Η Θάλεια μπήκε στο σπίτι κρατώντας τη μικρή της αδελφή απ’ το χέρι. Μόλις την είδε ο Αδάμ κατάλαβε ότι ήταν εκείνη που περίμενε όλη του τη ζωή –ή τουλάχιστον απ’ τη μέρα που σταμάτησε να είναι ερωτευμένος με τη μαμά του.
Θά-λει-α. Ναϊάδες την είχαν λούσει στα ποτάμια κι οι νύμφες των δασών την είχαν στεφανώσει με ομορφιά που μόνο σε θεούς άρμοζε. Έκανε τα λουλούδια να θάλλουν στο πέρασμα της και τ’ άγρια θηρία ξάπλωναν σαν κατοικίδια στον κόρφο της. Μόνο εκείνη μπορούσε να δαμάσει τον μονόκερο.
Δεν άντεχε να την κοιτάει. Έσφιξε στις ιδρωμένες του παλάμες τα στρατιωτάκια και προσποιήθηκε ότι συνέχιζε να παίζει. Άκουσε τα βήματα της να πλησιάζουν –σαν σταλαγματιές βροχής σε λίμνη- και αυτοπυροβολήθηκε
«Τι κάνεις;» τον ρώτησε η Θάλεια.
«Οι πολεμιστές πάνε να σώσουν το κάστρο.»
«Οι νεράιδες δεν ζουν στα κάστρα».
«Εμπρός, καλοί μου πολεμιστές, επίθεση!»
Έκατσε δίπλα του και του τράβηξε το μανίκι. Ο Αδάμ γύρισε και βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. Τα μάτια της ήταν γαλάζια και τα μαλλιά της ξανθές μπούκλες, αλλά δεν ήταν καθόλου αγγελική. Είχε κάτι το καταχθόνιο, κάτι σαν τη μάγισσα που μαγείρεψε τα παιδιά και τα έφαγε.
Δεν τρόμαξε. Την ερωτεύτηκε και αποφάσισε να κάνει τα πάντα για να κερδίσει την εύνοια της.
~~
Έτρωγε σκουλήκια χωρίς καθόλου ν’ αηδιάζει κι έδερνε καθημερινά τ’ άλλα κορίτσια στο πάρκο. Προσπαθούσε να τρέχει πιο γρήγορα απ’ όλους με το ποδήλατο του, ξεκίνησε να χτενίζει τα μαλλιά του και να βάζει το άρωμα του μπαμπά του. Μέχρι που τολμούσε να αντιμιλάει στη μαμά του -όταν η Θάλεια ήταν μπροστά.
Όμως εκείνη έμενε ασυγκίνητη απ’ τις ανδραγαθίες του. Ακόμα κι όταν έκλεψε δύο κατοστάρικα από το συρτάρι για να της πάρει γλυκά, ακόμα και τότε δεν κατάφερε να τη συγκινήσει.
Πήρε τις σοκοφρέτες, τις κοίταξε αποτιμητικά, και είπε μόνο: «Δεν είχαν σοκολάτα;»
Ήθελε πάντα κάτι περισσότερο, κάτι παραπάνω, και σαν τις μοιραίες γυναίκες του κινηματογράφου τον οδηγούσε στον όλεθρο. Ο Αδάμ δεν ήξερε τίποτα για τον κινηματογράφο –ούτε για τις μοιραίες γυναίκες- γιατί οι γονείς του δεν τον άφηναν να βλέπει τηλεόραση το βράδυ.
Έτσι μπλεκόταν ολοένα και πιο πολύ στα δίχτυα της. Μέχρι την αποφράδα νύχτα.
~~{}~~
Ήταν μια συννεφιασμένη νύχτα κι οι δρόμοι γλιστρούσαν σαν τη ζωή. Ο Αδάμ καθόταν στο μπαρ, δίπλα στην απόμακρη Θάλεια που ρουφούσε ηδονικά τις τελευταίες γουλιές της πορτοκαλάδας της.
Έπρεπε να κερδίσει χρόνο, να βρει έναν τρόπο να την κρατήσει κοντά του εκείνη την νύχτα. Σε λίγες μέρες θα χώριζαν. Η Θάλεια θα μετακόμιζε και ο Αδάμ έλιωνε το μυαλό του προκειμένου να της αποσπάσει όρκο αιώνιας αγάπης.
Έτρεξε μέχρι τους γονείς του, που κάθονταν στη διπλανή αίθουσα του εστιατορίου, και τους ρώτησε αν μπορούσαν να πιούν άλλη μια πορτοκαλάδα. Πήρε την έγκριση και γύρισε στο μπαρ.
«Άλλες δύο», είπε στον μπάρμαν, με ύφος Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ.
Η Θάλεια τίναξε τα μαλλιά της, δίπλωσε τα πόδια της και χασμουρήθηκε.
Μέσα στην ερωτική του ζάλη ο Αδάμ παραμέρισε τους τελευταίους δισταγμούς, ξεπέρασε τις φοβίες του και δίνοντας μία σπρωξιά… έπεσε προς τα πίσω, μαζί με το ψηλό σκαμπό.
Εκείνη τρομαγμένη, όσο και ξαφνιασμένη, όρμηξε πάνω του: «Αδάμ; Αδάμ, χτύπησες;»
Έμεινε στο πάτωμα κάνοντας το βαριά τραυματισμένο, απολαμβάνοντας το άγγιγμα της. Η γλυκιά της ανάσα ζέσταινε το πρόσωπο του. Έκλεισε τα μάτια, έτοιμος να ξεψυχήσει, και ψιθύρισε: «Φίλησε με, αγαπημένη».
Λίγο πριν τη στιγμή της ύψιστης ηδονής, ο αδελφός του (ο μεγαλύτερος αδελφός του), μπήκε στο όνειρο και σκούντηξε τη Θάλεια.
«Ας τον μαλάκα», είπε δαγκώνοντας μια οδοντογλυφίδα. «Πάμε να κάνουμε αυτοκινητάκι.»
Έξω από το εστιατόριο υπήρχε και μια πίστα με ηλεκτροκίνητα αυτοκινητάκια. Ο Δημήτρης επιτρεπόταν να κάνει (ήταν μεγάλος), ο Αδάμ όχι.
Οι κόρες των ματιών της Θάλειας διεστάλησαν σαν άκουσε τη λέξη «αυτοκινητάκι». Σηκώθηκε, ίσιωσε το φόρεμα της και βγήκε μαζί του στην πίστα.
Ο Αδάμ έμεινε αγκαλιά με το χαλί και το ατελέσφορο πάθος του, ενώ οι δρόμοι γλιστρούσαν σαν τη ζωή.
~~{}~~
Η Θάλεια του είχε ραγίσει την καρδιά, αλλά τα σπασμένα κόκαλα και οι ραγισμένες καρδιές «δένουν» πολύ πιο εύκολα όταν είσαι παιδί. Το τραύμα ήταν εξίσου επιπόλαιο με το αίσθημα.
Άλλωστε ήταν άνοιξη και –παραφράζοντας τον ποιητή- ο Απρίλης δεν είναι ο πιο σκληρός μήνας, αφού η νεκρή γη γεννάει μαζί με τις πασχαλιές και τους γυρίνους.
Ξεκίναγαν μετά το μεσημεριανό, όταν οι μεγάλοι έπεφταν για ύπνο. Όλα τα παιδιά της πολυκατοικίας περίμεναν το σύνθημα (τρία μακρόσυρτα ροχαλητά και μια παύση) για να επιδοθούν ανεξέλεγκτα στις προσωπικές τους αμαρτίες.
Στον πρώτο όροφο η Κική έπαιζε το «γιατρό» με τον αδελφό της ή με όποιον άλλον πλήρωνε για να ανακαλύψει τα μυστικά του γυναικείου (αν και όχι ακριβώς γυναικείου) σώματος.
Στον τρίτο ο Γιώργος παρατούσε τα βιβλία για να διαβάσει από την αρχή όλα τα τεύχη του Άνθρωπου-Αράχνη και ο Αντρέας, στο διπλανό διαμέρισμα, καταβρόχθιζε τα γλυκά που είχε κρύψει στην τσάντα του.
Ο Αδάμ με τον αδελφό του κατέβαιναν τις σκάλες νυχοπατώντας. Μόλις έβγαιναν στο δρόμο μούγκριζαν σαν αγωνιστικές μηχανές. Έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν μέχρι το παρακάτω τετράγωνο.
Εκεί τους περίμεναν, ανεβασμένοι στις φανταστικές τους σέλες, οι σύντροφοι στις καθημερινές εξερευνήσεις. Ήταν δύο δίδυμα μαυριδερά αγόρια, ο Μπόλεκ και ο Λόλεκ, αδύνατα και νευρικά («μισοριξιά», έλεγε ο πατέρας του Αδάμ), που τα ντύνανε πάντα με τα ίδια ρούχα. Είχαν και μία χαρακτηριστική ελιά (ο καθένας, δεν ήταν σιαμαία) στο αριστερό μάγουλο.
Οι συμπολεμιστές σε αιματοβαμμένες μάχες –μα ορκισμένοι εχθροί κάθε φορά που τσακώνονταν- άφηναν τις μηχανές τους στο ρελαντί και προσπαθούσαν να φτιάξουν την τέλεια μυξόσφαιρα.
Έπειτα ο Δημήτρης τους έκανε ένα συνοφρυωμένο νεύμα –οι ήρωες δεν γελάγανε ποτέ στις ταινίες- και ξεχύνονταν ως άλλοι πειρατές της ασφάλτου στους δρόμους που οδηγούσαν έξω από τη μικρή τους πόλη.
Στα μισά της διαδρομής, όταν πια είχαν αφήσει πίσω τους τα ίχνη του πολιτισμού, κάνανε μια στάση για την καθημερινή αναμέτρηση.
Προετοιμάζονταν γι’ αυτήν από το πρωί, αποφεύγοντας να πάνε τουαλέτα και πίνοντας όσο περισσότερο νερό μπορούσαν. Επιπλέον έβαζαν τα χέρια τους μέσα στο παντελόνι τους –όταν ήταν σίγουροι πως δεν τους βλέπουν οι γονείς τους- και πείραζαν τα «αντρικά τους μόρια».
Ο Λόλεκ είχε διαβάσει σε ένα βιβλίο αυτό τον όρο: «αντρικό μόριο».
Ο αδελφός του Αδάμ προτιμούσε την απαγορευμένη, την ιερόσυλη και σχεδόν μυθική λέξη: «Πούτσος». Όποτε την έλεγε όλοι τον κοιτούσαν με δέος.
Όπως σε κάποιες φυλές της Αφρικής ο άντρας αξιολογείται από το μέγεθος των κουράδων του, έτσι και τα παιδιά διαγωνίζονταν στο κατούρημα. Όσο πιο μακριά έστελνες το κάτουρο σου, τόσο πιο άντρας ήσουν.
Νικητής έβγαινε σχεδόν πάντα ο Δημήτρης, ο οποίος κατάφερνε καλύτερα απ’ όλους να κατεβάζει το πετσάκι, να ελευθερώνει την οπή και να δημιουργεί μια κίτρινη μικρή λίμνη σε απόσταση διπλάσια του ύψους του.
«Παγκόσμιο ρεκόρ κόσμου!» φώναζε και έτρεχε γύρω-γύρω, μιμούμενος τις επευφημίες του πλήθους, ενώ το «αντρικό του μόριο» ή μάλλον ο «πούτσος» του, ξεπρόβαλλε από το ανοικτό παντελόνι και πιτσιλούσε τους ηττημένους. Έπειτα συνεχίζανε το δρόμο τους με τον νικητή να καθοδηγεί και να διατάζει.
~~{}~~
Ανοιξιάτικα ζεστά απογεύματα, με τον ήλιο να δίνει κάθε μέρα ένα λεπτό παιχνιδιού παραπάνω και τα βουρκωμένα ρυάκια να βρίθουν από θηράματα.
Στην αρχή πατούσαν προσεκτικά στην άκρη του νερού, προσπαθώντας να μη λερώσουν τα παντελόνια τους, αλλά σαν χώνανε τα χέρια τους ανάμεσα στα βρύα και ψαρεύανε τους πρώτους γυρίνους ξελογιάζονταν.
Άπληστοι σαν χρυσοθήρες που χτύπησαν φλέβα τσαλαβουτάγαν στις λάσπες και στους νερόλακκους, διύλιζαν το νερό με τα δάκτυλα τους και συγκρίνανε τα γλοιώδη ευρήματα.
«Κοίτα! Βρήκα ένα που έχει πόδια», φώναζε ο Μπόλεκ και όλοι σταματούσαν προς στιγμή τις ανασκαφές για να θαυμάσουν. Μετά επιστρέφανε στη δική τους αναζήτηση και ονειρεύονταν την ανακάλυψη κάποιου άγνωστου είδους, ενός προϊστορικού βατράχου με κέρατα ή ενός μεγαμφίβιου που θα είχε επιζήσει από τη μεγάλη καταστροφή.
Το πιο εντυπωσιακό εύρημα ήταν ένας γυρίνος με τρία πόδια και ουρά, τον οποίο είχε φανερώσει το πιο νεαρό μέλος της ομάδας ερευνών και το είχαν ονομάσει «Αδάμ Τρίποδους».
Μόλις έπαιρνε να σκοτεινιάζει, οι βετεράνοι φυσιοδίφες, εξαντλημένοι από την πάλη με τα στοιχεία της φύσης, έκλειναν ερμητικά τα βαζάκια (γεμάτα εν δυνάμει βατράχια) και ξεκινούσαν για τον καταυλισμό τους, αποφεύγοντας τα δηλητηριώδη ερπετά.
Ο Αδάμ και ο Δημήτρης μάρσαραν έξω από το σπίτι των διδύμων και υπόσχονταν να βρεθούν την επόμενη μέρα. Μετά τρέχανε χαρούμενοι στη μητέρα τους για να της δείξουν τους γυρίνους.
Εκείνη κοιτούσε τα λασπωμένα ρούχα τους και έβγαζε έναν αναστεναγμό απογοήτευσης.
«Μακάρι να ‘ξερα γιατί μαζεύετε όλες αυτές τις βρωμιές», έλεγε και γυρνούσε στη σκλαβιά της.
Κάποιο βράδυ ο Αδάμ σκέφτηκε, καθώς κοιτούσε το ταβάνι: «Ό,τι για μένα είναι θησαυρός, για τους άλλους μπορεί να είναι σκουπίδια».
Και σταμάτησε να της πηγαίνει δώρα.