«Παπαί, Μαρδόνιε, κοίους επ’ άνδρας ήγαγες μαχησόμενους ημέας, οί ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούνται, αλλά περί αρετής»
Ηρόδοτος 8, 26
480 π.Χ – Τέλη Ιουλίου, αρχές Αυγούστου – Αρτεμίσιο
Ο περσικός στόλος, με τρεις φορές περισσότερα πλοία, ναυμαχεί με τον ελληνικό στο Αρτεμίσιο. Σχεδόν ταυτόχρονα γίνεται η μάχη των Θερμοπυλών.
Ο Πέρσης στρατηγός Τριτανταίχμης μαθαίνει ότι οι Έλληνες αγωνίζονται στους ολυμπιακούς αγώνες με βραβείο ένα δάφνινο στεφάνι.
Και αναφωνεί:
«Αλίμονο, Μαρδόνιε, με ποιους άντρες μας έφερες να πολεμήσουμε; Με αυτούς που δεν αγωνίζονται για χρήματα, αλλά για την αρετή.»
Τη συνέχεια την ξέρετε.
2004 μ.Χ – Αύγουστος – Αθήνα
100.000 άνθρωποι στο Ολυμπιακό Στάδιο, και εκατομμύρια άλλοι στις οθόνες τους, τραγουδάνε και φωνάζουν: «Όπα! Γεια σου Ελλάδα, αθάνατη».
Οι δημοσιογράφοι στα κανάλια συγχαίρουν τους διοργανωτές.
«Είναι η καλύτερη έναρξη αγώνων που έχει γίνει», λένε και οι τηλεθεατές γεμίζουν υπερηφάνεια, γνήσια τέκνα ένδοξων προγόνων.
Την επομένη οι φυλλάδες θα έχουν ως πρωτοσέλιδο μια φωτογραφία από το στάδιο και από πάνω με ολόχρυσα γράμματα:
«Η Ελλάδα τα κατάφερε!» ή «Μπράβο σας, Έλληνες»
Ο πρωθυπουργός θα μιλήσει -προτού σωπάσει μια για πάντα- για το όραμα της Ελλάδας και το αδάμαστο πνεύμα της.
Και οι θεατές κοιτάνε τα πυροτεχνήματα και βγάζουν επιφωνήματα θαυμασμού: «ΟΟΟΟ – ΑΑΑΑΑ – ΠΟ, ΠΟ!»
Το ξέρουν ότι οι αγώνες δεν γίνονται για ένα δάφνινο στεφάνι και ότι το «όραμα» θα το πληρώσουν εκείνοι οι ίδιοι -από τις γεμάτες δανεικά τσέπες τους.
Δεν ξέρουν –ή δε θέλουν να το σκέφτονται- ότι τα πυροτεχνήματα που θα εκραγούν σε λίγο καιρό θα είναι οι ζωές τους, αλλά τότε τα επιφωνήματα δεν θα είναι θαυμασμού.
Δεν ξέρουν ότι σε λίγα χρόνια οι Πέρσες θα ζητήσουν το λογαριασμό, για κάθε όπα, για κάθε τραγούδι, για κάθε πυροτέχνημα.
Και αυτός θα είναι πληρωτέος σε αίμα, το αίμα το δικό τους και των παιδιών τους.
Και οι Μήδοι στρατηγοί που έστησαν αυτή την φιέστα, τοκογλύφοι ημεδαποί και αλλοδαποί, οι άνθρωποι που έβγαλαν δισεκατομμύρια και θα βγάλουν πολλά περισσότερα όταν έρθει η ώρα της αποπληρωμής, χαμογελούν και λένε:
«Αστείο είναι, Μαμωνά, τι αθύρματα μας έφερες να εξανδραποδίσουμε.»
Τη συνέχεια τη ζείτε…