Το τραγούδι του κοκκινολαίμη

0
369

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι a.jpg

Ο Διονύσης έσπρωξε με δύναμη την αυλόπορτα και έτρεξε κάθιδρος προς τις μεγάλες μουριές του κήπου. Πέταξε το σακάκι του στο γρασίδι, κάθισε με την πλάτη του κόντρα στον κορμό της μεγαλύτερης μουριάς κι έλυσε τη γραβάτα του. Στην ηλικία των έντεκα χρόνων, δεν ήταν συνηθισμένος να φοράει κοστούμι· μονάχα όταν κάθισε στο αγαπημένο του μέρος -που πάντα τον ηρεμούσε- συνειδητοποίησε ότι τον έπνιγε η γραβάτα. Αφού κατάφερε να πάρει δυο ανάσες, ένας κοκκινολαίμης τράβηξε την προσοχή του, όταν ήρθε και στάθηκε σε ένα από τα κλαδιά πάνω από το κεφάλι του. Οι τρίλιες από το φλουταριστό τερέτισμα του κοκκινολαίμη, γλιστρούσαν αρμονικά πάνω στις αχτίνες φωτός που διαπερνούσαν τις γρίλιες των φυλλωμάτων της μεγάλης μουριάς, αφήνοντας τον Διονύση να χάσκει το μικρό πουλί σαν υπνωτισμένος.

«Έλα Διονύση, πιες λίγο να δροσιστείς» είπε ο Στέφανος που μόλις είχε φτάσει στον κήπο, και πρόσφερε το ένα από τα δύο ποτήρια λεμονάδας που κρατούσε στον μικρότερο αδερφό του. Ο Διονύσης, συνεχίζοντας να έχει το βλέμμα του προς το μικρό πουλί, άπλωσε το χέρι του και το γυάλινο ποτήρι παραλίγο να γλιστρήσει μέσα από την παλάμη του. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά, κι έβγαλε ένα επιφώνημα που ήχησε σαν να έσβησε μια φωτιά μέσα του, έτσι όπως ανακούφισε τη δίψα του με το κρύο αναψυκτικό. Ήταν αναμφίβολα το πιο ζεστό μεσημέρι εκείνου του καλοκαιριού.

Ο Στέφανος έβγαλε κι αυτός το σακάκι του και κάθισε οκλαδόν δίπλα στον Διονύση.

«Ήταν μια δύσκολη μέρα… όμως τώρα πάει, πέρασε» είπε και προσπάθησε να δροσιστεί κι αυτός, πίνοντας τη δική του λεμονάδα.

«Δεν το πιστεύω πως πέρασε ένας χρόνος από τότε που…»

Η φωνή του Διονύση έτρεμε, και δεν κατάφερε να τελειώσει τη φράση που ξεκίνησε. Κατέβασε το κεφάλι του και απέστρεψε το πρόσωπο του από τον Στέφανο. Σαν να μην μπορούσε να αρθρώσει άλλη λέξη. Αν έλεγε έστω και μια ακόμη, τα μάτια του θα είχαν πλημμυρίσει με δάκρυα. Ο Στέφανος έγειρε προς το μέρος του Διονύση και τον αγκάλιασε. Ήταν κι εκείνος συγκινημένος από την ένταση της ημέρας και τις αναμνήσεις που κατέκλυζαν το μυαλό του, αλλά δεν άφηνε τον πόνο και τη θλίψη να εκδηλωθούν. Μπορεί να ήταν μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον αδερφό του, αλλά ήταν για τον Διονύση το μεγαλύτερο στήριγμα από τότε που σκοτώθηκαν οι γονείς τους σε εκείνο το αυτοκινητικό δυστύχημα.

Ο Διονύσης έβγαλε έναν μεγάλο αναστεναγμό προτού ανακτήσει και πάλι την αυτοκυριαρχία του.

«Το πρωί στο μνημόσυνο, διάφοροι κύριοι και κυρίες, που δεν θυμάμαι καν από πού ήξεραν τους γονείς μας, με πλησίαζαν για να με συλλυπηθούν. Μια κυρία λοιπόν, ήρθε και μου είπε: “Πω-πω  Διονύση, ολόκληρος άντρας έγινες! Αν ήταν εδώ οι γονείς σου, θα ήταν πολύ περήφανοι για σένα. Να ζήσετε και να τους θυμάστε”. Στέφανε… εκείνη τη στιγμή, προσπάθησα να σκεφτώ τη μαμά και τον μπαμπά, και ήταν η πρώτη φορά, που δεν διέκρινα καθαρά τα πρόσωπά τους, αλλά έβλεπα στη θέση τους μια απροσδιόριστη θολούρα. Δεν μπορούσα να θυμηθώ τα χαρακτηριστικά τους… Και τρόμαξα! Αμέσως έφυγα και πήγα να κοιτάξω τη φωτογραφία τους στην κορνίζα που είχαμε σε ένα από τα τραπέζια της αίθουσας για το μνημόσυνο. Μόνο τότε κατάφερα να δώσω μορφή στις θολές εικόνες που είχα σχηματίσει. Το μόνο που ήθελα, ήταν να φύγουν όλοι από το μνημόσυνο μια ώρα αρχύτερα, για να έρθουμε μαζί και να κάτσουμε στον κήπο. Εδώ ήμασταν μαζί για τελευταία φορά. Το θυμάσαι;»

Ο Στέφανος έγνεψε καταφατικά. Οι γονείς τους είχαν φτιάξει αυτό το σπίτι μέσα σε λίγα χρόνια με πολύ μεράκι. Ο κήπος του εξοχικού στο χωριό, ήταν το αγαπημένο τους μέρος· η απόδρασή από την καθημερινότητα. Αμέτρητα σαββατοκύριακα είχαν περάσει σαν οικογένεια παίζοντας λογής-λογής παιχνίδια. Κάτω από εκείνες τις μουριές έλεγαν τις πιο απίθανες ιστορίες, όσο απολάμβαναν τη δροσιά που προσέφερε η σκιά τους. Εκεί ήταν και το σαββατοκύριακο, λίγες μέρες πριν από το μοιραίο ταξίδι των γονιών τους.

«Τη θυμάμαι Διονύση την τελευταία φορά που ήμασταν εδώ, πριν το δυστύχημα. Η μαμά στεκόταν στη θέση σου και εμείς οι δυο απέναντι της. Μας έλεγε πάλι κάποια ευφάνταστη ιστορία, από εκείνες που σκάρωνε επί τόπου, εμπνευσμένη από την πιο απίθανη αφορμή. Πόσο διασκεδαστικές ήταν πάντα! Εκείνη τη φορά, είχε εμπνευστεί από έναν κοκκινολαίμη που χοροπηδούσε τσιριχτά μπροστά μας, σαν αυτόν που στέκεται στο κλαδί πάνω από το κεφάλι σου. Ο μπαμπάς δεν ήταν μαζί μας από την αρχή. Είχε πάει στο μάρκετ του χωριού, κι όταν γύρισε κρατούσε στα χέρια του παγωτά για όλους. Ήταν μια πολύ ζεστή μέρα, αλλά όχι όπως η σημερινή. Μας μοίρασε τα παγωτά, κι όταν είδε ότι όλοι κοιτούσαμε τον κοκκινολαίμη, αναρωτήθηκε γιατί δεν είχαν ονομάσει αυτά τα πουλιά πορτοκαλολαίμηδες, αφού είχαν πορτοκαλί χρωματισμό στο στήθος τους, και όχι κόκκινο. Η μαμά αμέσως άλλαξε το ύφος της, και με έναν τόνο στη φωνή της σαν να έδινε διάλεξη, εξήγησε ότι λίγους αιώνες πιο πριν, το πορτοκαλί χρώμα δεν είχε ξεχωριστό όνομα σαν λέξη, αλλά το ανέφεραν ως κίτρινο-κόκκινο. Οπότε, αφού το πορτοκαλί ήταν ένας χρωματισμός του κόκκινου, τα πουλιά αυτά πήραν το όνομα κοκκινολαίμης! Τόσο απλά. Και μετά…»

Ο Διονύσης που είχε παρασυρθεί, και ξαναζούσε τα γεγονότα, διέκοψε τον Στέφανο και συνέχισε την εξιστόρηση.

«Και μετά ο μπαμπάς πήγε σιγά-σιγά προς το πουλάκι, έβαλε τα χέρια του στη μέση, και ρώτησε σαν να περίμενε κάποια απάντηση: “Kαι τώρα μικρούλη μου που ξέρουμε το πορτοκαλί χρώμα πώς λέγεται, πώς θα προτιμούσες να σε φωνάζουμε; Κοκκινολαίμη ή πορτοκαλολαίμη;” Κι αρχίσαμε να γελάμε τόσο, που το καημένο το πουλάκι από την τρομάρα του πέταξε μακριά!»

Οι δυο τους γέλασαν τόσο δυνατά, λες και ξαναζούσαν τη στιγμή. Από την ένταση των γέλιων, ο κοκκινολαίμης που στεκόταν πριν στο κλαδί πάνω από τον Διονύση τρόμαξε κι αυτός. Όταν τον είδαν να πεταρίζει και να απομακρύνεται βιαστικά, ο Διονύσης σηκώθηκε για να μιμηθεί τον πατέρα του. Έβαλε τα χέρια του στη μέση, και άλλαξε τη φωνή του για να ακούγεται σχεδόν σαν εκείνον: «Τελικά δεν μας είπες… Πώς θέλεις να σε λέμε; Κοκκινολαίμη ή πορτοκαλολαίμη;» και τα γέλια συνεχίστηκαν δυνατότερα.

Η θύμηση αυτού του περιστατικού, κατάφερε να αποφορτίσει τα δυο αδέρφια. Η προηγούμενη συγκίνηση που τους αγκάλιαζε, έδωσε τη θέση της στα γέλια και σε μια γλυκόπικρη εσωτερική ηρεμία. Ο Διονύσης πήγε να ξανακαθίσει, αλλά κάτι στον ουρανό του τράβηξε την προσοχή. Στον ορίζοντα είδε ένα αερόστατο που είχε ένα κόκκινο μπαλόνι σε σχήμα καρδιάς. «Κοίτα!» είπε στον Στέφανο και έδειξε προς το αερόστατο που φαινόταν τόσο μικρό από εκείνη την απόσταση. «Μια μικρή κόκκινη αιωρούμενη καρδιά που διασχίζει αργά τον ορίζοντα. Αν ήταν εδώ η μαμά, σίγουρα θα σκάρωνε μια ιστορία γι’ αυτό το αερόστατο».

Ο Στέφανος ανασηκώθηκε, κι έβαλε την παλάμη του μπροστά στο μέτωπο του σαν γείσο για να δει καλύτερα το αερόστατο, αφού οι αχτίνες του ήλιου έπεφταν μέσα στα μάτια του και τον θάμπωναν. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του, και τότε γύρισε προς τον Διονύση με ένα σκανδαλιάρικο ύφος, μιας και του ήρθε μια καταπληκτική ιδέα: «Τι θα έλεγες να φτιάξουμε εμείς μια ιστορία, όπως θα έκανε και η μαμά;» Η ιδέα άρεσε στον Διονύση, και περίμενε από τον αδερφό του να του πει πως θα τη σκάρωναν.

«Ας κλείσουμε τα μάτια. Ακολούθησε τις οδηγίες μου. Σήκωσε το δάχτυλο σου, και σχημάτισε μ’ αυτό ένα αερόστατο. Πρόσεχε όμως. Πριν το ζωγραφίσεις με το χέρι σου, να το φανταστείς μέσα στο μυαλό σου όσο πιο καλά γίνεται, με τις περισσότερες λεπτομέρειες!»

Ο Διονύσης άρχισε να χρησιμοποιεί τη φαντασία του. Σκέφτηκε ένα μεγάλο καλάθι από υφαντή ψάθα. Η πλέξη του θα ήταν από δυο αποχρώσεις του καφέ. Μια σκουρόχρωμη και μια ανοιχτόχρωμη, έτσι ώστε να δημιουργούνται γεωμετρικά σχήματα. Στο μυαλό του φάνταζε να γίνεται ένας ωραίος συνδυασμός. Η κουπαστή θα ήταν μεταλλική και θα ήταν βαμμένη με ένα έντονο κόκκινο χρώμα. Στα πλευρά του καλαθιού, θα υπήρχαν δυο μεγάλες λευκές φτερούγες με μαύρες πιτσιλιές. Θα ήταν φτερά από άλμπατρος, γιατί από ότι θυμόταν από το σχολείο, αυτά τα πουλιά είχαν το μεγαλύτερο άνοιγμα φτερών. Μπορεί να μην χρειαζόταν φτερά ένα αερόστατο για να αιωρείται στον ουρανό, αλλά το δικό του αερόστατο θα είχε και φτερά!

«Έτοιμος;» ρώτησε ο Στέφανος, που διέκοψε τον δημιουργικό οίστρο του Διονύση.

«Λίγες ακόμα πινελιές και έτοιμο!»

Ο Διονύσης συνέχισε τη φαντασιακή του δημιουργία και σκέφτηκε πως θα του άρεσε το μπαλόνι να ήταν ένα μεγάλο άσπρο σύννεφο, που θα είχε ένα στόμα για να φυσάει αέρινες ριπές και να δίνει ταχύτητα στο αερόστατο, όποτε ήταν αναγκαίο. Με πολύχρωμα σύρματα θα δενόταν το σύννεφο στο καλάθι, και από τον καύστη θα κρεμόταν ένα σχοινί με κόκκινη, πράσινη και χρυσαφί πλέξη, που θα κατέληγε σε μια φούντα ίδιου χρωματικού συνδυασμού.

Ο Διονύσης έκανε μια κίνηση με το χέρι του, σαν να ζωγράφιζε με το δάχτυλο του την εικόνα της φαντασίας του. Άνοιξαν τα μάτια τους και ως εκ θαύματος το αερόστατο ήταν μπροστά τους! Οι δυο τους ήταν ντυμένοι στα χακί, σαν εξερευνητές της ζούγκλας, με πάνινα στρογγυλά καπέλα ίδιου χρώματος και με κιάλια που κρέμονταν με λουριά από τον λαιμό τους, αποτέλεσμα της δημιουργικής φαντασίας του Στέφανου αυτή τη φορά.

«Που πάμε συγκυβερνήτα; Ποιά θα είναι η ιστορία μας;» ρώτησε ο Στέφανος αφού ανέβηκαν και οι δυο στο καλάθι του αερόστατου.

«Πάμε να προλάβουμε το αερόστατο-καρδιά!» απάντησε ο Διονύσης, κι αμέσως έπιασε τη φούντα πάνω από το κεφάλι του και τράβηξε το σχοινί που άνοιγε τη βαλβίδα, απελευθερώνοντας φλόγες από τον καύστη. Οι πύρινες γλώσσες θέρμαναν τον αέρα στο σύννεφο-μπαλόνι και το αερόστατο άρχισε να παίρνει ύψος. Σε λίγο, οι μεγάλες μουριές του κήπου με τη σκιά τους, ήταν μια ακόμα πινελιά στην απέραντη ζωγραφιά του οπτικού τους πεδίου.

Το αερόστατο ξεκίνησε την πορεία του προς την κόκκινη αιωρούμενη καρδιά. Οι δυο συγκυβερνήτες  κρεμάστηκαν στην κουπαστή, ο καθένας από την πλευρά του, και με τα κιάλια τους παρατηρούσαν την κοιλάδα ανάμεσα στους καταπράσινους λόφους και το φως που λαμπύριζε πάνω στα κρυστάλλινα νερά του ποταμού που τη διέσχιζε. Ο κυβερνήτης Διονύσης διέκρινε δυο καβαλάρηδες κοντά στο ποτάμι, μάλλον αγρότες, ο ένας πάνω σε ένα άσπρο άλογο και ο άλλος πάνω σε ένα γκρι γαϊδούρι που κατευθύνονταν προς έναν ανεμόμυλο.

«Δες συγκυβερνήτα! Ο Δον Κιχώτης με τον Σάντσο Πάντσα! Φαίνονται έτοιμοι να τα βάλουν με τον μεγάλο βλοσυρό γίγαντα!»

Ο Στέφανος γύρισε με τα κιάλια του προς το σημείο που υπέδειξε ο Διονύσης.

«Με έναν μόνο γίγαντα για αντίπαλο, έχουν πολλές πιθανότητες να βγουν νικητές από αυτή την αναμέτρηση. Πλησιάζουν τον τεράστιο γίγαντα…  Πω-πω! Η μάχη φαίνεται θα είναι αμφίρροπη… Μα… Αυτός ο γίγαντας έχει τόση δύναμη που δεν έχει ικανό αντίπαλο για να τον ανταγωνιστεί. Κοίτα πως τους έπιασε με τα μεγάλα του χέρια και τους έκανε και τους δυο μια χαψιά!» είπε ο Διονύσης και έδειξε προς τους δυο αγρότες που άνοιγαν την πόρτα για να μπουν μέσα στον ανεμόμυλο.

Το αερόστατο είχε διασχίσει την κοιλάδα του ποταμού και περνούσε πάνω από τους λόφους που την χώριζαν από την επόμενη κοιλάδα. Το μπαλόνι της κόκκινης καρδιάς άρχισε να φαίνεται πιο μεγάλο όσο πλησίαζαν, αλλά δεν μπορούσαν ακόμα να διακρίνουν τους επιβάτες στη γόνδολα που τους μετέφερε. Ο κυβερνήτης Διονύσης τράβηξε έναν μοχλό, και το σύννεφο πάνω από τα κεφάλι τους φύσηξε μερικές δυνατές ριπές αέρα, δίνοντας μεγαλύτερη ώθηση στο αερόστατο.

Ο κυβερνήτης Στέφανος που είχε επιστρέψει στη δική του μεριά, πρόσεξε με τα κιάλια του μια αλεπού να διασχίζει κάθετα ένα αγροτικό δρομάκι και να τρέχει μέσα σε ένα χωράφι. Σκούντηξε τον ώμο του Διονύση και του έδειξε που έπρεπε να κοιτάξει.

«Κι εδώ συγκυβερνήτη Διονύση, δες την αλεπού που τρέχει ανάμεσα στα χρυσαφένια στάχυα. Μάλλον είναι η εξημερωμένη αλεπού, η φίλη του Μικρού Πρίγκιπα. Να! Διακρίνω τις ξανθές μπούκλες του. Εκεί πρέπει να είναι κρυμμένος. Κάθεται και τη χαϊδεύει. Δες πόσο χαρούμενη είναι η αλεπού και πως στριφογυρνάει γρήγορα γύρω του! Τι κρίμα που εκείνος πρέπει να φύγει για να πάει να βρει το τριαντάφυλλο του… Δες την τώρα που προσπαθεί να ακούσει το θρόισμα των σταχυών που δημιουργεί η βουή του ανέμου, για να τον νιώθει πάντα κοντά της…» και έδειξε ξανά ο Στέφανος την αλεπού, που ξεπρόβαλε πίσω από μια πέτρα, κρατώντας με το στόμα ένα μικρό αλεπουδάκι, επιστρέφοντας μάλλον στη μονιά της.

«Πρέπει να καταφέρουμε να φτάσουμε το αερόστατο-καρδιά πριν φτάσει στην ομίχλη του ψηλού βουνού, στο τέλος της κοιλάδας. Θα χρειαστούμε και τη βοήθεια των φτερών που έχει το καλάθι στα πλευρά του» είπε ο κυβερνήτης Διονύσης, και με έναν άλλο μοχλό, τα φτερά άνοιξαν και άρχισε το αερόστατο να πετάει, σαν το πιο γρήγορο πουλί, ροκανίζοντας την απόσταση μεταξύ των δυο αερόστατων. Με τα κιάλια μπορούσαν πλέον να διακρίνουν τους δυο επιβάτες που ήταν στη γόνδολα του αερόστατου με το μπαλόνι σχήματος καρδιάς.

«Στέφανε… αυτοί εκεί… ο μπαμπάς και η μαμά είναι που πετάνε με το  αερόστατο. Έτσι δεν είναι;»

«Έτσι θέλεις να συνεχιστεί η ιστορία μας;» ρώτησε ο Στέφανος.

«Αυτοί είναι! Πάμε να τους βρούμε! Δεν θέλω να ξεχάσω ξανά τα πρόσωπα τους. Δεν θέλω να τους χάσω ξανά… πάμε πιο γρήγορα! Ετοιμάζονται να χαθούν στην ομίχλη του ψηλού βουνού. Πρέπει να τους προλάβουμε!»

«Η μαμά και ο μπαμπάς, θα ήταν πολύ χαρούμενοι αν σήμερα μας άκουγαν. Και πώς να χαθούν, όταν τους έχουμε έτσι στην καρδιά μας και ζουν μαζί με μας κάθε λεπτό; Δεν θα ξεχάσεις άλλη φορά τα πρόσωπά τους Διονύση. Και αν αυτό γίνει, θα στα θυμίζω εγώ, σκαρώνοντας νέες ιστορίες όπως τη σημερινή ή εξιστορώντας τις τόσο ωραίες αναμνήσεις μας. Και όταν έρθει η ώρα, θα πάμε να τους βρούμε. Αλλά όχι ακόμα… πρώτα θα ζήσουμε και για εμάς, και γι’ αυτούς!»

Το αερόστατο με το κόκκινο μπαλόνι σχήματος καρδιάς, χάθηκε μέσα στην πυκνή ομίχλη του ψηλού βουνού που ήταν μπροστά τους. Τα δυο παιδιά κοίταξαν το ένα το άλλο συγκινημένα και αγκαλιάστηκαν.

Τα τερετίσματα του μικρού πουλιού που είχε επιστρέψει στο κλαδί της μουριάς γίνονταν όλο και πιο δυνατά, τραβώντας την προσοχή τους. Ποιος ξέρει; Ίσως ο μικρός τους φίλος είχε γυρίσει για να ανακοινώσει πως θα ήθελε να τον φωνάζουν. Πορτοκαλολαίμη ή κοκκινολαίμη;

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής