Νοσταλγία για τον παράδεισο που ποτέ δεν υπήρξε

0
220

«Αναδιοργανώνουμε τις μνήμες μας κάνοντας ‘τες ιδανικές.»
Αυτή τη φράση την ξέθαψα μόλις σήμερα, καθώς έψαχνα στο συρτάρι με τα γράμματα που μου είχε στείλει ο Αδάμ. Κοιτώντας κάποιες σελίδες χωρίς φάκελο και με γραφικό χαρακτήρα που δεν ήταν του Αδάμ –εκείνος έγραφε πολύ άτσαλα- διάβασα την προαναφερθείσα φράση και σάστισα.
Πως έτυχε να ξεχωρίσω μέσα από το σωρό των σελίδων, των παραγράφων και των προτάσεων αυτή τη συγκεκριμένη, η οποία έμοιαζε να συμπυκνώνει σε λίγες λέξεις το σύνολο των άτακτων σκέψεων μου;
Πόσο αναπάντεχα οργανωμένο είναι τελικά το σύμπαν; Τραβάς έναν κλήρο μέσα από το καλάθι με τα δισεκατομμύρια των κλήρων και βλέπεις το όνομα σου ή το όνομα κάποιου γνωστού σου ή το όνομα του συγγραφέα του οποίου μόλις την προηγουμένη ξεκίνησες ένα βιβλίο.
Ή μήπως η οργάνωση, ο ντετερμινισμός, είναι η ανάγκη που έχει ο νους μας για να κατανοεί την πολύπλοκη φύση;
Δεν ξέρω. Ίσως από το χαοτικό σύνολο να επιλέγουμε –καθόλου τυχαία- τα ερεθίσματα που μας ενδιαφέρουν και να τα ερμηνεύουμε όπως μας βολεύει.
Αυτή την τόσο επιτυχημένη –για τη δεδομένη στιγμή- φράση την είχε γράψει ένας φίλος, ο οποίος είχε πάει στρατό στα είκοσι εννιά του, αφού τελείωσε το μεταπτυχιακό του στην ψυχολογία.
Μέσα από τη χυδαιότητα και τον παραλογισμό της στρατιωτικής κοινωνίας –η οποία δεν είναι λιγότερο χυδαία και παράλογη από την ευρύτερη κοινωνία- ο φίλος μου έγραφε για ένα όνειρο που είχε δει.
«Είδα», έγραφε, «όλους τους φίλους της εφηβείας, όλη την παρέα, εσένα, τα κορίτσια, το Σπύρο, ακόμα κι εκείνον τον αλλοπρόσαλλο το Διονύση, και περνούσαμε υπέροχα. Ήμασταν σε ένα αεροδρόμιο και μετά εγώ πηδούσα κάτι στέγες και άλλα ασήμαντα.
Δεν έχει σημασία τι γινόταν, αλλά η αίσθηση που είχα: Οικειότητα με μια δόση θλίψης.
Συχνά αναφέρεσαι στο “χαμένο παράδεισο” που οι άνθρωποι τείνουν να αποζητούν. Εγώ θα προσθέσω: Τείνουν να αποζητούν το χαμένο παράδεισο έστω και αν, ύστερα από προσεκτική εξέταση, κατανοούν ότι αυτός ποτέ δεν υπήρξε.
Αναδιοργανώνουμε τις μνήμες μας κάνοντας ‘τες ιδανικές…
Ενώ ξέρω ότι πάντα υπήρχαν σύννεφα και σκιές (η εφηβεία δεν είναι εύκολη ηλικία) σήμερα, απ’ τη στιγμή που ξύπνησα, έχω βουλιάξει σε αυτή την ηλιόλουστη και μακάρια αίσθηση-αυταπάτη εφηβικής ανεμελιάς.
Νοσταλγία για τον παράδεισο που ποτέ δεν υπήρξε!»
Και θα προσθέσω στις σκέψεις εκείνου που κάποτε ήταν φαντάρος:
Κάνω ιδανική μια μνήμη δε σημαίνει πάντα ότι την ωραιοποιώ. Ιδανική είναι η μνήμη που μας κάνει να νιώθουμε ικανοποιημένοι με τον εαυτό μας και τις αποφάσεις μας.
Αν χρειαζόμαστε την κόλαση για να δικαιολογήσουμε τα σφάλματα και τις αστοχίες μας, αν μας ευφραίνει ο ρόλος του οσιομάρτυρα και μας εξυψώνει η μοίρα του άδικα καταδικασμένου, τότε αρκεί να αναδιοργανώσουμε τις αναμνήσεις μας.
Κράτησα το γράμμα του φίλου-ψυχολόγου, για να του δώσω μια ανάμνηση του παλιού του εαυτού, ένα σκούντημα από μια παλιά εποχή που πιθανότατα δε σκέφτεται πολύ συχνά.
Ακολουθώντας τη μέθοδο της τυχαίας αναγκαιότητας κοίταξα ξανά μέσα στο συρτάρι.
Αυτή τη φορά ανέσυρα ένα μικρό κομμάτι χαρτί που είχε επάνω μόνο μια σκέψη-φράση του Έρμαν Έσσε:
«Όταν οι ανθρώπινες υπάρξεις συνειδητοποιούν τα σχίσματα που υπάρχουν μέσα τους, όταν υπερνικούν την ψευδαίσθηση ότι η προσωπικότητα είναι μία και μοναδική και φτάνουν στο σημείο να δούνε ότι ο εαυτός τους απαρτίζεται από διάφορα μέρη, από πολλούς εαυτούς, δε χρειάζεται τίποτα άλλο από το να εκφράσουν αυτή την επίγνωση τους για να τους κλειδώσει μέσα αστραπιαία η πλειοψηφία, να επικαλεστεί την επιστημονική αυθεντία και να διαγνώσει σχιζοφρένεια, έτσι ώστε να προφυλάξει την ανθρωπότητα.»
Πάλι ο νους οργανώνει το χάος, δίνοντας νόημα στην τυχαία ανάρτηση:
Ο φίλος-ψυχολόγος είναι πλέον εκείνος που θα διαγνώσει τη σχιζοφρένεια του κατακερματισμένου ατόμου –ή θα του συστήσει έναν καλό ψυχίατρο.
Αλλά πιο σημαντική είναι η σκέψη που προκαλείται από το συνδυασμό αυτών των δύο τυχαίων κλήρων:
Όχι μόνο δεν υπάρχει χαμένος παράδεισος, αλλά ουσιαστικά δεν υπάρχει εαυτός.
Ο εαυτός μας δεν είναι παρά ένα συρτάρι, γεμάτο γράμματα, χαρτάκια με σημειώσεις και τηλέφωνα, παλιές φωτογραφίες και αναμνηστικά, στο οποίο έχουμε κολλήσει μια ετικέτα με το όνομα μας.
Αλλά πως μπορούμε να δεχτούμε ότι ο 19χρονος έφηβος, ο 29χρονος φαντάρος και ο 39χρονος οικογενειάρχης είναι το ίδιο πρόσωπο;
Ως φυσική υπόσταση είναι, αλλά ως πνευματική οντότητα;
Ζούμε την ψευδαίσθηση της προσωπικής συνέχειας μπαλώνοντας με ξεθωριασμένες φωτογραφίες την ανακολουθία των άπειρων «εαυτών» μας.
Νομίζουμε ότι ξέρουμε ποιοι είμαστε και ότι αυτό το «είμαι» είναι φυσικό επακόλουθο της εξέλιξης μας.
Όμως ας θυμηθούμε τα υποκείμενα του πειράματος του Μίλγκραμ.
Έτσι κι εκείνοι πίστευαν ότι ήξεραν ποιοι είναι, μέχρι που το πείραμα αποκάλυψε μια σκοτεινή πλευρά του εαυτού τους. Και από τότε απέκτησαν μια διαφορετική εικόνα για τον κόσμο και για το είναι τους.
Ένας φιλήσυχος και νομοταγής πολίτης, ο οποίος «όλως τυχαίως» εμπλέκεται σε μια ηρωική ή εγκληματική πράξη, αλλάζει και γίνεται ο ήρωας ή ο εγκληματίας που ποτέ δεν πίστευε ότι θα γινόταν, ακολουθεί τον καινούριο ρόλο που τόσο εύκολα αποδέχεται ο αναλλοίωτος εαυτός του.
Μετά από αυτήν την αποδοχή οι αναμνήσεις αλλάζουν νόημα και κάθε πράξη ή σκέψη του παλιού εαυτού φαίνεται να οδηγεί απαραίτητα σε αυτόν τον καινούριο άνθρωπο.
Τώρα μπορεί να εξηγηθεί η θαμμένη ανάμνηση της παιδικής ηλικίας, όταν είχε δείρει ένα άλλο παιδί επειδή του πήρε το παιχνίδι.
Ηρωικά, αν ο καινούριος εαυτός αντέδρασε στην κλοπή των αυτονόητων από την καθεστηκυία τάξη.
Εγκληματικά, αν ο καινούριος εαυτός καταχράστηκε ένα ποσό από το ταμείο της εταιρείας όπου εργαζόταν.
Ο άνθρωπος χρειάζεται μια ταυτότητα (αυτή την ετικέτα στο συρτάρι) για να μη χρειάζεται διαρκώς να αναρωτιέται για τα κίνητρα των πράξεων του και την πηγή των σκέψεων, των διαθέσεων του.
Η ετικέτα μπορεί να έχει την εθνικότητα, το θρήσκευμα, το επάγγελμα, τις ομάδες στις οποίες ανήκει, την οικογενειακή κατάσταση ή ακόμα και το ζώδιο («καρκίνος είμαι, είναι φυσικό να έχω συναισθηματικές μεταπτώσεις»).
Ένας κατασκευασμένος εαυτός, ο οποίος ξαφνιάζει τους πάντες όταν πράττει κάτι αταίριαστο με τις ιδιότητες που έχει αποδεχτεί, γι’ αυτό αναδιοργανώνει τις αναμνήσεις του σύμφωνα με αυτό που πιστεύει ότι είναι τη συγκεκριμένη στιγμή.
Είναι αυτή ακριβώς η ψευδαίσθηση της συνέχειας που μας κρατάει στην «ομάδα των λογικών ατόμων».
Αλλά, κάποιες φορές, αρκεί να ανασύρουμε τυχαία ένα χαρτάκι από το συρτάρι του εαυτού μας για να συνειδητοποιήσουμε ότι κάποιος άλλος, κάποιος Ξένος, αναπαύεται στο χαμένο παράδεισο που ποτέ δεν υπήρξε.