της Αγγελικής Κουντουράκη
~~~~~~~~~~~~~
Όλα είναι φόβος, όλα είναι πόνος… κι ο βασιλιάς πεθαίνει πάντα γυμνός.
Στεκόταν στην αριστερή πλευρά του δρόμου τα πρωινά, μόνιμα αχτένιστος και με μια σχισμένη βερμούδα χειμώνα καλοκαίρι. Βασιλιάς και Βασίλης, μανία και σιωπή οι τίτλοι του και το όνομα του. Δεν τον πλησίαζε κανείς εύκολα, είχε διαρκώς μια φλόγα να παίζει στα χέρια και μια οχιά να βγαίνει απ’ το στόμα του σαν μιλούσε. Το στέμμα στο κεφάλι του περνούσε από γενιά σε γενιά – και κανείς δεν θα τολμούσε ποτέ να τον αποκεφαλίσει.
Εδώ και λίγα χρόνια ήμουν ο αγαπημένος του ευνούχος. Πολλά ταξίδια μαζί του μέσα στον κύκλο του βασιλείου του. Με είχε να του κάνω όλα τα θελήματα και να χορεύω σαν δερβίσης στο μυαλό του σαν ήθελε να κοιμίσει για λίγα λεπτά τις σκέψεις του. Χωρίς ποτέ να αγκομαχώ ήμουν ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος να καταπιώ τον καινούργιο πόνο του και ν’ ανοίξω το σεντούκι με κάθε παλιό φόβο του. Τότε όλο και κάποιος από δαύτους, ξεγλιστρώντας απ’ την φυλακή του, σαν άτακτο παιδί, κατρακυλούσε στην κατηφόρα του σπιτιού του με βρισιές και κατάρες.
Όταν βαριόταν να τους ακούει, με τύλιγε μπάλα από κουρέλια και μ’ έστελνε να τον μαζέψω πίσω, να τον αφήσω στα πόδια του, να τον κλωτσήσει μακριά – και πάλι απ’ την αρχή. Δεν κουραζόταν ποτέ κι αν τύχαινε κάποιον φόβο του να τον αρπάξουν τα πουλιά και να τον φυτέψουν στα μπαλκόνια έρημων ανθρώπων, εκείνος έβγαζε άλλους πόνους απ’ τη φαρέτρα του και σημάδευε με ακρίβεια την καρδιά τους· μέχρι εκείνη να σπάσει και να χυθεί κόκκινο στον ουρανό.
Ηρεμούσε σαν έβλεπε τα πουλιά να πνίγονται στην αγάπη.
Κάποια βράδια του καλοκαιριού που η ζέστη τον τρέλαινε μ’ έβαζε να του κάνω αέρα, ανεβοκατεβάζοντας τα βλέφαρά μου μέχρι να ματώσουν τα μάτια μου. Εγώ ψιθύριζα … a hand in my mouth, a life spills into the flowers, we all look so perfect, as we all fall down* και τριγύριζα σε μέρη που δεν μπορούσε να με βρει η απόγνωση του. Ώρες και λέξεις πέρναγαν ανάμεσα μας και γέμιζε ο κόσμος έλεος και μουρμουρητά.
Εκείνο το βράδυ του Αυγούστου που η πόλη είχε ερημώσει και η κατηφόρα είχε γεμίσει υγρά από πόθους ανικανοποίητους, η ρουτίνα της βίας του είχε σκοπό να δραπετεύσει. Κανείς μας δεν το είχε νιώσει… Χαμένοι βαθιά στην ηδονή της παραίτησής μας, πήραμε τις θέσεις πάνω στην σκηνή χωρίς πίστη στο αναπόφευκτο.
Δεν είχα βάλει στάλα νερό στο στόμα μου και σαν ξεκίνησα να τον κοιτάω τα βλέφαρά μου έσπασαν με δυο φτερουγίσματα. Ο θυμός του ξεχύθηκε σαν χείμαρρος σε ξεραμένη γη· ράγισε την άσφαλτο στα δύο. Για να μην χυθώ στο κενό αναγκάστηκα να γραπωθώ απ’ τον λαιμό του. Τότε για πρώτη φορά συνάντησα το βλέμμα του. Κανείς δεν κοιτούσε τον βασιλιά στα μάτια κι ας είχαν το χρώμα της βαθιάς πείνας, κοκκινόμαυρο, ίδιο με το σαπισμένο αίμα.
Τη στιγμή της συνάντησής μας ο βασιλιάς δάκρυσε. Σαν φύλλα του φθινόπωρου ανέβηκαν στον ουρανό τα ρούχα του και στάθηκε γυμνός μπροστά μου. Ο θυμός του έγινε μέλι που κράτησε τα πόδια του κολλημένα στην γη κι εγώ με το θράσος της αδυναμίας μου να βρεθώ ανάμεσα τους, τα ‘δεσα στα κάγκελα του μπαλκονιού με το φίδι που το είχε σκάσει από το στόμα του.
Ο βασιλιάς μου δεν σταμάτησε να κλαίει κι εγώ σκλάβος και θεός δάγκωσα με λύσσα το στήθος του, να στάξει αίμα, να ξεδιψάσω. Το μαχαίρι που φύλαγα στην καρδιά μου αιώνες, γλίστρησε με χάρη στο βάθος της κοιλιάς του. Έγινε αλυσίδα από δάχτυλα γυναικών που το ‘χαν χαϊδέψει με τον λαιμό τους κι άρχισε να τον ανοίγει. Μαέστρος σε μελωδία αδικημένων ψυχών, έφτιαχνε στα σωθικά του την πιο γλυκιά του προσευχή.
Σαν μικρό παιδί ψέλλισε γλυκά λίγο πριν σβήσει…
-Πες μου μια ιστορία τώρα που ψυχορραγώ… Φτιάξε μου μια ιστορία τώρα που μπορώ να σ’ αγαπήσω.
-Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που ‘χε χάσει το δέρμα του. Γύρισε κόλαση και παράδεισο για να το βρει, μα η σιωπή το ‘χε κάνει νερό που το φύλαγε κρεμασμένο μια κοπέλα στο στήθος της· ο βασιλιάς δεν το βρήκε. Έτσι έγινε αστέρι κι έπεσε στην γη μια ζεστή νύχτα του Αυγούστου, μα σαν ήταν γυμνός έκαψε με την φωτιά του ό,τι βρήκε στο διάβα του. Τον αγκάλιασε μόνο η θάλασσα· του φόρεσε για δέρμα το μαύρο του βυθού της.
Η ώρα ήταν έξι που ξημερώνει κι ο βασιλιάς σκεπάστηκε με το μαύρο σεντόνι να κοιμηθεί για πάντα.
Η ώρα ήταν έξι που ξημερώνει κι ο ευνούχος του είχε πια ελευθερωθεί.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Αγγελική Κουντουράκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Η εικόνα είναι του James Jean. Οι στίχοι από εδώ.