«Κι αν όλα είναι μια ψευδαίσθηση; Κι αν τίποτα δεν υπάρχει τελικά; Τότε μάλλον πλήρωσα πολύ ακριβά το καινούριο μου χαλί!»
Γούντι Άλεν
Σήμερα άκουσα στο Τρίτο τη συνέντευξη ενός γηραιού πανεπιστημιακού. Δεν συγκράτησα το όνομα του ούτε άκουσα την ηλικία του, αλλά ήταν εύκολο να την καταλάβεις αφού –όπως είπε κάποια στιγμή- είχε καθηγητή τον Αντόρνο.
Αυτός ο κύριος, λοιπόν, ισχυριζόταν ότι η κρίση ξεκίνησε στο τέλος του εξήντα και είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των κεφαλαιοκρατών να βρουν έναν καινούριο τρόπο για να αυξήσουν τα κέρδη τους.
Μέχρι τότε ακολουθούσαν τη λογική του «παραγόμενου προϊόντος»: Παρήγαγαν προϊόντα και ο κόσμος τα αγόραζε.
Στη δεκαετία του πενήντα ανακαλύφτηκε ουσιαστικά ο καταναλωτισμός. Κάθε νοικοκυρά μπορούσε να έχει πλυντήριο, ψυγείο, φούρνο και όμορφα ρούχα. Κάθε άντρας μπορούσε να έχει αυτοκίνητο, μηχανή του γκαζόν και ρολόι.
(Δεν αναφερόμαστε στην Ελλάδα, η οποία ήταν μια υπανάπτυκτη χώρα, όπου οι άνθρωποι έκαναν την ανάγκη τους στο δρόμο.)
Η λογική του παραγόμενου προϊόντος είχε ένα ελάττωμα: Τα προϊόντα πουλιούνταν μια φορά και συνήθως –τότε- είχαν μεγάλο χρόνο ζωής. Συγκεκριμένα ο καθηγητής ανέφερε ότι ένα φορντ τ-μπερντ είχε μέσο όρο «ζωής» τριάντα ή σαράντα χρόνια, μπορεί και περισσότερα (ενώ τώρα ένα αυτοκίνητο δεκαετίας είναι ένα ασύμφορο –λόγω των επισκευών που χρειάζεται κάθε τόσο- σαράβαλο).
Έτσι, αφού όλοι όσοι μπορούσαν είχαν αγοράσει το αυτοκίνητο και το ψυγείο τους, η αγορά άρχισε να μην έχει άνοδο (ο επιχειρηματίας δεν αρκείται στο παγιωμένο κέρδος ακόμα κι αν αυτό του φτάνει για να εξασφαλίσει τους απογόνους του σε βάθος αιώνων. Χρειάζεται αύξηση των κερδών του).
Προτού ανακαλύψουν τα προϊόντα που «πρέπει» να αντικαθιστούνται σχεδόν κάθε χρόνο (αυτό είναι χαρακτηριστικό των προϊόντων τεχνολογίας) οι εταιρείες έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να αυξήσουν τα κέρδη τους.
Και ανακάλυψαν την αγοραπωλησία του τίποτα.
Τη δεκαετία του ογδόντα έκανε την εμφάνιση του ένα νέο είδος κεφαλαιοκράτη ο οποίος δεν παρήγαγε κάτι. Αγόραζε και πουλούσε χρήμα. Μετοχές, ομόλογα και ποσοστά άλλαζαν χέρια κάνοντας κάποιους πολύ πλούσιους. Ήταν η ιερή εποχή της Γουόλ Στρίτ και των γιάπηδων.
Σύντομα και αυτή η τακτική έπαψε να είναι αρκετά προσοδοφόρα.
Τότε το αγοραστικό κοινό «έμαθε» -εκπαιδεύτηκε ουσιαστικά- ότι μπορούσε να ξοδεύει πολύ περισσότερα από όσα κατείχε. Δε χρειαζόταν να έχει λεφτά, αρκεί να είχε πιστωτική κάρτα ή να έπαιρνε ένα δάνειο, και όλα τα (καταναλωτικά) όνειρα του μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα.
Στην Ελλάδα μπήκαμε στον καταναλωτικό παράδεισο των δανείων (γιατί και η πιστωτική κάρτα τι άλλο είναι από δάνειο;) μόνο όταν αποκτήσαμε τη σταθερότητα του ευρώ.
Ξαφνικά όλοι μπορούσαν να πάρουν στεγαστικό για να αποκτήσουν το σπίτι τους (ή το εξοχικό τους) και όλοι μπορούσαν να πάρουν ένα δάνειο για να πάνε διακοπές ή να αγοράσουν ό,τι τους «έλειπε» χρεώνοντας την πιστωτική τους κάρτα.
Στην ίδια παγίδα έπεσαν και οι υπόλοιπες χώρες της «μικρής» Ευρώπης, Ισλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία κλπ.
Το οικονομικό σύστημα κέρδιζε πολλά πουλώντας… λεφτά.
Και μόλις φάνηκε ότι και αυτό το σύστημα δεν αποδίδει αρκετά βρέθηκε ένας νέος τρόπος πλουτισμού για αυτούς που ήδη ήταν αρκετά πλούσιοι: «Αφού δεν μπορούμε να αυξήσουμε τα έσοδα μας πρέπει να ελαττώσουμε τα έξοδα μας.»
Ενώ οι πολυεθνικές εταιρείες και τα παρακλάδια συνέχιζαν να κερδίζουν εκατομμύρια εκατομμύριων προχώρησαν σε μειώσεις μισθών και απολύσεις: Στην Αμερική και στην Αγγλία αυτό συνέβη τον προηγούμενο αιώνα.
Όμως οι άνεργοι και οι μερικώς απασχολούμενοι δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα δάνεια που είχαν πάρει τον καιρό της υποτιθέμενης ευημερίας.
Έτσι δημιουργήθηκε η «κρίση» του εικοστού πρώτου αιώνα, όπου οι τράπεζες και τα κράτη καταρρέουν -ή επιβιώνουν τρώγοντας την ουρά τους.
Καθώς όμως η ουρά τελειώνει και η υπομονή των ανθρώπων εξαντλείται το οικονομικό σύστημα θα πρέπει να βρει ένα καινούριο τρόπο για να αυξήσει τα κέρδη του.
Σε χώρες αδύναμες όπως η δική μας, φαίνεται ότι αυτός ο τρόπος είναι η κινεζοποίηση –όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας και ζωής- και της αφρικανοποίησης –όσον αφορά την εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας και του ορυκτού πλούτου.
Ο καπιταλισμός (ή αν προτιμάτε πείτε ‘τον παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελευθερισμό, δεν έχει σημασία τι χρώμα είναι ο γάτος ή πως τον φωνάζουμε, αρκεί να πιάνει τα ποντίκια) έχει ανάγκη να αυξάνει διαρκώς τα κέρδη του και θα το κάνει με οποιοδήποτε τρόπο.
Και ουσιαστικά αυτή τη στιγμή της ιστορίας οι πολιτικοί είναι υπόλογοι των αγορών, όπως κάποτε ήταν υπόλογοι των ιεραρχών.
Η αυτοκρατορία της αγοράς κάποια στιγμή θα παρακμάσει και θα καταρρεύσει.
Το μόνο κακό –για εμάς- είναι ότι συνήθως οι αυτοκρατορίες «ζουν» πολύ περισσότερο καιρό από τους υπηκόους τους.
(Αυτή δεν είναι μια απόπειρα οικονομικής ανάλυσης, αφού ο Γελωτοποιός δεν τα πάει καθόλου καλά με τα οικονομικά. Είναι μόνο μια ελεύθερη και απλοϊκή απόδοση όσων είπε αυτός ο γηραιός κύριος που είχε καθηγητή τον Αντόρνο.)