Η αγανάκτηση είναι προνόμιο των χορτάτων

2
969

 

 

 

Μετά το στρατό ο Αδάμ γύρισε για τελευταία φορά στην πόλη του. Είχε μεγαλώσει κι όμως ήταν το ίδιο μικρός. Είχε μεγαλώσει, αλλά δεν είχε αλλάξει. Όσο πιο κοντά ήταν στο μέρος που μεγάλωσε και στους γονείς του τόσο μπλεκόταν στα νήματα που είχε απλώσει στους δρόμους και στις γειτονιές με τη συμπεριφορά του. Σαν γυμνοσάλιαγκας που αποφεύγει να διασχίσει τα παλιά του σάλια, έτσι κι αυτός αδυνατούσε να ξεπεράσει τις παιδικές του φοβίες και εμμονές.

Τα ασημένια και γλοιώδη ίχνη του παρελθόντος του επέβαλλαν τα ίδια λάθη και τις ίδιες επιλογές. Ουδείς νεανίας δεκτός εν τη πατρίδι αυτού. Η επαρχία, αν δεν εξεγερθείς και φύγεις, σε πλήττει χρησιμοποιώντας τις χιλιοπερπατημένες νύχτες και τις γνώριμες φάτσες. Τα πρόσωπα των φίλων ξέρουν τι πρέπει να περιμένουν από σένα και οι αντιδράσεις τους είναι τόσο αναμενόμενες που δεν σου προκαλούν έκπληξη ποτέ. Αν ξέρεις τα πάντα δε χρειάζεται να προσπαθήσεις να μάθεις κάτι και βουλιάζεις στο βούρκο της οικειότητας χωρίς να αντιλαμβάνεσαι το χρόνο που περνάει.

 

Ώσπου να ‘ρθει η μέρα που βρίσκεσαι πνιγμένος στα σκατά, με δύο άγνωστα παιδιά, μια αντιπαθητική σύζυγο, τη βαρετή δουλειά σου και τη Φιλοσοφική Λίθο της Συνήθειας, της συνήθειας που σε βοηθά να αντέχεις και να συνεχίζεις.

Ο Αδάμ γύρισε για τελευταία φορά στην πόλη του και πνίγηκε στα σκατά του. Καταρχάς έπρεπε να βρει δουλειά. Ο πατέρας του δεν ήταν πλούσιος, δεν είχε κτήματα ούτε έτοιμη επιχείρηση, και προπάντων δεν είχε τη διάθεση να συνεχίσει να τον θρέφει και μετά τον στρατό.

Έπρεπε να κάνει «κάτι» μέχρι να βρουν το μέσο για να τον διορίσουν «κάπου» στο δημόσιο. Κι αυτό το «κάτι» βρέθηκε δέκα μέρες μετά την απόλυση του.

Το δέκατο βράδυ της ελευθερίας του ο Αδάμ το αξιοποιούσε διαβάζοντας. Ο πατέρας του μπήκε στο δωμάτιο και του είπε ότι του είχε βρει δουλειά.

«Τι δουλειά;» ρώτησε ο Αδάμ και τσάκισε τη σελίδα για να συνεχίσει μια κάποια άλλη στιγμή.

«Τι δουλειά; Διευθυντής στην τράπεζα!» είπε ο πατέρας του και γέλασε μόνος. Έπειτα σοβαρεύτηκε: «Στο εργοστάσιο του φίλου μου, του Νίκου.»

«Διευθυντής;» ρώτησε ο Αδάμ, χωρίς να γελάσει, μόνο χαμογελώντας.

«Ναι, διευθυντής… Αλλά θα ξεκινήσεις από εργάτης.»

«Τι εργοστάσιο είναι αυτό;»

«Και σένα τι σε νοιάζει; Θα το αγοράσεις; Πίτες φτιάχνουν, ξέρεις, πίτες για το γύρο. Αλλά τι σε νοιάζει; Θα πας εκεί μέχρι να καταφέρουμε να σε χώσουμε πουθενά στο δημόσιο. Εκλογές έρχονται, θα πιάσω το βουλευτή μας και θα του πω: Ψήφο θες; Βάλε το παιδί μου κάπου, κλητήρα. Δεν του κόβει και πολύ, αλλά το λύκειο το ‘χει βγάλει.»

«Ευχαριστώ για την ηθική υποστήριξη.»

«Έτσι είναι. Τι θα κάνεις; Δε γίνεται να κάθεσαι έτσι όλη μέρα, διάβασμα και άγιος ο θεός… Δε βγαίνει τίποτα με το διάβασμα. Πρέπει να δουλέψεις, να ψηθείς.»

Το χειρότερο απ’ όλα δεν ήταν το είδος της δουλειάς, αλλά το ωράριο. Θα περνούσαν να τον παίρνουν στις εντεκάμιση το βράδυ και θα δούλευαν από τις δώδεκα τα μεσάνυχτα ως τις οκτώ το πρωί.

Στην αρχή νόμιζε ότι αυτό συνέβαινε επειδή ο κόσμος ήθελε να τρώει φρέσκια πίτα, αλλά από την πρώτη νύχτα κατάλαβε ότι ήταν άλλοι οι λόγοι της εργασιακής διανυκτέρευσης.

Έτσι ο Αδάμ βρέθηκε στην τάξη των προλετάριων προτού προλάβει να κλείσει το βιβλίο. Τουλάχιστον είχε κλείσει τα δεκαοκτώ.

Από την πρώτη μέρα –για να είμαστε πιο ακριβείς, νύχτα- κατάλαβε τι σημαίνει να είσαι Κινέζος εργάτης και να κατασκευάζεις –έναντι πινακίου φακής- τα παιχνίδια που σπάνε τα δυστυχισμένα παιδιά των δυτικών.

Κουβάλαγε τα σακιά με το αλεύρι, ανακάτωνε στα καζάνια τη ζύμη, έδιωχνε τα ποντίκια και έκανε υπομονή ώσπου έπαιρνε να χαράζει. Περνούσε φορτωμένος μπροστά από τα στενά παράθυρα και στεκόταν για μια στιγμή να δει τον ουρανό.

«Άλλες δυο ώρες», ψιθύριζε σαν έβλεπε τον ήλιο. Και συνέχιζε το κουβάλημα.

Μαζί του δούλευαν μόνο Αλβανοί, Πολωνοί και Πακιστανοί, οι οποίοι δεν είχαν άδεια εργασίας ούτε, φυσικά, ασφάλιση. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο το εργοστάσιο έπρεπε να είναι νυχτερινό.

Ο Αδάμ τα πήγαινε μια χαρά μαζί τους και τις ώρες που έπλαθαν τις πίτες –διάλειμμα δεν υπήρχε- τους ρωτούσε για τις χώρες τους. Εκείνοι τον κοιτούσαν με συμπόνια και αρκετές φορές τον βοηθούσαν να μεταφέρει τα τελευταία σακιά.

Η πλάτη του δεν ήξερε από σκληρή δουλειά και τα γόνατα του έτρεμαν κάτω από τα πενήντα κιλά αλεύρι.

Το πρωί γυρνούσε σπίτι και έπεφτε για ύπνο χωρίς να έχει δύναμη να μιλήσει. Ξυπνούσε το απόγευμα και αποχαυνωνόταν χαζεύοντας τηλεόραση, ώσπου να έρθει το βράδυ.

Ρεπό δεν είχε –«καλύτερα», έλεγε ο πατέρας του, «θα βγάλεις πιο πολλά λεφτά»- και τα Σαββατοκύριακα που περνούσε μπροστά από τις καφετέριες και τα μπαρ, όπου οι συνομήλικοι του ξενυχτούσαν φλερτάροντας, φούντωνε μέσα του το ταξικό μίσος, κάτι που μέχρι τότε δεν ήξερε ότι υπήρχε.

Αν κάτι τον βοηθούσε να συνεχίσει αυτό ήταν το όνειρο. Η «Ευτυχία» είχε πια το πρόσωπο Ινδής. Είχε υπολογίσει ότι αν δούλευε για έξι μήνες –το πολύ δέκα- και εφόσον δεν είχε χρόνο για να ξοδεύει χρήματα, θα μάζευε αρκετά λεφτά για ένα ταξίδι στις Ινδίες.

Και αυτό είναι ένα παράδοξο της ανθρώπινης φύσης: Οι Ινδοί ονειρεύονται το δυτικό κόσμο και μια δουλειά χωρίς ένσημα, ενώ οι δυτικοί δουλεύουν χωρίς ένσημα για να ταξιδέψουν στις Ινδίες.

Έτσι συνέχιζε να κουβαλάει τα σακιά και να βλέπει το ξημέρωμα μέσα από αλευρωμένα τζάμια.

Ο μισθός ήταν κατώτερος του βασικού και τις περισσότερες φορές έπρεπε να δουλεύουν ως τις δέκα, χωρίς φυσικά να πληρώνονται τις υπερωρίες. Οι μετανάστες δεν τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν. Είχαν παιδιά να θρέψουν –εδώ ή εκεί- και ήξεραν ότι δε θα μπορούσαν να βρουν άλλη δουλειά στη φτωχή κωμόπολη.

Άλλωστε γνώριζαν, όταν ξεκινούσαν για να βρεθούν στη Γη της Επαγγελίας, ότι θα έπρεπε να ανεχτούν την εκμετάλλευση και τις προσβολές των αφεντικών.

Η πείνα τους είχε κάνει σκληρόπετσους, ο φόβος της πείνας τους ανάγκαζε να σιωπούν.

Ο Αδάμ, από την άλλη, έτρεφε την υπομονή του με το όνειρο της Ινδίας και δε διαμαρτυρόταν για τη σωματική και ψυχολογική εξόντωση, γιατί ήθελε να αποδείξει στον πατέρα του ότι δεν ήταν πια παιδί.

Διαφορετικά κίνητρα, το ίδιο αποτέλεσμα. Το αφεντικό έχτιζε σπίτι και το μωσαϊκό των εργατών ποδοπατιόταν. Δε χρειαζόταν να ‘ναι κανείς μαρξιστής για να αγανακτήσει.

Όμως η αγανάκτηση είναι προνόμιο των χορτάτων.

Ένα πρωινό -η ώρα είχε πάει δέκα- οι εργάτες έπλαθαν τις τελευταίες πίτες και χαμογελούσαν, με το αλευρωμένο πρόσωπο τους να θυμίζει το Μαρσέλ Μαρσώ.

Ο φίλος του πατέρα μπήκε στο εργοστάσιο με το κινητό στο χέρι και αφού έλεγξε το προϊόν στάθηκε πάνω από τα καζάνια όπου ζύμωναν τις πίτες.

 

«Λάμος, Αδάμ», είπε όσο μπορούσε πιο φιλικά, «φέρτε άλλα δύο σακιά αλεύρι.»

Οι εργάτες πάγωσαν για μια στιγμή.

Αμέσως μετά ο Λάμος ξεκίνησε για την αποθήκη, αλλά ο Αδάμ σκούπισε τα χέρια του στην ποδιά του και πλησίασε το φίλο του πατέρα.

«Έχουμε μια καινούρια παραγγελία», είπε εκείνος. «Πρέπει να βγάλουμε άλλα δυο καζάνια.»

«Αστειεύεσαι βεβαίως», του είπε ο Αδάμ τρέμοντας.

«Δεν αστειεύομαι καθόλου», είπε απότομα το αφεντικό που είχε πάψει να είναι ο «φίλος του πατέρα». «Δυο καζάνια ακόμα, δεν είναι τίποτα.»

«Δυο καζάνια είναι δυο ώρες δουλειά. Στην καλύτερη περίπτωση.»

«Και λοιπόν;»

«Και λοιπόν… Και λοιπόν θα δουλεύουμε από τα μεσάνυχτα ως το μεσημέρι για τρία χιλιάρικα;» είπε δυνατά ο Αδάμ. [σημ.Γελ: δραχμές]

Το αφεντικό δεν απάντησε και έκανε νόημα στους υπόλοιπους εργάτες να συνεχίσουν. Εκείνοι έσκυψαν το κεφάλι.

Ο Αδάμ, με σπασμωδικές κινήσεις, έβγαλε την ποδιά του.

Τα μάτια του ήταν έτοιμα να βγουν από τις κόγχες και καθώς ο «φίλος του πατέρα» άπλωσε το χέρι για να τον ακουμπήσει στον ώμο τραβήχτηκε πίσω και του έδωσε την ποδιά.

«Παρ’ την», του είπε προσπαθώντας να μην αρχίσει να κλαίει από θυμό. «Στην κάνω δώρο.»

«Που πας;» τον ρώτησε το αφεντικό.

«Πάω να γαμηθώ. Δε θα δουλεύω σαν σκλάβος δώδεκα ώρες για-» Δεν άντεξε να ολοκληρώσει τη φράση του.

«Τι νομίζεις;» του είπε ο φίλος του πατέρα. «Έτσι βγαίνει το μεροκάματο.»

«Αυτό λέω», έκανε ο Αδάμ προτού γυρίσει να φύγει. «Αν είναι να με γαμάς εσύ καλύτερα να πάω να γίνω πουτάνα, να βγάλω και κάτι παραπάνω.»

Οι υπόλοιποι εργάτες δεν είχαν την ασφάλεια της πατρικής στέγης ούτε το πιάτο το φαΐ να τους περιμένει. Έτσι δεν τόλμησαν καν να κοιτάξουν τον Αδάμ που βγήκε μαινόμενος και άφησε την πόρτα ανοιχτή –ως τελευταία πράξη διαμαρτυρίας.

Τις τρεις ώρες που έκανε να φτάσει σπίτι  σκεφτόταν το χοντρομούρη αφέντη του, την αντίδραση του πατέρα του και το χαμένο όνειρο της Ινδίας. Μήπως είχε κάνει λάθος που εγκατέλειψε τη σχολή, όσο και να απεχθανόταν τα πάντα εκεί μέσα; Τι αξία είχαν τελικά τα όνειρα;

Ήταν είκοσι χρονών και δεν είχε ούτε μέλλον ούτε παρόν. Το πεπρωμένο ενός ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του και ο Αδάμ ήταν πολύ αδύναμος για να παλέψει, πολύ δειλός για να τολμήσει, πολύ ευαίσθητος για να εκτεθεί.

Συνειδητοποιώντας την ανικανότητα του να επιβιώσει έπαψε και να ονειρεύεται. Αγκαλιά με την ολοκληρωτική παραίτηση ενστερνιζόταν το ρόλο που επιφυλάσσει η κοινωνία για ανθρώπους σαν κι εκείνον, για όλους όσοι αδυνατούν να αποδεχτούν το αυτονόητο.

Πέρασε τους επόμενους μήνες πίνοντας μαύρο και σκληρό αλκοόλ. Απέφευγε να πηγαίνει σπίτι και έλιωνε με την παρέα του ακούγοντας μουσική. Δεν ήθελε να διαβάζει, δεν ήθελε να σκέφτεται, δεν ήθελε να υπάρχει.  Μαστουρωμένος και μεθυσμένος χανόταν στην αόριστη θυμηδία και ξερνούσε τα άντερα του –μαζί με τα ανεκπλήρωτα όνειρα- στην τουαλέτα.

Αλκοολικός, τρελός ή νεκρός από πρέζα δεν είχε διαφορά, εφόσον δεν μπορούσε να ενταχτεί στην παραγωγική διαδικασία.

Σε κάθε πολεμική επιχείρηση δικαιολογούνται απώλειες της τάξης του δέκα τοις εκατό και οι τυφεκιοφόροι είναι πάντα αναλώσιμοι.

Έτσι και ο Αδάμ ήταν αναπόφευκτα θύμα ενός πολέμου που δεν είχε διαλέξει και ως αμνός θα αποδεχόταν το τέλος του, αν δεν τον ανέσυρε από το έλος της απάθειας ένας νεκρός –ένας τόσο ζωντανός νεκρός.

(Οι φωτογραφίες είναι των Robert Frank, Josef Koudelka και Eugene Smith)