O αξιαγάπητος κύριος Ιάσων Νικολαΐδης

0
193

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι R-1024x685.jpg

από τη ΛΥΚΑΙΑ

~~~~~~~~~

Ζούσε μόνος.
Το πέτρινο κάστρο του, χτισμένο τον περασμένο αιώνα, δέσποζε εμβληματικό στην μέση των απαλλοτριωμένων χωραφιών του Χαϊντάρ Πασά, που τώρα εκτελούν χρέη πεδίου βολής του γειτονικού στρατοπέδου. Η δικτατορική κυβέρνηση δεν τον ενόχλησε. Ίσως λόγω της εμβληματικής του μορφής ή της ιδιότητάς του ως καθηγητή Ιστορίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Ή, το πιθανότερο, για τις υπηρεσίες που προσέφερε στο καθεστώς ως υπεύθυνος προπαγάνδας.

Ο αξιαγάπητος κύριος Ιάσωνας Νικολαΐδης, ένας δανδής του περασμένου αιώνα. Προσεγμένη η εμφάνισή του, κολλαριστά λευκά πουκάμισα, παντελόνια στην τσάκιση. Όλο τον χειμώνα φορούσε το όμορφο και ασυνήθιστο καμηλό παλτό με γιακάδες σηκωμένους, συνοδευόμενο από ένα καρό κασκόλ και τσόχινη ασορτί ρεπούμπλικα.

Και, απαραιτήτως, δύο δερματόδετοι τόμοι κάτω απ΄ την μασχάλη. Κάτι σαν φετίχ και εργαλείο δουλειάς.

Η διαδρομή του χαραγμένη στις ίδιες πατημασιές, από το απομονωμένο κάστρο του ως την μεγάλη λεωφόρο, όπου περνούσε το λεωφορείο για να τον μεταφέρει στο κέντρο της Αθήνας.

Αναπόφευκτα, διέσχιζε την συνοικία των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής, εγκατεστημένων εκεί μετά την διανομή των κτημάτων του Πασά της περιοχής από τον Βενιζέλο, το 1934.

Πέρασαν τα χρόνια και η ομοιογένεια του πληθυσμού άλλαξε. Νέοι κάτοικοι, εκτός συνοικίας, αγόρασαν οικόπεδα και η μικτή πλέον κοινωνία ζούσε «αρμονικά» στους ρυθμούς της δικτατορικής διακυβέρνησης.
Ο κύριος Ιάσων Νικολαΐδης, ένας ασυνήθιστος άνθρωπος ανάμεσα σε λαϊκούς μεροκαματιάρηδες και νοικοκυρές.

Ανάμεσα σε «πτυχιούχους» δημοτικού και αγράμματους τεχνίτες, τσακισμένα απομεινάρια του τελευταίου πολέμου. Η χορευτική του περπατησιά και το ασυνήθιστο σουλούπι του, αντί για την αναμενόμενη οικειότητα στο – με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού – πέρασμά του, είχαν σαν αποτέλεσμα οι μανάδες της γειτονιάς να τραβάνε τα παιδιά τους άρον άρον μέσα στα σπίτια. Περνούσε απ΄τα ταπεινά σπίτια και τις συντροφιές των ενηλίκων, κουνώντας ευγενικά το κεφάλι χαιρετώντας χωρίς κουβέντα.

Σε τακτικά χρονικά διαστήματα συνεννοούνταν με τους εργάτες στο καφενείο για ένα γρήγορο βάψιμο ή κάποια επισκευή στα υδραυλικά και τα ηλεκτρικά του γερασμένου κτιρίου.

Η κυρία Σοφία, χήρα με πέντε παιδιά που ζούσε σ΄ένα καλύβι πιο πάνω απ΄την ερημική βίλα, είχε αναλάβει την φροντίδα του περίεργου και απομονωμένου ανθρώπου.

Απ΄το δικό της στόμα-μοτέρ ξεκίνησε η φήμη για τις σεξουαλικές προτιμήσεις του κυρίου Ιάσωνα και τις περίεργες μουσικές του επιλογές.

Δεν παρέλειπε να σχολιάζει και την τεράστια βιβλιοθήκη του, τη γεμάτη βαριά και ακαταλαβίστικα γι’ αυτήν βιβλία.

Εκεί υπήρχε κι ένα τεράστιο, στιλπνό μαύρο πιάνο με ουρά. Ο ιδιόρρυθμος εργοδότης της αποξεχνιόταν τα βράδια εκεί, παίζοντας με δεξιοτεχνία βιρτουόζου, έργα των Μπαχ και Σοπέν. Κανείς δεν επιτρέπονταν να πλησιάσει την βίλα μετά την είσοδο του ιδιοκτήτη της. Καθώς έμπαινε το κλειδί στην πόρτα, λες και σφράγιζε η ζωή του κυρίου Ιάσωνα για τα μάτια των πολλών. Κι αυτός, μέσα στο πολυτελές κελί του, ζούσε μία εσωτερική και απομονωμένη ζωή χωρίς παρέες, χωρίς επισκέψεις, χωρίς θόρυβο.
Τα παιδιά της γειτονιάς, οδηγημένα απ΄την δημιουργική περιέργεια της ηλικίας, είχαν καταφέρει να ανοίξουν απ΄έξω το παράθυρο του μπάνιου του.

Έριχναν κρυφές ματιές στον καθρέφτη, όπου ο κύριος Ιάσωνας είχε προϊόντα περιποίησης και ομορφιάς – πράγμα παράξενο για την εποχή. Κρέμες, αλοιφές, κολόνιες και κάτι περίεργες πομάδες, που άπλωνε στα ροδαλά του μάγουλα, πράγμα εντελώς ασυνήθιστο. Μόνο την Μαρίκα την κομμώτρια είχαν παρατηρήσει να κάνει κάτι ανάλογο, όταν με την ίδια αδιακρισία, είχαν βρει τρόπο να κρυφοκοιτάζουν απ΄ τα μισόκλειστα καλοκαιρινά της παντζούρια, τα μεσημέρια του λίβα. Αυτά τα ίδια αδιάκριτα πλάσματα, σκαστά από την κυρά Σοφία που σιδέρωνε ξένα ρούχα μέχρι αργά, είχαν κρυφοκοιτάξει την αντανάκλαση από τα αναμμένα κεριά της βιβλιοθήκης όπου μελετούσε ο κύριος Ιάσων την ώρα της απομόνωσης. Εκείνα είχαν διαδώσει στις κουτσομπόλες της συνοικίας περί της μουσικής του, που την λέγανε «κλασσική» και ο κύριος Ιάσων δεν παρέλειπε να παίζει με πάθος σχεδόν κάθε δεύτερο βράδυ.
Κάθε που τελείωνε το Nocturne – έτσι τον είχαν ακούσει να το λέει, καθώς το ανακοίνωνε με στόμφο, πριν πέσει παθιασμένος στα πλήκτρα και ξομολογηθεί της ψυχής του τα κρίματα στα πορτραίτα και τα έπιπλα, στα βιβλία και στα χαλιά – σιωπή νεκροταφείου απλωνόταν. Την διέκοπταν μόνο το τρίξιμο της πόρτας κι οι χαμηλές κοφτές ανάσες με τα μικρά βογγητά πόνου και πόθου.
Η ζωή του κυρίου Ιάσωνα, είχε γίνει αστικός μύθος. Μα τι έκανε τα βράδια μ΄αυτό το αναθεματισμένο κομμάτι στο πιάνο; Κάτι σαν πρόσκληση – πρόκληση στης επιθυμίας του τα άνομα. Γυναίκα δεν είχαν δει να διαβαίνει το κατώφλι του ούτε κι άλλον άνθρωπο, εκτός από έναν νεαρό ανθυπολοχαγό. Συχνά τον συντρόφευε με μπράντι στις ακαταλαβίστικες, για τους πολλούς, συζητήσεις τους για κάποιον Πλάτωνα κι έναν άλλον, τον Αριστοτέλη, κατά πως τον κουτσομπόλευε η κυρά Σοφία κι εκείνα τα μικρά δαιμόνια, που μετέφεραν την προστατευμένη ζωή του, από πόρτα σε πόρτα ξεδιάντροπα.
Κι έτσι, καθώς διάβαινε καθημερινά προς τη στάση, περνώντας από το συνοικιακό καφενείο, πίνοντας τον βαρύ γλυκό τους οι άντρες και χτυπώντας επιδεικτικά τα μπεγλέρια τους, εκτόξευαν χαμηλόφωνα κουβέντες όπως:«λελές» ή «ντιγκιντάγκας», βλέποντάς τον.

Ήταν τότε πολύ της μόδας να αποκαλούνται με αυτόν τον τρόπο άνθρωποι με διαφορετικές ερωτικές επιλογές.

Ατάραχος ο κύριος Ιάσωνας, διάβαινε την ίδια διαδρομή δυο φορές την ημέρα.

Τελευταία, στο γνωστό του νεύμα χαιρετισμού, κάποιοι παρατήρησαν κι ένα μικρό, στραβό γελάκι.

Ανθούσε στα κατάλευκα, ίσια δόντια και στην μοσχοβολιστή ανάσα του, καθώς περνούσε απ΄το καφενείο κι αντίκριζε τον Σταμάτη τον μπετατζή, να παίζει πρέφα με τον κυρ΄Αντρέα, τον ιδιοκτήτη του καφενείου.

Εκείνος δεν έδειξε να δίνει την παραμικρή σημασία, μέχρι που ο μπαρμπέρης ο Μάνθος – διαόλου κάλτσα – σκέφτηκε κασκαρίκα για τον μπον βιβέρ της περιοχής: «Σταμάτη να του την πέσεις! Να του την πέσεις και να τον ξεβρακώσεις!», πέταξε στην παρέα του καφενείου το απόγευμα της Κυριακής.

«Να τον ξεβρακώσεις, να τον πετάξεις έξω γυμνό κι εμείς θα τον μπουγελώσουμε με παγωμένο νερό!» είπε με μάτια που πέταξαν φλόγες, ίδιες γεννήματα κόλασης, αυτής που η ζήλια υπαγόρευε για το διαφορετικό και το άπιαστο. Γιατί συχνά το πρόβλημα δεν είναι το διαφορετικό, είναι το άπιαστο, αυτό που μας δείχνει την κατωτερότητά μας. Αυτό που μας απορρίπτει. Κι εμείς δεν το αντέχουμε και καταστρέφουμε με ασύλληπτη μανία την αιτία της απόρριψης.

Έτσι, στήθηκε το δόκανο κι ο Σταμάτης, ακάλεστος, χτύπησε την πόρτα του κυρίου Ιάσωνα το βράδυ της Κυριακής. Παρακινημένος απ’ τη ρώμη του, που έκανε τις γειτονοπούλες να στενάζουν στα παράθυρα και να φορούν γιασεμιά και γαρδένιες στα μαλλιά και τους κόρφους τους κι απ΄τα δαιμόνια της σκέψης του Μάνθου.

Μια χλωμή σκιά άνοιξε την πόρτα και ο απρόσκλητος επισκέπτης προχώρησε θαρρετά στη βιβλιοθήκη.

Στο άδειο δωμάτιο το πιάνο έπαιζε το Nocturne του Σοπέν κι ο κύριος Ιάσωνας χαμογελούσε αινιγματικά από το πορτραίτο που κρεμόταν από πάνω του.

Ο εγκλεισμός του Σταμάτη στο γειτονικό ψυχιατρείο, μαζί με την ταυτόχρονη εξαφάνιση του κυρίου Ιάσωνα, συντάραξε τους γείτονες. Πότε δεν έγινε γνωστός ο λόγος, που ο λεβέντης της γειτονιάς γύριζε γυμνός στους δρόμους, κλείνοντας τα αυτιά του και φωνάζοντας στον αέρα: «Πάψε πάψε, μου τρύπας το μυαλό με αυτή τη μουσική, πάψε!».

Πότε δεν έμαθαν ότι το Nocturne του Σοπέν, έγινε εφιάλτης ατελείωτος για τον νεαρό καρδιοκατακτητή.
Μέρες μετά την εξαφάνιση του κυρίου Ιάσωνα, οι πιο θαρραλέοι, παραβιάζοντας την πόρτα ξεψάχνισαν το σπίτι. Μάταια! Κανένας δεν υπήρχε μέσα εκτός από τεράστια δίχτυα αράχνης, να διακοσμούν με το χαρακτηριστικό τους πλέξιμο γωνιές και ταβάνια, κάνοντας την κυρία Σοφία να αλλοφρονήσει, μιας και καθάριζε τακτικά.

Έξη μήνες πέρασαν μέχρι οι μπουλντόζες να εξαφανίσουν κάθε ίχνος αυτής της παράξενης πέτρινης κατοικίας.

Καθώς έπεφτε ο τοίχος της βιβλιοθήκης, συμπαρασύροντας και το μαύρο στιλπνό πιάνο, το Nocturne συνόδευε την ασθμαίνουσα μηχανή της μπουλντόζας.

Το πορτραίτο του κυρίου Ιάσωνα, στον υγρό βορινό τοίχο, έστειλε ένα τελευταίο φιλί στον όμορφο ιδρωμένο χειριστή του μηχανήματος.

Tο μεσημέρι, στην διακοπή για φαγητό, διηγούταν μεθυσμένος στην αντροπαρέα, στον καφενέ του κυρ Αντρέα, την εμπειρία του,: «Ναι ρε σας λέω! Το άκουσα καθαρά “Θα τα ξαναπούμε αγόρι” μου είπε και μου έκλεισε το μάτι με νόημα από τη ζωγραφιά του …ο πούστης!».

~~~~~

(Στην μνήμη του κυρίου Ιάσωνα Νικολαΐδη. Το πνεύμα πάντα πορεύεται μόνο).
Το διήγημα που έγραψε η Λυκαία βραβεύτηκε στο διαγωνισμό διηγήματος της UNESCO