Η έπαυλη Βαν Μπόμελ ξεπρόβαλε στον ορίζοντα πίσω από τους λόφους, μετά την τελευταία στροφή που έκανε ο αυτοκινητόδρομος. Ξεχώριζε σαν μια μαύρη αιχμή βέλους που ξεμύτιζε από τα σπλάχνα της αγγλικής υπαίθρου, δημιουργώντας με τα χρώματα και τις σκιές της μια έντονη αντίθεση με το υπόλοιπο καταπράσινο περιβάλλον. Και παρόλο που ήταν μια ανθρώπινη κατασκευή, ένα εντυπωσιακό κτίσμα βικτωριανής αρχιτεκτονικής, θα έλεγε κανείς πως ήταν αναπόσπαστο μέρος του τοπίου, σαν να ήταν πάντα εκεί. Λες και ήταν ένας στιλπνός μαύρος βράχος, που δέσποζε επιβλητικά ανάμεσα από τo δάσος και τους λόφους.
«Δεν είναι υπέροχη η αισθητική της βικτωριανής εποχής; Δείτε τους πύργους και τις απόκρημνες, δίρριχτες στέγες… Είναι το πιο όμορφο σπίτι που έχω δει!» είπε η Στέισι όλο ενθουσιασμό, χωρίς όμως να έχει αντιληφθεί ότι οι υπόλοιποι έβγαζαν ήδη τα πράγματά τους απ’ το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και δεν την άκουγαν.
«Να σ’ αφήσουμε εδώ, να προσέχεις τ’ αυτοκίνητο;» είπε ο Μαρκ περιπαιχτικά στη Στέισι, που παρέμενε αποσβολωμένη στη θέση του συνοδηγού.
«Αγάπη μου, μην την πειράζεις… Πάρε εσύ το σακίδιό της κι εγώ θα πάρω το κρασί» είπε η Μάιρα και μαζί κατευθύνθηκαν προς την έπαυλη.
Η Κριστίν άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού.
«Εδώ θα μείνεις όλο το τριήμερο; Σε λίγο θ’ αρχίσει να βρέχει».
Η Στέισι, λες και την αφύπνισε η είδηση της επερχόμενης βροχής, βγήκε απ’ το αυτοκίνητο κι ακολούθησε την Κριστίν κατά μήκος μιας μικρής αλέας από βελανιδιές. Μόλις έφτασαν στην έπαυλη, χτύπησε το μπρούτζινο ρόπτρο της μεγάλης εξώπορτας, και τότε ακούστηκε η βροντή μιας αστραπής με τη βροχή να ξεκινάει απότομα. Μέχρι να τους ανοίξει η Μάιρα, παρατήρησε τη μορφή του ρόπτρου. Στην αρχή, νόμιζε πως αναπαριστούσε το κεφάλι ενός σκύλου, με μεγάλα κι ανυψωμένα αυτιά. Αλλά όταν το παρατήρησε καλύτερα, κατάλαβε πως μάλλον ήταν ένα τσακάλι. Της έκανε εντύπωση, μιας κι έμοιαζε πολύ με το κεφάλι μιας αιγυπτιακής θεότητας που είχε δει σ’ ένα ντοκιμαντέρ και δεν ταίριαζε με το υπόλοιπο γοτθικό ύφος, αλλά δεν έδωσε περισσότερη σημασία. Έτσι ακολούθησε την Κριστίν και περιπλανήθηκε μαζί με τους υπόλοιπους στους χώρους της έπαυλης.
Το εσωτερικό της έπαυλης ήταν εξίσου επιβλητικό. Το μαύρο χρώμα ήταν κυρίαρχο, με αποχρώσεις σκούρου καφέ στα έπιπλα. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με μπορντό ταπετσαρία, ενώ δεκάδες πίνακες ζωγραφικής, με τα πιο περίεργα θέματα, ήταν τοποθετημένοι στους διαδρόμους και στα δωμάτια.
Η οροφή ήταν πολύ ψηλά και παράθυρα υπήρχαν κατά μήκος της πρόσοψης. Μια μεγάλη κεντρική σάλα χώριζε το κτίσμα σε δύο πτέρυγες. Στο κάτω πάτωμα και την ανατολική πτέρυγα υπήρχε ένα μεγάλο σαλόνι, βιβλιοθήκες και καθιστικά, ενώ στη δυτική πτέρυγα μια τεράστια κουζίνα και τραπεζαρίες. Δυο σκάλες, αριστερά και δεξιά της κεντρικής σάλας, οδηγούσαν στο επάνω πάτωμα με τα υπνοδωμάτια και τους ξενώνες. Κι όλο το κυρίως μέρος της έπαυλης πλαισιωνόταν από δύο πανομοιότυπους πύργους, που μέσω μιας σπειροειδούς σκάλας οδηγούσαν σ’ ένα μεγάλο αυτόνομο δωμάτιο.
Ο Μαρκ και η Στέισι ανέλαβαν ν’ ανάψουν το τζάκι στο μεγάλο σαλόνι, ενώ η Μάιρα και η Κριστίν ετοίμασαν μερικά γευστικά συνοδευτικά για το κρασί. Η βροχή δυνάμωνε συνεχώς κι ακουγόταν ένα έντονο βουητό από τον αέρα που λυσσομανούσε. Κι όλη αυτή η ψυχρή ατμόσφαιρα που επικρατούσε έξω από την έπαυλη, ερχόταν σε αντίθεση με το γλυκό άρωμα κανέλας που είχε κατακλύσει το εσωτερικό της από τα στικ που καίγονταν στη φωτιά και την αίσθηση θαλπωρής που δημιουργούσε το τζάκι.
«Στην υγειά μας!» αναφώνησαν και τσούγκρισαν τα ποτήρια με το κρασί.
«Έτσι όπως καθόμαστε, δεν σας θυμίζει τα φοιτητικά μας χρόνια;» είπε η Κριστίν κι έβαλε τα χέρια στις τσέπες του φούτερ της.
«Μόνο που τότε μαζευόμασταν στις εστίες του πανεπιστημίου, κι όχι σε επαύλεις… Άσε που έχουμε μεγαλώσει και μια ολόκληρη δεκαετία!» είπε ο Μαρκ κι άρχισε να γελάει.
«Ακόμη να μάθεις αγάπη μου να μην σχολιάζεις την ηλικία μας; Κάποιοι δεν θέλουμε να μεγαλώσουμε!» είπε η Μάιρα και τον τσίμπησε στο μπράτσο.
«Τώρα θα μάθουμε τον Μαρκ; Τις ίδιες κρυάδες λέει εδώ και χρόνια» είπε η Στέισι και τα κορίτσια άρχισαν να γελάνε, ενώ εκείνος έκανε μια γκριμάτσα παριστάνοντας τον θυμωμένο.
«Δεν θυμήθηκα τα φοιτητικά μας χρόνια μόνο για το πώς μαζευόμασταν, αλλά κι επειδή τα πίναμε μέχρι να μεθύσουμε. Δεν κάναμε όμως κεφάλι μόνο με αλκοόλ. Καπνίζαμε και τίποτα. Δεν είναι ακριβώς το ίδιο, αλλά κοιτάξτε τι έφερα!» είπε η Κριστίν κι έβγαλε απ’ την τσέπη της μια σοκολάτα, που το περιτύλιγμα της έγραφε «Magic Chocolate».
«Σοκολάτα κάνναβης;» ρώτησε η Στέισι, και με μια απότομη κίνηση την άρπαξε από τα χέρια της.
«Ναι! Θα είναι σαν να έχουμε καπνίσει. Από εκεί που την πήρα, μου ‘παν πως μ’ ένα τετραγωνάκι θα νιώθεις όπως αν έκανες ένα ολόκληρο τσιγάρο. Μόνο που θέλει καμιά ώρα για να επιδράσει. Τι λέτε;»
Η Στέισι άνοιξε τη σοκολάτα και μοίρασε από ένα τετραγωνάκι σε όλους.
«Και τι να μας κάνει ένα κομματάκι; Δεν θα πάθουμε και τίποτα αν φάμε κανένα παραπάνω…» είπε ο Μαρκ και πήρε άλλο ένα.
«Ωραία γεύση! Να δούμε τι κεφάλι θα κάνουμε» είπε η Στέισι και ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο κρασί της.
«Τελικά, είναι όλα πολύ ωραία. Όταν κλείσαμε την έπαυλη, αναρωτιόμουν τι θα μπορούσαμε να κάνουμε σ’ ένα τόσο μεγάλο σπίτι» είπε η Μάιρα.
«Αφού το ξέρετε πόσο μ’ αρέσουν τα βικτωριανά σπίτια! Όταν είδα τις φωτογραφίες στο Airbnb, την ερωτεύτηκα!» είπε η Στέισι.
«Αλήθεια, αυτός ο Βαν Μπόμελ, ποιος ήταν κι έφτιαξε μια τόσο μεγάλη έπαυλη; Δεν θυμάμαι να έχω ξανακούσει γι’ αυτόν» είπε η Κριστίν.
Η Μάιρα πήρε το κινητό της κι έψαξε στο Google.
«Για να δούμε… Έχει και γι’ αυτόν και για την έπαυλη στο Wikipedia… Λοιπόν… Ο Ρόναλντ Βαν Μπόμελ ήταν Ολλανδός ζωγράφος. Γεννήθηκε στο Άμστερνταμ το 1865. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας ευγενών κι έφερε τον τίτλο του δούκα του Χερενφέιν. Ασχολήθηκε έντονα με τον αποκρυφισμό, κάτι που επηρέασε έντονα τη θεματολογία των πινάκων του. Ο ίδιος πίστευε πως ήταν μετενσάρκωση του Ολλανδού ζωγράφου Ρέμπραντ, κι έτσι εξηγούσε το ταλέντο του στη ζωγραφική.
Το 1895, μετακομίζει στην Αγγλία κι αγοράζει μια έκταση στην περιοχή Σάρρεϋ Χιλς, νοτιοδυτικά του Λονδίνου. Εκεί θα χτίσει μια έπαυλη, όπου και θα εγκατασταθεί μόνιμα. Θα γίνει μέλος σε πολλές ομάδες που ασχολούνται με τον πνευματισμό και τη μαγεία, χωρίς όμως να βρίσκει απαντήσεις στις μεταφυσικές του ανησυχίες. Ώσπου το 1910 γνωρίζει τον διάσημο αποκρυφιστή Άλιστερ Κρόουλι, τον επονομαζόμενο και Θηρίο. Δέχεται με ενθουσιασμό τις διδασκαλίες του, πως η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο για την επικοινωνία των ανθρώπων με τα πνεύματα και άλλες ανώτερες οντότητες, και μ’ αυτή την παραδοχή, αλλά και με την καθοδήγησή του, δημιουργεί έναν μεγάλο αριθμό πινάκων ζωγραφικής με αντίστοιχη θεματολογία. Η σχέση τους θα είναι άριστη μέχρι και το 1916, όπου για άγνωστους λόγους, κόβει κάθε επικοινωνία μαζί του, κι απομονώνεται στην έπαυλη, ως και τον θάνατό του το 1937.
Η έπαυλη θ’ αλλάξει ιδιοκτήτες αρκετές φορές τα επόμενα χρόνια, ενώ το 1975, θα απασχολήσει την επικαιρότητα με μια περίεργη ιστορία. Ο Γάλλος επιχειρηματίας Μισέλ Ανρί και η οικογένεια του που διέμεναν σ’ αυτήν, εξαφανίζονται μυστηριωδώς, χωρίς ν’ αφήσουν απολύτως κανένα ίχνος. Η υπόθεση δεν θα διαλευκανθεί, και τελικά μπαίνει στο αρχείο. Η έπαυλη σήμερα ανήκει σε μια εταιρεία διαχείρισης ακινήτων, και πλέον διατίθεται ως κατάλυμα με τη μορφή της βραχυχρόνιας μίσθωσης».
«Πολύ περίεργος τύπος, αυτός ο Βαν Μπόμελ».
«Έχει και μια αυτοπροσωπογραφία του στο τέλος του άρθρου. Νομίζω ότι είδα αυτό το πορτρέτο κρεμασμένο…» είπε η Μάιρα κι όλοι την ακολούθησαν στην κεντρική σάλα.
Το πορτρέτο ήταν όντως αυτό της φωτογραφίας. Απεικόνιζε τον Ρόναλντ Βαν Μπόμελ με βλέμμα αυστηρό και σοβαρό. Στεκόταν όρθιος, και στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα πινέλο ζωγραφικής. Πάνω απ’ τα ρούχα του, φορούσε έναν μαύρο χιτώνα, με μια χρυσαφένια πόρπη να τον συγκρατεί.
Η Στέισι πλησίασε στον πίνακα, και παρατήρησε πως το σχέδιο της πόρπης ήταν όμοιο με το ρόπτρο της πόρτας.
«Τόσο πολύ σου άρεσε ο Ρόναλντ; Δεν τον λες κι ωραίο άντρα. Εγώ δεν θα έβγαινα μαζί του…» είπε η Κριστίν και γέλασε δυνατά.
«Δεν είναι του γούστου μου» είπε η Στέισι, που θεώρησε ανούσιο να εξηγήσει τι παρατήρησε.
«Πολύ δεν ασχοληθήκαμε με τον Βαν Τέτοιον; Να προτείνω κάτι; Το κρατούσα γι’ αύριο αλλά…» είπε ο Μαρκ.
«Λες για το παιχνίδι;» ρώτησε η Μάιρα.
«Ε, ναι. Έπαυλη, βικτωριανά σπίτια… Είπα να πάρω έναν πίνακα ουίτζα, να καλέσουμε κάνα πνεύμα, μήπως φοβηθεί κι η Στέισι».
«Τι βλάκας που είσαι… Αλήθεια, πιστεύει κανείς σ’ αυτές τις χαζομάρες; Τι να πω… Αν θέλουν και τα κορίτσια, δεν θα σας το χαλάσω».
Εκείνες αγκάλιασαν τη Στέισι κι έκαναν νόημα στον Μαρκ πως θα ‘παιζαν το παιχνίδι.
Ο Μαρκ πήγε να φέρει τον πίνακα ουίτζα κι έπειτα επέστρεψαν στο σαλόνι. Τον έστησαν σ’ ένα μικρό τραπέζι, άναψαν μερικά κεριά, κι έκλεισαν τα φώτα. Ο πίνακας ήταν ξύλινος, με εκτυπωμένα στο κέντρο του τα γράμματα της αλφαβήτου, σε δύο ημικύκλια. Κάτω απ’ τα γράμματα ήταν στη σειρά οι αριθμοί, από το μηδέν έως το εννέα. Οι λέξεις «ναι» και «όχι» ήταν στις δύο επάνω γωνίες, ενώ η λέξη «αντίο» ήταν στο κάτω μέρος. Τέλος, ένα πλακίδιο που έμοιαζε με δάκρυ με μια τρύπα στη μέση, χρησιμοποιούταν ως δείκτης, για να δείχνει τις απαντήσεις των πνευμάτων.
«Ποιο πνεύμα θέλετε να επικαλεστούμε;» ρώτησε ο Μαρκ όταν όλα ήταν έτοιμα.
«Τι λέτε να φωνάξουμε αυτόν που εξαφανίστηκε στην έπαυλη; Πώς τον έλεγαν;»
«Ωραία ιδέα, Κριστίν. Μισέλ Ανρί τον έλεγαν» είπε η Μάιρα.
Πιάστηκαν απ’ τα χέρια και φώναξαν τρεις φορές τ’ όνομα του. Αμέσως μετά ακούμπησαν το πλακίδιο με τον δεξιό τους δείκτη. Ο Μαρκ που ανέλαβε να κάνει τις ερωτήσεις, ζήτησε από το πνεύμα να επιβεβαιώσει ότι είναι ο Μισέλ Ανρί. Το πλακίδιο άρχισε να κινείται πάνω στον πίνακα, πηγαίνοντας προς τη λέξη ναι, κι ύστερα επέστρεψε στο κέντρο. Η Στέισι τους κοίταξε μ’ ένα δύσπιστο βλέμμα, αλλά δεν σήκωσε το δάχτυλο απ’ το πλακίδιο.
«Είσαι το μόνο πνεύμα στην έπαυλη;»
Το πλακίδιο άρχισε πάλι να κουνιέται πάνω στον πίνακα, αλλά αυτή τη φορά κινήθηκε προς τη λέξη όχι. Οι φλόγες των κεριών γύρω τους τρεμόπαιξαν συντονισμένα και τότε το πλακίδιο ξεκίνησε μια κυκλική κίνηση πάνω στα γράμματα. Και οι τέσσερις πρόφεραν ένα-ένα τα γράμματα που υποδείκνυε το πλακίδιο, για να καταλάβουν ποια λέξη σχηματιζόταν.
«ΝΝΝΝΝΝΝ…….ΑΑΑΑΑΑΑ…….ΦΦΦΦΦΦΦ………..ΥΥΥΥΥΥΥ………ΓΓΓΓΓΓΓ……..ΕΕΕΕΕΕΕ…….ΤΤΤΤΤΤΤ…….ΕΕΕΕΕΕΕ…….ΝΑ ΦΥΓΕΤΕ!»
«Πάτε καλά; Μας μιλάει ένα πνεύμα που εξαφανίστηκε σ’ αυτό το σπίτι και μας λέει να φύγουμε; Ποιος κουνάει το πλακίδιο;»
Ο Μαρκ σήκωσε τα χέρια του κι έκανε τον ανήξερο.
«Έλα… Για να γελάσουμε είπαμε να παίξουμε… Αφού κανείς μας δεν τα πιστεύει αυτά… Χαλάρωσε λίγο…»
Η Στέισι που δεν ήθελε να χαλάσει τη διάθεση της παρέας, άκουσε τη Μάιρα κι έβαλε το δάχτυλο στο πλακίδιο. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι. Ο Μαρκ συνέχισε τις ερωτήσεις.
«Μισέλ είσαι ακόμα μαζί μας;»
Το πλακίδιο πήγε γρήγορα προς το ναι.
«Γιατί θέλεις να φύγουμε. Μήπως κινδυνεύουμε;»
Το πλακίδιο ξεκίνησε να κινείται προς τη μεριά του όχι. Απότομα, άλλαξε πορεία και πήγε προς το ναι. Και μετά πάλι προς το όχι.
Ναι-Όχι.
Ναι-Όχι.
Ναι-Όχι.
Συνέχισε να αμφιταλαντεύεται βίαια ανάμεσα στο ναι και το όχι, ώσπου εκσφενδονίστηκε με δύναμη πάνω σ’ έναν πίνακα στον απέναντι τοίχο.
Η Στέισι σηκώθηκε και χτύπησε με δύναμη το τραπέζι.
«Κόψτε το παιδιά! Φτάνει μ’ αυτή τη χαζομάρα! Δεν έχει πλάκα!».
«Τι έγινε τώρα; Στέισι, δεν κουνούσα εγώ το πλακίδιο, στ’ ορκίζομαι!» είπε ο Μαρκ.
«Ούτε κι εγώ …» είπε η Μάιρα.
«Δεν ξέρω τι λέτε, εγώ πάντως την έχω ακούσει. Είδα ένα κοράκι μέσα στον πίνακα, να στρέφει το κεφάλι του προς εμάς κι αμέσως μετά να βγαίνει από τον καμβά κάνοντας ένα μικρό πηδηματάκι. Τώρα στέκεται και μας κοιτάει» είπε η Κριστίν κι έγειρε ζαλισμένη πάνω στο τραπέζι.
Η Στέισι είδε το κοράκι κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Δεν μπορεί να έχεις παραισθήσεις από την κάνναβη… Βλέπω το ίδιο πράγμα… Ένα κοράκι μας κοιτάει! Από πού ήρθε;»
Ένα δεύτερο κοράκι ξεπήδησε από τον πίνακα και στάθηκε δίπλα στο πρώτο. Συντονισμένα έβγαλαν ένα στριγκό κρώξιμο κι όλοι στο δωμάτιο αναρίγησαν. Το κρώξιμο λειτούργησε σαν κάλεσμα, για να ξεπεταχτεί ένα σμήνος κορακιών μέσα απ’ τον πίνακα. Ένα μαύρο σύννεφο από αφηνιασμένα πουλιά, που πετούσαν κυκλικά πάνω απ’ τα κεφάλια τους, έτοιμα να εφορμήσουν.
«Τι στο διάολο γίνεται» μονολόγησε η Στέισι και τότε τα κοράκια χίμηξαν πάνω τους. Επικράτησε πανδαιμόνιο. Ένας συνδυασμός από φτερουγίσματα, κρωξίματα και άναρθρες κραυγές συνόδευε τις προσπάθειες τους ν’ αποφύγουν τα γαμψά νύχια και τα ράμφη των πουλιών. Η Στέισι με τη Μάιρα έπεσαν στο πάτωμα και σύρθηκαν κάτω απ’ το τραπέζι για να καλυφθούν, ενώ η Κριστίν παραπατούσε ανάμεσα στις πολυθρόνες, κουνώντας τα χέρια της για ν’ αποφύγει τα τσιμπήματα και τις νυχιές. Ο Μαρκ κατάφερε να πιάσει την τσιμπίδα του τζακιού και κουνώντας την στον αέρα προσπαθούσε ν’ απομακρύνει όσα κοράκια μπορούσε.
Κι ενώ οι επιθέσεις των πουλιών ήταν ασταμάτητες και δεν φαινόταν κάποιος τρόπος που θα μπορούσε να αναχαιτιστούν, ο εκκωφαντικός κρότος από την πτώση ενός κεραυνού εξαΰλωσε αναπάντεχα το σμάρι των μανιασμένων κοράκων, αφήνοντας μονάχα μερικά φτερά να αιωρούνται στον χώρο.
Ο Μαρκ πέταξε την τσιμπίδα κι έτρεξε προς το τραπέζι.
«Είστε όλοι καλά;»
«Τι έγινε; Βοήθησέ μας να σηκωθούμε» είπε η Μάιρα.
Ο Μαρκ τράβηξε τη Μάιρα κι αμέσως μετά, πρόσεξε ότι η Στέισι είχε αγκαλιάσει τα γόνατά της, κι έτρεμε, σε κατάσταση σοκ. Τότε εκείνος έσπρωξε το τραπέζι, κάθισε δίπλα της, και την αγκάλιασε.
«Όλα θα πάνε καλά… Μην ανησυχείς…»
«Τι έγινε; Ζαλίζομαι… Τι έγινε;» είπε η Στέισι τραυλίζοντας.
«Πάει πέρασε… Όλα θα πάνε καλά» είπε ο Μαρκ προσπαθώντας να την ηρεμήσει.
«Βγαίνανε από τον πίνακα… Δεν είμαι τρελή… Δεν είμαι!»
«Όχι, δεν είσαι. Ησύχασε. Όλα τελείωσαν. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Πάλι καλά που τα τρόμαξε ο κεραυνός…».
«Φοβήθηκα… Φοβήθηκα πολύ… Είναι το χειρότερο που μου…» και προτού ολοκληρώσει την πρότασή της η Στέισι, έβγαλε μια κραυγή τρόμου.
«Το είδατε αυτό; Το είδατε;»
«Τι να δούμε;» είπαν ταυτόχρονα ο Μαρκ και η Μάιρα.
«Στον καθρέφτη… Είδα μια γρήγορη κίνηση στον καθρέφτη. Σ’ αυτόν εκεί, που κοιτάει προς τη σάλα… Ήταν η Κριστίν! Ήταν η Κριστίν σας λέω! Ήταν ανάσκελα στο πάτωμα και… κάτι την τραβούσε!»
«Καλά, που είναι η Κριστίν;» είπε ο Μαρκ και σηκώθηκε απότομα.
Η Μάιρα ανασήκωσε τους ώμους της και κοίταξε τριγύρω, χωρίς να μπορεί να την εντοπίσει. Ο Μαρκ βοήθησε τη Στέισι να σηκωθεί κι όλοι πήγαν επιφυλακτικά προς τη σάλα. Δεν ήταν κανείς εκεί, αλλά μια κόκκινη γραμμή ξεκινούσε έξω από το μεγάλο σαλόνι και συνεχιζόταν προς τη δυτική πτέρυγα. Η Στέισι μόλις αντίκρισε τα αίματα, άρχισε να φωνάζει υστερικά:
«Κριστίν! Κριστίν! Πού είσαι Κριστίν; Έλα να φύγουμε!»
Η Στέισι, σε κατάσταση αμόκ, έτρεξε προς τα υπνοδωμάτια, με την πεποίθηση ότι εκεί θα έβρισκε την Κριστίν. Η Μάιρα πήγε να την ακολουθήσει, αλλά ο Μαρκ την έπιασε από τον καρπό και την συγκράτησε.
«Πρέπει να βρούμε την Κριστίν γρήγορα. Στο πάτωμα έχει αίματα. Αν έχει χτυπήσει σοβαρά, θα χρειάζεται βοήθεια».
«Κι η Στέισι;»
«Η Στέισι στην κατάσταση που είναι, θα μας καθυστερήσει. Ας βρούμε την Κριστίν, κι ύστερα φεύγουμε όλοι από δω μέσα».
Οι δυο τους ακολούθησαν τα ίχνη του αίματος στη δυτική πτέρυγα, φωνάζοντας συνεχώς το όνομά της, μήπως κι απαντούσε. Έφτασαν στην είσοδο του δυτικού πύργου, κι ανέβηκαν τη σπειροειδή σκάλα ως το δωμάτιο στην κορυφή, όπου εκεί, σταματούσαν τα κόκκινα σημάδια.
Άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα σ’ ένα μεγάλο άδειο δωμάτιο. Η Κριστίν πουθενά. Κανένα ίχνος της. Το μόνο που υπήρχε μες στο δωμάτιο, ήταν ένας πίνακας κρεμασμένος στον τοίχο. Πλησίασαν και παρατήρησαν τη φιγούρα που απεικόνιζε ο πίνακας. Έδειχνε μια γυναίκα που είχε μια φρικιαστική έκφραση στο πρόσωπό της, κι ένα τεράστιο απόκοσμο χέρι, που την τραβούσε από τη μέση. Η Μάιρα παρατήρησε, πως η γυναίκα στον πίνακα έμοιαζε εκπληκτικά με την Κριστίν. Πριν προλάβει όμως να πει κάτι, η φιγούρα του πίνακα ανοιγόκλεισε το στόμα της, σαν να προσπαθούσε να φωνάξει.
«Δεν μπορεί!» είπε τρομοκρατημένη και τράβηξε τον Μαρκ κοντά της. Εκείνος της έπιασε σφιχτά το χέρι και τρέξανε, για να βγουν από το δωμάτιο. Όμως η πόρτα έκλεισε δυνατά, κι όσο κι αν προσπάθησαν, εκείνη δεν έλεγε ν’ ανοίξει. Ένας μαύρος καπνός, πυκνός σαν ομίχλη, άρχισε να βγαίνει απ’ τον πίνακα. Ο καπνός τους περικύκλωσε, σαν ένα μαύρο φίδι, που προσπαθούσε να πνίξει το θύμα του πριν το καταπιεί. Κι ας ήταν καπνός, ούτε ο Μαρκ ούτε η Μάιρα μπορούσαν να βγουν από τα όρια του· μια μέγγενη που έσφιγγε συνεχώς. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι έβγαλαν μια φρικιαστική κραυγή πόνου με την τελευταία ανάσα που τους επέτρεψε το στραγγάλισμα του μαύρου καπνού, πριν τους τραβήξει μέσα στον πίνακα.
Η Στέισι, που προσπαθούσε απεγνωσμένα να μπει στο υπνοδωμάτιο της Κριστίν, άκουσε τη φρικιαστική κραυγή, και σαν να λειτούργησε το ένστικτο της επιβίωσης, κατέβηκε αλαφιασμένη τη σκάλα, για να φύγει από την έπαυλη.
«Συγγνώμη παιδιά… Συγγνώμη… Δεν μπορώ άλλο εδώ μέσα! Μ’ ακούτε πνεύματα; Φεύγω! Μη με πειράξετε… Φεύγω!»
Η Στέισι στη σάλα είδε το κάδρο του Βαν Μπόμελ άδειο· η μορφή του έλειπε και φαινόταν μόνο ένα γκρίζο φόντο. Τρομοκρατημένη, έπεσε πάνω στην εξώπορτα και προσπάθησε να την ανοίξει, για να βγει έξω απ’ την έπαυλη. Το πόμολο όμως δεν κουνιόταν και μέσα στην απελπισία της, άρχισε να χτυπάει την πόρτα και με τα δυο της χέρια, με όση δύναμη της είχε απομείνει.
«Αφήστε με να φύγω! Αφήστε με να φύγω!»
Η πόρτα δεν άνοιξε, αλλά ούτε κουνήθηκε. Συνέχισε να προσπαθεί, ώσπου ένιωσε μια κάψα στα χέρια της, σαν κάθε της γροθιά να έπεφτε πάνω σ’ ένα πυρωμένο σίδερο. Ένα απόκοσμο αλύχτισμα, που δεν ήταν ούτε σκύλου ούτε λύκου, την έκαναν να σταματήσει και να μείνει ακίνητη. Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω διστακτικά και είδε την επιφάνεια της πόρτας να κοχλάζει, σαν να ήταν φτιαγμένη από μαύρη πίσσα που έβραζε. Μια μουσούδα εμφανίστηκε μέσα από την ταραγμένη επιφάνεια κι οσμίστηκε, όπως θα έκανε ένα άγριο θηρίο που προσπαθεί να εντοπίσει το θήραμά του.
Συνέχισε να κάνει βήματα αργά προς τα πίσω. Κι από την πύλη που είχε ανοίξει μπροστά της, ξεπρόβαλε και το υπόλοιπο κεφάλι του θηρίου: ένα μεγάλο στόμα με τεράστια δόντια που έσταζαν αίμα, δυο κατακόκκινα βλοσυρά μάτια και δυο ανυψωμένα μυτερά αυτιά. Κοκάλωσε και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Το τσακάλι που εμφανίστηκε από μιαν άλλη διάσταση, γρύλισε κι όρμησε μπροστά, έτοιμο να την κατασπαράξει. Ενστικτωδώς προσπάθησε να το αποφύγει. Εκείνη τη στιγμή όμως, δυο τεράστια χέρια βγήκαν μέσα από το κάδρο του Βαν Μπόμελ και την έπιασαν από τους ώμους. Κι όσο την τραβούσαν για να την απορροφήσουν μέσα στον πίνακα, εκείνη έβγαζε σπαρακτικές κραυγές, που αντηχούσαν σ’ όλη την έπαυλη απ’ άκρη σ’ άκρη· για ν’ ακολουθήσει ύστερα, η απόλυτη σιγή.
***
Η αστυνομία έκανε εντατικές έρευνες για τον εντοπισμό των αγνοουμένων της έπαυλης Βαν Μπόμελ. Κανένας αστυνομικός όμως, δεν μπόρεσε να βρει κάποιο στοιχείο, για το τι μπορεί να τους συνέβη. Και ίσως δεν το κατάφεραν, γιατί δεν πρόσεξαν έναν από τους πίνακες που ήταν στο μεγάλο σαλόνι της έπαυλης. Σ’ αυτόν τον πίνακα, ένας αρχιερέας με μαύρο χιτώνα, κρατούσε ψηλά και με τα δυο του χέρια ένα τελετουργικό μαχαίρι μπροστά σ’ έναν βωμό, έτοιμος να θυσιάσει τέσσερις ανθρώπους που κάθονταν χειροπόδαρα δεμένοι στις τέσσερις άκρες του. Κι αν πρόσεχε κανείς καλύτερα τα χαρακτηριστικά των τεσσάρων που ήταν έτοιμοι να θυσιαστούν, θα έβλεπε πως έμοιαζαν εκπληκτικά με τους αγνοούμενους της έπαυλης Βαν Μπόμελ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Η “έπαυλη Βαν Μπόμελ” του ήρθε όταν είδε αυτή την συναγωγή στην Πράγα.
Ο πίνακας είναι αυτοπροσωπογραφία του Ρέμπραντ, με δεύτερο τίτλο “Ανθρώπινο δέρμα” (1629)