Όλα ξεκίνησαν με την ανακατάληψη της βίλας Μπιάνκα. Τα κανάλια ειδοποιήθηκαν πρώτα και οι κάμερες βρεθήκανε απ’ έξω πριν από την αστυνομία.
Οι πενήντα (ανα)καταληψίες φώναζαν συνθήματα όταν έφτασαν οι κλούβες. Δεν πρόβαλλαν αντίσταση όταν οι αστυνομικοί εισέβαλλαν στο χώρο σπάζοντας μια πόρτα (που είχε φιλοτεχνήσει πριν έναν αιώνα ο Ιταλοεβραίος καλλιτέχνης Πιρανέζι).
Οι κάμερες ακολούθησαν κατά πόδας και πήραν κοντινά πλάνα από τα φονικά όπλα: Άδεια ποτήρια (ντροπή για τα μάτια σου), ένα γκαζάκι του καφέ (το μεγάλο, που ανάβει μόνο του), αναπτήρες (bic) και ένα βιβλίο (του Μπακούνιν).
Αν παρατηρήσετε το βίντεο που αναρτήθηκε στο youtube (http: www.youtube.com/villabianca/eisboli) θα δείτε, στο 2:51, σε δεύτερο πλάνο, μια παράξενη σκηνή.
Ένας αστυνομικός πλησιάζει έναν καταληψία για να τον βγάλει έξω. Σταματάει και τον κοιτάει στα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα. Ο καταληψίας κατεβάζει τις γροθιές του και, σαστισμένος, ανταποδίδει το βλέμμα. Ο αστυνομικός φαίνεται να λέει κάτι, ο καταληψίας απαντάει και μετά… Ο αστυνομικός σηκώνει το χέρι και χαϊδεύει –φευγαλέα- τον καταληψία στο μάγουλο.
Μετά τον αγγίζει στην μέση για να τον κάνει να προχωρήσει, ενώ του μιλάει. Και μετά η κάμερα εστιάζει σε ένα –άτσαλα ανοιγμένο- κονσερβοκούτι από κομπόστα ροδάκινο.
Πίσω από αυτή τη σκηνή κρύβεται μια ιστορία έρωτα.
Ο καταληψίας (ας πούμε ότι τον λένε Νίκο, για να μη φανερώσουμε το όνομα του) είχε γνωρίσει τον αστυνομικό (έστω Μανώλης) πριν μερικά χρόνια, όταν ο πρώτος πέρασε από την Παλαιόχωρα Χανίων.
Ο Νίκος, ακόμα φοιτητής, πήγαινε για τη Γαύδο και είχε μείνει ένα βράδυ στην Παλαιόχωρα. Εκεί γνώρισε το Μανώλη που δούλευε σερβιτόρος σε ένα εστιατόριο.
Το ίδιο βράδυ κοιμηθήκαν μαζί.
Ο Νίκος δεν πήγε ποτέ στη Γαύδο. Έμεινε ένα μήνα στο μικρό δωμάτιο του Μανώλη και αυτός ήταν ο πιο όμορφος Αύγουστος της ζωής του.
Προσπαθούσαν να μη δίνουν δικαιώματα, γιατί –παρότι Χανιώτης- ο Μανώλης δούλευε στο εστιατόριο του θείου του. Τη μέρα δε βλεπόντουσαν –ή προσποιούνταν ότι είναι μόνο φίλοι, αλλά τα βράδια τα περνούσαν αγκαλιά, στις πιο ερημικές και όμορφες παραλίες, βλέποντας το φεγγάρι να ανατέλλει από το Λιβυκό πέλαγος.
Όταν ο Νίκος έφυγε έδωσαν όρκους να είναι μαζί για πάντα, αλλά δεν ξαναβρέθηκαν. Ο Μανώλης κατάφερε να μπει στη σχολή της αστυνομίας και…
Απλά κατάφερε να μπει στη σχολή της αστυνομίας και δεν ξαναβρέθηκαν.
Τον ξαναείδε στην κατάληψη.
Τον οδήγησε στην κλούβα για τη ΓΑΔΑ και μετά πήγε στο σπίτι του και έκλαψε. Η μάνα του νόμιζε ότι έφταιγε η πίεση της δουλειάς (δεν είναι εύκολο να σε φωνάζουν γουρούνι όλη την ώρα) και του έφτιαξε το αγαπημένο του φαγητό (χοιρινό με σέλινο).
Ο Μανώλης δεν έφαγε. Φόρεσε πολιτικά, πήρε το αυτοκίνητο του και στήθηκε έξω από τη ΓΑΔΑ.
Όταν αφήσανε τους καταληψίες βγήκαν όλοι μαζί, ενώ εκατοντάδες αλληλέγγυοι τους περιμέναν.
Ο Μανώλης τους είδε να αγκαλιάζονται, τους είδε -με τα μακριά μαλλιά τους και τα παλαιστινιακά μαντήλια- και ένιωσε οργή. Είχε μάθει ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν εχθροί του.
Έβαλε μπρος για να φύγει, αλλά τότε… Είδε τον Νίκο.
Εκείνος ξεχώρισε από το πλήθος και προχώρησε προς το αυτοκίνητο.
«Σε έψαχνα», του είπε. «Με έψαχνες;»
Ο Μανώλης δεν είπε τίποτα. Μόνο χαμογέλασε και άνοιξε την πόρτα.
Μέχρι να βγουν από την πόλη δεν μπόρεσαν να μιλήσουν. Ήταν λες και η πόλη τους θύμιζε ότι είναι εχθροί. Όταν φάνηκε η θάλασσα ο Νίκος γύρισε να τον κοιτάξει. Του είπε ότι είχε αλλάξει… Και ότι ήταν ίδιος… Όπως τότε.
Ο Μανώλης χαμογέλασε. Πικρά.
Αφήσανε το αυτοκίνητο και περπατήσανε ως την παραλία. Δε μιλούσαν, αλλά «κατά λάθος» έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλον, και «κατά λάθος» ακουμπούσαν τα χέρια τους.
Τελικά ο Μανώλης γύρισε και είπε: «Δεν μπορώ να ζω χωρίς εσένα. Δεν είναι ζωή αυτή.»
Αγκαλιαστήκανε, φιληθήκανε και ο ήλιος έδυε στο Αιγαίο.
Τα καράβια που ερχόντουσαν απ’ την Κρήτη είχαν μαύρα πανιά.
Τις επόμενες μέρες τις περάσανε μαζί –και μόνοι.
Έπρεπε να αποφεύγουν τα στέκια του Νίκου, γιατί πολλοί γνώριζαν τον «μπάτσο-γουρούνι-δολοφόνο». Έπρεπε να αποφεύγουν και τα στέκια του Μανώλη, γιατί οι συνάδελφοι του δεν θα ήταν ιδιαίτερα χαρούμενοι αν τον έβλεπαν… αλλιώς.
Χανόντουσαν στις ερημιές ή έπαιρναν το αυτοκίνητο και πήγαιναν μέχρι τη Χαλκίδα, όπου κανείς δεν τους ήξερε.
Κάποια στιγμή ο Μανώλης κατάφερε να πάρει μια μικρή άδεια –ο Νίκος ούτως ή άλλως ήταν άνεργος. Πήγαν στην Ελαφόνησο, στη μέση του Γενάρη, αλλά ο θεός που φροντίζει για τις αλκυόνες φρόντισε και γι’ αυτούς.
Ήταν ένα μικρό καλοκαίρι.
Γυρίζοντας, με το αυτοκίνητο, ο Νίκος ζήτησε από το Μανώλη να παραιτηθεί απ’ τη δουλειά του.
«Δεν μπορώ να το κάνω», είπε ο Μανώλης σφίγγοντας το τιμόνι. «Μόνο εγώ δουλεύω στο σπίτι. Την αδελφή μου τη διώξανε απ’ τη δουλειά και η μάνα μου παίρνει… 400 ευρώ σύνταξη.»
Ο Νίκος ξεκίνησε να του λέει για το νεοφιλελευθερισμό, αλλά ο Μανώλης τον έκοψε.
«Μη μου λες για τέτοια», του είπε, «δε θέλω να τσακωθούμε.»
Εκατό χιλιόμετρα μετά ήταν η σειρά του Μανώλη να μιλήσει. Είχαν σταματήσει σε ένα καφέ της εθνικής έξω από το Άργος.
«Έχω μια άκρη στην Νορβηγία», είπε κοιτώντας βόρεια. «Ένας ξάδερφος… Μου είπε ότι υπάρχουν δουλειές, θες να πάμε; Από ‘κει θα στέλνω λεφτά στο σπίτι… Και θα είμαστε μαζί.»
«Δε φεύγω», απάντησε ο Νίκος. «Δεν εγκαταλείπω τους συντρόφους μου.»
«Νόμιζα ότι εγώ είμαι…», έκανε ο Μανώλης, αλλά δεν τέλειωσε τη φράση του.
«Δεν εγκαταλείπω», είπε ξανά ο Νίκος και προχώρησε προς το αυτοκίνητο.
Μέχρι να φτάσουν στην Αθήνα δεν ξαναμιλήσανε.
Τον άφησε σε μια στάση λεωφορείου στο Φάληρο.
«Θα τα ξαναπούμε», του είπε, χωρίς η φωνή του να έχει την τρυφερότητα της απομόνωσης.
«Σίγουρα», είπε ο Νίκος και του γύρισε την πλάτη.
Την επομένη βρέθηκε η βόμβα στο μετρό. Ο Υπουργός μίλησε για θύματα –παρολίγον- και ο πρωθυπουργός για εκατόμβες θυμάτων -παρολίγον.
«Θάνατος χωρίς προειδοποίηση», έγραψε το Πρώτο Θέμα στην πρώτη σελίδα της κυριακάτικης έκδοσης της. Τα νέα φορολογικά μέτρα ήταν στην πέμπτη σελίδα, απέναντι από τις ημίγυμνες φωτογραφίες ενός Αγγέλου της Βικτώριας.
Το κοινοβούλιο έκανε μια έκτακτη συνεδρίαση, υπό το φόβο του «μεγάλου χτυπήματος», και αποφασίστηκε η ποινική εξίσωση της παραβατικότητας με την εγκληματικότητα. Αυτό σήμαινε ότι κάθε καταληψίας θα διωκόταν αυτεπάγγελτα για ποινικό αδίκημα σε βαθμό κακουργήματος.
Ο νέος υπουργός Δημοσίας Τάξης και Ασφάλειας, κύριος Βορίδης, ήθελε να αποδείξει ότι οι νοικοκυραίοι θα ήταν πλέον ασφαλείς.
Πενήντα άνθρωποι όλοι κι όλοι, έχοντας επίγνωση της θέσης στην οποία θα βρισκόντουσαν, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε νέα ανακατάληψη της βίλας Μπιάνκα. Προσπάθησαν να αποτρέψουν όσους είχαν παιδιά, αλλά εκείνοι δε δεχτήκανε να μείνουν απ’ έξω. Θα το έκαναν, ακριβώς επειδή είχαν παιδιά και επειδή ήθελαν να μπορούν να τα κοιτάνε στα μάτια χωρίς να ντρέπονται, ακόμα και πίσω από τα κάγκελα.
Η ανακατάληψη έγινε Τρίτη, στις εννιά το πρωί. Δέκα λεπτά μετά οι κάμερες και οι κλούβες ήταν έξω από τη βίλα. Το ελικόπτερο πετούσε από πάνω της.
Ανάμεσα στους αστυνομικούς ήταν και ο Μανώλης, ο οποίος για πρώτη φορά δεν ήθελε να βγει από την κλούβα.
Ο ίδιος ο Βορίδης… έστειλε το γραμματέα του να επιβλέπει την επιχείρηση.
Μόλις δόθηκε το σύνθημα έσπασαν μια πόρτα (που είχε φιλοτεχνήσει ο Ισπανοεβραίος καλλιτέχνης Λακριμόζα) και εισέβαλλαν στη βίλα κρατώντας τα όπλα τους.
Ο Μανώλης ξεχώρισε από την υπόλοιπη μεραρχία και άρχισε να τρέχει μέσα στο κτίριο, φωνάζοντας τον Νίκο. Τον βρήκε στο χώρο όπου γινόντουσαν τα παιδικά εργαστήρια.
Ανάμεσα στις ζωγραφιστές μελισσούλες και τα γαρύφαλλα ο Νίκος περίμενε χαμογελώντας.
«Φύγε!» του είπε ο Μανώλης. «Θα σας χώσουν μέσα για τα καλά.»
«Ας με χώσουν», αποκρίθηκε ατάραχος ο Νίκος.
«Δεν ξέρεις πως είναι μέσα. Θα σε φάνε οι ποινικοί.»
«Δεν πειράζει», είπε ο Νίκος. «Τουλάχιστον θα έχω κάνει κάτι στη ζωή μου… Εσύ τι έκανες;»
Ο Μανώλης τον κοίταξε για μια στιγμή και μετά του είπε: «Σε αγάπησα.»
Ο Νίκος φάνηκε να κλονίζεται.
«Δε θες να είσαι ελεύθερος;» τον ρώτησε ο Μανώλης.
«Ποτέ δε θα είμαι ελεύθερος», απάντησε εκείνος. «Όχι, όσο οι σύντροφοι θα είναι μέσα. Όχι, όσο έστω και ένας άνθρωπος θα είναι ανελεύθερος.»
Ο Μανώλης τον έσπρωξε.
«Φύγε! Απ’ έξω θα τους είσαι πιο χρήσιμος. Θα κάνεις κάτι άλλο. Μια καινούρια κατάληψη. Φύγε!»
Ο Νίκος κούνησε αρνητικά το κεφάλι και χαμογέλασε.
«Γιατί δε φεύγεις; ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΦΕΥΓΕΙΣ;» του φώναξε ο Μανώλης.
Ένα δευτερόλεπτο μετά οι υπόλοιποι της μεραρχίας μπήκαν στο παιδικό δωμάτιο.
«Τον έχεις;» ρώτησε ο αξιωματικός. «Είναι δικός σου αυτός;»
«Ναι», είπε ο Μανώλης και φόρεσε χειροπέδες στον Νίκο. «Δικός μου.»
Και ψιθύρισε: «Για πάντα.»
Τον οδήγησε προς την έξοδο, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του. Και εκεί, στην πόρτα (που είχε φιλοτεχνήσει ο Λακριμόζα πριν έναν αιώνα και είχαν σπάσει οι αστυνομικοί πριν δέκα λεπτά), ο Νίκος είδε το αττικό φως, μέσα από την αιθαλομίχλη, για τελευταία φορά.
Πριν να προλάβει να αντιδράσει ο Μανώλης –ο Νίκος φορούσε χειροπέδες- τον πυροβόλησαν στην καρδιά δυο φορές. Ο Νίκος πέθανε ακαριαία. Ο Μανώλης πέταξε την αντιασφυξιογόνα μάσκα και προσπάθησε να τον αναστήσει φιλώντας ‘τον για τελευταία φορά.
Μόλις κατάλαβε το μάταιο της προσπάθειας του έπεσε πάνω στο νεκρό κορμί του Νίκου και ξεκίνησε να κλαίει.
Οι συνάδελφοι του, απορημένοι, τους μαζέψανε.
Από τις εφημερίδες έγινε γνωστό ότι ο δολοφόνος ήταν μέλος της Χρυσής Αυγής.
«ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ», είχε για πρωτοσέλιδο το Πρώτο Θέμα. Και από κάτω: «Ακροδεξιός ο εκτελεστής του αναρχικού».
Τα νέα φορολογικά μέτρα ήταν στην πέμπτη σελίδα, απέναντι από την προκήρυξη 5.000 θέσεων εργασίας (μερικής απασχόλησης και αόριστης σύμβασης).
Αυτό που ποτέ δεν είπαν οι εφημερίδες ήταν ότι ο δολοφόνος, ονόματι Αχιλλέας, είχε δεσμό με το Μανώλη τα τελευταία δύο χρόνια.
Όταν ο Μανώλης σταμάτησε να σηκώνει το τηλέφωνο του και ξεκίνησε να χάνεται τη μέρα του ρεπό, ο Αχιλλέας τον παρακολούθησε.
Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του, όταν τον είδε να φιλάει τον Νίκο –σε ένα παρακμιακό μπαρ της Χαλκίδας.
Την επομένη πήγε και τον βρήκε στο σπίτι του.
«Τι κάνεις;» τον ρώτησε. «Είχαμε κάτι όμορφο κι εσύ το καταστρέφεις για έναν άπλυτο; Τι παραπάνω σου δίνει αυτός;»
«Τελειώσαμε, Αχιλλέα», του είπε ο Μανώλης.
Ο Αχιλλέας είδε το σάκο του Μανώλη.
«Που πας;»
«Θα λείψω για λίγες μέρες.»
«Πας διακοπές; Μ’ αυτόν; Εμένα ποτέ δε με πήγες διακοπές. Όλο έλεγες ότι δε σου δίναν άδεια. Και τώρα πας με έναν άπλυτο;»
«Ο Νίκος είναι πολύ καθαρός!» φώναξε ο Μανώλης. «Και…»
«Και;»
«Τον αγαπώ… Πάντα τον αγαπούσα.»
Ο Αχιλλέας έδωσε μια μπουνιά στην ντουλάπα και φώναξε: «Πουτάνα! Όλοι ίδιοι είστε. Πουτάνες.»
Έφυγε κλαίγοντας χωρίς να απαντήσει στη μάνα του Μανώλη που τον ρώτησε αν ήθελε ένα γλυκό νεραντζάκι.
Τις επόμενες μέρες δεν πήγε σε καμία συγκέντρωση ούτε σε συνάντηση για μαχαίρωμα μεταναστών. Μόνο έπινε και κοιτούσε τη φωτογραφία του με τον Μανώλη, από τις ευτυχισμένες μέρες που πήγαιναν μαζί για σκοποβολή.
Την Τρίτη το πρωί, χωρίς να έχει κοιμηθεί, πήγε στη βίλα Μπιάνκα. Οι αστυνομικοί, όλοι γνωστοί και φίλοι, τον άφησαν να περάσει χωρίς να γνωρίζουν τις προθέσεις του.
Εκείνος στάθηκε έξω από την πόρτα, έτοιμος για να φύγει, όταν είδε το Μανώλη με τον Νίκο να βγαίνουν.
Το μυαλό του θόλωσε, έβγαλε το όπλο και πυροβόλησε τον «άπλυτο»…
Δεν αντιστάθηκε όταν έπεσαν πάνω του. Ένιωθε ότι είχε τελειώσει η ζωή του.
Η ζωή του είχε τελειώσει όταν ο Μανώλης του είχε πει ότι αγαπάει κάποιον άλλον.
Ο Νίκος κηδεύτηκε στο χωριό του, στο Πήλιο. Εκείνη τη μέρα ο Άγιος Βλάσιος γέμισε μαυροκόκκινες σημαίες.
Ο Αχιλλέας καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκιση και αποφυλακίστηκε μετά από δύο, λόγω καλής διαγωγής. Ένα χρόνο μετά ξαναμπήκε στη φυλακή για παιδεραστία.
Ο Μανώλης παραιτήθηκε και μετανάστευσε στην Νορβηγία, όπου παντρεύτηκε έναν Νορβηγό. Ζουν ακόμα εκεί με τα δύο παιδιά που υιοθετήσανε.
Η βίλα Μπιάνκα γκρεμίστηκε και στη θέση της αναγέρθηκε μια πολυτελής πολυκατοικία.