Ήπιε ένα τεράστιο ποτήρι νερό με βιταμίνη -και αμέσως έναν χυμό πορτοκάλι. Έκανε ένα μορφασμό ειρωνείας και επιβράβευσης για τον εαυτό της. Μετά από τόση βιταμίνη και μέρες αποστείρωσης, είπε να ανάψει και ένα τσιγάρο μπας και χοροπηδήσουν άτακτα, λεμφοκύτταρα με αιμοπετάλια και λίγο από απολήξεις νεύρων, σε ένα τελειωμένο πανηγύρι μέσα στην ανεμόσκαλα των μορίων του σώματός της.
Πληγωμένη σε χίλια σημεία στο κορμί της σκέπτονταν ποιο σημείο ήταν αυτό που την πονούσε περισσότερο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να αρχίσει να μετριέται από έξω ή από μέσα.
Ο ομοιοπαθητικός μετά τις κρίσεις, της είχε δώσει 3 διαφορετικά χαπάκια, ένα για το πρωί, ένα για το μεσημέρι, ένα για το βράδυ.
Ο πνευμονολόγος της έδωσε να ψεκάζει ανά τρεις ώρες μέσα στο στόμα της ένα αέριο με μια δόση κορτιζόνης.
Ο παθολόγος επέμενε ότι έπρεπε να την δει ένας καρδιολόγος.
Ο δερματολόγος της είπε ότι όλες οι πυώδεις καντήλες που γέμισαν μέσα σε λίγες ημέρες τα πόδια της οφείλονταν στα χάπια του ομοιοπαθητικού και θα πρέπει τώρα να πάρει νέα μεγάλη δόση αντιβίωσης, σχεδόν μια ίδια που παίρνουν οι φυματικοί για να τα αντιπαλέψει και να επαλείφεται ολούθε με μια αντιμυκητιακή αλοιφή.
Η οδοντίατρός της ήθελε εδώ και καιρό να προχωρήσει σε απονεύρωση στον τραπεζίτη αλλά την κρατούσε η διάγνωση του ακτινολόγου για μια μικρή μαύρη σκιά στο δεξί στήθος και έδειξε κατανόηση μέχρι να βγουν τα τελικά αποτελέσματα της βιοψίας.
Από την άλλη οι εξετάσεις αίματος μύριζαν μπαρούτι και σαπισμένη σάρκα μετά από ήττα σε μάχη άνιση, πουλημένη από προδότες, εφιάλτες, πληρωμένους μισθοφόρους, σακάτηδες στρατιώτες.
Τα αυτιά της βούιζαν, τα βράδια ροχάλιζε σαν πιωμένος αγύρτης και έβλεπε θολά για αρκετή ώρα μέχρι να ξυπνήσει εντελώς και να ανασηκωθεί από το κρεβάτι. Φοβόταν ότι γέρασε από μια κατάρα που δεν μπορούσε να μετρήσει τη δύναμή της την ημέρα κι έστεκε άυπνη τα βράδια ως το ξημέρωμα να αναμετρηθεί μαζί της, να την ξεμαλλιάσει, να την στείλει στα τάρταρα από εκεί που ήρθε, να την χώσει βαθιά, να την καπακώσει εκείνη πριν την διαλύσει συθέμελα.
Ποιος το περίμενε να την βρει έτσι τσακισμένη τούτη η άνοιξη;
Η εποχή αυτή που εκείνη την είχε για θυμίαμα μέσα στη ψυχή της και γλυκόπινε τις Κυριακές της σταλιά –σταλιά μέσα σ’ ένα μεθύσι από έρωτες, από ταξιδιάρηδες φίλους….. εκείνη που γιόρταζε ασύδοτα και πρόστυχα πάνω στα κουφάρια των σχέσεων της, διαπράττοντας την ύψιστη ύβρη και που δεν τολμούσε ποτέ να φανταστεί ότι μια Άνοιξη θα την πληρώσει ακριβά.
Ίδρωνε και τα χέρια της γλιστρούσαν, ξεφυσούσε και η ανάσα της κοβόταν στα δυο και ένα σφύριγμα ακουγόταν σα βρυχηθμός από τα πνευμόνια της. Αλλά αυτά ήταν μόνο όλα τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά της άλωσης της. Το μέσα της όμως ήταν άγνωστο έτσι όπως κατάντησε και απόμεινε, ξένο στην ίδια και σε όσους χρόνια τώρα λέγανε πως την ξέρανε. Ένας άλλος άνθρωπος.
Κάτι ήρθε και της έκλεψε τη ψυχή, την άφησε μονάχη να βγάζει ένα-ένα τα κεντριά από τις σφήκες, το δηλητήριο ύπουλα να δουλεύει από κάτω, οι οπές να πρήζονται και μην κλείνουν και να μαζεύει παράσημα στο κουτί των αναμνήσεων τους θορύβους από κάθε εντομοπέταγμα πάνω στο δέρμα της. Κουνούπια, αράχνες, μέλισσες, μύγες, ψύλλοι, κοριοί, ψείρες, κατσαριδάκια και σφήγκες, πετάριζαν αιώνες στην ανθρώπινη σάρκα της, μια σάρκα χωρίς ένα απλό όστρακο για προστασία.
Η θάλασσα απέναντι από το παράθυρό της δεν της μιλούσε καθόλου. Ήσυχοι παφλασμοί τραγουδούσαν αργά μοναχοί τους. Πίσω ο ήλιος έδυε και τα βουνά προσκυνούσαν το πέρασμά του. Η αγάπη για τη ζωή ξεχυνόταν με αυθάδεια κι εκείνο το απόγευμα. Χωρίς να την υπολογίζει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα μπονζάι έγραψε η Βικτώρια Τράκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.