Μπήκα από την εξώπορτα, κοίταξα στο σαλόνι και τον είδα πίσω από την κλειστή γυάλινη πόρτα. Ήταν μπροστά στην τηλεόραση. Έβλεπα το παχύδερμο σώμα του, τα πόδια σα στρογγυλοί κίονες σφηνωμένα στο πάτωμα και τα τεράστια αυτιά του να κουνιούνται σα βεντάλιες μπρος πίσω. «Όταν κάνω ότι δεν υπάρχει είναι πολύ καλύτερα», σκέφτηκα και πήγα κατευθείαν στο υπνοδωμάτιο.
Έξω έβρεχε. Η τηλεόραση από το σαλόνι έπαιζε στη διαπασών, κάλυπτε τον ήχο της βροχής. Ξάπλωσα και κουκουλώθηκα με την κουβέρτα. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα μέχρι το βράδυ και προπαντός δεν ήθελα να πέσω πάνω του. Ούτε καν να διασταυρωθούν τα βλέμματα μας.
Αγκάλιασα την κοιλιά μου και μετά από ώρες κοιμήθηκα σε στάση εμβρύου. Το επόμενο πρωί σηκώθηκα και πήγα κανονικά στη δουλειά. Όταν έφευγα εκείνος είχε κολλήσει την προβοσκίδα του στο θολωμένο τζάμι της πόρτας κι ένιωθα ότι με κοιτούσε. Τον αγνόησα και πάλι.
Όταν έφτασα στο γραφείο η Μπέτυ είχε όρεξη για κουβέντα. Κάποτε κάναμε πολλή παρέα, τώρα τελευταία όμως είχαμε χαθεί.
«Πώς είσαι;»
«Καλά, μια χαρά».
«Τι θα έλεγες το Σάββατο να κάνουμε κάτι όλοι μαζί;»
«Δε νομίζω μωρέ, είμαι πολύ κουρασμένη και…»
«Έχω τα γενέθλιά μου, δεν μπορείς να μου το αρνηθείς. Έλα, σε παρακαλώ, οι τέσσερίς μας. Τόσο καιρό έχουμε να τα πούμε. Θα είναι ωραία θα δεις».
Όταν γύρισα σπίτι, έπρεπε αναγκαστικά να του μιλήσω. Άνοιξα τη γυάλινη πόρτα και μπήκα αποφασιστικά στο σαλόνι. «Μας κάλεσε η Μπέτυ το Σάββατο για φαγητό». Σήκωσε την προβοσκίδα του ελαφρά και οι κιτρινισμένοι χαυλιόδοντες του σχεδόν ακούμπησαν το ταβάνι.
~~
Το Σάββατο ξεκινήσαμε μες τη βροχή να περπατάμε προς το σπίτι της. Ευτυχώς έμενε αρκετά κοντά.
«Καλώς τους», είπε χαμογελαστή και πήρε το κρασί από τα χέρια μου. «Περάστε, έχω στρώσει τραπέζι».
Πήγα για λίγο στο μπάνιο και τους άκουγα στο σαλόνι να τα λένε. «Εμείς τα ίδια, όπως τα ξέρετε, ήσυχα».
Κάτσαμε δίπλα δίπλα με τη Μπέτυ και τους βάλαμε απέναντι. Από εκεί τον έβλεπα καλύτερα. Έκανα γρήγορες κινήσεις δίνοντας τη σαλάτα δεξιά αριστερά για να πάρουν όλοι. Ύστερα τα πιάτα.
«Πότε θα σταματήσει αυτή η βροχή ρε παιδιά;», είπε ο άντρας της Μπέτυς.
«Έλα ντε, μας έχει τρελάνει».
«Θα μπορούσα να έχω λίγο κρασί ακόμα;» είπα και παρακαλούσα να μη μου απευθύνει κανείς το λόγο. Η Μπέτυ και ο άντρας της σηκώθηκαν.
«Κάτσε, θα πάω εγώ».
«Θα έρθω για να φέρουμε και λίγα φιστίκια».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τη στιγμή που έφυγαν, εκείνος μου απεύθυνε το λόγο. Είχα τόσο καιρό να ακούσω τη φωνή του, που μου έκανε εντύπωση ο τόνος του.
«Τι έχεις; Είσαι λίγο νευρική;» μου είπε και έτριψε την προβοσκίδα του στην άκρη του τραπεζιού.
«Τι κάνουμε εδώ;»
«Ορίστε; Εσύ ήθελες να έρθουμε».
«Τι παριστάνουμε, μου λες;»
«Δεν καταλαβαίνω».
«Δεν περίμενα να καταλάβεις».
«Δεν είναι κατάλληλη στιγμή να κάνεις σκηνή».
«Θα κάνω ότι θέλω, φίλοι μου είναι», είπα και έριξα το βλέμμα μου πάνω του.
«Είναι και δικοί μου φίλοι».
«Εσύ όλα νομίζεις ότι είναι και δικά σου. Αλλά δεν είναι. Οικειοποιείσαι τα πάντα. Από μένα τους γνώρισες. Από πού κι ως πού… δικοί σου;». Και συνέχισα. «Το σώμα μου, ας πούμε, είναι δικό μου. Ε; Τι λες; Συμφωνείς σε αυτό; Μήπως να το συζητήσουμε με τα παιδιά;».
«Αυτό το θέμα πια το έχουμε εξαντλήσει».
«Παιδιά εσείς τι λέτε; Τι γνώμη έχετε για το σώμα; Έχει ο καθένας το δικό του σώμα ή και οι δύο μαζί το ίδιο»; είπα δυνατά.
«Δεν καταλαβαίνω την ερώτηση», χαμογέλασε η Μπέτυ.
«Λέω, σε ένα ζευγάρι, το σώμα σε ποιον ανήκει; Υπάρχει κοινό σώμα;»
«Όχι βέβαια, τι κοινό σώμα, ένα είναι το σώμα, δηλαδή ένα για τον καθένα».
«Ακριβώς αυτό λέω κι εγώ. Τα αγόρια δεν ξέρω αν έχουν άλλη άποψη… Γιατί καμιά φορά μπερδεύεται το πράγμα. Ειδικά όταν υπάρχουν δύο ή παραπάνω σώματα».
«Αφήστε την παιδιά, σήμερα δεν είναι πολύ καλά. Ας φάμε γιατί θα κρυώσει» είπε εκείνος.
«Μα κάτσε», έκανε η Μπέτυ, «έχει ενδιαφέρον αυτό που λέει, είναι φιλοσοφημένο. Δύο είναι τα σώματα, τι θέλεις να πεις;» γέλασε.
«Κι αν έχεις μωρό;» φώναξα και πετάχτηκαν οι φλέβες στο μέτωπό μου. Τα πιρούνια όλων σταμάτησαν. «Ποιανού είναι τότε αυτό;».
«Μια ζωή υπερβάλεις», είπε εκείνος. Η Μπέτυ και ο άντρας της δε μιλούσαν.
«Ποιανού είναι; Θα μου πείτε; Ποιος αποφασίζει για τη ζωή και το θάνατο του σώματός του;».
Κανείς δεν απάντησε. Ούτε πιρούνια δεν ακούγονταν.
«Έχει σώμα; Πότε αρχίζει να έχει σώμα; Αυτό. Αυτό ήθελα απλώς να πω, από την αρχή…».
Την τελευταία φράση την είπα τόσο σιγά που σχεδόν δεν ακούστηκα.
*
Στον γυρισμό τα φύλλα των δέντρων ήταν τόσο μεγάλα, που περνώντας κάτω τους, από το ένα στο αμέσως επόμενο, κατάφερα να μη βραχώ. Οι ρίζες των δέντρων είχαν ξεφυτρώσει πάνω από το έδαφος. Τα τουκάν έκραζαν και πηδούσαν στα κλαδιά δεξιά κι αριστερά.
«Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι, θα γινόμουν πουλί», είπα κι εκείνος δεν απάντησε.
Δυο αντιλόπες κοντοστάθηκαν και με κοίταξαν με μάτια σαν ασημένια κέρματα. Ύστερα χάθηκαν στο σκοτάδι. Είναι κι αυτές θηλαστικά, σκέφτηκα. Όπως εγώ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ηρώ Παππά, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι της σπουδαίας Diane Arbus