Τα δάκρυα όλων των ηττημένων

0
333

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι %CE%A7%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82-%CF%84%CE%AF%CF%84%CE%BB%CE%BF.png

ΔΕΥΤΕΡΑ.  Γύρισα ξημερώματα στο σπίτι. Τελευταία μας βάλανε και βραδινά στο εργοστάσιο. Ανοίγω την πόρτα του παιδικού. Κοιμούνται σαν πουλάκια τα αγόρια μου. Τους δίνω από ένα φιλί στο μέτωπο και τους σκεπάζω με απαλές κινήσεις μη μου ξυπνήσουν.

Μπαίνω στην κρεβατοκάμαρα. Το κρεβάτι είναι άδειο. Ξέστρωτο αλλά άδειο. Αγγίζω το σεντόνι στη μεριά του. Κρύο. Ίσως είναι στο μπάνιο , σκέφτομαι και κατευθύνομαι προς τα κει. Και το μπάνιο άδειο. Κάνω ένα γρήγορο ντους  και γυρίζω εξουθενωμένη και ξαπλώνω. «Πρέπει να του ζητήσω να μιλήσουμε. Τελευταία λείπει συχνά τα βράδια . Αφήνει μόνα τους και τα παιδιά. Πρέπει να του μιλήσω οπωσδήποτε», σκέφτομαι πριν βυθιστώ σε ένα βαθύ ύπνο. Είμαι πτώμα.

~~{}~~

ΤΕΤΑΡΤΗ. Γυρίζω πάλι  έξι το πρωί στο σπίτι μου. Στη δουλειά ήταν ζόρικα σήμερα. Μου άλλαξαν πόστο. Τώρα κρατάω ανοιχτά τα νάιλον σακουλάκια για να ρίχνει μέσα το μηχάνημα τους ξηρούς καρπούς. Χιλιάδες σακουλάκια πέρασαν από τα χέρια μου. Μονοτονία που μπορεί να σε τρελάνει.

Αυτός πάλι λείπει. Στο κομοδίνο του βλέπω δύο κολονάτα ποτήρια. Μυρίζουν κρασί. Τα παίρνω να τα πάω στην κουζίνα. Το ένα έχει κραγιόν. Ένα κραγιόν κόκκινο της φωτιάς. Ποτέ δε θα τολμούσα να βάλω τέτοιο χρώμα. Ποια θα φορούσε τέτοιο χρώμα; Δυο ποτήρια , το ένα με κραγιόν στην κρεβατοκάμαρα μου. Κάποια ήταν εδώ στο κρεβάτι μου…

Μηχανικά πηγαίνω τα ποτήρια στην κουζίνα . Βάζω υγρό πιάτων στο σφουγγάρι βάζω και χλωρίνη και τα τρίβω με δύναμη να καθαρίσουν , να φύγει εντελώς το κοκκινάδι, να μην υπάρχει , να εξαφανιστεί. Το ποτήρι σπάει στα χέρια μου, γεμίζω αίματα και γυαλιά, τα καθαρίζω όλα, με ψυχραιμία  και τάξη πετάω τα γυαλιά στα σκουπίδια και βάζω το άλλο ποτήρι στη θέση του.

Κάθομαι στο κρεβάτι μου. Ούτε ξέρω πόσες ώρες μένω εκεί , έτσι καθισμένη , ακίνητη.

Κάποια στιγμή ακούγονται κλειδιά στην πόρτα. Ήρθε. Ήρθε! «Τι θα κάνω; Τι θα του πω;»

Τον ακούω που μπαίνει στο μπάνιο. Λίγο πριν μπει στο δωμάτιο πέφτω κάτω από τις κουβέρτες . Κρατώ σφιχτά κλεισμένα τα μάτια μου, σχεδόν δεν ανασαίνω όταν μπαίνει. Ξαπλώνει δίπλα μου. Σε λίγα λεπτά ροχαλίζει . Τότε παίρνω ανάσα.                                                                                                                       Φεύγω πριν ξυπνήσει.

~~{}~~

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ.  Βράδυ. Γυρίζω αποκαμωμένη από τη δουλειά. Πόσα σακουλάκια να αντέξει κανείς να βλέπει να περνούν από μπροστά του; Τρεις φορές μου έφυγαν σήμερα από τα χέρια. Στραγάλια αμύγδαλα και φουντούκια σκόρπισαν πάνω στον πάγκο. Ο προϊστάμενος ήρθε και σφύριξε στο αυτί μου πως κοιμάμαι όρθια και πως δε θα είναι πολλά τα ψωμιά μου εκεί αν συνεχίσω έτσι. «Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήσουν συνεργάσιμη».

Μπαίνω στο σπίτι. Απόλυτη ησυχία. Α ναι, τα παιδιά έφυγαν για το χωριό σήμερα -στη μάνα μου. Αυτός; Μπαίνω στο υπνοδωμάτιο. Τον βρίσκω να ετοιμάζεται μπροστά στον καθρέφτη. Φοράει το γκρι του κουστούμι και τη γραβάτα που του είχα χαρίσει σε κάποια γενέθλια. Λίγο πεθαμένο ροζ και όλες οι αποχρώσεις του γκρι. «Είναι όμορφος», σκέφτομαι. Ψηλός, ευθυτενής, γυμνασμένος, έπαιζε πόλο όταν ήταν νεώτερος. Τον παρατηρώ χωρίς να με έχει ακόμη δει. Σπαστά μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, φαρδιούς ώμους, στενούς γοφούς, μάτια μαύρα, σχιστά, με μια ελαφρά νύξη προς τα πάνω.

Ποια δε θα τον ήθελε; Από τότε που τον γνώρισα αυτό με ταλάνιζε. Υπέροχο κορμί , πόσο το αγάπησα… Μ’ αγκάλιαζε με αυτά τα μπράτσα και χανόμουν. Έτρεμα μη μου τον πάρουν.

Με κοιτάζει μέσα από τον καθρέφτη. «Έχει το λίβα της ανατολής στα μάτια του», είχα σκεφτεί όταν τον πρωτογνώρισα. Τώρα τα μάτια του σα να μη με βλέπουν , σα να μην υπάρχω.

«Α, ήρθες; Μόλις που με πρόλαβες», λέει.
«Πού πας;»
«Έχω ραντεβού με πελάτη»,  απαντά ενώ ψεκάζεται με άρωμα. Κι αυτό δικό μου δώρο είναι . Με μεθάει αυτή η μυρωδιά.
«Βρήκα τα ποτήρια σας» , ψελλίζω.
«Ποια ποτήρια, τι λες; Φεύγω, θα αργήσω, γεια».

Η πόρτα κλείνει.  Τρέμοντας  πηγαίνω στο κρεβάτι.

~~{}~~

ΣΑΒΒΑΤΟ. Ξημερώματα, γυρίζω και βρίσκω άδειο το σπίτι .Η κρεβατοκάμαρα μυρίζει πατσουλί. Προχωρώ και οσφραίνομαι την ατμόσφαιρα. Γυναικεία κολόνια και δεν είναι δικιά μου. Έχω καιρό να βάλω κολόνια. Πού να τη βάλω; Στο εργοστάσιο; Πουθενά δεν πάω πια. Σπίτι και δουλειά. Πόσο καιρό έχει αλήθεια που είμαι έτσι; Δύο; Τρία χρόνια;

Ξαπλώνω στο κρεβάτι. Πάω στη μεριά του, μυρίζω τη μυρωδιά του στο μαξιλάρι του. Θέλω να το αγκαλιάσω και να το ξεσκίσω μαζί. Και τότε, βλέπω κάτι να γυαλίζει στο χαλάκι μπροστά στο κομοδίνο του. Ασημί. Κάτι ασημί. Σκύβω και το παίρνω στα χέρια μου. Κομματάκι από συσκευασία προφυλακτικού.

Τρέμουν τα χέρια μου, μου πέφτει, το μαζεύω γρήγορα. Το σφίγγω στη χούφτα μου, να μη φαίνεται, να εξαφανιστεί.  «Δεν έγινε, δεν είναι τίποτα, τίποτα», ψιθυρίζω.

~~{}~~

ΚΥΡΙΑΚΗ. Γυρίζω από τη δουλειά και κάθομαι στο σκαμπό του χολ. Φοβάμαι τι θα συναντήσω παραπέρα. Δεν ακούγεται τίποτα. Απόλυτη ησυχία. Νέκρα. Όπως ο γάμος μου, νεκρός. Πόσα χρόνια είμαστε έτσι; Γιατί γίναμε έτσι; Γιατί το άφησα;

Έχει να με αγγίξει μήνες. Από κείνο τον  γάμο της ξαδέρφης του, που γυρίσαμε μεθυσμένοι και κάναμε έρωτα μετά από πολύ  καιρό. Ήταν λίγο όπως παλιά.

Πάλι δεν είναι στο σπίτι. Στο κομοδίνο βλέπω το κινητό του. Ανάβει, μήνυμα, Ισαβέλλα λέει. Από κάποια Ισαβέλλα είναι το μήνυμα.  «Από που ξέρει αυτός Ισαβέλλες;» Το κεφάλι μου καίει. Πιάνω το κινητό του στα χέρια. «Ντροπή σου» σκέφτομαι, «είναι προσωπικό αντικείμενο, τι κάνεις;  Ξεπεσμός είναι αυτό που πας να κάνεις, κατινιά.  Εσύ δεν είσαι κατίνα», λέω μα τα χέρια μου δεν με ακούν. Το ανοίγω και βλέπω δεκάδες μηνύματα, πρόστυχα μηνύματα από Ισαβέλλες , Μαριαλένες, α! και μια Λολίτα.

Ακούγεται η εξώπορτα .

«Εδώ είσαι;»  Φωνάζει. «Ξέχασα το κινητό μου».

Απλώνω το χέρι να του το δώσω.

«Ποιες είναι όλες αυτές», του λέω με απόγνωση.

Και σκέφτομαι: «Τι ήττα είναι αυτή; Είσαι αξιολύπητη».

«Πώς τολμάς και σκαλίζεις τα πράγματα μου;» ουρλιάζει και το αρπάζει από τα χέρια μου. «Όποιες γουστάρω είναι! Κοίτα πώς είσαι! Κοίτα πώς κατάντησες!»

Κοιτιέμαι, είμαι ακόμα με τη στολή της δουλειάς – έχω αδυνατίσει είναι η αλήθεια – και είμαι χλωμή τελευταία.

«Τι μας συμβαίνει;» του λέω

«Είσαι στον κόσμο σου εσύ»,  λέει, «αλλά εγώ θέλω να ζήσω. Τα παιδιά, το σπίτι, η δουλειά , οι υποχρεώσεις, ποτέ σου δεν με ακολούθησες . Ένα χλιαρό πράγμα είσαι. Εγώ όμως έχω φωτιά μέσα μου. Μια φορά ζει ο Μάνος, δε θα πάει χαμένη η ζωή του δίπλα σου. Και ναι! θα βγω και με Ισαβέλλες και με Μαριάννες και με όποιες άλλες γουστάρω».

Βροντάει την πόρτα και φεύγει.

~~{}~~

ΤΡΙΤΗ. Στη δουλειά. Ο προϊστάμενος με φωνάζει στο γραφείο του. Μου λέει πως παρατηρεί τελευταία ότι δεν είμαι συγκεντρωμένη και ανησυχεί, λέει, για μένα. Μου χαϊδεύει το μάγουλο, δεν αντιδρώ, περνάει το δάχτυλο του από τα χείλη μου. Το στόμα μου ανοίγει μόνο του και το ρουφάω, το δαγκώνω. Πέφτει πάνω μου και κάνουμε έρωτα. Θέλω να νιώσω επιθυμητή, ζωντανή.

«Δεν είμαι εγώ αυτή, δεν είμαι εγώ αυτή», λέω γυρνώντας στο σπίτι.

Τηλεφωνώ στη μάνα μου. Της λέω πως ο άντρας μου με απατά, γυρίζει με πόρνες. Με ακούει , δε μιλά στην αρχή, μα μετά μου λέει «Έτσι είναι, κόρη μου, οι άντρες… Κάνε τον σταυρό σου και κράτα τον. Τι θα κάνεις; Πώς θα ζήσεις; Τι θα γίνουν τα παιδιά σου;»

Τι θα γίνουν τα παιδιά μου; Πώς θα ζήσω μόνη, χωρίς αυτόν; Μπορώ να τα βγάλω πέρα; Και η μοναξιά; Την αντέχω; Τα λεφτά φτάνουν;

«Η πόρτα μου θα είναι κλειστή», είπε η μάνα μου, «…αν χωρίσεις. Τέτοια ντροπή δεν τη θέλω».

~~{}~~

ΠΕΜΠΤΗ. Χθες δεν πήγα στη δουλειά. Ντρέπομαι, μα σήμερα πάω. Νομίζω όλοι με κοιτάνε. Άλλοι πονηρά κι άλλοι με απέχθεια. Όλοι το μάθανε λοιπόν; Ντρέπομαι πολύ μα δεν έχω άλλη λύση, πιάνω τα σακουλάκια μου και ξεκινάω .

Το στόμα μου το νιώθω στεγνό, το στομάχι μου κόμπος. Από πότε έχω να φάω; Ακούω χαχανητά και γυρίζω αυθόρμητα. Βλέπω τον προϊστάμενο να χαϊδεύει την μπούκλα μιας εργάτριας δίπλα μου. Και τότε όλο τα στομάχι μου έρχεται στο στόμα, ξερνάω πάνω στον πάγκο, ξερνάω χολή. Τα μάτια μου σκοτεινιάζουν, όλα μαυρίζουν.

~~

Συνέρχομαι στο κρεβάτι κάποιου νοσοκομείου. Κοιτάζω έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Είναι νύχτα, σκοτάδι βαθύ, ησυχία απόλυτη. Ξαφνικά ακούγεται το γλυκό κελάηδισμα κάποιου πουλιού. Είναι αηδόνι σκέφτομαι, τραγουδάει τη μοναξιά του.

Και τότε τα μάτια μου πλημμυρίζουν με δάκρυα, αμέτρητα δάκρυα, είναι τα δάκρυα όλων των ηττημένων.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Νατάσα Τόλιου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η φωτογραφία είναι της Diana Markosian, “Mom alone”.