποιος είναι.»
Ο πατέρας δε θέλει να σηκωθεί. Ξανακούγεται το κουδούνι. Σηκώνεται αργά και πιάνει το θυροτηλέφωνο. Ακούει για λίγο και μετά λέει μόνο: «Μάλιστα». Πατάει το κουμπί που ανοίγει την κάτω πόρτα και γυρίζει χλωμός.
Η μητέρα στέκεται πίσω του και περιμένει.
«Αυτοί είναι;» ρωτάει με κομμένη την ανάσα.
«Έχουν ένταλμα σύλληψης», λέει ο πατέρας έτοιμος να λιποθυμήσει.
Για μια στιγμή δε μιλάνε, μόνο κοιτιούνται.
Μετά η μητέρα λέει συριστικά -σαν φίδι: «Σου είπα να προσέχεις τι λες.»
«Δεν έκανα τίποτα», απαντάει ο πατέρας.
«Αυτό είναι το κακό. Αν είχες κάνει κάτι μεγάλο δε θα σε κυνηγάγανε τώρα… Κάτι είπες στην εκπομπή.»
«Μα τι μπορεί να είπα; Τον καιρό λέω», απολογείται ο άντρας.
«Χθες, χθες», λέει η μητέρα. «Χθες όλο έλεγες για βροχές, καταιγίδες και ακραία καιρικά φαινόμενα… Τι το ήθελες αυτό το ακραία;»
«Αφού έτσι ήταν το δελτίο… Και ήταν και σωστό. Δε βλέπεις τι έγινε σήμερα;»
«Δεν έχει σημασία αν ήταν σωστό. Δυσφημίζεις τη χώρα μας στο εξωτερικό, αυτό θα σου πουν. Όλοι οι ξένοι ξέρουν ότι έχουμε λιακάδες κι εσύ μιλάς για… βροχές!»
«Ποιοι ξένοι; Στο Farma tvδουλεύω. Πενήντα άνθρωποι μας βλέπουν όλοι κι όλοι. Κι αυτοί είναι οι συγγενείς μας.»
«Όλοι έχουν κάποιο μετανάστη συγγενή πια… Δεν έπρεπε να πεις για τη βροχή.»
–
Σταματάνε για μια στιγμή να μιλάνε. Αφουγκράζονται το ασανσέρ που κατεβαίνει.
Ο πατέρας γυρνάει θυμωμένος προς τη γυναίκα του.
«Άσε τις μαλακίες… Εσύ φταις. Με το γαμημένο το μπλοκ σου… Τι το ήθελες το μπλοκ, γριά γυναίκα;»
«Γριά να πεις τη μάνα σου, καριόλη… Που μου τους έφερες όλους στο σπίτι μου.»
«Αν δεν είχαμε τη σύνταξη του πατέρα δε θα είχαμε ούτε για ξύλα», λέει εκείνος.
«Αφού σε έχουν ένα χρόνο απλήρωτο.»
«Εγώ τουλάχιστον δουλεύω. Δεν κάθομαι όλη μέρα να γράφω στο μπλοκ για επαναστάσεις.»
«Ποιες επαναστάσεις; Εγώ συνταγές μαγειρικής βάζω.»
«Ξέρω τι λέω. Ξέρω… Δεν έγραφες προχθές: Η επανάσταση στη φασολάδα;»
Η μητέρα ταράζεται.
«Μεταφορικά το έλεγα.»
«Μεταφορικά; Αυτό πήγαινε πες ‘το στο Δένδια.»
«Μη λες αυτό το όνομα!!!»
«Θα το πω, θα το πω… Κι εκείνος μεταφορικά ονόμασε την επιχείρηση: Ξένιος Δίας.»
«Δεν μπορεί, δεν μπορεί», κάνει η μητέρα. «Εγώ γράφω τα καλύτερα για την κυβέρνηση και την Ελλάδα.»
«Κι όλο βάζεις συνταγές για όσπρια και ρύζια. Θα νομίσουν ότι είμαστε φτωχοί ή χορτοφάγοι… Χάθηκε να γράψεις καμιά συνταγή για αρνάκι ή για μοσχάρι;»
«Ένα χρόνο έχω να μαγειρέψω μοσχάρι.»
«Κι εγώ ένα χρόνο έχω να γαμήσω, αλλά βαράω καμιά μαλακία που και που, δεν το κάνω θέμα στο ίντερνετ.»
–
Σταματάνε να μιλάνε. Ακούγεται το ασανσέρ που ανεβαίνει.
Εκείνη την ώρα τους πλησιάζει η γιαγιά.
«Δεν τον προσέχεις το γιο μου, Μαρία», λέει με αφορμή τη μαλακία.
«Μάνα, σταμάτα εσύ», της λέει ο πατέρας, «και πήγαινε να πλέξεις… ΑΑΑ.»
Κοιτάει με τρόμο το πλεκτό της γιαγιάς.
«Τι, τι φτιάχνεις;»
Η γιαγιά δείχνει το πλεκτό της: Είναι μια μαύρη μπαλακλάβα.
«Για να μην κρυώνουν με τις μηχανές», λέει η γιαγιά.
«Ποιοι;!» κάνουν μαζί ο πατέρας και η μητέρα.
«Κάτι παλικάρια που γνώρισα στο πολιτιστικό κέντρο. Είχαν κάτι άλλες ψεύτικες και τα λυπήθηκα τα παιδάκια.»
Η μητέρα γελάει.
«Άντε να μας αδειάζει τη γωνιά η παλιόγρια», λέει μέσα από τα δόντια της.
«Τι λες;» της φωνάζει ο πατέρας. «Όλους μαζί θα μας μαζέψουν… Πήγαινε ρίχτη στη σόμπα. Τώρα!»
Ακούγεται η πόρτα του ασανσέρ και μετά το κουδούνι.
«Μην ανοίγεις», λέει ο πατέρας, αρπάζει τη μπαλακλάβα και τρέχει για τη σόμπα.
–
Τότε ανοίγει η πόρτα του δωματίου και βγαίνει η μεγάλη κόρη. Φοράει μαύρα ρούχα, είναι μακιγιαρισμένη με μαύρες σκιές και μωβ κραγιόν. Τα μαλλιά σε κορακάτο μαύρο, πέρα από μια άσπρη τούφα.
«Ήρθε ο δικός μου;» ρωτάει αυτή τη μητέρα.
«Πάλι ντύθηκες σαν να έχεις πένθος, παιδάκι μου;» της λέει η γιαγιά. “Βάλε ένα φορεματάκι με λουλούδια να χαρείς τα νιάτα σου.»
«Χέσε μας, ρε γιαγιά», απαντάει η κόρη.
Η μητέρα την κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω και τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα.
«Δεν πιστεύω να έβαλες στο facebook καμιά σατανιστική ανακοίνωση», της λέει.
«Δεν είμαι σατανίστρια, ρε μαμά, πόσες φορές θα στο πω; Emo, είμαι.»
«Και δεν μπορούσες να είσαι κάτι άλλο; Η φίλη σου, η Άννα, μια χαρά ακούει τα ελληνικά.»
«Άντε με το τσόλι», λέει η κόρη και κλείνεται στο δωμάτιο της.
Ακούγεται ξανά το κουδούνι. Ο πατέρας φτάνει τρέχοντας.
«Μια στιγμή», φωνάζει προς την πόρτα, «είμαι στο μπάνιο.»
Και μετά σιγά, συνωμοτικά στη γυναίκα του:
«Περίμενε λίγο, γιατί είχε σβήσει η φωτιά.»
–
Μια δεύτερη πόρτα ανοίγει και βγαίνει ένας έφηβος με ξυρισμένο το κεφάλι και μαύρη μπλούζα. Από το δωμάτιο του ακούγονται πατριωτικά άσματα.
«Γιατί δεν ανοίγετε;» λέει αυτός. «Μαλάκυνση πάθατε;»
«Για έλα κι εσύ», του λέει ο πατέρας. «Αν σε δουν εσένα μπορεί να φύγουνε… Μπορεί και να ‘ναι τίποτα φίλοι σου και να μας αφήσουν.»
Ο γιος γελάει.
«Τρομάξατε τώρα; Τόσο καιρό μου λέγατε να προσέχω εκεί που πηγαίνω και να μην κυνηγάω τους βρωμιάρηδες τους μαύρους… Τώρα τα κάνατε πάνω σας… προδότες.»
Η μητέρα τρέχει κοντά του.
«Γιωργάκη, ελπίζω να μην είπες τίποτα κακό για τη μανούλα.»
«Ας προσέχατε», λέει ο γιος και μπαίνει στο δωμάτιο του.
Ακούγεται ξανά το κουδούνι, αλλά αυτή τη φορά ακούγονται και χτυπήματα στην πόρτα.
«Μην ανοίγεις», λέει ο πατέρας. «Να προλάβουμε να…» Κοιτάει τριγύρω.
–
Μια άλλη πόρτα ανοίγει τότε και βγαίνει ο παππούς… Με τη βαλίτσα στο χέρι.
«Έτοιμος», λέει και προχωράει με πολύ αργά βήματα προς την εξώπορτα.
Οι άλλοι μόνο τον κοιτάνε. Κάνει αρκετή ώρα να φτάσει ως το χωλ.
«Που πας, πατέρα;» τον ρωτάει ο πατέρας, ενώ ξανακούγονται τα χτυπήματα στην πόρτα.
«Μην ανησυχείς, παιδάκι μου», του λέει ο παππούς και του χαϊδεύει τα μαλλιά σαν να ήτανε μικρό παιδί. «Έχω συνηθίσει εγώ από ξερονήσια και εξορίες.»
Προτού ανοίξει την πόρτα ο παππούς κοιτάει τη γυναίκα του.
«Μαρίκα, πρόσεχε τι κάνεις με τον μπακάλη.»
«Μην ανησυχείς, Γιώργο μου», του λέει η γιαγιά. «Θα σε περιμένω να γυρίσεις.»
–
Ο παππούς ανοίγει την πόρτα. Απέξω είναι ο εισαγγελέας με δύο αστυνομικούς.
«Οικία Μίσσιου;» ρωτάει ο εισαγγελέας. «Έχουμε ένταλμα σύλληψης.»
«Εδώ είμαι», λέει ο παππούς. «Καιρό είχα να σας δω.»
Ο πατέρας πετιέται μπροστά.
«Αφήστε τον πατέρα μου. Έχει αλτσχάιμερ και τα ‘χει χάσει, εμένα θέλετε.»
Ο παππούς τον κοιτάει παραξενεμένος.
«Τι κάνεις, παιδί μου;» του λέει.
«Κάτσε, πατέρα», του απαντάει ο γιος. «Δεν είναι η σειρά σου τώρα…»
Τείνει τα χέρια του προς τους αστυνομικούς.
–
Εκείνοι κοιτάνε τον εισαγγελέα.
«Έχουμε ένταλμα για την…» ο εισαγγελέας κοιτάει το χαρτί του. «Πολική Αρκούδα…»
«Την ποια;» λένε όλοι οι άλλοι εν χορώ.
«Πολική Αρκούδα», ξαναλέει ο εισαγγελέας. «Ψευδώνυμο του μπλόγκερ… Χρόνη Μίσσιου.»
«Χρόνη!» κάνει η μητέρα και χλομιάζει ολόκληρη.
–
Τότε ανοίγει μια άλλη πόρτα και βγαίνει ένας δωδεκάχρονος.
Φοράει ένα μπλουζάκι με τον Γκεβάρα και στο μπράτσο φοράει ένα αντιναζιστικό περιβραχιόνιο. Παρά την ηλικία του περπατάει ευθυτενής και σίγουρος για κάθε του βήμα.
Η μεγάλη κόρη και ο μεσαίος γιος έχουν βγει στις πόρτες τους και κοιτάνε.
Μόλις ο Χρόνης φτάνει δίπλα στη μητέρα του εκείνη λέει, σπαραχτικά: «Γιε μου!»
Την κοιτάει, της δείχνει τον κοντοκουρεμένο αδελφό του και της λέει:
«Μητέρα, ιδού ο γιος σου.»
Έπειτα πλησιάζει τον εισαγγελέα και λέει –σοβαρά, λες και είναι διακοσίων χρονών: «Εμένα ψάχνετε.»
–
Οι αστυνομικοί περνάνε χειροπέδες στο δωδεκάχρονο. Ο πατέρας κάνει μια κίνηση για να τους επιτεθεί, αλλά τον σταματάει ο μικρός:
«Είναι πολύ αργά τώρα, μπαμπά», του λέει.
Οι αστυνομικοί, ο εισαγγελέας και ο δωδεκάχρονος μπαίνουν στο ασανσέρ.
Η μητέρα πέφτει κάτω θρηνώντας: «Χρόνη μου».
Ο πατέρας κοιτάει τριγύρω.
«Τι κάναμε;» μονολογεί.
Ακούγεται ο ήχος του ασανσέρ που κατεβαίνει.
Το σπίτι παγωμένο.