~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Γιώργος δεν αισθανόταν πια άνθρωπος. Όταν κάποια στιγμή ο Αδάμ τον πείραξε για την Αγγλιδούλα, προσπαθώντας να του ανεβάσει το ηθικό, εκείνος απάντησε:
«Τη λυπάμαι κι αυτή, που έμπλεξε μαζί μου… Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, Αδάμ. Δεν μπορώ να γαμήσω, δεν μπορώ να φάω, δεν μπορώ να χέσω, δεν μπορώ να κοιμηθώ… Τίποτα.»
Το πόσο αλήθεια έλεγε, ο Αδάμ το βίωσε μια μέρα που έπαιζαν μουσική.
Ο Γιώργος ήταν γνωστός στην παρέα για την ακρίβεια αναπαραγωγής των πιο δύσκολων σόλο. Δεν είχε καλό αυτί ούτε ιδιαίτερο ταλέντο στους αυτοσχεδιασμούς, αλλά ήταν μελετηρός και επίμονος, έτσι έπαιζε νότα προς νότα ακόμα και τα σόλο του Μάλμστέιν.
Ένα απόγευμα ξεκίνησαν να παίζουν το “Comfortambly Numb” των Pink Floyd. Ο Αδάμ έπαιζε ακουστική και τραγουδούσε, η Αγγλιδούλα έκανε δεύτερα φωνητικά και ο Γιώργος σόλο.
Αυτό το κομμάτι το είχαν παίξει μαζί εκατοντάδες φορές, αλλά σαν έφτασαν στο τελικό σόλο και μετά από λίγες νότες, τα δάκτυλα του Γιώργου ακινητοποιήθηκαν στην ταστιέρα, ενώ τα μάτια του, απλανή έμειναν να κοιτάζουν τον Αδάμ.
«Τι έγινε;» τον ρώτησε ο Αδάμ. «Ξέχασες το σόλο;»
«Συγνώμη, ρε φίλε», είπε εκείνος, «αλλά ποιο κομμάτι παίζουμε;»
Δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να είναι Χέντριξ.
~~~
Οι φίλοι μαζεύονταν και αλλάζανε ανά οκτάωρο. Με άλλους έπαιζε μουσική, όπως μπορούσε, με άλλους την έπινε και άκουγε Μάρλει.
Ένα από αυτά τα απογεύματα, καθώς ο Γιώργος έστριβε ένα από τα όχι και τόσο αποτελεσματικά παυσίπονα του, κάποιος από τους φίλους βγήκε για να πάει στην τουαλέτα. Γύρισε έντρομος.
«Είναι ένας μπάτσος έξω. Μιλάει με τη μάνα σου», κατάφερε να πει.
Ο Γιώργος βγήκε για να δει τι συνέβαινε και οι υπόλοιποι άνοιξαν τα παράθυρα, άρχιζαν να ψεκάζουν με αρώματα και να κρύβουν όπως μπορούσαν τα σύνεργα των παυσίπονων.
Μετά από λίγο γύρισε ο Γιώργος, μαζί με τον αστυνομικό.
«Παιδιά, από ‘δω ο Νίκος», είπε ο Γιώργος συστήνοντας τον αστυνομικό. «Είναι οικογενειακός φίλος.»
Η παρέα κατάφερε να ψελλίσει κάτι σαν χαιρετισμό. Αν εκείνος έκανε μια απότομη κίνηση, έτσι για αστείο, ένα «ΜΠΟΥ!», θα πεταγόντουσαν όλοι από το παράθυρο.
Ο Νίκος έκατσε στο κρεβάτι (αν σήκωνε την κουβέρτα θα έβρισκε ένα μισοτελειωμένο τσιγαριλίκι) και είπε: «Κιθαρούλα; Κι εγώ έπαιζα κάποτε.»
Πήρε μια κιθάρα και προσπάθησε να θυμηθεί τα ακόρντα. Ξεκίνησαν να μιλάνε για τους μεγάλους της ροκ, έπαιξαν ένα-δυο κομμάτια και έφυγε.
«Ξηγημένος ο μπάτσος», παραδέχτηκαν όλοι.
«Είναι καλός φίλος του πατέρα μου», εξήγησε ο Γιώργος. «Μάλιστα είπε στη μάνα μου ότι αν χρειαστώ φούντα μπορεί να μου βρει… Αρκεί να σταματήσω αυτό το διάολο.»
Και σαν να προσπαθούσε να γλεντήσει για την καβάτζα έστριψε ένα κάπως πιο μεγάλο τσιγάρο.
~~~
Ένας από τους φίλους που έπαιρναν μέρος στις θεραπευτικές «σεάνς» ήταν ο (ας τον πούμε) Παύλος. Αυτός ήταν δύο χρόνια μικρότερος από τους υπόλοιπους, αλλά όταν έμπαινε του έδιναν την κιθάρα και σταματούσαν να αναπνέουν.
Ο Παύλος ήταν ο πιο ταλαντούχος μουσικός που είχε δει ο Αδάμ in vivo. Σπούδαζε μουσική από πέντε χρονών και όλοι πίστευαν ότι θα είχε ένα λαμπρό μέλλον.
Η μουσική του ήταν το καλύτερο παυσίπονο για το Γιώργο.
~~~
Ο καιρός περνούσε και ο Γιώργος γινόταν όλο και πιο… φυσιολογικός. Είχε κόψει τα χάπια και είχε ελαττώσει και τα τσιγαριλίκια.
Μια μέρα ο Αδάμ τον βρήκε να διαβάζει ένα βιβλίο –πράγμα όχι και πολύ συνηθισμένο. Κοίταξε τι διαβάζει και έσκασε στα γέλια.
«Μα καλά, κάτι χειρότερο δεν μπορούσες να βρεις;» τον ρώτησε.
«Τα λέει πολύ καλά», είπε ο Γιώργος.
Το βιβλίο ήταν το «Junkie» του Μπάροουζ, όπου ο πάπας του μπήτνικ κινήματος περιγράφει πολύ ρεαλιστικά τις εμπειρίες του από την πρέζα (τότε ήταν μορφίνη, αφού υπήρχε μεγάλο απόθεμα λόγω των πολέμων).
Ο Γιώργος το απολάμβανε, όπως μια γυναίκα που κάνει εξαντλητική δίαιτα και διαβάζει τα βιβλία ζαχαροπλαστικής του Παρλιάρου.
~~~
Την τρίτη βδομάδα, και ενώ ο Γιώργος ήταν όλο και καλύτερα, η Αγγλιδούλα εξαφανίστηκε. Αυτό ο Αδάμ δεν το κατάλαβε. Μάλλον τη γοήτευε το όλο δράμα, να «σώζει» με τον έρωτα της έναν Έλληνα κολασμένο. Και σίγουρα δεν είχε καμιά διάθεση να μείνει μαζί του σε εκείνη την ποντικοπαγίδα, να τον παντρευτεί και να κάνει ένα τσούρμο παιδιά από τα είκοσι ένα.
Ο Γιώργος φάνηκε μάλλον να ανακουφίζεται.
Είχε αρχίσει πλέον να τρώει, να χέζει, να κοιμάται και να θυμάται ποιο τραγούδι έπαιζε. Σιγά-σιγά σταμάτησε και τα τσιγαριλίκια και του έφταναν οι μπύρες –αυτές με κάποια υπερβολή για να είμαστε ειλικρινείς.
~~~
Στις αρχές του Μάη ο Αδάμ με τον Γιώργο έπαιζαν ένα δωδεκάμετρο μπλουζ. Δεν υπήρχαν πια κενά μνήμης ούτε χάσματα στο παίξιμο του. Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα, μπήκε ο Παύλος και έψαξε να βρει ένα όργανο για να συμμετέχει. Βρήκε μια φυσαρμόνικα και ξεκίνησε να παίζει λες και ήταν από το δέλτα του Μισσισιπή.
«Πότε έμαθες φυσαρμόνικα;» τον ρώτησε ο Αδάμ σαν σταματήσανε.
«Τώρα», είπε ο Παύλος γελώντας, «είναι πολύ εύκολο όργανο.»
~~~
Ανοίξανε μπύρες και ο Γιώργος παραδέχτηκε ότι αν δεν είχε την παρέα δε θα τα είχε καταφέρει.
«Δηλαδή», του είπε ο Αδάμ, «τώρα είσαι εντάξει; Καθάρισες;»
«Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα», είπε ο Γιώργος.
«Τι εννοείς; Δεν την έχεις ανάγκη πια, έτσι δεν είναι;»
«Δεν είναι τόσο απλό…» Έδειξε έξω. «Τι θα κάνω σε αυτό το γαμημένο μέρος; Δεν υπάρχει τίποτα.»
«Έχεις τη μουσική», του είπε ο Παύλος.
«Τη μουσική την έχεις εσύ», απάντησε ο Γιώργος. «Από εσένα περιμένουμε να γίνεις μεγάλος. Εγώ παίζω ό,τι διαβάζω. Δεν μπορώ να πάω παρακάτω.»
Ο Αδάμ σηκώθηκε τσαντισμένος.
«Πλάκα μας κάνεις; Δικαιολογία είναι αυτή; Αν δε σου αρέσει το μέρος σήκω φύγε.»
«Και που να πάω;»
«Όπου γουστάρεις.»
«Δεν ξέρω», έκανε ο Γιώργος. «Δεν μπορώ να εμπιστευτώ τον εαυτό μου.»
Σταμάτησαν να μιλάνε. Ο Αδάμ θυμήθηκε ένα στίχο: «I’ve got a strong urge to fly, but I got nowhere to fly to».
Όλοι κάπως έτσι αισθάνονταν σε ‘κείνη την πόλη.
~~~
Λίγες μέρες μετά ο Αδάμ το πήρε απόφαση: Θα έφευγε.
Κατάφερε να πάρει τα λεφτά για το εισιτήριο από τον πατέρα του, προκειμένου να πάει σε ένα νησί να δουλέψει για το καλοκαίρι.
Ο Γιώργος στεναχωρήθηκε σαν το έμαθε.
«Ωραία», είπε, «εσύ φεύγεις, ο Κώστας θα πάει στο Λουτράκι στο μαγαζί του θείου του, ο Παύλος πάει φαντάρος.»
«Ο Παύλος φαντάρος; Ωχ.»
«Μην ανησυχείς γι’ αυτόν. Στην μπάντα θα είναι, μια χαρά θα περάσει. Έχει τη μουσική του αυτός».
«Δε φτάνει μόνο αυτή», είπε ο Αδάμ προβλέποντας την άσχημη κατάληξη του Παύλου.
«Εγώ να δω τι θα κάνω», είπε ο Γιώργος.
Ο Αδάμ δεν ήξερε να του πει. Λίγες μέρες μετά έφυγε για πάντα από εκείνη την πόλη.
~~~
Στο νησί που βρέθηκε έβγαλε καινούριες ρίζες. Έγινε αυτόνομος, βρήκε καινούριους φίλους, δούλευε σκληρά, αλλά μάζευε λεφτά και κάθε χρόνο έκανε και ένα ταξίδι στο εξωτερικό.
Για το Γιώργο μάθαινε διάφορα. Κάποια στιγμή ξανάπεσε στην πρέζα. Για να βγει πήγε σε κέντρο αποτοξίνωσης. Βγήκε, ξαναμπήκε, ξαναβγήκε.
Από κάποιον γνωστό έμαθε ότι οι γονείς του Γιώργου είχαν πληρώσει για να αλλάξει όλο του το αίμα, αλλά δεν το πίστεψε.
~~~
Τρία χρόνια μετά από εκείνον τον Απρίλη της αποτοξίνωσης ο Αδάμ δούλευε, όταν το αφεντικό του τον φώναξε στο τηλέφωνο. Ήταν ο Γιώργος και από τη φωνή του μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν πάλι στην ντρόγκα.
Ο Γιώργος του είπε ότι βρισκόταν στο απέναντι νησί και ήθελε, αν μπορούσε, να τον φιλοξενήσει για λίγο καιρό.
Ο Αδάμ δεν ήθελε. Είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του αφεντικού του, έβγαζε καλά λεφτά, είχε γκόμενα, είχε παρέες, έβγαινε τα βράδια και έπαιζαν μουσικές, περνούσε μια ωραία ζωή –αν και κάπως επίπεδη.
Αν τον έβλεπαν με το πρεζόνι….
Ξεκίνησε να λέει διάφορες δικαιολογίες. Ότι είχε ένα μικρό δωμάτιο χωρίς δεύτερο κρεβάτι και ότι δούλευε όλη μέρα και ότι έπρεπε…
Ο Γιώργος τον διέκοψε. Ήταν έξυπνος άνθρωπος και περήφανος.
«Μη σε νοιάζει, ρε Αδαμάκο, καταλαβαίνω. Ούτε κι εγώ θα με έκανα παρέα έτσι όπως είμαι… Να ‘σαι καλά.»
Και το έκλεισε.
~~~
Ο Αδάμ έμεινε με το ακουστικό στο χέρι, να κοιτάει το απέναντι νησί. Μετά τον φώναξε το αφεντικό και συνέχισε να τρέχει, γύρω από τον εαυτό του.
Λίγους μήνες μετά κατάλαβε ότι έτρεχε χωρίς λόγο. Σήκωσε από την τράπεζα όσα λεφτά είχε μαζέψει, αποχαιρέτησε τους πάντες και έφυγε από τη χώρα.
Χωρίς να έχει συγκεκριμένο προορισμό -«but i got no where to fly to».
——-
Τα τελευταία νέα που έμαθε για το Γιώργο ήταν ότι ζούσε στην Αυστραλία και ήταν καθαρός.
Ο Παύλος, ο πιο ταλαντούχος άνθρωπος που είχε συναντήσει, έβγαλε το στρατό αλώβητος, αλλά λίγα χρόνια μετά έπεσε με τα μούτρα κι εκείνος στην πρέζα.
~~~~
«Πρέζες υπάρχουν πολλές. Αλλά η ηρωίνη σκοτώνει», όπως είπε o αληθινός Παύλος.