…Κάτι απογεύματα με καφέ και τσιγάρο

0
350

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι par58338-teaser-story-big-1024x651.jpgαπό τον Γελωτοποιό

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

«Όλη μου η ζωή συνενοχή και πώς γουστάρω
τα πιο μεγάλα ψέματα, στα πιο αθώα βλέμματα.
Όλη μου η ζωή συνενοχή και πώς γουστάρω
κάτι απογεύματα, με καφέ και τσιγάρο».
Μίλτος Πασχαλίδης, Κακές συνήθειες

~~

Είκοσι τεσσάρων χρονών (μετά από ένα ταξίδι στην Αίγυπτο όπου κόντεψα να πεθάνω από σαλμονέλα), αποφάσισα να πάω στο Άγιο Όρος. Ακολουθούσα τα χνάρια του Καζαντζάκη και του Σικελιανού, έψαχνα για το νόημα της ζωής.

Το μόνο βιβλίο που πήρα μαζί μου ήταν μια Αγία Γραφή, σε νεοελληνική απόδοση. Αυτό μου δημιούργησε αρκετούς μπελάδες με κάποιους Εσφιγμένους, που πίστευαν ότι ο Λόγος του Θεού είναι σαν την ποίηση· πρέπει να διαβάσεις το πρωτότυπο.

Μετά από πολλές περιπέτειες (που έχω αναφέρει σε παλιότερο κείμενο) βρέθηκα το απόγευμα στο κελί του μοναχού Χρυσόστομου, παρέα με δέκα μεσήλικες καλόγερους, σε μια μικρή γιορτή –που συνήθιζαν να κάνουν συχνά, όπως κατάλαβα.

Τρώγαμε κολοκυθάκια γεμιστά και πίναμε το καλύτερο μπρούσκο που έχω δοκιμάσει, σχεδόν μαύρο και καπνιστό, άγιος οίνος πράγματι.

Στο τραπέζι ήταν κάποιος καλόγερος που τον φώναζαν σερ Τζον. Έμαθα ότι ήταν πετυχημένος ψυχολόγος, που ζούσε μέχρι τα πενήντα στην Αγγλία, και μια μέρα τού τη βίδωσε του ψυχολόγου, τα παράτησε όλα κι έγινε μοναχός στο Άγιο Όρος.

Με την πρώτη ευκαιρία τον ρώτησα πώς αποφάσισε ν’ αφήσει τα εγκόσμια.

«Αν ήξερα τι ωραία είν’ εδώ θα το ’χα κάνει νωρίτερα», είπε και σήκωσε το ποτήρι του.
Όλοι οι καλόγεροι συμφώνησαν και τσούγκρισαν τα ξέχειλα ποτήρια.

~

Αργότερα το ίδιο απόγευμα, ο σερ Τζον είχε πιει αρκετά για ν’ ανοιχτεί. Με πλησίασε.

«Σ’ αυτό που ρώτησες πριν… Ήρθα εδώ για να πεθάνω πριν πεθάνω».

Δεν χρειάστηκε να δει την απορία στο βλέμμα μου. Μ’ έπιασε απ’ τον ώμο να κάτσουμε παραδίπλα, να μου εξηγήσει.

«Κουτάβι είσαι, δεν έχεις καταλάβει τίποτα ακόμα. Ζούμε όλη μας τη ζωή σε μια κοιλάδα δακρύων. Εικοσιπέντε χρόνια ψυχοθεραπευτής ήμουν, ξέρεις τι είδα; Άγχος, απελπισία, ενοχές, φόβο, μίσος, απογοήτευση, τάσεις αυτοκτονίας…»
«Ναι, φυσικό είναι», του είπα.  «Σε σας έρχονταν άτομα που είχαν κάποιο πρόβλημα».
Ο σερ Τζον γέλασε δυνατά.
«ΌΛΟΙ έχουν κάποιο πρόβλημα, όλοι. Σε μένα έρχονταν οι άνθρωποι που τολμούσαν να το παραδεχτούν. Πρόβλημα; Τα προβλήματα είναι ο κανόνας.

Ζούμε σε μια κοιλάδα προβλημάτων, θα το δεις, είσαι κουτάβι. No news, good news, έτσι λένε, ξέρεις γιατί; Παλεύουμε να δημιουργήσουμε μια ομοιόσταση ψυχικής ηρεμίας, σαν μια γαλήνια λίμνη, όπου θα ξεκουραστούμε για λίγο –ψυχικά πάντα, ψυχικά, η ψυχή τραβάει το σώμα.

Όταν είσαι εκεί έξω η γαλήνη κρατάει ελάχιστα. Προβλήματα υγείας, οικονομικά προβλήματα, ερωτικά προβλήματα, ψυχολογικά προβλήματα, προβλήματα με τα προβλήματα των παιδιών, προβλήματα με το αυτοκίνητο, τον γείτονα, την εφορία…

Η ζωή είναι ένα πρόβλημα που λύνεται μόνο όταν πεθαίνεις. Και τι παίρνεις γι’ αντάλλαγμα;»

Είχαν σταματήσει όλοι την ψιλοκουβέντα κι άκουγαν. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να κάνει καριέρα. Μετά θυμήθηκα ότι είχε κάνει καριέρα – αλλά μάλλον ήταν κι αυτή ένα απ’ τα προβλήματα.

«Οπότε ήρθατε εδώ για να σταματήσουν τα προβλήματα;»
«Δεν παλεύω για τίποτα πια. Κάθε μέρα είναι μια μέρα. Κι αν πεθάνω αύριο… Έχω εξασφαλισμένο τον Παράδεισο! Άντε γεια μας!»

Συνέχισαν να πίνουν και να τρώνε, να καπνίζουν, είχε γίνει τεκές. Στα κελιά ήταν αυτόνομοι, δεν ακολουθούσαν το πρόγραμμα των μοναστηριών – στους Εσπερινούς κι ό,τι άλλο έκαναν εκεί.

~

Ο ήλιος έδυε έξω απ’ το κελί. Μέσα ήταν δέκα χοντροί καλόγεροι που καλοπερνούσαν – κι ένας αδύνατος νέος που έψαχνε το νόημα της ζωής.

Σκεφτόμουν τα λόγια του σερ Τζον, τον πλησίασα.

«Και τι παίρνουμε γι’ αντάλλαγμα;»
«Τι λες;»
«Είπατε ότι ζούμε σε μια κοιλάδα δακρύων και κάτι παίρνουμε γι’ αντάλλαγμα. Τι;»
«Δεν ξέρεις; Έλα!»

Με οδήγησε έξω. Το κελί του Χρυσόστομου ήταν απ’ τα πιο ακριανά στις Καρυές, στον γκρεμό σχεδόν, έβλεπε κάτω το Αιγαίο ως το Πήλιο.

Ήταν λίγη λεπτά μετά τη δύση του ήλιου. Φθινόπωρο. Τα σύννεφα στον ουρανό είχαν πάρει κάθε απόχρωση θερμού χρώματος, από ώχρα και βερμιγιόν, ως πορφυρό. Η θάλασσα μπρούσκο κρασί. Μόνος ήχος τα πουλιά που κούρνιαζαν να κοιμηθούν.

«Αυτό παίρνουμε», είπε ο αιματώδης μοναχός δείχνοντας όλη την ομορφιά του κόσμου.
«Το ηλιοβασίλεμα;»
«Καλά, τυφλός είσαι;» είπε και γύρισε προς τα πίσω, στους φίλους του, που τον φώναζαν να πει άλλη μια ιστορία.

~~{}~~

Το θυμάμαι τώρα που το γράφω και μου ‘ρχονται δάκρυα στα μάτια. Δεν ξέρω αν εκείνος ο εαυτός μου μπόρεσε να νιώσει τη χειρονομία του μοναχού.

Γιατί δεν έχει σημασία τι καταλαβαίνουμε νοητικά, αλλά τι νιώθουμε μέσα μας, αυτό μένει. Εκείνος ο πιτσιρικάς δεν ήξερε τίποτα από προβλήματα, ήταν ελεύθερος σαν πορτοκαλί σύννεφο πάνω απ’ το Αιγαίο.

ΥΓ1: Συνεχίζω ν’ αναζητώ το νόημα της ζωής. Κάποιες φορές το βρίσκω, μετά κάτι αλλάζει μέσα μου και το χάνω. Αλλά είμαι σίγουρος ότι έχει σχέση με το ηλιοβασίλεμα… ή με τους φίλους… ή με το τσιγάρο και το κρασί… ή μπορεί να είναι…

ΥΓ2: Η ιστορία αυτή βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, αλλά δεν είναι ακριβής αναπαράσταση. Η μνήμη ανασκευάζει.

ΥΓ3: Η φωτογραφία είναι του W. Eugene Smith. O Thelonious MONK (μοναχός) καπνίζει.

USA. Jazz musician Thelonious MONK. Circa 1965.