Ρόρυ, το Φεγγαρόπαιδο (ένα διήγημα κοάν*)

0
394

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι moonchild.jpg

Κάποτε και κάπου, σε κάποια πόλη, γεννήθηκε το Φεγγαρόπαιδο. Τ’ όνομά του ήταν Ρόρυ, αλλά κανείς δεν τον φώναζε έτσι -ούτε καν η μητέρα του.

Το Φεγγαρόπαιδο γεννήθηκε με κεφάλι πανσέληνο· στρόγγυλο και λαμπερό. Είχε μάτια μεγάλα σαν κρατήρες κι έλαμπε όταν χαμογελούσε.

Με τα ζώα και με τα παιδιά, ο Ρόρυ τα πήγαινε καλά· τους μεγάλους δεν μπορούσε.
Τα παιδιά τα καταλάβαινε· έλεγαν «δεν θέλω» κι εννοούσαν ότι δεν ήθελαν.
Τα ζώα τα καταλάβαινε· έλεγαν «γαβ» κι εννοούσαν γαβ.
Τους μεγάλους δεν τους καταλάβαινε· έλεγαν λόγια κι εννοούσαν άλλα. Δεν ήξεραν τι ήθελαν να πουν, δεν ήξεραν τι θα ’θελαν να θέλουν.

Κι όταν του ‘παν οι μεγάλοι πως η μητέρα του έφυγε, ο Ρόρυ δεν κατάλαβε τι εννοούσαν· έφυγε γιατί πέθανε ή έφυγε γιατί δεν τον ήθελε;

Εκείνο το βράδυ, όλο το βράδυ, κοιτούσε το φεγγάρι· μέχρι που έδυσε… Τότε κατάλαβε.

~~

Έβαλαν το Φεγγαρόπαιδο σ’ ένα ίδρυμα στην εξοχή του Κόρκι, για τα παιδιά που ήταν ορφανά, ασυνόδευτα, μόνα. Δεν ένιωθε μόνος του εκεί, υπήρχαν και παιδιά και ζώα. Κι ήταν καλά στην αρχή.

Όμως τα παιδιά που γνώριζε μεγάλωσαν. Κάποια μέρα δεν μπορούσε να τ’ αναγνωρίσει πια. Δεν έφταιγε που ‘χαν ψηλώσει, που ‘χαν βγάλει τρίχες εδώ κι εκεί.

Δεν ήταν πια παιδιά! Αυτό ήταν το πρόβλημα… Έλεγαν λόγια κι εννοούσαν άλλα  – δεν ήξεραν τι ήθελαν να πουν, δεν ήξεραν τι θα ‘θελαν να θέλουν· είχαν γίνει μεγάλοι.

~~

Το Φεγγαρόπαιδο έμεινε μόνο κι αποφάσισε να φύγει. Γύρισε λιγάκι και τελικά βρήκε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε το αγαπημένο του γλυκό, κομπόστα ροδάκινο. Τον πήραν στη δουλειά χωρίς μισθό, αλλά του δώσανε μια μωβ σαλοπέτα. Ήταν εύκολη δουλειά και τον άφηναν να τρώει όση κομπόστα ήθελε. Σ’ όλα τα πόστα δούλευαν γυναίκες, κι εκείνες τον φρόντιζαν σαν να ‘τανε παιδί τους.

Σε όλα τα πόστα, εκτός από κείνο πάνω, στο μεγάλο γραφείο… Εκεί ήταν ο Σι-ι-ό, που μιλούσε δυνατά στο τηλέφωνο που ‘χε μες στ’ αυτιά του.

Μια μέρα ο Σι-ι-ό κατέβηκε κάτω κι είπε στις εργάτριες να σταματήσουν τη διαδικασία. Εξήγησε κάποια πράγματα που δεν κατάλαβε ο Ρόρυ (κρίση, επιτόκια, τράπεζες, δάνεια, πτώση τιμών, ξένα ροδάκινα, κρατική επιδότηση).

Ο  Σι-ι-ό έφυγε κι όλοι σταμάτησαν να δουλεύουν, σταμάτησαν να φτιάχνουν κομπόστες… Περίμεναν.

Ο Ρόρυ δεν κατάλαβε τι περιμένανε, μέχρι που είδε να μπαίνουν φορτηγά και να φορτώνουν τα φρέσκα ροδάκινα· θα τα πετούσαν στα σκουπίδια, άξιζαν περισσότερα έτσι.

Το Φεγγαρόπαιδο δεν ήθελε να βλέπει. Έφυγε απ’ το εργοστάσιο
(κράτησε τη σαλοπέτα).

~~

Περπάτησε λίγο καιρό ακόμα, μέχρι που πείνασε. Σε μια φάρμα του δώσανε δουλειά, φαΐ, κρεβάτι… Κι ένα ζευγάρι κίτρινες γαλότσες.

Για όλα τ’ άλλα δεν τον ένοιαζε και πολύ, αλλά λάτρεψε τις γαλότσες του. Ήταν πλαστικές και του φτάναν ως το γόνατο. Καθώς περπατούσε τρίζανε -το Φεγγαρόπαιδο γελούσε.

Χρειαζόταν τις γαλότσες επειδή δούλευε μέσα στις λάσπες  – και μέσα στα σκατά. Τίποτα απ’ αυτά δεν πείραζε τον Ρόρυ· αφού είχε τις γαλότσες του.

Φρόντιζε τις αγελάδες και τα μοσχάρια· που έλεγαν «μου» κι εννοούσαν «μου». Του άρεσαν τα μεγάλα θλιμμένα τους μάτια, έμοιαζαν με τα δικά του. Τα ζώα τον αγαπούσαν και τον έγλειφαν.

Ώσπου μια μέρα ο Επιστάτης με τους άλλους άντρες πήγαν και πήραν δυο μοσχάρια. Το Φεγγαρόπαιδο δεν καταλάβαινε τι γινόταν, αλλά τα ζώα έλεγαν αλλιώς το «μου»· έκλαιγαν.

Μαχαίρια…

Έφυγε απ’ τη φάρμα όσο πιο γρήγορα γινόταν, να μη δει. Κράτησε τις γαλότσες, αλλά δεν γελούσε με το τρίξιμο τους.

~~

Βρήκε άλλη δουλειά, να μαζεύει φράουλες.

Το μέρος όπου έμεναν, μαζί με τους φραουλέρους, ήταν ένας τενεκές με στρώματα κάτω. Τους ξυπνούσαν με φωνές απ’ το πρωί και μάζευαν φράουλες ώσπου να βραδιάσει.

Το Φεγγαρόπαιδο συμπάθησε τους φραουλέρους, που μιλούσαν άλλες γλώσσες, όλο φωνήεντα. Κι εκείνοι τον συμπάθησαν. Τον φρόντιζαν σαν να ‘ταν αδελφός όλων. Τον βοηθούσαν στις δουλειές, του δίνανε πιο πολύ φαΐ, δυο στρώματα να κοιμάται.

Ο Μαχμούτ του χάρισε ένα καρό μαντήλι που φορούσε στον λαιμό του. Το ‘βγαλε και μιλούσε για ώρα, μ’ εκείνες τις λέξεις που ήταν όλο αέρα. Έπειτα πέρασε το ασπρόμαυρο μαντήλι στον λαιμό του Ρόρυ.

~

Το Φεγγαρόπαιδο κουραζόταν πολύ, αλλά έμεινε μέχρι που μάζεψαν όλες τις φράουλες.

Την τελευταία νύχτα δεν έγινε γιορτή, υπήρχε αναταραχή. Οι φραουλέροι φώναζαν. Κι ήρθε ένας άντρας σαν τον Σι-ι-ό, μαζί με κάποιον σαν τον Επιστάτη – κι είχαν άλλους πολλούς μαζί.

Ο Μαχμούτ έδιωξε τον Ρόρυ. Του έδειξε το βουνό, πέρα μακριά, και τον έσπρωξε – ενώ του έλεγε τις λέξεις του κι έκλαιγε.

Το Φεγγαρόπαιδο έφυγε. Άκουγε πίσω τους φραουλέρους να φωνάζουν. Άκουγε τους Άλλους να φωνάζουν. Μετά άκουσε πυροβολισμούς.

Ξεκίνησε να τρέχει, να φύγει μακριά, μέχρι που να μην ακούει.

~~

Έφτασε πάνω στο βουνό. Βρήκε μια άδεια καλύβα. Ο προκάτοχός της είχε γίνει σκόνη πια -και κάτι λιγότερο. Το Φεγγαρόπαιδο τη σκούπισε προσεκτικά και την αγάπησε. Έπειτα βγήκε έξω και κοιτούσε το φεγγάρι.

Λίγο πιο μετά πέρασε απ’ την καλύβα ένας βοσκός και τον ρώτησε ποιος ήταν, τι έκανε εκεί. Ο Ρόρυ δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει· του ‘δειξε το φεγγάρι.  Ο βοσκός έμεινε σιωπηλός όλο το βράδυ να κοιτάζει.

Το επόμενο πρωί, πριν φύγει, του άφησε ένα καρβέλι ψωμί και μια γαβάθα φρέσκο τυρί.

Το τρίτο βράδυ πήγε στην καλύβα μια γυναίκα του χωριού· της είχε μιλήσει ο βοσκός. Η γυναίκα ξεκίνησε να λέει στο Φεγγαρόπαιδο για το μοναχοπαίδι της, που σκοτώθηκε σε κάποιο πόλεμο.

Ο Ρόρυ έδειξε το φεγγάρι. Έμειναν να το κοιτάζουν όλο το βράδυ… Το πρωί, φεύγοντας, του άφησε ένα μπόγο με λαχανικά απ’ τον μπαξέ της.

Έτσι το Φεγγαρόπαιδο απέκτησε τη φήμη του άγιου σοφού. Άνθρωποι απ’ τα κοντινά χωριά πήγαιναν να τους νουθετήσει. Ο Ρόρυ καθόταν κι άκουγε με τις ώρες, μέχρι που να βραδιάσει. Τότε τους έβγαζε έξω και τους έδειχνε το φεγγάρι. Έμεναν να το κοιτάζουν μέχρι που να δύσει. Κι έφευγαν όλοι λιγάκι πιο σοφοί.

«Ο σοφός του φεγγαριού», έτσι τον αποκαλούσαν.

~~

Κάποιο βράδυ τον επισκέφτηκε ένα κορίτσι· ντυμένο με ρούχα αλλοπρόσαλλα. Του είπε όσα σκεφτόταν, πως οι γονείς της ήθελαν να την παντρέψουν με κάποιον γέρο, πως εκείνη προτιμούσε να μείνει μόνη, ότι ήθελε να αφοσιωθεί σε κάτι, αλλά δεν ήξερε σε τι.

Ο Ρόρυ την πήρε έξω για να της δείξει το φεγγάρι, αλλά ήταν νέα σελήνη.

«Δεν έχει φεγγάρι», είπε το κορίτσι. «Μόνο άστρα».

Ο Ρόρυ, το Φεγγαρόπαιδο μπήκε στην καλύβα, μάζεψε τα λιγοστά του πράγματα κι έφυγε.

Άφησε το κορίτσι στη θέση του.
Σε λίγο καιρό όλοι την ήξεραν.
Ήταν η Πίτζεϊ, το Αστρόπαιδο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~

* Τα κοάν είναι σύντομες βουδιστικές ιστορίες φώτισης.