του Περικλή Πασχίδη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
—Ρέκβιεμ των νηπίων—
Το αίμα του άνδρα που ‘χε πέσει στο τσιμεντένιο πάτωμα του λέρωσε τα παπούτσια.
«Γιατί, ρε μαλάκα;» Η φωνή του ήταν ρόχθος και ψίθυρος.
Ο Φάγκι έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό κι έσκυψε πάνω από τον αιμόφυρτο άνδρα. Η μυρουδιά του ιδρώτα και του φόβου αναμίχθηκε με αυτές του υγρού τσιμέντου και των τσουβαλιών της πατάτας. Η λάμπα φθορίου τρεμόπαιζε στην αποθήκη.
«Επειδή, Βασιλάκη μου…» απάντησε καθώς ψαχούλευε τις τσέπες του αιμόφυρτου άνδρα, «επέλεξες να ‘σαι εμπόδιο στον δρόμο μου. Γνώριζες τα πάντα, σχεδόν. Σου ‘χα πει ότι θα ερχόμουνα μια μέρα, για να τον σκίσω τον γαμιόλη. Αλλά εσύ… εκεί. Τη μία δικαιολογία μετά την άλλη. Ξανά και ξανά και ξανά». Βρήκε το μαντίλι του άνδρα κι άρχισε να σκουπίζει τα παπούτσια του. «Σκατά τα ‘κανες. Πεντακόσια ευρώ παπούτσια και μου τα γάμησες. Τον Χριστό μου!»
Του τράβηξε μια κλοτσιά μέσα στα μούτρα. Το ουρλιαχτό του αντήχησε στην αποθήκη.
«Ήρεμα, Φάγκι. Νόμιζα πως ήθελες να μην μας ακούσουν».
«Σωστά». Κοίταξε τον συνεργό του στα μάτια. «Ξεχάστηκα».
Ο Στέργιος είχε ανάψει τσιγάρο. Η μυρουδιά της νικοτίνης έφτασε στα ρουθούνια του Φάγκι κι αμέσως στο μυαλό του σχηματίστηκε το πρόσωπο της μάνας του· όχι όπως ήταν στα τελευταία της, πριν ο καρκίνος τη μετατρέψει σε μια ασθμαίνουσα βιομάζα, αλλά όπως ήταν παλιά: στιβαρή, ακμαία, δραστήρια, δυνατή.
«Πώς την καπνίζεις αυτή την μαλακία;»
«Όπως εσύ πιπώνεις τους γαμιάδες σου», απάντησε ο Στέργιος. «Τον αποτελειώνουμε;»
«Ε, δεν πρέπει;»
Ο Φάγκι έσκυψε πάλι πάνω στον άνδρα που ικέτευε. Έβγαλε τον σουγιά, απελευθέρωσε την λεπίδα, και χωρίς δισταγμό τον κάρφωσε στο λαιμό. Το έκανε επιδέξια, ώστε το αίμα να μην τον πιτσιλίσει ξανά.
«Ωραίο κόψιμο», ενέκρινε ο Στέργιος.
«Αυτός ήταν ο τελευταίος. Ο Χοντρός είναι μόνος του στο σπίτι με το πιτσιρίκι. Πάμε να τελειώνουμε». Σκούπισε τη λεπίδα στα μπατζάκια του νεκρού.
«Και δεν πάμε;» Ο Στέργιος έσβησε το τσιγάρο του και τοποθέτησε με προσοχή το αποτσίγαρό στη μπακιρένια ταμπακιέρα με τον ιαπωνικό λωτό. «Καλοί οι σιγαστήρες. Άξιζαν τα λεφτά τους».
«Αμερικάνικοι», είπε ο Φάγκι στρώνοντας την ζώνη του παντελονιού του. «Σου ‘χω πει: μόνο τα καλύτερα. Άσε το Αλι-μπάμπα για τους ερασιτέχνες».
Οι δύο άνδρες βγήκαν έξω στην νύχτα. Η βροχή έπεφτε σαν παχιά ομίχλη, λες κι ο Θεός καθάριζε με ατμοκαθαριστή. Το σπιτάκι στο βάθος ίσα που φαινότανε.
«Τελικά, όλοι κάνουν μαλακίες», είπε ο Στέργιος καθώς άλλαζε γεμιστήρα στο όπλο.
«Ακόμη κι αυτός δε θέλει να γνωρίζουν τις ανώμαλες ορέξεις του οι δικοί του. Όποτε έρχεται εδώ να γαμήσει πιτσιρίκια παίρνει μόνο δύο έμπιστούς του». Αναστέναξε. «Μαλακία! Είναι μεγάλο το οικόπεδο. Δε φυλάς δεκατρία στρέμματα με δυο άντρες. Απλά δε γίνεται».
«Τα πάθη σε κάνουν ριψοκίνδυνο».
«Κι απόψε, αυτό θα του κοστίσει τη ζωή».
Οι δύο άντρες πλησίασαν με προσοχή το μικρό σπίτι στη ρίζα του λόφου. Ολόγυρα το οικόπεδο είχε οπωροφόρα δέντρα. Μια μικρή όαση πρασίνου καταμεσής των πατατοχώραφων της περιοχής. Έστησαν αφτί. Μουγκρητά στο μπλέντερ με κλάματα.
Ο Φάγκι πήρε θέση. Τα δυο του χέρια σταθερά στο όπλο. Ο Στέργιος, στρατόκαυλος από παιδί, γνώριζε πώς να τσακίζει μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα με το πόδι του. Ο ήχος από ξύλα που σπάγανε και σκορπούσανε στο πάτωμα σκέπασε για λίγο τη σιγαλιά της νύχτας.
Πριν καλά-καλά προσγειώσει ο Στέργιος το πόδι του, ο Φάγκι είχε μπουκάρει και με το όπλο του σημάδευε τον Χοντρό – που τραβήχτηκε απ’ το σώμα της πιτσιρίκας.
Ο Χοντρός έκανε να πιάσει το όπλο του πάνω στο κομοδίνο. Δεν πρόλαβε. Μία μετά την άλλη, κόκκινες πιτσιλιές γέμισαν τη γυμνή του πλάτη. Γλίστρησε απ’ το κρεβάτι κι έπεσε ανάσκελα. Το βλέμμα της οργισμένης απορίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Ο κόκκινος από το αίμα στητός του πούτσος, ένα θαυμαστικό στην όλη κατάσταση.
Ο Φάγκι δε κρατήθηκε. Έριξε δυο σφαίρες που διέλυσαν το πέος. Ένας πίδακας αίματος πήρε την θέση του.
«Τίτλοι τέλους, Χοντρέ! Ήταν λάθος σου να μπεις στην περιοχή μας. Είχαμε μια συμφωνία. Θύμωσε τ’ αφεντικό. Πολύ! Έπρεπε να τον δεις πως ούρλιαζε. Τα υπόλοιπα… τα ξέρεις».
«Ίσως, μια προσευχή;» είπε ο Στέργιος. Τα μάτια του μια στον χοντρό και μια στο πιτσιρίκι με το αιμάτινο λουλούδι ανάμεσα στα πόδια του.
«Γαμιόληδες» έκανε ο Χοντρός με το πρόστυχο χαμόγελο της ύαινας.
Ο Φάγκι τον αποτελείωσε με δυο σφαίρες στο κούτελο.
Η ησυχία στο δωμάτιο ήταν εκκωφαντική. Ο λευκός θόρυβος της βροχής σκέπαζε τα πάντα. Το πιτσιρίκι με μάτια υγρά κοίταζε μια τον έναν μια τον άλλον. Την σημάδεψε με το όπλο του.
«Πρέπει; Στ’ αλήθεια, πρέπει;» Ο Στέργιος είχε φορέσει το πρόσωπο που ‘χε όταν ήταν παιδί.
«Μας είδε», έγλυψε τα χείλη του ο Φάγκι. « Άσε που… Χάρη της κάνουμε. Αν την αφήσουμε, απλά θα την πάνε στον επόμενο και μετά στον επόμενο, μέχρι που θα την τεμαχίσουν και θα την πουλήσουν για κρέας». Γύρισε και τον κοίταξε. «Το καταλαβαίνεις, έτσι;»
Ο Στέργιος δεν ήταν πια μαζί του. Την είχε κοπανίσει για λίγο· ήταν αλλού.
«Πάντα τα δύσκολα στον πούστη», αναστέναξε ο Φάγκι. Ξεβίδωσε με το μαντίλι του τον σιγαστήρα για να μην καεί. Σήκωσε πάλι το όπλο του και σημάδεψε το πρόσωπο της πιτσιρίκας.
«Έι, μικρούλα. Θυμάσαι το πρόσωπο της μανούλας;»
Κάτι βαθιά μέσα στο μυαλό του κοριτσιού βγήκε στην επιφάνεια. Καθρεπτίστηκε στο βλέμμα της με την λάμψη μιας αχτίδας φωτός που τρυπάει τα μαύρα σύννεφα της αντάρας.
Ο ήχος τάραξε την οικουμένη, όπως αρμόζει σε μια σφαγή νηπίων.-
—ΤΕΛΟΣ —
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
—O Ραπουνζέλ—
Δεν έχει πολλή ώρα που επέστρεψε ο πατέρας στο σπίτι απ’ τη δουλειά, κι ήδη οι φωνές στο σαλόνι έχουν δυναμώσει.
Ο Τάσος είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μονάχα με το εσώρουχο. Ο ανεμιστήρας γυρίζει δεξιά-αριστερά κι ο βόμβος από το μισοσπασμένο φτερό καλύπτει κάπως τις φωνές. Στο κόμικ που διαβάζει, ο Γκούφυ έχει καταφέρει γι’ άλλη μια φορά να μπλέξει τον φίλο του τον Μίκυ Μάους σε μεγάλους μπελάδες. Θέλει να δει πώς θα τελειώσει, πώς θα ξεμπλέξουν.
Η πόρτα του δωματίου ανοίγει με πάταγο. Το αναψοκοκκινισμένο βλέμμα του πατέρα διαπερνάει το κορμί του σαν τις ακτίνες Χ του Σούπερμαν.
«Εδώ είσαι κι εσύ;»
Μα πού αλλού θα μπορούσα να ήμουν; αναρωτιέται. Αφού είμαι τιμωρία για όλο το καλοκαίρι.
«Πάλι μαλακίες διαβάζεις;» Αρπάζει το περιοδικό απ’ τα χέρια του παιδιού και το κοιτάζει με αποστροφή, σαν να είναι η ρίζα όλων των δεινών της ζωής του. «Μαλακίες, τον Χριστό μου!» Το σχίζει στην μέση, μετά ξανά, την τρίτη φορά ζορίζεται λιγάκι, αλλά επιμένει και τα καταφέρνει. Αφήνει τις πολύχρωμες εικόνες να σκορπίσουν στο πάτωμα.
«Διάβασες τα μαθήματά σου;»
Σταγόνες από σάλια πιτσιλίζουν το πρόσωπο του Τάσου.
«Μάλιστα, πατέρα».
Ο πατέρας γυρνάει το κεφάλι προς το σαλόνι. «Διάβασε το μαλακισμένο ή μαλακίες μου λέει;»
«Διάβασε», η φωνή της μητέρας του στο βάθος. Ως συνήθως στα μετόπισθεν. Είχε καιρό πια που τον άφηνε να βγάζει μόνος του το φίδι από την τρύπα.
«Το καλό που σου θέλω να διαβάζεις», στρέφει το βλέμμα πάλι πάνω του. «Έτσι και χάσεις τη χρονιά, δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει. Έχεις μείνει μετεξεταστέος σε τέσσερα μαθήματα, γαμώ τη μου. Τέσσερα!»
Ο Τάσος δεν μιλάει. Το βλέμμα του κοιτάζει κάπου πάνω από το κεφάλι του πατέρα του.
«Σου μιλάω!»
Τώρα κοιτάζει δίπλα στο αυτί του.
«Κοίτα με, γαμώ τον Χριστό μου!» του σκαμπιλίζει το μπούτι που το ΄χει σηκώσει σαν τείχος προστασίας ανάμεσά τους.
«Σε κοιτάω!»
«Σήκω και κάτσε διάβασε άλλη μία ώρα».
«Μα διάβασα—»
«Διάβασε κι άλλο!»
Δεύτερο χαστούκι στο μπούτι. Το τείχος καταρρέει με μια κοκκινίλα που βγάζει μάτι.
«Και μάζεψ’ αυτές τις μαλακίες!» ο πατέρας δείχνει το σκισμένο περιοδικό στο πάτωμα. «Δε θα μου γίνεις άχρηστος χαραμοφάης».
Οι σερνάμενες παντόφλες επιστρέφουν στο σαλόνι. Το τραπέζι είχε σερβιριστεί κι ο ήχος από μαχαιροπίρουνα που παίζουν μουσική με τα πιάτα φτάνει στα αυτιά του αγοριού. Η εμπειρία τον είχε διδάξει πως μετά το φαγητό ο πατέρας κατέβαζε ταχύτητα και τσουλούσε πιο ομαλά στο χώρο.
Μαζεύει με προσοχή κάθε κομματάκι από το περιοδικό και τ’ αποθέτει πάνω στο γραφείο του. Αρπάζει στην τύχη ένα βιβλίο από την στοίβα των σχολικών. Μαθηματικά! Φυσικά, γιατί όχι;
“Το τετράγωνο της υποτείνουσας ενός ορθογώνιου τριγώνου ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο καθέτων πλευρών”.
«Δε μας χέζεις, ρε μαλάκα Πυθαγόρα», μουρμουρίζει ο Τάσος. Χριστό δεν καταλάβαινε.
Έπιασε να συναρμολογεί μία-μία τις σελίδες του περιοδικού, ρίχνοντας συνεχώς κλεφτές ματιές στο σαλόνι. Το σελοτέιπ ήταν λίγο, οπότε έπρεπε να κάνει οικονομία.
~
Είχε σχεδόν τελειώσει όταν άκουσε την μητέρα του να μπαίνει στην κρεβατοκάμαρά τους. Λίγα λεπτά αργότερα ακολούθησαν οι παντόφλες του πατέρα κι η πόρτα έκλεισε.
Η πρώτη γυμνασίου είναι μεγάλο σχολείο. Είχε μάθει πολλά εκεί απ’ τα υπόλοιπα αγόρια, και πλέον γνώρισε πολύ καλά τι έκαναν οι γονείς του με κλειστή πόρτα.
Στο μυαλό του ήρθε η εικόνα της Ευαγγελίας. Του άρεσε. Ήταν όμορφη -και καλή μαθήτρια. Όμως αυτό που του άρεσε περισσότερο ήταν τα δυο μικρά φουσκώματα στο στήθος της, που δεν υπήρχαν όταν πήγαιναν στο δημοτικό. Τα μεγαλύτερα αγόρια που ‘χανε πάει με κοπέλες, λέγανε πως είναι μαλακά και ζεστά, πως είναι όμορφα να τα πιάνεις στα χέρια σου… Και πως είναι απόλαυση να τα γλύφεις.
Ο Τάσος δεν είναι σίγουρος αν θα είχε πλάκα να τα γλύφεις. Γενικά το να γλύφεις κάποιον του φαίνεται κάπως ίου. Νιώθει το πέος του να σκληραίνει και να τον πονά. Γινόταν όλο και πιο συχνά αυτό και τον ενοχλούσε. Την λύση του την είχε μάθει ένας ξάδερφος πριν κάνα δυο χρόνια.
Βγαίνει απ’ το μπάνιο και στήνει αυτί. Το κρεβάτι συνεχίζει να τρίζει· που και που αγκομαχητά.
Επιστρέφει στην καρέκλα του και ξεφυλλίζει το κακοποιημένο περιοδικό. Διαβάζει το υπόλοιπο της ιστορίας. Στο τελευταίο καρέ, όλα έχουν επιλυθεί. Οι φιγούρες του Μίκυ και του Γκούφυ χάνονται στον ορίζοντα με τον ήλιο να φωτίζει τα πρόσωπά τους.
«Βλέπεις, Γκούφυ», λέει ο Μίκυ στο τελευταίο μπαλονάκι, «όλα τα προβλήματα λύνονται με χρόνο και υπομονή».
Ο Τάσος κοιτάζει έξω, το λυκόφως. Φασαρία απ’ τον δρόμο. Αναγνωρίζει την φωνή του κάθε παιδιού της γειτονιάς. Αυτός δε είναι μαζί τους. Είναι ο Ραπουνζέλ κλεισμένος στον πύργο περιμένοντας την πριγκίπισσά του.
Ξανακατεβάζει το κεφάλι στο περιοδικό. Γουρλώνει τα μάτια. Τα λόγια το τελευταίο καρέ είναι ίδια. Μόνο που ο Μίκυ έχει γυρίσει το πρόσωπό του κατευθείαν πάνω στον Τάσο. Τον κοιτάζει κατάματα και του κλείνει το μάτι.
Χρόνος, και υπομονή…
-ΤΕΛΟΣ-
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διηγήματα έγραψε ο Περικλής Πασχίδης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας είναι του Zygmunt Zaradkiewicz (Day and Night)