Η χαμένη διμοιρία της Αλμυράς Ερήμου

0
443

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 723-1024x480-1.jpg

(Ο προπάππους μου, Αντώνης Δόγκας, πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία, ως οπλίτης. Όταν η Ένατη Μεραρχία έφτασε στο Εσκί Σεχίρ κάποιοι εξεγέρθηκαν και ζητούσαν “απόλυση”, για να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ως παραδειγματισμό μια διμοιρία αφέθηκε στην Αλμυρά Έρημο για να περιμένει την Ενάτη που προέλασε προς την Άγκυρα… Ποτέ δεν επέστρεψε.

Από τη διμοιρία της Αλμυράς Ερήμου μόνο δύο επιβίωσαν. Τους βρήκαν να περιφέρονται κοντά στο Γενί λιμάνι, κουρελιασμένοι και αλλόφρονες. Παραμιλούσαν για ψείρες σε μέγεθος σκορπιού, για λίμνες, ποτάμια και για κανίβαλους.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μυθοπλαστική ανασύνθεση βασισμένη σε αληθινά γεγονότα)

~~{}~~

Άθλιε Νέστορα, με ξεσήκωσες και μ’ έφερες να πεθάνω στη γη της Ιλιάδας. Άθλιε Νέστορα, ήξερες καλά πως θα με πείσεις. Όταν ακούστηκε η καμπάνα και οι ιαχές, όταν βγήκαν τα στρατά στους δρόμους κι όλοι μιλούσαν για τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και για τη Μηλιά και όλοι πανηγύριζαν λες και ήταν μεγάλο γλέντι, πετάχτηκα κι εγώ  και ήρθα να ανταμώσω τα παράσημα σου και τις ιδέες σου.

Ίσως να πάρω κι εγώ παράσημο. Έναν επάργυρο σταυρό, μπορεί και επίχρυσο, που θα δώσουν στην Ελένη μου σε κάποια επίσημη τελετή. Και το μετάλλιο θα μαυρίσει από τον καιρό και θα μαυρίσει από τα δάκρυα της, θα μαυρίσει κρεμασμένο στον τοίχο. Ο χρυσός θα είναι μια λεπτή φλούδα σαν από μανταρίνι και πιο λεπτή ακόμα, και θα μαδήσει, θα μαδήσει και ο τοίχος, και θα πέφτουν οι σοβάδες σαν φλούδες, σαν τις σάρκες μου που πέφτουν όταν ξύνομαι.

Και το τιμητικό μου κενοτάφιο θα είναι κάπου εκεί, κάπου στη Σαλονίκη, ίσως στην Ευαγγελίστρια, εκεί ανάμεσα στα σπίτια, ανάμεσα στα δέντρα και κάτω από τη βροχή. Θα είναι μόνο το κενοτάφιο να γεύεται τις ομίχλες του Γενάρη και όταν λιώνει το χιόνι να το πίνει, σταγόνα-σταγόνα, νερό πιο καθαρό και από τα μάτια της, δροσιά τα πρωινά και δροσοσταλίδες και στάλες και η βροχή, η βροχή να μουσκεύει το χώμα και ρυάκια να ξεθάβουν τα κόκαλα, να φανερώνουν τα κρανία…

Όμως το δικό μου κρανίο θα είναι εδώ, αφυδατωμένο και άνυδρο κι ούτε βροχή ούτε ποτάμια θα ξεθάψουν τα κόκαλα μου που θα είναι τόσα χιλιόμετρα μακριά από την αγαπημένη μου και από την πόλη μου και από το λιμάνι και από τη θάλασσα… Αλάτι…

Έχω φάει αρκετό αλάτι για όλη τη Σαλονίκη. Ίσως για όλο τον κόσμο μαζί, για κάθε έναν και όλους μαζί, αλάτι, αηδιάζω, άλατι… Δεν αντέχω άλλο αλάτι. Θα μπορούσα να έχω και κάτι άλλο μαζί; Μια ντομάτα; Ε; Ή μήπως ένα καρπούζι; Χωρίς αλάτι. Ένα μεγάλο ζουμερό καρπούζι…

Να το κάνω κομμάτια και να δω να ξεπροβάλλει κάτω απ’ το, φτου, κάτω από τη φλούδα να φανεί η κόκκινη σάρκα, η υγρή σάρκα, να τη δαγκώσω, να τη φιλήσω και να ρουφήξω τους χυμούς της, φτου, να χώσω όλο το πρόσωπο μου μέσα και να τρώω, να ρουφάω και να φτύνω, να φτύνω τα κουκούτσια και τις τρίχες, φτου, ζουμιά υγρά χυμοί ποτάμια χείμαρροι, να με πλημμυρίζει με χυμούς κι εγώ να καταπίνω και να ρουφάω και να φτύνω…

Τώρα θα έχουν ανέβει οι κατσίβελοι με τις καρότσες τους γεμάτες καρπούζια, καρπούζια από τον νότο και τα γαϊδούρια θα αγκομαχούν και θα φωνάζουν οι κατσίβελοι, πάρε, πάρε τα πιο ζουμερά καρπούζια, πάρε… Και θα κατέβω και θα του πω, δως μου λίγο να δοκιμάσω, και θα μου πει αυτός, τι λίγο; πάρε να βρεις τη γειά σου, φάε να δεις τι βγάζει ο ήλιος της…

Τώρα δεν υπάρχει ήλιος, δεν υπάρχει ούτε αχτίδα, είναι νύχτα, κάνει κρύο, αυτό το βάρβαρο μογγόλικο κρύο που δεν ξέρω που κρύβεται τη μέρα, κάπου κρύβεται, γιατί τη μέρα δεν μπορείς να το βρεις πουθενά, όπου κι αν κοιτάξεις είναι ο ήλιος. Μέσα στο αμπρί, κάτω από τις πέτρες, ακόμα και κάτω από τις πέτρες τρυπώνει, ήλιος που δε σ’ αφήνει να δεις….

Οι πέτρες καίνε σαν κάρβουνα και κάποιος είπε για αστείο πως ήθελε να κάνει τον αναστενάρη και γέλασε και έτσι όπως γέλασε, δεν ξέρω τι μου ‘ρθε, του έχωσα μια πέτρα μέσα στο στόμα, μέσα στο μεγάλο του στόμα που γελούσε, και όπως τρέξανε τα αίματα, έτσι όπως είδα το αίμα να κυλάει, λίγο έλειψε να πέσω πάνω του και να τον ρουφήξω, όλοι το σκέφτηκαν, το είδα στα μάτια τους, είδα τη λαχτάρα τους να πιούν κάτι, ακόμα και αίμα… Κι ας ήταν ζεστό. Θα ήταν πιο δροσερό από τον ήλιο κι από τις πέτρες και από τους σκορπιούς…

Τι μας είπε ο δεκανέας; Είπε αν ρίξουμε έναν κουβά νερό στο χώμα θα μαζευτούν από μακριά εκατοντάδες σκορπιοί για να πιουν, γιατί μυρίζονται το νερό από μακριά, κι εμείς γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε και ήμασταν σίγουρα σαν σκορπιοί, μας έλεγε να ρίξουμε έναν κουβά νερό στο χώμα, έναν κουβά νερό! Αν είχαμε έναν κουβά νερό θα τον ρίχναμε στο χώμα; Θα τον πίναμε, σιγά-σιγά, να είχαμε φαντάσου έναν κουβά νερό ο καθένας και να πίναμε, νερό όχι αίμα, και μετά να άρχιζε να βρέχει, ποτάμια, καταρράκτες, νερά, νερά…

Το νερό να τρέχει παγωμένο και σαν κρύσταλλο, κι εγώ να κρυώνω, το νερό ως το γόνατο και να μου λέει ο πατέρας, να μου φωνάζει ΒΟΥΤΑ και να παίρνω νερό στα χέρια μου για να βρέξω τους ώμους μου και την πλάτη μου, παγωμένο, και να πίνω μια χουφτιά, και να μου λέει η μάνα μου να μην πίνω γιατί έχει μέσα φίδια, μια φορά μια γυναίκα ήπιε και γέμισε η κοιλιά της φίδια, ήταν αυγά φιδιά στο νερό και δεν φαίνονται, φίδια και νερό και τι με νοιάζουν μένα τα φίδια; Δεν είσαι άντρας, ρε! θα μου πει ο πατέρας μου και θα βουτήξω και θα ανοίξω τα μάτια μες στο νερό, και μετά θα βγω και θα τον κοιτάξω, στα μάτια, επειδή είμαι άντρας…

Είμαι άντρας, σίγουρα είμαι άντρας τώρα πια, γι’ αυτό και με πήραν στον πόλεμο, στην εκστρατεία ή όπως θέλουν να το λένε εκείνοι που πίνουν νεράκι στο σπίτι τους και καπνίζουν μπρος στο τζάκι….

Όχι, είναι καλοκαίρι, δε θα ‘χουν ανάψει ακόμα τα τζάκια. Είναι καλοκαίρι στη Σαλονίκη και στην Ελλάδα και παντού, μόνο εδώ έχει κρύο, μόνο εδώ πρέπει να φοράω τη χλαίνη μου και τα σώβρακα, και τα δύο σώβρακα για να μην κρυώνω, κι είναι παντού πάνω μου ψείρες, εκατομμύρια ψείρες, ‘μοβόρες ψείρες, τουρκάλες, με τεράστια μουστάκια, και μου ρουφάνε το αίμα οι καργιόλες όλη την νύχτα, δεν έχουν το θεό τους, ούτε ο θεός δεν τις σταματά, θ’ ανέβουν και πάνω του στο τέλος, κανείς δεν τις σταματά…

Ξέρουν καλά να κρύβονται οι καριόλες, ξέρουν καλά. Τη μέρα βρίσκουν έν’ ανάχωμα στη ραχοκοκαλιά μου και δεν τις φτάνω… Και με το βράδυ, μόλις φοράω το δεύτερο σώβρακο και τη στολή και τη χλαίνη, πέφτουν πάνω μου και μασουλάνε, ρουφάνε, ρουφάνε το νερό, δεν τις νοιάζει το αίμα, νερό ρουφάνε…..

Σσσσσσσσσσσσσσσσς! Νομίζω ότι άκουσα ένα χλιμίντρισμα. Έχουν μείνει κι άλλα; Νόμιζα ότι ο Ψωραντώνης ήταν ο τελευταίος… Πότε τον σφάξαμε κι αυτόν; Πάνε μέρες, Ή μήπως βδομάδες; Που να ξέρω; Ούτε κι αυτός ήξερε πόσο καιρό είχε περάσει στα χαρακώματα. Ήταν σίγουρα στο Μοναστήρι, στον πρώτο πόλεμο… Ήταν αυτός ο πρώτος; Κι αυτός θα είναι ο τελευταίος;

Είχαν χαράξει στη σαγή του την ημερομηνία και το λόχο και το όνομα, κάποιος φαντάρος είχε χαράξει το όνομα του. Το θυμάμαι γιατί με φώναξαν και μου είπαν Αντώνη, έλα να δεις, τότε ήμασταν ακόμη στο Μιχαηλί και κάναμε αστεία, Αντώνη, αυτό το μουλάρι έχει το όνομα σου. Κοιτάξα κι ήταν αλήθεια, Αντώνη το λέγανε, Αντώνη Κωστούλη… Το θεώρησα μεγάλη τύχη και ήταν, στ’ αλήθεια ήταν, αφού ο Ψωραντώνης έφτασε μαζί μας ως εδώ. Περπάταγε το άτιμο κι ας ήταν πιο γέρικο από ‘μας, πήγαινε… Κι όταν μύριζε αμμοράδικα έτρεχε, μπορούσε ακόμα να τρέχει μέσα στην άμμο…

Άμμος, σύννεφα άμμου και καταιγίδες άμμου και βουνά από άμμο, δεν υπήρχε τίποτα άλλο από άμμο μόλις περάσαμε το Σαγγάρι. Ούτε λουλούδια ούτε ποτάμια, μόνο εκείνα τα αμμοράδικα, μικρά κόκκινα και πικρά. Αυτά τα μύριζε από χιλιόμετρα ο Ψωραντώνης και έτρεχε, εφορμούσε καλπάζοντας και πήγαινε κι έπεφτε με τα μούτρα. Γιατί είχαν νερό μέσα αυτά τα αμμοράδικα. Μόλις το καταλάβαμε πηγαίναμε κι εμείς από πίσω του και τρώγαμε κι εμείς, έτσι στα τέσσερα. Να κλωτσάει ο Ψωραντώνης απ’ τη μια, να σπρώχνω εγώ από την άλλη, ήμασταν αληθινοί σύντροφοι εκείνες τις στιγμές. Μοιραζόμασταν την τροφή…

Πόσο καιρό τρώγαμε γαλέτα; Κι εκείνο το ζωμό, που ‘λέγαν ότι ήταν από κρέας, αλλά ποιος νοιαζόταν για το κρέας; Είχε νερό, αυτό θέλαμε, νερό… Τώρα δεν έχουμε τέτοια προβλήματα. Δεν έχουμε νερό, δεν έχουμε ζωμό ούτε τον Ψωραντώνη να μας βρίσκει αμμοράδικα έχουμε… Τζάμπα τον σφάξαμε τον κακομοίρη, δεν είχε κρέας πάνω του και ζήτημα αν έβγαλε ένα λίτρο αίμα… Αλλά και να τον αφήναμε μήπως θα είχε τίποτα να φάει; Όλη την περιοχή τη βοσκήσαμε παρέα…

Δεν ξέρω γιατί μείναμε εδώ. Ο Χαράλαμπος έλεγε πως φυλάμε την έρημο, γι’ αυτό μας άφησε η Ενάτη και κίνησε για την Άγκυρα. Να φυλάμε την έρημο από ποιόν; Και για ποιόν; Για ποια πατρίδα; Έτσι δεν μου έλεγε ο Αδάμ; Για ποια πατρίδα πας να πολεμήσεις, Αντώνη; Έτσι μου ‘λεγε. Η δικιά σου πατρίδα είναι η Σαλονίκη, η Ελένη σου, τι το θες να τρέχεις στην Κόκκινη Μηλιά;

Δεν καταλαβαίνεις, του έλεγα. Και που να καταλάβει ο Αδάμ; Ποιητής ήταν, δεν ήταν Έλληνας. Εβραίος ήταν. Περιπλανώμενος μια ζωή, ίδιος Αχασβήρος, άπατρις, άπιστος και άνελπις… Δεν ήξερε αυτός τι νιώσαμε εμείς όταν ακούσαμε τις καμπάνες, όταν μας φώναξε ο Νέστορας να πάρουμε πίσω τις χαμένες πατρίδες…

Ίσως να έρθει μια μέρα και για τον Αδάμ, μια μέρα που θα ψάξει κι αυτός για την πατρίδα του. Αν και δεν είναι τόσο Εβραίος όσο ποιητής. Και οι ποιητές δεν έχουν πατρίδα ούτε ιδανικά ούτε θρησκεία. Δεν ξέρει τι σημαίνει πατρίδα. Πόσα αξίζει να κάνεις γι’ αυτήν. Χορτάρι να τρως, χορτάρι και άμμο. Και άμμο, ναι, άμμο, θα το κάνω για την πατρίδα μου, Αδάμ, ναι, για την Ελλάδα, ναι…. Α ς   έ ρ θ ε ι   κ ά π ο ι ο ς   ν α   μ ε   π ά ρ ε ι    α π ό  ‘δ ω !

Δεν είναι η πατρίδα μου αυτή. Η πατρίδα μου έχει ποτάμια, έχει δέντρα, έχει και την Ελένη…

Όμως το ήθελα, το ήθελα να έρθω. Το ήθελα; Δεν μας είχε πει κανένας πως θα είναι, κάτι άλλο σκεφτόμασταν, πάντα κάτι άλλο σκεφτόμαστε… Γιατί μας αφήσανε εδώ; Γιατί χρειάζεται φρουρούς η έρημος; Αφού δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε στην άμμο να φεύγει. Δεν μπορούμε να τουφεκίσουμε την άμμο. Αλλά μήπως κανείς μας ρώτησε;

Στο Γεϊντή Γαζή δεν ήτανε που μας άφησαν να τρώμε και να πίνουμε και εκεί δεν ήταν ή στο Εσκί Σεχίρ που έδωσαν τα πρώτα παράσημα, ήξεραν αυτοί τι έκαναν… Και όλοι οι έφεδροι φωνάζαμε, απόλυση, απόλυση, γιατί νομίσαμε πως θα μας έπαιρναν πίσω, είχαμε κάνει το καθήκον μας, φτάσαμε ως την κόκκινη, την κίτρινη, ποια στο διάολο ήταν εκείνη η μηλιά, εκεί που μου έδωσε η Αρμένισσα πέντε μήλα για δέκα πεγκανότες;

Κι όλοι πιστεύαμε πως θα γυρίσουμε.Και μου ‘λεγε το βράδυ ο Γεωργόπουλος για τη σταφίδα και για τα βερίκοκα, και μου ‘λεγε για το χωριό του στην Κορινθία και για τη γυναίκα του που τον περίμενε να πιουν μαζί μπρούσκο κρασί, το αίμα του Ηρακλή, κατακόκκινο κρασί, να πίνεις και να γίνεσαι λιοντάρι… Και θα την ξάπλωνε την Πόπη στο κρεβάτι και θα την κρατούσε μέρες ολάκερες και νύχτες ατελείωτες με ανοιχτά τα πόδια.

Μου ‘λεγε ο Γεωργόπουλος να πάω να τον βρω, θα ‘σφαζε και το γουρούνι σαν γύριζε και ας ήτανε ακόμα καλοκαίρι… Κι όλοι νομίζαμε ότι ήταν καιρός να γυρίσουμε στις πατρίδες μας, στις προσωπικές, στις ιδιαίτερες, τις οικείες, τις δικές μας πατρίδες, στα σπίτια μας και στον κόρφο των γυναικών μας, να δούμε πάλι τα άσπρα μαλλιά της μάνας μας, να τη φιλήσουμε πριν να πεθάνει, κι όλοι πιστεύαμε πως θα γυρνούσαμε στις θάλασσες και στα ποτάμια και στα βουνά μας….

Άντε να πηγαίνουμε. Καλά κάναμε το καθήκον μας, Νέστορα, πάμε τώρα να κάνουμε και κάνα παιδί, να δουλέψουμε, να γλεντήσουμε, να ζήσουμε. Ο πόλεμος δεν είναι ζωή, ο πόλεμος δεν είναι ζωή, ο πόλεμος δεν είναι…

Κι όλοι γλεντάγαμε εκείνο το βράδυ. Γυρνάμε πίσω, λέγαμε, και ξοδεύαμε τα τελευταία μας λεφτά στα καπηλειά, άντε ωρέ, ποιος μας πιάνει τώρα; Άντε, καλή πατρίδα…

Το βράδυ κάποιος ήρθε στα σκηνάκια και είπε πως έμαθε ότι θα φύγουμε μπροστά, για το Αφιόν… Που είναι αυτό; τον είχα ρωτήσει και αυτός μου είπε, μπροστά, προς Άγκυρα… Και τι θέλαμε εμείς στην Άγκυρα; Δεν είναι τα σπίτια μας στην Άγκυρα μας. Ούτε η γυναίκα του Γεωργόπουλου είναι στην Άγκυρα ούτε οι μανάδες μας είναι στην Άγκυρα ούτε η Σαλονίκη είναι στην Άγκυρα… Δεν μπορεί να είναι αλήθεια, λέγαμε, δεν μπορεί θα μας γυρίσουν πίσω, απόλυση, πατρίδα…

Το πρωί, πριν ακόμα βγει ο ήλιος, η σάλπιγγα έδωσε το σύνθημα. Προέλαση. Η προέλαση των πτωμάτων…

~~{}~~

Δεν νομίζω να έχω πεθάνει ακόμα, δεν νομίζω να είναι ο θάνατος τόσο επίπονος. Οι νεκροί δεν νιώθουν τίποτα, έτσι λένε οι ζωντανοί, ότι οι νεκροί δεν νιώθουν, δεν ξεραίνεται ο λαιμός τους ούτε πρήζονται τα χείλη τους…

Τα χείλη μου είναι φουσκωμένα σαν ζέπελιν και πάλλονται κάτω από τις ξερές σάρκες. Κάποια στιγμή θα εκραγούν, φλέγονται ήδη, θα εκραγούν και θα τυλίξουν με φλόγες όλο το πρόσωπο μου. Θα πέσω από πολύ ψηλά τότε, γιατί μόνο στον ουρανό μπορεί να βρίσκομαι, μόνο στον ουρανό υπάρχει τόσο βαθύ σκοτάδι, δεν είναι μονάχα νύχτα, είναι κολλώδες σκοτάδι, σαν πίσσα χωρίς πούπουλα, σαν την τελευταία νύχτα του κόσμου… Η τελευταία νύχτα…

Όχι, δεν είμαι νεκρός, οι νεκροί δεν βήχουν, τους νεκρούς δεν τους τρώνε οι ψείρες, εκτός αν δεν είναι ψείρες αυτά που νιώθω να σέρνονται πάνω μου, εκτός κι αν είναι σκουλήκια και τότε πολύ καλά θα κάνουν να φτάσουν γρήγορα στο μυαλό μου, να σταματήσω να σκέφτομαι να σταματήσω να θυμάμαι.

Οι νεκροί δεν ζουν στη χώρα της λησμονιάς; Οι νεκροί θυμούνται; Νοσταλγούν; Θέλουν να γυρίσουν πίσω; Όχι, δεν μπορεί, οι νεκροί είναι στην πατρίδα τους, αγκαλιά με τα σκουλήκια και τους αρουραίους, οι νεκροί είναι στην πατρίδα τους, τον Θάνατο…

Και δεν θυμούνται. Δεν θυμούνται το μεσημέρι που στριμωχτήκαμε όλο χαρά και τραγούδια στο καράβι που θα μας πήγαινε στη Σμύρνη, να βάλουμε τον Κωνσταντίνο στη θέση του, τον βασιλιά τον μαρμαρωμένο, κι όλοι τραγουδούσαμε και οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, σαν να ήταν Ανάσταση… Και πλησίασα στο φινιστρίνι και είδα μια άκρη από το λιμάνι και ήταν η άκρη γεμάτη γυναίκες που κλαίγανε… Γιατί κλαίνε; σκέφτηκα τότε, γιατί κλαίνε; Αφού εμείς πάμε να τους δώσουμε πίσω την Αγιά Σοφιά και την Πόλη, γιατί κλαίνε; Αφού θα γυρίσουμε ήρωες…

Και μετά είδα ανάμεσα στις γυναίκες και την Ελένη. Εκείνη δεν έκλαιγε, πάντα έτσι ήταν, δεν έκλαιγε. Και της φώναξα να μην ανησυχεί, να μην κλάψει, σε λίγο θα είμαι πίσω στην αγκαλιά σου, Ελένη μου και θα τρέξουμε στο σπίτι να χωθούμε κάτω από τα σκεπάσματα και θα κοιμόμαστε μαζί και θα ξυπνάμε μαζί και τι άλλο θέλεις να σου πω, Ελένη μου; Θα ‘ρθω να σου χαρίσω την αυτοκρατορία ολόκληρη…Μα δε μ’ άκουγε αυτή, και το ξερα ότι δε μ’ άκουγε, μα συνέχιζα να φωνάζω, όλοι φωνάζαν, όλοι τα ίδια έλεγαν, και η Ελένη κοιτούσε χωρίς να κλαίει…

Φυσούσε εκείνη τη μέρα, ούριοι άνεμοι κι ας μην είχαμε θυσιάσει στους θεούς, φυσούσε και μόλις σάλπαρε το πλοίο είδα την Ελένη πρώτη να φεύγει, ίσως απογοητευμένη που δε με άκουγε, ίσως επειδή δεν έκλαιγε, κι όπως περπατούσε ο άνεμος τραβούσε το φουστάνι της προς τ’ αριστερά και φαινόντουσαν οι γάμπες της… Τις γάμπες που φιλούσα εγώ τώρα θα τις φιλάει μόνο ο άνεμος…

Δεν ξέρω γιατί δεν φυσάει τη νύχτα. Μόλις δύσει ο ήλιος, και δύει για πολλές ώρες, ίσως μέρες ολόκληρες δύει, και είναι πυρακτωμένος ο ουρανός… Κόκκινη σκόνη παντού, παντού. Κι αυτή που μπαίνει στα ρουθούνια μου κόκκινη είναι, μπορώ να μυρίσω το χρώμα της, είναι καυτερό χρώμα σαν τα τουρκάκια που βάζουμε στη φασολάδα, κόκκινη σκόνη και καυτή… Αλλά μόλις δύσει ο ήλιος παίρνει μαζί του και τον άνεμο και τη σκόνη. Σαν να ‘ναι δίχτυ ο ουρανός και να τον τραβάει ο ήλιος κάτω από τον ορίζοντα. Αδειάζει ο ουρανός από ήλιο και γεμίζει κρύο. Κρύο και αστέρια. Δεν έχω ξαναδεί τόσα πολλά. Κρέμονται πάνω από το κεφάλι σου και σε κάνουν να φοβάσαι να κοιτάξεις…

Τις πρώτες νύχτες έβγαινα από το αμπρί μου και κοιτούσα. Αυτό όσο είχαμε το ζωμό. Όσο είχαμε δύναμη. Όχι πια. Τώρα μόλις βγάζω τη μύτη μου έξω νομίζω ότι θα μου πέσει. Δεν έχω ξανανιώσει τόσο κρύο, τόση παγωνιά. Φοράω τη χλαίνη τη στολή και τα δύο σώβρακα και πάλι κρυώνω. Και πρέπει να πλησιάζει δεκαπενταύγουστος, της Παναγιάς…

Στην Παναγίτσα ήταν που γινόταν το πανηγύρι. Μαζεύονταν οι πραματευτάδες με τα ασπρόρουχα και οι άλλοι που ‘ψηναν λουκουμάδες και ευωδίαζε το άλσος κανέλα. Κανέλα και μέλι… Είχαμε εμείς με το ζόρι μια δεκάρα και παίρναμε μισή ντουζίνα λουκουμάδες. Γλύφαμε πρώτα απ’ έξω την κανέλα και τους ξαναβουτάγαμε στο σιρόπι, ώσπου να στραγγίξει το χαρτί και να ξεβάψουν τα γράμματα της εφημερίδας…

Της Παναγιάς και να ‘χει παγωνιά! Αλλά τι δουλειά έχει η Παναγιά σε αυτά εδώ τα μέρη; Εδώ ζουν μονάχα σκορπιοί. Σκορπιοί και φίδια και τσακάλια. Κι αυτά περαστικά. Ο Χριστός ο ίδιος δε θα άντεχε μια μέρα εδώ κάτω, όχι σαράντα… Κι αν εμείς έχουμε αντέξει…

Δεν είμαστε θεοί εμείς ούτε τσακάλια είμαστε ούτε καν άνθρωποι δεν είμαστε πια. Δεν ξέρω τι είμαι, αλλά δεν μπορεί να είμαι άνθρωπος. Οι άνθρωποι είναι εκείνοι στη πόλη που αγκαλιάζονται και διαβάζουν εφημερίδα. Οι άνθρωποι έχουν νερό να πιούν, έχουν και κρασί. Πίνουν στα καπηλειά και κάνουν όνειρα, γελάνε, κοιτιούνται στα μάτια. Εγώ δεν μπορώ να δω ούτε τα χέρια μου. Και καλύτερα ίσως…

Δεν είχα πάρει το καθρεφτάκι του δεκανέα και κοίταζα; Πόση ώρα κοιτούσα εκείνο το πρόσωπο στον καθρέφτη προσπαθώντας να καταλάβω ποιος με κοιτάει τόσο επίμονα. Και εκείνα τα μάτια. Μισοσβησμένες λάμψεις σε μαύρες χοάνες. Από κάτω δυο μικρές μαύρες τρύπες και τα ξεραμένα χείλη. Δεν ήταν αυτό το πρόσωπο δικό μου. Δεν ήταν καν το πρόσωπο ζωντανού. Μια μάσκα από σκόνη και πόλεμο και μίσος και απόγνωση και…

Και να ξεκίναγε τώρα να βρέχει. Να άκουγα τους παφλασμούς από τις σταγόνες στην άμμο, όπως τα κύματα. Να ‘πεφτε πρώτα μια στάλα, παφ, κι όλοι μας να ανοίγαμε τα αυτιά μας και τα μάτια, μετά άλλες δύο, παφ παφ, και να σφίγγαμε τις γροθιές για να προσευχηθούμε να είναι αλήθεια… Και να γίνει. Ν’ ακούγονται οι σταγόνες σαν πιάνο, η πιο όμορφη μελωδία που άκουσε ανθρώπου αυτί. Και να βγάλουμε έξω το κεφάλι μας, όλοι, έξω από τα λαγούμια, ναι, παρόμοια με σαλίγκαρους, και να τεντώσουμε τα χέρια μας με τις παλάμες προς τα πάνω, να τα τεντώσουμε σαν κεραίες… Και να ‘ναι αλήθεια, να βρέχει!

Θα έβρεχε και θα ξαπλώναμε στο χώμα ανάσκελα, θ’ ανοίγαμε το στόμα και μέναμε εκεί για πάντα. Να μαζεύουμε νερό ώσπου να πλημμυρίσει το στομάχι μας, ώσπου να πλημμυρίσουν όλα, η έρημος, τα αμπριά, ο ουρανός, όλα. Και θα έβρεχε για σαράντα μέρες και για σαράντα νύχτες και μεις θα μέναμε στον πάτο να καταπίνουμε νερό, ανθρώπινες ρουφήχτρες, σαν τα ψάρια που βγάζουν οι αργόσχολοι ψαράδες στο λιμάνι, εκείνα που σπαρταράνε ανοιγοκλείνοντας το στόμα τους και ψάχνουν για νερό, ρουφάνε, ρουφάνε…

Ίσως να γινόμασταν κι εμείς ψάρια και να ζούσαμε όλη μας τη ζωή στον πάτο της αλμυράς λίμνης, να μην μας ένοιαζε να γυρίσουμε πίσω. Αρκεί να έβρεχε, ν’ αρχίσει να βρέχει και να μη σταματήσει ποτέ. Ας πνιγούν όλοι, ας πνιγούν όσοι δεν διψάνε και όσοι δεν πεθαίνουν από δίψα, μακάριοι μόνο οι διψώντες, να πεθάνουν και οι Τούρκοι και οι Έλληνες και οι Εγγλέζοι και οι πάντες…

Μου το ‘χε πει ο Αδάμ, όλα αυταπάτη είναι. Πως μου το είχε πει; Σαν να μας έχουν κάνει μάγια. Μάγια και αυταπάτη και ψέματα… Θα τρέχεις να πεθάνεις και να σκοτώσεις, μου ‘λεγε. Να σκοτώσεις ποιούς; Τους Τούρκους; Τους μισείς; Τόσο καιρό έζησες μαζί τους, πως μπορείς να τους μισείς; Μισείς τον Τούρκο που σου έχωσαν στο κεφάλι, έναν Τούρκο που θέλει να βιάσει τη γυναίκα σου κι εκείνος μισεί το ίδιο έναν ανύπαρκτο Έλληνα που θέλει να βιάσει τη δική του γυναίκα, όσο φοβάσαι εσύ τόσο φοβάται κι αυτός και έτσι θέλουν να σας κάνουν. Να φοβάστε και να σκοτώνετε.

Και πας εσύ, μου λεγε ο Αδάμ, σαν να μην ήταν εκείνος άνθρωπος, πας εσύ στην Ιωνία, όπου τόσο καιρό ζουν οι Τούρκοι κι οι Γιουνάνι, πας εσύ εκεί να πραγματοποιήσεις τις μεγάλες ιδέες των πολιτευτάδων και των βασιλιάδων που ξεκουράζονται στα ανάκτορα. Θα ξεκοιλιάσεις και θα μακελέψεις, θα σε ξεκοιλιάσουν και θα σε μακελέψουν, μόνο επειδή άκουσες το κάλεσμα του καθήκοντος… Τροφή για τα κανόνια και μίσος, μίσος για τους πάντες. Και η Ελένη να σε περιμένει να γυρίσεις. Να γυρίσεις χωρίς πόδια ή να γυρίσεις χωρίς μάτια ή να μη γυρίσεις καθόλου…

Αλλά τον κορόιδευα τον Αδάμ που μου ‘λεγε να αφήσω τους άλλους να πολεμάνε και να πάμε στη Γαλλία. Εκεί έχει τελειώσει ο πόλεμος και δεν θα κάνουνε πόλεμο, ποτέ πάλι. Κάθονται στα μπιστρό, νέοι απ’ όλο τον κόσμο, και από την Αμερική, και μιλάνε για τέχνη, για ποίηση, για ζωγραφική, για ιδέες, για ελευθερία. Πίνουν το πράσινο ποτό τους, καπνίζουν και κάνουν έρωτα, χορεύουν, ζωγραφίζουν, φτιάχνουν έναν καινούριο κόσμο χωρίς πόλεμο…

Παρίσι… Και η Ελένη μου τον άκουγε με γουρλωμένα μάτια και μου έλεγε, πάμε εκεί, πάμε στο Παρίσι. Εσύ θα ζωγραφίζεις κι εγώ θα πάω στην Ιατρική. Θα κάνουμε δουλειές του ποδαριού, θα τα βγάλουμε πέρα, αν χρειαστεί θα γίνω και πόρνη, έλεγε και γελούσε, αλλά φοβόμουν ότι το εννοούσε…

Κι επειδή φοβόμουν την άφησα και ήρθα να κλειστώ στο λαγούμι μου, παρέα με τις μεραρχίες από ψείρες. Την άφησα για να σφάξω ανθρώπους που δεν γνώριζα. Την άφησα για να κάνω την Ελλάδα του βασιλιά μεγάλη…

Τουλάχιστον έχει ησυχία εδώ. Τέτοια ησυχία δεν θα μπορούσα να βρω στην πόλη, ούτε στο Παρίσι ούτε στη Σαλονίκη. Όχι τόσο βαριά ησυχία. Εκεί όλο και κάτι ακούγεται. Ένας σκύλος, βήματα στις σκάλες, το ραδιόφωνο, η μουσική από κάποια μακρινή φιέστα. Εδώ η ησυχία είναι ατόφια, μου κάθεται στο στήθος και δεν μπορώ να αναπνεύσω. Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος για να αναπνέω. Στο σπίτι υπήρχε, και λόγος υπήρχε και κάτι για να σπάει την ησυχία, πάντα κάτι υπήρχε. Έστω το ρολόι ή της Ελένης η ανάσα… Εδώ η σιωπή είναι σαν σάβανο… Όχι, δεν είμαι νεκρός, δεν είναι νεκροταφείο εδώ, όχι, είναι σαν εκείνο το μέρος που έλεγε ο Αδάμ, των Ινδών, όπου τίποτα δεν σε αγγίζει και είσαι ένα με όλα…

Σίγουρα είμαι ένα με τη γη. Τα σκουλήκια πηδάνε από το τραύμα στη γάμπα μου, πηδάνε στο χώμα και φωνάζουν τους φίλους τους. Δεν θα περίμεναν τέτοιο πεσκέσι στα καλά καθούμενα… Είναι δώρο για σας, σκουληκάκια. Με ακούτε; Σας κάνω δώρο το πόδι μου. Είναι πολύ νόστιμο, μην ντρέπεστε, ελάτε να φάτε. Ελάτε, πουλ πουλ πουλ, έτσι δεν φωνάζαμε τα κοτόπουλα; Έτσι τα φωνάζαμε…

Ελάτε να φάτε, πουλ πουλ πουλ, εξωτικό γεύμα από την Ελλάδα. Δεν κουραστήκατε να τρώτε τουρκαλάδες; Ελάτε, ορθόδοξο πόδι κατευθείαν από τη Θεσσαλονίκη, καλύτερο κι από παστουρμά… Μόνο μην πειράξετε τα αρχιδάκια μου, μόνο αυτό σας ζητάω. Εσείς θα φάτε το πόδι, σας το κάνω δώρο. Αλλά τα αρχίδια μου τα θέλω. Πρέπει να κάνω παιδιά, πολλά παιδιά… Για να ‘χετε να τρώτε, δείτε ‘το κι έτσι. Πως μου ‘λεγε κι ο πατέρα μου να μην πειράζω τις πάπιες όταν γεννάνε;

Δείτε το κι έτσι, καλοί μου κυνηγοί. Θα μου αφήσετε τα αρχίδια μου κι εγώ θα κάνω πάμπολλα παιδάκια που κάποια στιγμή θα μεγαλώσουν κι αυτά θα πεθάνουν και έχετε να τρώτε. Ίσως όχι εσείς, ίσως οι σκουλήκαροι στη Σαλονίκη, αλλά αυτό δεν σας πειράζει, ε; Δεν έχετε πόλεμο με τα σκουλήκια της Μακεδονίας, πρέπει να φάνε κι αυτά. Ψυχή έχουν κι αυτά, δεν πρέπει να τα αφήσετε έτσι…

Οπότε κάνουμε συμφωνία. Θα φάτε το πόδι μου ως το γόνατο, για να μπορώ να βάλω ξύλινο και θα με αφήσετε μετά να περιμένω τους δικούς μου να γυρίσουν από την Άγκυρα. Δεν θα αργήσουν. Η Άγκυρα είναι υπόθεση δεκαπέντε ημερών. Δεκαπέντε ημέρες προέλαση, έτσι είπε το αρχηγείο της Σμύρνης. Θα έρθουν όπου να ‘ναι, μπορεί και αύριο το πρωί ή το πολύ-πολύ μεθαύριο, έχουν περάσει οι δεκαπέντε μέρες, μεθαύριο το πολύ.

Και θα γυρίσουμε στην Ελλάδα ήρωες. Θα πάρω κι ένα μετάλλιο και θα καμαρώνει η Ελένη. Τι να το κάνω το πόδι; Θα έχω κοτζάμ μετάλλιο. Ολόχρυσο σταυρό. Τι να το κάνω το πόδι; Δεν είμαι σαλεπιτζής, έμπορος είμαι, κιβουρτζής…

Πάντα μου ‘λεγε ο πατέρας να αναλάβω το μαγαζί, αλλά εγώ του έλεγα ότι είμαι ζωγράφος, καλλιτέχνης. Τώρα όμως θα αλλάξω. Θα με αφήσετε να γυρίσω και μόλις φτάσω θα βάλω το ξύλινο πόδι και το χρυσό μετάλλιο και θα παντρευτώ την Ελένη. Πόσα παιδιά θέλετε να κάνω; Τρία; Τέσσερα; Όσα θέλετε. Θα γεννοβολάω αβέρτα. Και μην το βλέπετε σαν χάσιμο. Τι θα φάτε από ‘μένα; Εξήντα κιλά θα ‘μαι με το ζόρι και τα μισά απ’ αυτά κόκαλα. Χασούρα…

Ενώ τα παιδιά μου θα τρώνε καλά, έμπορος θα είμαι, θα τα ταϊζω, να φτάσουνε ογδόντα κιλά το καθένα κι εκατό. Κι όταν έρθει η ώρα τους… Ανάσταση θα κάνετε, θα το γλεντήσετε, θα το γλεντήσετε, συμφωνία λοιπόν, συμφωνία;

Να ‘χα λίγο κρασάκι τώρα… Κι ένα τσιγάρο. Το βασίλειο μου για ένα τσιγάρο. Τις μεγάλες μου ιδέες για ένα τσιγάρο… Το αριστερό μου αρχίδι για ένα τσιγάρο. Όχι και τα δύο, μόνο το αριστερό, πρέπει να κάνω παιδιά, έκανα συμφωνία με τα σκουληκάκια να με αφήσουν…

Κι αυτός ο Κρητικός θράσσος που το είχε. Το ‘ξερε, δεν το ξερε πως θα τον εκτελούσαν αν τον πιάναν; Το ξερε. Και πήγε να το σκάσει. Να πάει που; Κι όλη σου τη ζωή να περπατάς, μύριες μέρες και μύριες νύχτες, πάλι στη θάλαττα δεν φτάνεις… Αλλά αυτός εκεί… Και πριν τον τουφεκίσουν τον ρωτά ο λοχίας, τι το θελε και τον ρώτησε, αν είχε καμιά τελευταία επιθυμία… Τυπικό ήταν, αυτός μπορεί να ζητούσε να τον πάνε πίσω στην Κρήτη ή να πηδήξει καμιά φοράδα τυπικό ήταν. Κι αυτός τολμάει να πει πως θέλει ένα τσιγάρο. Τσιγάρο! Είχαμε να καπνίσουμε τρεις βδομάδες κι αυτός ήθελε τσιγάρο…

Και κάνει έτσι ο λοχίας στην τσέπη του και βγάζει ένα πακέτο σέρτικα, τα κόκκινα. Του το βάζει στο στόμα και το ανάβει… Αμάν, μόλις είδαμε τον καπνό ευχηθήκαμε όλοι, μα όλοι το ξέρω, να ήμασταν στη θέση του. Να κάνουμε μια τζούρα και ν’ αρπάξουμε μια σφαίρα. Σφαίρα και τζούρα, τζούρα και σφαίρα, δίκαιο ακούγεται…

Πολύ ησυχία… Τουλάχιστον μέχρι χθες είχα το δεκανέα εδώ δίπλα να ξεψυχάει. Κάτι ήταν κι αυτό, μια παρηγοριά. Μίλαγε κι έλεγε πράγματα όλη την ώρα. Τη μια μου ‘λεγε, Αντώνη, τους ακούω Αντώνη, έρχονται να μας πάρουν. Ακούω τα άλογα να τριποδίζουν. Έρχονται Αντώνη, θα πάμε σπίτια μας. Δως μου το χέρι σου να σηκωθώ να δώσω αναφορά…

Που να του το δώσω εγώ; Σκοτάδι παντού και ησυχία ούτε καλπασμοί ούτε άλογα ούτε είχα και τη δύναμη να σηκωθώ να πάω να τον σηκώσω. Τον άκουγα σαν νανούρισμα…

Έρχονται Αντώνη, θα πάμε σπίτια μας. Στο ‘χα πει ότι δεν θα μας ξεχνάγανε. Θα γυρίσουμε σπίτι, στο νησί μας. Και θα πηγαίνουμε για ψάρεμα με το γέρο μας, Αντώνη. Θα σηκώνουμε τα δίχτυα γεμάτα και θα γυρνάμε με τη βάρκα να βαρυγκομά. Βάρα κουπί, Αντώνη… Ούτε σκόνη ούτε κρύο μονάχα τα μελτέμια του Αυγούστου να μας δροσίζουν και το ψιλόβροχο να πέφτει το φθινόπωρο…

Νόμιζε ότι ήμουν ο αδελφός του. Είχε έναν αδελφό εκεί στο νησί του. Αντώνη τον έλεγαν κι εκείνον, αλλά δεν κατάφερε να φτάσει ως το Σεχίρ. Σκοτώθηκε νωρίς εκείνος, καλύτερα έτσι. Αλλά ο δεκανέας νόμιζε ότι ήμουν εγώ ο αδελφός του. Ή μπορεί, ναι, μπορεί κι αυτό, έτσι όπως ήταν στο αγγέλιασμα του, να είχε πάει ο αδελφός του να τον πάρει, γιατί έτσι λένε, πως όταν έρχεται ο χάρος παίρνει τη μορφή κάποιου δικού σου, για να μην τρομάξεις και σηκωθείς να φύγεις. Κάποιου δικού σου ή κάποιου πουλιού. Έτσι λένε οι ζωντανοί για τους πεθαμένους.

Βρέχει, Αντώνη, βρέχει! έλεγε ο δεκανέας. Νεροποντή είναι, θα γεμίσουν οι στέρνες νερί. Άκου ‘το, Αντώνη, δεν θα ξαναδιψάσουμε ποτέ. Βρέχει, Αντώνη, βρέχει…

Βρέχει, δεκανέα, του ‘λεγα κι εγώ. Και τι να του πω του κακομοίρη που μεγάλωσε μέσα στη θάλασσα και ήρθε να πεθάνει στην έρημο; Βρέχει, μου ‘λεγε, βρέχει του ‘λεγα κι εγώ. Τι να του πω;

Είχα τουλάχιστον το αγγέλιασμα του, ήταν μια παρηγοριά. Τον άκουγα μέχρι το τέλος. Πήρε μια βαθιά ανάσα, λες και ήθελε να καταπιεί όλον τον κόσμο… και σταμάτησε να μιλάει. Μιαν ανάσα ήταν όλη κι όλη. Μιαν ανάσα. Και μετά πάει….

~~{}~~

Τρώτε εσείς; Φάτε, φάτε, μην σταματάτε, αρκεί να μην ανέβετε προς τα πάνω. Τα αρχίδια μου σας είπα τα θέλω. Με περιμένει η γυναίκα στην πατρίδα. Και τι να με κάνει αν δεν μπορώ να της κάνω παιδιά; Να με βάλει στο σαλόνι δίπλα στο ραδιόφωνο; Να μου γυρίζει το κουμπί και να της λέω τα νέα τραγούδια; Αν δεν μπορεί να κάνει παιδιά ο άντρας, τότε άντρας δεν είναι. Δεν είναι…

Με το που θα πατήσω πόδι στην πατρίδα… Πόδι, καλά το είπα… Θα πάω καρφί να ζητήσω την Ελένη από τους δικούς της κι αν δε θέλουν, που σιγά, σιγά μη δεν θέλουν, ολόκληρο χρυσό σταυρό θα έχω. Θα τους πω, ναι, έχω ένα πόδι, γιατί το άλλο το έδωσα για τη λευτεριά σας… Δεν χρειάζεται να τους πω ότι μου το ‘φαγε εκείνος ο γυφταράς ο δικός μας που νόμιζε ότι ορμούσαν οι τουρκαλάδες και βάραγε όπου έβρισκε, δεν χρειάζεται να τους το πω αυτό. Θα μου τη δώσουν και να μη θέλουν εγώ θα την πάρω, η Ελένη μου δεν τους λογαριάζει και πολύ, κανέναν δεν λογαριάζει.

Θα πάρω την Ελένη, θα πάρω και το μαγαζί του πατέρα μου και θα φτιάξουμε το σπιτάκι μας. Ένα ωραίο, όχι σαν αυτό που μένουμε τώρα. Μόλις το φτιάξουμε ή και πιο πριν, να μη χάνουμε καιρό, θα της κάνω ένα παιδί. Με το που αρχίσει να μπουσουλάει το πρώτο κι άλλο κι άλλο. Θα γεμίσω τη Σαλονίκη Αντωνάκια. Και θα γυρνάω το μεσημέρι απ’ τη δουλειά και θα ‘ναι όλα εκεί μαζεμένα. Να παίζουν, να φωνάζουν, να κάνουν φασαρία, να κλαίνε, ποτέ δεν θα ‘χει το σπίτι μας ησυχία, θα την απαγορεύσω την ησυχία…

Και θα ‘ρχεται ο Αδάμ και θα μας λέει για τα Παρίσια και θα αδειάζουμε τα μπουκάλια του κονιάκ και καπνίζουμε όσο θέλουμε κι όταν μας πιάνει η πείνα θα φέρνει η Ελενίτσα το αρνί, και θα πέφτουμε με τα μούτρα, θα τρώμε όσο αντέχουμε, και αντέχω πολύ τώρα.

Μετά θα σηκώνεται ο Αδάμ και θα τον βγάζω έξω, θα κάθεται για λίγο να κοιτά το μπρούτζινο φανάρι με τα τριαντάφυλλα στην είσοδο και μετά θα φεύγει και θα ξαπλώνω φαρδύς-πλατύς στο κρεβάτι μου και θα φωνάζω την Ελένη. Θες να σου κάνω άλλο ένα παιδί, Ελενίτσα; θα της λέω. Κι εκείνη θα πέφτει στο κρεβάτι και θα γεννά Αντωνάκια, αντράκια, αντράκια που θα γίνουν άντρες και θα τα κρύψω στο σπίτι όταν ξανάρθει ο Νέστορας και θα του πω, τράβα το δρόμο σου Νέστορα, εδώ δεν έχουμε παιδιά να τα φάει το μολύβι και ο ήλιος, μόνο κορίτσια έχουμε, κορίτσια που φοβούνται τον πόλεμο και κλαίνε στα λιμάνια.

Και θα του δώσω μια κλωτσιά στον κώλο, με το ξύλινο πόδι να τον πονέσει, και θα τον πετάξω έξω. Άντε στην ευχή του διαόλου και στην κατάρα του θεού, Νέστορα. Εδώ δεν έχουμε περισσευούμενα πόδια για πέταμα και κράτα τα επάργυρα μετάλλια για τον εαυτό σου. Άντε στο διάολο, Νέστορα…

Ένα τελευταίο τσιγάρο. Τελευταίο. Τελευταία επιθυμία, δεν το αξίζω; Εδώ ολόκληρο πόδι έδωσα, δεν αξίζω ένα σέρτικο; Δεν θα πεθάνω, το ξέρω, το ξέρω ότι θα με πάρουν από ‘δω, όμως αξίζω ένα τσιγάρο, μια τζούρα… Μια τζούρα, δεκανέα, ακούς; Που ν’ ακούσεις κι εσύ, ό,τι ήταν ν’ ακούσεις τ’ άκουσες… Ο λέι ο λο, ο λέι ο λο, τι τραγουδάγαμε στο δρόμο; Και κάναμε σαν σχολιαρόπαιδα, εντάξει, ήμασταν σχολιαρόπαιδα, και φεύγαμε με τον Αδάμ και κρυβόμασταν στο στενό με τις τσουκνίδες και καπνίζαμε. Καπνίζαμε και ο Αδάμ έλεγε. Πάντα μιλούσε αυτό το παιδί.

Κι όταν μεγάλωσε έλεγε. Και ‘μεις ακούγαμε. Έλεγε πως ήρθε η ώρα να αλλάξει ο κόσμος κι εμείς γελούσαμε. Έλεγε πως είναι καιρός να γίνουμε όλοι αδέλφια κι εμείς γελούσαμε. Και μετά, σαν φάγανε τον Τσάρο οι μποσελβίκοι, δεν γελάγαμε καθόλου….

Μου ‘λεγε ο πατέρας μου, μακριά από τους άθεους! Και μου λεγε ο Αδάμ, ήρθε η ώρα της δικαίωσης. Κι εγώ δεν ήξερα ποιον να ακούσω. Τον πατέρα μου ή τον Αδάμ; Θα αλλάξουν τα πάντα, έλεγε ο Αδάμ. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ, έλεγε ο πατέρας μου… Και δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή έπρεπε να τρώω, συμφωνούσα με τον πατέρα μου. Κι επειδή έπρεπε να έχω κάτι να ελπίζω συμφωνούσα με τον Αδάμ.

Κι έτσι πορευόμουν, ανάμεσα στο εμπόριο και την επανάσταση, ώσπου γνώρισα την Ελένη. Και μετά δεν μ’ ένοιαζε τίποτα… Τι γυναίκα κι αυτή; Έμπαινε στις αντροπαρέες μας και τις έφερνε πάνω-κάτω. Σοσιαλιστές, βενιζελικοί, βασιλικοί και ανένταχτοι, όλοι έμεναν σαν χαζοί να την κοιτούν σαν έμπαινε στο καφενείο. Νά ‘τηνα, σαν να τη βλέπω πάλι, ν’ ανοίγει την πόρτα και να εισβάλλει στο άβατο ατρόμητη. Καθόταν στο τραπέζι και μας κοιτούσε όλους στα μάτια. Λοιπόν, τι λέγατε; ρωτούσε και ο Αδάμ ξερόβηχε και της έλεγε ότι μιλούσαμε για την όμορφη γυναίκα της Σαλονίκης. Δε θέλω γαλιφιές, έλεγε αυτή, για τον Λένιν τι λέγατε; Κι αρχίζαμε την κουβέντα κι εκείνη ήξερε τα πάντα… Όλοι την ποθούσαν την Ελένη, όλοι…

Κι αν ήρθε μαζί μου τελικά ήταν γιατί ήμουν ο πρώτος που της ζήτησε rendez-vous. Εγώ μονάχα τόλμησα να κάνω αυτό που όλοι ήθελαν να κάνουν. Και κέρδισα. Μου το ‘χε πει η Ελένη, δεν έκρυβε λόγια ποτέ, μου το ‘χε πει. Δεν έρχομαι μαζί σου επειδή είσαι πιο όμορφος ή πιο έξυπνος ή πιο πλούσιος, μου ‘χε πει. Αλλά επειδή είσαι ο πιο θαρραλέος… Ο πιο θαρραλέος… Κι εγώ το ‘δεσα κόμπο και ήρθα να πολεμήσω. Επειδή ήμουν ο πιο θαρραλέος…

Οι θαρραλέοι διψάνε; Οι θαρραλέοι κρύωνουν; Οι θαρραλέοι φοβούνται το θάνατο; Όχι, εγώ δεν φοβάμαι. Διψάω και κρυώνω, αλλά δεν φοβάμαι. Το ξέρω ότι θα γυρίσω πίσω. Μου το υποσχέθηκε ο Θεός, μου έστειλε σημάδι… Έξω απ’ τα Γκριτζαλιά δεν ήταν; Εκεί που πάτησα τη σανίδα και έκανα να τη σηκώσω, ένας Θεός ξέρει γιατί έσκυψα, και είδα ότι ήταν μια εικόνα του αγίου Φανουρίου. Ο Φανούριος πρέπει να είναι… Μέσα από τα χώματα ξεπρόβαλλε ο γενειοφόρος άγιος και μου ‘δωσε υπόσχεση. Θα γυρίσεις πίσω… Όλοι τη φίλησαν την εικόνα και μετά την παράχωσα στο γυλιό μου και την πήρα μαζί.

Κάπου εδώ πρέπει να είναι. Αν μπορούσα θα σηκωνόμουν να την πιάσω, αλλά το πόδι μου… Άραγε με ποιο πόδι την πάτησα; Λες να ήταν αυτή η συμφωνία; Μου δίνεις το πόδι που με πάτησε και σου δίνω την επιστροφή. Έτσι πρέπει να είναι. Δίκαια πράγματα, δίκαια, έτσι είναι η δικαιοσύνη του θεού, ό,τι δώσεις αυτό θα πάρεις, αγάπη έδωσες αγάπη θα πάρεις, μαχαίρι έδωσες…

Λες να μας τιμωράει ο Θεός γι’ αυτά που κάναμε; Δεν μπορεί. Δεν κάναμε λίγα κι εμείς, αλλά σε σχέση μ’ αυτά που έκαναν οι τουρκαλάδες στους πατριώτες μας… Άλλωστε πόλεμο έχουμε, δεν ήρθαμε εκδρομή, πόλεμος είναι, θα σκοτώσουμε και θα μας…. Λες να ήταν εκείνες οι Τουρκάλες που χώσαμε στο τζαμί και τους βάλαμε φωτιά; Αλλά δεν φταίμε εμείς, εκείνα τα σκυλιά, οι Τσέτες, αυτοί είναι που δεν αφήσαν κοπέλα που να μην ατιμάσουν και παλικάρι που να μη σφάξουν. Τα δικά μας δεν ήταν τίποτα, πόλεμο έχουμε…

Στο Μπακιρκόι ήταν που τρόμαξα πιο πολύ. Περπατούσαμε πάνω σε πτώματα. Έπλεαν και στο ποτάμι, σαν πράσινοι δεντροκορμοί με τους κισσούς ακόμα πάνω, τα κουφάρια των χριστιανών που είχε μακελέψει ο Μπακιρλής-εφέ, ο σκύλος με την αγέλη των αγριόσκυλων του, τους Τσέτες τους σκύλους. Αν ήταν παλικάρι θα είχε μείνει να μας αντιμετωπίσει, αλλά αυτός δεν είναι χριστιανός, άπιστος είναι, σκύλος είναι, χάθηκε πάλι στα ρουμάνια με τους αντάρτες του. Άδικο είχαμε που σκοτώσαμε τη μάνα του και την αρραβωνιαστικιά του; Πόλεμο έχουμε, σκοτώνουμε και μας…

Κι ας λέει ο Αδάμ. Ας ΄τον να λέει για συναδέλφωση των λαών και πράσιν’ άλογα. Ωραία τα λόγια αν κοιμάσαι στην ασφάλεια του σπιτιού σου. Ωραία τα λόγια αν έχει να φας και να πιείς. Ωραία τα λόγια και οι ιδέες, αλλά στον πόλεμο δεν υπάρχει καιρός για λόγια και ιδέες. Πρέπει να είσαι σκληρός, αν θέλεις να επιβιώσεις, αν θέλεις να επιζήσεις. Δεν είναι το πεδίο της μάχης για τους ποιητές. Πρέπει να έχεις κότσια. Να σφάξεις πριν σε σφάξουνε, να σκοτώσεις πριν σε… Δεν θα άντεχε ούτε μια μέρα ο Αδάμ. Αυτός θα αγόρευε και οι τουρκαλάδες θα πετσοκόβανε… Αδέλφια, είμαστε όλοι ΧΛΑΠ! Πάνε τα έντερα έξω… Τι έλεγες πως είμαστε όλοι, Αδάμ; Ούτε μια μέρα…

Άραγε κοντεύει να ξημερώσει; Από ‘δω μέσα δεν μπορώ να δω ούτε αν πήρε να χαράζει. Τόσο σκοτάδι… Λες να έχουν πάθει κάτι τα μάτια μου; Ή μήπως πέθανα και νομίζω ότι είμαι ακόμα ζωντανός; Λες έτσι να είναι οι νεκροί; Να νομίζουν ότι ζουν και να περιμένουν να ξημερώσει; Που το ‘χω το τσακμάκι μου; Στην αριστερή, όχι, νά ‘το στη… Βλέπω ακόμα. Ζω ακόμα…

Ω θεέ, πως έγινε έτσι το πόδι μου! Όι, κακόμοιρε Αντώνη, θαρραλέε Αντώνη, πως έγινε έτσι το πόδι σου; Καλύτερα να μη βλέπω… Καλύτερα έτσι. Όσο είναι σκοτάδι μπορώ να προσποιούμαι ότι δεν έχει σαπίσει το πόδι μου… Μπορώ να λέω ότι κοιμάμαι. Πιο πολύ με όνειρο μοιάζουν όλα, όλη η ζωή, τόσο γρήγορα που πέρασε και τώρα έχουν μείνει μόνο όσα θυμάμαι… Και αυτό το σκοτάδι… Ίσως είναι όνειρο. Χτες ήμουν στον αυλόγυρο του Άι Μηνά κι έλεγα στην Ελενίτσα ότι θα γυρίσω.. Ούτε χτες, σαν σήμερα να ‘ταν. Κι αν κάνω έτσι ζερβά θα πιάσω το βυζί της… Ας μην κάνω, άσε…

Καλύτερα να μην ξημερώσει, να μην βλέπω το πόδι μου… Μπορεί να είναι και ψέμα. Σαν εκείνα τα ονείρατα που νομίζεις ότι έχεις πεθάνει και μετά ξυπνάς, ανοίγεις τα μάτια, βλέπεις τον κόσμο γύρω σου και ξέρεις ότι δεν πέθανες, ότι όλα ήταν εφιάλτης… Και ξεφυσάς και χαμογελάς και πας να ψήσεις ένα καφεδάκι. Μετά κάθεσαι με το καφεδάκι σου στο μπαλκόνι, πίνεις ένα ποτήρι νερό, μπορεί και δύο, ρουφάς το καϊμάκι πάνω-πάνω, καις λιγάκι και τη γλώσσα σου και βγάζεις το πακέτο. Βαράς το τσιγάρο στο πόδι, σταυροπόδι κάθεσαι και έχεις και τα δυο σου πόδια ακέραια, βαράς το τσιγάρο, το βάζεις στο στόμα, βγάζεις το τσακμάκι, ανάβεις και ρουφάς…

Και πάει ο εφιάλτης, το ‘χεις ξεχάσει το όνειρο πια. Σκέφτεσαι τι θα κάνεις με τη μέρα σου και κοιτάς τις κοπελιές που περνάνε από κάτω. Αυτή ‘ναι ζωή. Και κανά τσιπουράκι το βράδυ με την παρέα, με τους φίλους, με τα αδέλφια, με τους καρντάσηδες… Αυτή είναι η ζωή…

Τι δουλειά έχω εδώ; Άφησα τη ζωή μου κι ήρθα να χωθώ μες στο χώμα σαν πτώμα. Σαν σκορπιός… Καλά δεν ήμουν με τ’ αδέλφια μου; Τι τις ήθελα τις μεγάλες ιδέες; Αχ, ρε Αδαμάκο, πόσο δίκιο είχες. Και συ Ελενίτσα μου. Με ξεγελάσανε, Αδάμ, με ξεγελάσανε, Ελενίτσα, γιατί δεν με πιστεύετε; Ας μπορούσα να γυρίσω πίσω και δεν θα ξανάφευγα ποτέ. Ποτέ δεν θα ξαναφύγω…

Και ποιος θα ‘ναι αυτός που θα γυρίσει πίσω; Δεν ξέρω πλέον ποιος είμαι. Αισθάνομαι να είμαι δύο. Αυτός που θέλω και αυτός που πρέπει. Θέλω να είμαι ο Αντώνης που πίνει καφεδάκι με τη γυναίκα του και πρέπει να είμαι ο τυφεκιοφόρος Αντώνης Δόγκας της Ενάτης. Θέλω να απολαμβάνω τη λιακάδα, τα νιάτα μου και πρέπει να υπομένω τις κακουχίες και τη δίψα, να δικαιολογώ τις σφαγές και τους φόνους…

Θέλω να είμαι άνθρωπος και πρέπει να είμαι στρατιώτης. Μπορεί ένας στρατιώτης να αισθάνεται άνθρωπος; Μπορεί ένας άνθρωπος να γίνει στρατιώτης; Τα πάντα μπορεί… Συνηθίζει τα πάντα για να επιβιώσει. Συνήθεια είναι μόνο. Συνήθεια είναι το καφεδάκι, το κορμί της Ελένης, η πορεία στην έρημο και το σαπισμένο πόδι. Ή συνηθίζεις ή πεθαίνεις… Επιλέγεις.

~~{}~~

Αρκεί να μη σκέφτεσαι. Να κινείσαι, να δουλεύεις, να σκοτώνεις, να συνηθίζεις… Όσο καιρό προελαύναμε, όσο καιρό πολεμούσαμε όλα ήταν μια χαρά. Μια χαρά! Αστείο ακούγεται, μακάβριο, να είναι η χαρά ανάμεσα σε τόσα πτώματα, αλλά έτσι ήταν, γιατί δεν σκεφτόμασταν. Έφτανε το βράδυ και πέφταμε εξαντλημένοι στα αντίσκηνα, χωρίς να έχουμε υποψίες σκέψης. Έπρεπε να περπατάμε, να σκοτώνουμε, να επιβιώνουμε. Δεν προλαβαίναμε να σκεφτούμε. Όταν έχεις απέναντί σου τον τουρκαλά δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς. Αν το κάνεις πέθανες…

Μόνο σαν μας αφήσανε εδώ και δεν είχαμε τι να κάνουμε ξεκινήσαμε πάλι να σκεφτόμαστε. Μέχρι να φτάσουμε εδώ ήμασταν στρατιώτες. Μετά ξαναγίναμε άνθρωποι. Και οι άνθρωποι βασανίζονται, οι άνθρωποι αναρωτιούνται. Κοιτούσαμε τα πρόσωπα μας, τα πρόσωπα Ελλήνων στρατιωτών, και διαβάζαμε την απάτη. Δεν ήρθα εδώ για να πεθάνω, έλεγα στον Αντώνη, κι εκείνος γελούσε. Γιατί ήρθες; με ρωτούσε. Και προσπαθούσα να επαναλάβω τα ωραία λόγια του Νέστορα, για τις αλύτρωτες πατρίδες και την Αγιά Σοφιά. Όμως οι λέξεις χρειάζονται νερό για να γλιστρήσουν από το στόμα. Κολλούσαν μέσα μου και σάπιζαν, όπως το πόδι μου. Οι ιδέες γίνονταν τουμπανιασμένα πτώματα και μου μολύναν το μυαλό…

Σε λίγες μέρες κανένας δεν μίλαγε. Βουτάγαμε την κουραμάνα στο ζωμό και βλέπαμε τα παραμορφωμένα πρόσωπα. Οι πιο πολλοί τρόμαζαν, μα κάποιοι έγλυφαν τις φάτσες τους και γελούσαν σαν να γαργαλιούνταν. Σαν τέλειωσε και ο ζωμός κάποιοι ολιγόπιστοι έφυγαν. Οι υπόλοιποι μείναμε να περιμένουμε τη μεραρχία. Ο καθένας στο αμπρί του. Βγαίναμε για λίγο και μυρίζαμε τον αέρα. Κοιτούσαμε για σύννεφα βροχής, για σύννεφα καβαλαραίων, για σύννεφα καπνού.

Το τελευταίο του τσιγάρο ο λοχίας πήγε να το καπνίσει πενήντα μέτρα από το χαράκωμα. Απορώ που βρήκε τη δύναμη. Το έκανε μάλλον για να γλιτώσει την τράκα. Έκατσε κάτω, κοίταζε τον ήλιο που έδυε, κάπνιζε και αναστέναζε. Έλεγε κι ένα όνομα, ένα γυναικείο, και γελούσε. Μετά έκλαιγε… Εμείς βγήκαμε από τα λαγούμια μας όταν μυριστήκαμε τον καπνό, οι σκορπιοί λέει μυρίζουν τον καπνό από χιλιόμετρα, και κοιτούσαμε. Κάποιοι έκλαιγαν, μάλλον γιατί ήξεραν ότι αυτό ήταν το τελευταίο τσιγάρο, η τελευταία επιθυμία… Ο λοχίας φουμάρισε μέχρι που να καούν τα δάχτυλα του. Μετά το έβαλε στην καρφίτσα και ρουφούσε μέχρι που να καούν τα χείλη του. Όταν σηκώθηκε για να γυρίσει στο αμπρί του κανά δυο πήγανε και σνιφάρανε τις στάχτες…

Το νερό τέλειωσε δυο μέρες μετά. Όλοι είχαμε έξω από το λαγούμι τους ένα τενεκεδάκι όπου φυλάγαμε τα κάτουρα. Δεν είναι δύσκολο να τα πιείς. Αρκεί να περιμένεις να κρυώσουν. Ειδικά το βράδυ, που είναι παγωμένα, μπορείς να τα πιείς μονορούφι. Όμως καλύτερα να κάνεις οικονομία, μέχρι να στερέψουν κι αυτά…

Αστείο ήταν κι αυτό και είναι παράξενο πως μπορεί να μου φαίνεται κάτι αστείο εδώ που είμαστε… Τριάντα τρύπες στη σειρά και κάθε τόσο να βλέπεις ένα κεφάλι να βγαίνει αργά, να κοιτάει δεξιά-αριστερά-τον ορίζοντα, να πίνει μια γουλιά κάτουρα και να ξαναμπαίνει μέσα. Δυο θέσεις παρακάτω άλλο κεφάλι. Τρεις θέσεις παρά ‘κει άλλο. Όλα αργά, σαν σαλιγκάρια… Όσο είχα ακόμα δυνάμεις καθόμουν λίγο πιο έξω και τους έκανα χάζι. Θα ήθελα να είχα τα πινέλα μου να τους ζωγραφίσω. Το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης, έτσι θα τον έλεγα τον πίνακα… Μετά έμενα μέσα για να αποφεύγω τον ήλιο και το κρύο. Τους άκουγα απ’ έξω να τσακώνονται για δυο σταγόνες κατρουλιά…

Μετά ήταν κι εκείνος ο γυφταράς που με είδε να έχω βγάλει τον κώλο από το λαγούμι και νόμιζε ότι ήμουν… Ούτε που ξέρω τι είδε στο λυκόφως και μου τη σβούριξε. Δεν πόνεσα, ήταν σαν τράνταγμα, σαν κάποιος να με ‘σπρωξε και νομίζω ούτε αίμα δεν έτρεξε, αφού δεν έχουμε αίμα πια μέσα μας, μόνο άμμο… Τέλειωσα την ανάγκη μου και πριν ανεβάσω το σώβρακο είδα ότι είχα μια μεγάλη πληγή στη γάμπα μου, λίγο πιο μεγάλη από την κουράδα μου. Πιο πολύ χαρούμενος ήμουν, που είχα καταφέρει να χέσω μετά από τόσο καιρό, παρά…

Μερικές μέρες μετά έφυγαν άλλοι τρεις, οι τελευταίοι που έφυγαν. Μας έλεγαν κι εμάς να πάμε μαζί τους. Πάρτε ‘το απόφαση, λέγανε, η Ενάτη δεν θα γυρίσει, πάρτε ‘το απόφαση. Εμείς δεν μιλούσαμε… Πήγανε και βρήκανε το λοχία. Είχε γίνει λιαστός. Τα τσακάλια φάγανε όσο μπορούσαν όσο ήταν φρέσκος. Μετά τον έψησε ο ήλιος. Κόψανε οι τρεις κρέας με τις ξιφολόγχες τους. Και φύγανε…

Δεν νομίζω να είμαι ο τελευταίος επιζώντας. Ούτε πιο δυνατός ούτε πιο έξυπνος ούτε πιο πιστός είμαι από τους άλλους. Γιατί να έχω μείνει μόνο εγώ, μόνος, ο έσχατος άνθρωπος; Μάλλον είναι όλοι εδώ, όσοι δεν φύγανε τουλάχιστον, είναι όλοι εδώ, κλεισμένοι στα λαγούμια τους και κάνουν ό,τι μας διέταξε ο δεκανέας. Οικονομία δυνάμεων. Γι’ αυτό δεν ακούγεται τίποτα…

Στην αρχή ακούγονταν οι κραυγές τους μες στη νύχτα, φωνές που ζητούσαν την επιστροφή, γυναικεία ονόματα και η μάνα, αυτή κάθε τόσο ακουγόταν, φωνές που έμοιαζαν να έρχονται από τα βάθη πηγαδιού, λέξεις χωρίς νόημα και άναρθρες επικλήσεις, μουρμουριστές προσευχές και άπατοι αναστεναγμοί, δεήσεις χαμηλόφωνες στο θεό, κάποιες φορές και στο διάολο, βαρύθυμα τραγούδια από τα βουνά και σκερτσόζικοι σκοποί από τα νησιά, συνομιλίες χωρίς συνομιλητή και ερωτικές εξομολογήσεις χωρίς αποδέκτη, χριστουγεννιάτικα κάλαντα και νανουρίσματα, ο ήχος της θάλασσας και το μπεμπέκισμα των προβάτων, κλάματα μωρών, ψαλμοί και βλαστήμιες, κατάρες και παρακάλια, τις πρώτες νύχτες ακούγονταν από τα διπλανά αμπριά οι φωνές αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, σιγά-σιγά κουράστηκαν να μιλάνε, να ζητάνε, να προσεύχονται. Ή συνήθισαν τη σιωπή…

Είναι βάλσαμο και φαρμάκι η σιωπή. Αν την πάρεις μια κι έξω θα τα τινάξεις, θα τρελαθείς, προπάντων αυτό. Πρέπει να συνηθίσεις σιγά-σιγά, να εξοικειωθείς βαθμιαία, σαν τον Μιθριδάτη, να πάρεις μικρές δόσεις ώσπου να μάθει ο οργανισμός σου να την ανέχεται. Μετά σε καταπραϋνει, σου λύνει τα μπουρδουκλωμένα σου νεύρα, σε βοηθάει να ταξιδεύεις όπου θες, όσο μακριά θες, όσο πίσω θες. Αρκεί να τη συνηθίσεις.

Τώρα πια αισθάνομαι πιο άνετα στη σιωπή. Κάποιες φορές μάλιστα μου φαίνεται αστείο που πριν έπρεπε να μιλάω. Να μιλάω καθαρά και δυνατά για να μ’ ακούνε, να προσέχω τι λέω για να μην προσβάλλω κάποιον, να είμαι σαφής και έξυπνος και όλο να λέω σημαντικά πράγματα. Ναι, μάλιστα, ανυπερθέτως, εξεναντίον…

Ενώ τώρα… Κουβεντούλα χαμηλόφωνη με τον εαυτό μου. Έχω αρχίσει να ξεχνάω και πως είναι να ακούς. Και δεν με πειράζει που ξεχνάω. Όπως ο εκ γενετής τυφλός δεν μπορεί να δει τα σύννεφα και τα λουλούδια. Αλλά δεν μπορεί να δει και τα πτώματα και τα σκουλήκια… Ίσως η λήθη να προηγείται του θανάτου. Πρώτας ξεχνάς τα αγαπημένα σου τραγούδια και τη θωριά της αγαπημένης σου, ύστερα τα πρόσωπα και τα ονόματα των φίλων, έπειτα τους γονείς και τ’ αδέλφια σου και στο τέλος τα όνειρα και τις ελπίδες σου. Έτσι, μες στη λησμονιά, χάνεις τον εαυτό σου και αφήνεσαι να πεθάνεις, χωρίς εαυτό, μόνο τότε αφήνεσαι, η λησμοσύνη η λυσίπονος σου αλαφρώνει την καρδιά και τα δάκτυλα παρατάνε το σβώλο γης που σε κράταγε στη ζωή… Και φεύγεις…

Εγώ θα ζήσω. Δεν έχω ξεχάσει τίποτα. Θυμάμαι τα πάντα. Το χρώμα των ματιών της, τη γεύση των φιλιών της, το μέρος που κρύβαμε τα τσιγάρα με τον Αδάμ, τα απογεύματα που πηγαίναμε στην Αρετσού για να βουτήξουμε, τα φαγητά που έφτιαχνε η μάνα μου και τις σφαλιάρες που μου έριχνε ο πατέρας μου όταν με έπιανε να γαβανίζομαι… Θα ζήσω πολύ ακόμα, αφού θυμάμαι τόσα πολλά.

Ναι, δεν πρέπει να αποθαρρύνομαι. Όπου να ‘ναι, ίσως και μόλις ξημερώσει, θ’ ακουστούν ποδοβολητά από το βορρά. Θα έρθουν να μας σώσουν. Δεν μπορεί να μας ξέχασαν, ο Μαύρος Καβαλάρης δεν ξεχνάει, θα έρθουν… Αρκεί να μην τους προλάβουν οι τουρκαλάδες. Αν μας βρουν εδώ είτε θα μας σφάξουν είτε θα μας πάνε στα… στα αμελέ ταμπουρού. Έτσι δεν τα ‘λεγε ο δραγουμάνος; Αυτός είχε ζήσει στον πρώτο πόλεμο και έλεγε πως τα τάγματα εργασίας είναι η κόλαση η ίδια. Δουλεύανε όλη μέρα στα χωράφια και στις αποθήκες και τους έδιναν ένα κομμάτι ψωμί και μια χούφτα νερό…

Ας είχα τώρα μια χούφτα νερό και ό,τι ήθελες θα έκανα. Μέχρι και Έλληνα θα σκότωνα… Η Κόλαση. Καθένας βαφτίζει κόλαση ό,τι τον βολεύει… Κι εγώ έτσι έλεγα στον πατέρα μου, ότι το κιβουρτζίδικο του είναι κόλαση για μένα. Δεν είμαι εγώ για εμπόριο και κιβούρια, εγώ είμαι ζωγράφος, του έλεγα, κι αυτός κουνούσε το κεφάλι απαξιωτικά. Αλλά οι φίλοι μου συμφωνούσαν, αυτοί ήξεραν. Που να καταλάβουν οι γέροι; Εμείς είμαστε οι καινούριοι άνθρωποι, εμείς θ’ αλλάξουμε τον κόσμο… Και η μάνα μου. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να βρω μια καλή κοπέλα και να μπω στο μαγαζί. Κι εγώ γελούσα. Και έβριζα. Καλύτερα να πεθάνω, της έλεγα, καλύτερα να πεθάνω τώρα, και της ράγιζα την καρδιά… Κακόμοιρη μάνα, πόσο σε καταλαβαίνω τώρα… Γιατί είναι τόσο σκληρή η νεότητα; Άκου τι λέω… Ποια νεότητα; Πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που άφησα το λιμάνι; Κάπου εκεί ήταν και η μάνα μου, αλλά εγώ είχα μάτια μόνο για την Ελένη…

Όταν γυρίσω πίσω κανείς δεν θα με γνωρίσει. Δεν θα φταίει το πόδι, ίσως και να το σώσω, δεν κάνανε πολύ ζημιά τα σκουλήκια. Ίσως και να ‘μαι κουτσός, δε με πειράζει. Ζωντανός αρκεί να είμαι και όλα τα άλλα θα τα συνηθίσω… Αλλά κανείς δεν θα με γνωρίσει. Έφυγα παιδί και θα γυρίσω άντρας. Δε θα γελάω όσο γέλαγα, πως θα μπορούσα να γελάω μετά απ’ όσα έκανα και είδα; Ίσως να μην μπορώ πια να κουβεντιάζω με τον Αδάμ. Τι να μου πει για επανάσταση και για ανθρώπους; Νομίζει ότι όλοι είναι παριζιάνοι ζωγράφοι που πίνουνε αψέντι στις όχθες του Σηκουάνα.

Δεν είναι έτσι οι άνθρωποι, Αδάμ. Οι άνθρωποι είναι θηρία. Οι δικοί σου είναι καρικατούρες, σαν αυτές που βάζουν στις εφημερίδες. Καρικατούρες ανθρώπων είναι οι άνθρωποι που έχεις στο μυαλό σου… Οι δικοί μου είναι ζωντανοί. Σε σφάζουν χωρίς να σε ξέρουν, σου κλέβουν το νερό ακόμα κι αν σε ξέρουν, σε τρώνε, σε τρώνε Αδάμ… Τους νοιάζει μόνο να ζήσουν, μόνο να επιβιώσουν, και κάνουν ό,τι μπορούν γι’ αυτό. Δεν είναι οι άνθρωποι καλοπροαίρετοι και αθώοι, Αδάμ. Αυτά τα γράφουν οι ποιητές σαν του λόγου σου, για να κοροϊδεύουν τον εαυτό τους. Μα δεν είναι έτσι. Οι άνθρωποι είναι τέρατα, Αδάμ, είναι θεριά ‘μοβόρα. Δεν τους ξέρεις… Τι ξέρουν οι ποιητές για τους ανθρώπους;

Χριστέ μου, πόσα χρόνια πέρασαν από τη μέρα που έφυγα; Αισθάνομαι γέρος. Είμαι γέρος. Πόσο χρονών είμαι; Είκοσι τρία; Είκοσι τέσσερα; Και γιατί είμαι τόσο γέρος; Είναι η απογοήτευση; Είναι η αλήθεια; Τι την θέλουμε την αλήθεια; Όποιος προσθέτει γνώση προσθέτει πόνο… Ας μην είχα φύγει. Ας ζούσα ευτυχισμένος στην τύφλα μου, εκ γενετής τυφλός και ευτυχισμένος. Τίποτα άλλο δεν έχει αξία. Μονάχα να είσαι ευτυχισμένος. Να έχεις να φας και να πιείς νερό, να έχεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου, να έχεις τα πόδια σου… Τι τις ήθελα τις μεγάλες ιδέες;

Μη σκέφτεσαι άλλο, Αντώνη, βάλε φρένο. Όλα θα πάνε καλά, μη σκέφτεσαι. Τώρα ξέρεις, τώρα δεν θα ξανακάνεις τα ίδια λάθη. Έλα, ησύχασε… Σε λίγο θα έρθουν να σε πάρουν, δεν σε ξεχάσανε… Δεν πρόκειται να χάσουμε τον πόλεμο. Θα νικήσουμε και θα γυρίσεις πίσω στην Ελένη ήρωας και θα σε περιμένει στο λιμάνι. Θα ξεχάσεις, θα συνηθίσεις και θα γίνεις άνθρωπος πάλι… Έλα, ησύχασε…

Άκου! Το ακούς το καστροπούλι; Τι δουλειά έχει αυτό στην έρημο; Και σε ποιο μιλλέτι ανήκει; Να ‘ναι άραγε Τούρκος ή μήπως να ‘ναι πατριώτης; Λες να ‘ναι Εβραίος, σαν τον Αδάμ; Ή μήπως είναι ποιητής; Μόνο τα πουλιά και οι ποιητές τραγουδάνε μέσα στην έρημο. Δως τους θάνατο και θα τραγουδήσουν. Δως τους πόνο και θα τραγουδήσουν. Δως τους σκοτάδι…

Άκου ‘το πως πλέκει τις ρίμες του. Άκου ‘το πως θρηνεί… Θρηνεί; Για ποιον θρηνεί; Όχι για μένα. Εγώ θα γυρίσω πίσω. Απόψε είναι η τελευταία μου νύχτα στο λαγούμι. Αυτό το πουλί είναι καλό σημάδι, δεν είναι… ψυχοπομπός…

Το πρωί θα ‘ρθουν οι δικοί μας να μας πάνε πίσω. Το πρωί. Είναι κάμποσες μέρες δρόμος και με το άλογο, αλλά θα τα βγάλω πέρα. Ίσως να είναι καλύτερα να με πάνε στο Γενί λιμάνι. Είναι πιο κοντά από τη Σμύρνη. Εκτός κι αν με πάνε στο νοσοκομείο, στην Άγκυρα. Όμως δεν θέλω. Θέλω να γυρίσω πίσω όσο πιο γρήγορα μπορώ, δεν είναι το σπίτι μου στην Άγκυρα.

Θα βγω στο κατάστρωμα και θα κάνω το σταυρό μου. Θα κάνω το σταυρό μου και μόλις ακούσω το φουγάρο να σφυρίζει θα φωνάξω, Γυρνάμε πίσω αδέλφια. Πάμε στις γυναίκες μας. Πάμε στις μανάδες μας. Πάμε. Τελειώσαν όλα αδέλφια. Μείναμε ζωντανοί. Μη σαν νοιάζει πια, γυρνάμε στην πατρίδα, θα γίνουμε πάλι άνθρωποι.

Και θα βάλουν μπρος οι μηχανές και θα καπνίζουν τα φουγάρα. Θα στρίψω κι εγώ ένα τσιγάρο και να μείνω σε όλο το ταξίδι έξω, να κοιτάω προς βορρά. Η Σαλονίκη, η Ελένη, η πατρίδα. Έφτασε η ώρα. Γλυκειά που είναι η ζωή… Και θα με περιμένουν όλοι στο λιμάνι. Δεν θα ξέρω ποιον να πρωταγκαλιάσω. Όχι, ξέρω. Την Ελένη μου, τη μητέρα των παιδιών μου. Τέρμα ο πόλεμος, θα της πω. Τέρμα ο πόλεμος, Ελένη… Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς τίποτα. Τώρα θα ζήσουμε. Δεν θέλω να θυμάμαι το θάνατο. Τέρμα ο θάνατος, Ελένη. Τώρα είναι καιρός για ζωή.

Προηγούμενο άρθροΦωτιές και δάκρυα
Επόμενο άρθροΣφήκες.
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).