Σίγουρα θα έχετε δει την κορυφαία (κατά τη γνώμη μου) αντιπολεμική ταινία, το «Αποκάλυψη, Τώρα», του Κόπολα.
Ίσως και να θυμάστε τη σκηνή όπου ο ημίθεος Μάρλον Μπράντο, στο ρόλο του συνταγματάρχη Κουρτς, χαϊδεύει το ξυρισμένο του κρανίο στο ημίφως και κραυγάζει ψιθυρίζοντας: «…TheHorror!»
Η φρίκη του Κουρτς ήταν υπαρξιακή –διαβάστε και το «Η καρδιά του σκότους», του Κόνραντ, απ’ όπου προέρχεται το σενάριο της ταινίας, για να το καταλάβετε καλύτερα.
Ο Κουρτς βρέθηκε στο μέσο ενός παράλογου πολέμου (και ποιος πόλεμος δεν είναι παράλογος;). Δοξάστηκε ως θεός από τους ιθαγενείς που είχε εντολή να εξοντώσει και έμεινε στη ζούγκλα, όπου βυθίστηκε στον εαυτό του και αντιλήφθηκε ότι το μεγαλείο του ανθρώπινου πολιτισμού, η υποτιθέμενη πρωτοκαθεδρία του ανθρώπου, δεν είναι παρά ένα άδειο κέλυφος, ένα τσόφλι εύθραυστο χωρίς κανένα περιεχόμενο (όταν η θέαση είναι sub specie aeternatis, υπό το πρίσμα της αιωνιότητας).
Μια ανάλογη φρίκη, στιγμιαία και κοινωνική, όχι υπαρξιακή, αισθάνθηκα χθες το βράδυ.
Και μου την προκάλεσε η θέαση της Ελλάδας sub specie samaratis.
Δεν ξέρω αν το έχω αναφέρει ξανά, αλλά και να το έχω κάνει δεν πειράζει, θα το ξαναπώ.
Έχω πολλά χρόνια να δω τηλεόραση.
Και, ναι, καυχιέμαι γι’ αυτό, όπως θα καυχιέμαι αν κάποια μέρα καταφέρω να κόψω το κάπνισμα.
Παρά την πλήρη απεξάρτηση μου (με λένε Γελωτοποιό και είμαι καλά) έχω τηλεόραση στο σπίτι, γιατί θέλω να βλέπω ταινίες, πάντα σε dvd, και όχι παραγεμισμένες με διαφημίσεις.
Οπότε χθες το βράδυ έβαλα ένα dvd στη συσκευή και άνοιξα την τηλεόραση.
Πριν προλάβω να πατήσω το κουμπί που θα συνέδεε τις δύο συσκευές (και θα με προφύλαγε από έναν νευρικό κλονισμό) είδα μπροστά μου μια φρικιαστική εικόνα.
Ήταν ο Σαμαράς, ο πρωθυπουργός αυτής της Έρημης Χώρας, που αγόρευε (πόσο του ταιριάζει αυτή η λέξη, η σχετική με τις αγορές) από το βήμα του κοινοβουλίου.
Τον είχα δει σε φωτογραφίες, είχα διαβάσει τα ποιητικά του παραληρήματα καθώς σφαγιάζει ένα λαό και, όπως θα θυμάστε, τον έχω δει κι από κοντά.
Από τότε που του σέρβιρα το χυμό γκρέιπ-φρουτ είχα καταλάβει ότι είναι ένα μηδενικό, ένας απόλυτα Κούφιος Άνθρωπος. (Bρείτε πόσες αναφορές έχουμε κάνει ως τώρα στον Τ.Σ. Έλιοτ και κερδίστε μια έγχρωμη τηλεόραση –παλιάς τεχνολογίας, αλλά σε άριστη κατάσταση).
Όμως αυτό που είδα μπροστά μου με έκανε να παγώσω.
Στο βήμα βρισκόταν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας (!) και μιλούσε σαν να ήταν στη λαχαναγορά. Και ακόμα χειρότερα…
Δεν αναφέρομαι στο περιεχόμενο της ομιλίας του, το οποίο είναι το ίδιο –άνευ σημασίας- είτε το ακούς είτε το διαβάζεις.
Σε προηγούμενο κείμενο μας είχαμε αναφέρει ότι στη λεκτική επικοινωνία μόνο το 30% είναι λεκτικό. Το υπόλοιπο 70% είναι ο τόνος της φωνής (η προσωδία), οι εκφράσεις του προσώπου και η στάση του σώματος.
Αυτό που έβλεπα, λοιπόν, ήταν ένας «τζάμπα μάγκας», με ύφος πορτιέρη που απευθύνεται σε δεκαεφτάχρονα που θέλουν να μπουν στο κλαμπ.
Ή μάλλον σαν ένας άνθρωπος της νύχτας που εξηγεί στα υπαλληλάκια του τι θα τους κάνει αν τολμήσουν να τον παρακούσουν.
Και σίγουρα θα του ταίριαζε να παίζει με το μπεγλέρι καθώς απευθύνεται στον ελληνικό λαό (διαμέσου των αντιπροσώπων του).
Από το πρόσωπο του καταλάβαινες ότι δεν υπάρχει ούτε μια σπίθα ζωής ούτε ένα λαμπύρισμα εντιμότητας στο κεφάλι αυτού του ανθρώπου.
Έχετε δει το Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ να απευθύνεται σε κοινό; Ακόμα κι αν δεν ξέρεις αγγλικά, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνεις λέξη απ’ όσα λέει, τον πιστεύεις και είσαι πρόθυμος να τον ακολουθήσεις στην επόμενη πορεία.
Αυτό που εξέπεμπε ο Σαμαράς δεν ήταν απλώς έλλειψη πάθους, δεν ήταν μόνο η έλλειψη αυτής της κατάφασης, αυτού του ΝΑΙ που οδηγάει τους ανθρώπους πέρα από τα προκαθορισμένα.
Αυτό που έβγαζε ήταν η ηθική κατάπτωση ενός ανθρώπου που δεν πιστεύει σε τίποτα –και το γνωρίζει.
Ήταν ένας αδύναμος ανθρωπάκος, επίπλαστα θωρακισμένος μέσα στο τσόφλι του, ένα αδίστακτο μηδενικό που θα κάνει τα πάντα για να μη φανεί πόσο κενός είναι.
Και όταν άρχισε να κουνάει και τα χέρια, ε, τότε δεν ήξερα αν πρέπει να αρχίσω να γελάω ή να κλαίω με λυγμούς.
Ήταν σαν ένα νευρόσπαστο που κάθε τόσο κάποιος του βάζει ένα σουβλί στον κώλο (και συγχωρήστε ‘με για τα «γαλλικά» μου), αναγκάζοντας ‘τον να σηκώσει αντανακλαστικά και άψυχα τα χέρια για μια στιγμή, πριν η βαρύτητα τα επαναφέρει στην πρότερη νεκρική τους ακαμψία.
Έκλεισα την τηλεόραση μετά από ένα λεπτό θέασης αυτής της φρίκης.
Βγήκα στο μπαλκόνι να πιω ένα ποτήρι κρασί και να καπνίσω.
«Αυτό το… πράγμα», σκεφτόμουν, «είναι ο πρωθυπουργός μιας χώρας;»
Αν ερχόταν να μου ζητήσει δουλειά θα του έλεγα ότι δεν προσλαμβάνουμε τραμπούκους.
Αλλά αυτός είναι ο πρωθυπουργός μιας χώρας; (το ξαναλέω για να το πιστέψω). Και το χειρότερο απ’ όλα: Της χώρας μας;
Είναι δυνατόν οι συμπολίτες μας –που στην πλειονότητα τους πιστεύουν ακόμα ότι είναι ο καταλληλότερος πρωθυπουργός- να μην μπορούν να καταλάβουν ότι βλέπουν ένα ανδρείκελο που «πουλάει μαγκιά» μέσα στο κοινοβούλιο λες και βρίσκεται σε κανένα επαρχιακό γηπεδάκι τέταρτης εθνικής;
Μετά θυμήθηκα ένα περιστατικό νευρολογίας που αναφέρει ο Σακς στο υπέροχο βιβλίο του: «Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο».
Ο Σακς βρέθηκε σε μια κλινική όπου «φιλοξενούνταν» άνθρωποι με μια συγκεκριμένη νευρολογική διαταραχή.
Δε θυμάμαι την ακριβή ορολογία, αλλά ας την αποκαλέσουμε «λεκτική αγνωσία».
Αυτοί οι άνθρωποι, μετά από έναν τραυματισμό ή εγκεφαλικό, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τις λέξεις, αυτό το 30% της γλωσσικής επικοινωνίας.
Όταν ο Σακς μπήκε στην κλινική βρήκε τους ασθενείς να βλέπουν τηλεόραση και να έχουν ξεκαρδιστεί στα γέλια.
Όλο περιέργεια πήγε να δει ποια κωμική εκπομπή παρακολουθούσαν.
Και έκπληκτος είδε ότι παρακολουθούσαν την ομιλία του Αμερικανού προέδρου Ρόναλντ Ρήγκαν.
Οι ασθενείς δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έλεγε ο πρόεδρος –ίσως κάποιοι να μην ήξεραν καν ποιος είναι.
«Έβλεπαν» μόνο τις κινήσεις του και τις εκφράσεις του, σε συνδυασμό με τον τόνο της φωνής του (αφού δεν ήταν κουφοί).
Και κόντευαν να κατουρηθούν από τα γέλια.
Έχοντας στο μυαλό μου την περίπτωση που αναφέρει ο Σακς κατάλαβα γιατί ο Σαμαράς μου φάνηκε τόσο φρικιαστικά… κενός.
Εξαιτίας της εθελούσιας αποκοπής μου από την τηλεόραση.
Αν κάποιος έχει συνηθίσει στα επίπεδα πρόσωπα των ειδήσεων, των διαφημίσεων και των σαπουνόπερων, τότε δε του φαίνεται καθόλου παράξενο που ο πρωθυπουργός της χώρας (! – άλλη μια φορά θαυμαστικό) είναι τόσο ασήμαντος, τόσο προκάτ (σαν τα κτίρια στα κινηματογραφικά σκηνικά: μόνο πρόσοψη από γύψο και πίσω το κενό).
Λίγο μετά, πίνοντας το τρίτο ή τέταρτο ποτήρι κρασί, κατάλαβα κάτι ακόμα.
Τους Έλληνες (για την πλειονότητα μιλώ) δεν τους πειράζει που έχουν ένα «ψευτόμαγκα» για πρωθυπουργό, επειδή έτσι είναι και αυτοί.
«Μάγκες» που θα ειρωνευτούν και θα εκμεταλλευτούν όποιον θεωρούν κατώτερο, ενώ την ίδια στιγμή στήνονται στους ανώτερους.
«Μάγκες» που θα επιδεικνύουν με καμάρι τα κλοπιμαία και θα υπερηφανεύονται για τη φορολογική τους απάτη, ενώ θα δέρνουν τους υπάλληλους τους –και μετά θα τους δένουν σε ένα δέντρο, προς παραδειγματισμό.
«Μάγκες» που το επίπεδο της ηθικής τους δε θα ξεπερνάει ποτέ το κατώτερο επίπεδο της χυδαιότητας.
Και αν ο Σαμαράς τους έλεγε ότι θα αυξήσει τους μισθούς, θα μειώσει τη φορολογία και θα προσλάβει καμιά δεκαριά χιλιάδες στο δημόσιο θα τον αποθέωναν με πλαστικές σημαίες στις πλατείες.
Όμως κάποιος με τη δική μου νευρολογική διαταραχή δε θα μπορούσε να υποστηρίξει το Σαμαρά και τους ομοίους του, ακόμα και αν υπόσχονταν 1000 ευρώ το μήνα σε κάθε μπλόγκερ.
Γιατί τον είδα ποιος είναι και ένιωσα… τη Φρίκη.
Τελειώνοντας, και για να μην παρεξηγιόμαστε, νομίζοντας ότι ο Γελωτοποιός είναι ένας ακόμα «τζάμπα μάγκας» που καμώνεται τον καμπόσο κρυμμένος πίσω από την ανωνυμία του μπλοκ, ας σας πω τα εξής:
Καταρχάς είναι ολοφάνερο ότι η ανωνυμία του μπλοκ είναι σαν το: «Ο κόσμος το ‘χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι».
Απ’ τη στιγμή που γράφουμε από το σπίτι μας, χρησιμοποιώντας τον προσωπικό μας υπολογιστή και την τηλεφωνική σύνδεση που είναι στο όνομα μας, η e-δίωξη μπορεί να μας βρει πιο εύκολα και από το να περάσεις την πρώτη πίστα του Pacman (πως φαίνεται ότι είμαι αρχαίος).
«Οπότε», θα ρωτήσει κάποιος σαν το Μάριο που ξέρει από αργκό, «δε φοβάσαι μη σε μπαγλαρώσουν για καθύβριση κι εξύβριση του πρωθυπουργίσκου και βρεθείς να λιμάρεις το καναρίνι στη φυλάκα;»
Φοβάμαι. Ποτέ δεν ήμουν μάγκας ούτε έχω σκοπό να το «παίξω» μάγκας στα γεράματα.
Φοβάμαι. Γιατί αγαπώ την ελευθερία μου, γιατί θέλω να είμαι κοντά στην οικογένεια μου, γιατί θέλω να μείνω σε αυτόν τον υπέροχο τόπο που λέγεται Ελλάδα, γιατί θέλω να ζω μια αξιοπρεπή ζωή.
Αλλά βλέπω ότι όλα αυτά τα χάνω σιγά-σιγά, ακριβώς επειδή φοβάμαι.
Πόσο φόβο μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος πριν αρχίσει, δειλά-δειλά, να μη φοβάται πια;