3) Silicon Valley και Εξάρχεια
Βγήκαμε από την “Dealing area, secured by Greek Police” και παρκάραμε σε πιο ασφαλή περιοχή, στην οδό Στουρνάρη.
«Αυτή», μου είπε ο Μάριος, «ήταν κάποτε η Σίλικον Βάλεϊ της Ελλάδας.»
Όποτε ακούω τέτοιες συγκρίσεις, ακόμα και όταν λέγονται ως αστείο, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ τη Ζωζώ Σαπουντζάκη. Γι’ αυτήν δε λέγανε ότι είναι η Τίνα Τάρνερ της Ελλάδας; Ή μήπως ήταν η Ρίτα Σακελλαρίου;
Και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου είναι ο Μπρους Σπρίνγκστιν της Ελλάδας, ενώ η Βίσση όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει Μαντόνα –της Ελλάδας πάντα. Η Ελλάδα ήθελε να γίνει Δανία του Νότου και η Κύπρος Νορβηγία της Μεσογείου.
Αναρωτιέμαι… Τον Παπαδιαμάντη, τον Καζαντζάκη και τον Κουν τους παρομοίαζαν με κάποιους ξένους ομότεχνούς τους;
Στη Σίλικον Βάλεϊ της Ελλάδας μάλλον έπεσε περονόσπορος. Τα μισά μαγαζιά ήταν κλειστά, με τα «Ενοικιάζεται», «Πωλείται», «Εκποίηση» να θυμίζουν τη μοίρα του μεσογειακού νότου, και στα άλλα μισά οι ιδιοκτήτες περίμεναν την άνοιξη –για να έχουν μύγες να κυνηγάνε.
Η περιβόητη ανάπτυξη του Στουρνάρα μάλλον αφορά μόνο στους Μπιλ Γκέιτς της Ελλάδας.
Περάσαμε έξω από ένα κτίριο όπου κανείς δεν σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της Χούντας και κατευθυνθήκαμε προς τον ομφαλό της αναρχοαυτόνομης Γης, την πλατεία Εξαρχείων.
Δεν ήμουνα ποτέ θαμώνας της, αλλά στη μνήμη μου δέσποζε σαν ένα μυθικό μέρος, κάτι σαν τη Μέση Γη της Τριλογίας του Δαχτυλιδιού, όπου τα πάντα μπορούσαν να συμβούν.
Δεν την είχα περπατήσει στην ακμή της, τότε που την αλώνιζαν οι μυθικές φιγούρες του Νικόλα, της Κατερίνας και του Παύλου, των βασιλιάδων που όλα εμείς τα Χόμπιτ συνηθίζουμε να λατρεύουμε.
Την πρόλαβα στην παρακμή της, στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα, όταν το Γκόλουμ είχε πάρει το δαχτυλίδι και πήγαινε να το παραδώσει στον Σάουρον. Το Κακό και τα Ορκ του επικράτησαν, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται ο Τόλκιν, κι εμείς περιμένουμε έναν Άραγκορν να μας σώσει –ή έστω έναν Φρόντο.
Η πλατεία μου φάνηκε τόσο… μικρή. Δεν ξέρω αν έφταιγε η ανάπλαση (ούτε αν της κάνουν ανάπλαση) ή αν απλά εγώ έγινα πολύ μεγάλος για να πιστεύω σε βασιλιάδες.
Ο Μάριος με ρώτησε αν πεινούσα και αν ήθελα να με κεράσει κάτι. Βεβαίως και ήθελα και ήξερα και το μέρος: Ο ανεξίτηλος «Κάβουρας», όπου τρώγαμε πριν αρχίσουμε το μακρύ πηγαιμό για το Λυκαβηττό.
Τίποτα όμως δεν είναι ανεξίτηλο, τίποτα δεν είναι άφθαρτο, πέρα από τις αναμνήσεις μας.
Μέσα στον Κάβουρα ένιωσα λες και βρισκόμουν σε τράπεζα ή σε πολιτικό γραφείο. Τόσοι πολλοί κουστουμαρισμένοι και η διακόσμηση, τα έπιπλα, όλα σαν τη σελίδα 128 του καταλόγου της ΙΚΕΑ.
Πήρα δυο πίτες με γύρο (εκεί κάτω δεν είναι σάντουιτς, καρντάση, ούτε τα φτιάχνουν τόσο μεγάλα) και όταν ο Μάριος με ρώτησε αν ήθελα να κάτσουμε για να φάμε αρνήθηκα.
«Στο δρόμο», του είπα και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω πίσω την πλατεία, για να μη γίνουν οι αναμνήσεις μου στήλες άλατος σαν τη γυναίκα κάποιου που θέλησε να δει για τελευταία φορά τα Σόδομα και τα Γόμορρα, αυτά που κατεδάφισε ο Γιαχβέ για να φτιάξει parking lot, αγαπητέ μου Λωτ.
4) Η Ένατη Πύλη των Κόμιξ
Το comicon-shop βρίσκεται κάτω από τα γραφεία της Μαμούθ Κόμιξ. Και η Μαμούθ Κόμιξ είναι η Marvel Comics της Ελλάδας -όσοι έχετε γεννηθεί πριν το ’90 θα το γνωρίζετε.
Όταν πρότειναν στο Μάριο να αναλάβει το μαγαζί εκείνος δυσανασχέτησε. Δεν είναι θιασώτης της εργασίας, γιατί -όπως ο Σόλων και ο Λουκάς- έχει πολύ καλύτερα πράγματα να κάνει.
Αλλά καθώς βρισκόταν μέσα στο εγκαταλειμμένο μαγαζί με τους «Μαμούθ» και απέκρουε τις προτάσεις τους είδε δυο πιτσιρίκια να χώνουν τα μούτρα τους στη σκονισμένη βιτρίνα. Έπειτα ένα από αυτά πήρε το θάρρος, άνοιξε την πόρτα και ρώτησε: «Θα… ξανανοίξετε;»
Οι Μαμούθ κοίταξαν το Μάριο κι εκείνος απάντησε χωρίς καθόλου να το σκεφτεί: «Ναι!»
Μπαίνοντας στο comicon-shop ένιωσα το ίδιο δέος όπως εκείνο το πιτσιρίκι –αν και δεν γνώριζα ακόμα την ιστορία που προανέφερα. Ήθελα να πάω στο σπίτι, να σπάσω τον κουμπαρά μου -που κουδούνιζε από τα λεφτά που κέρδισα λέγοντας τα κάλαντα, και να αγοράσω όσο περισσότερα τεύχη μπορούσα, μαζί με ενάμιση λίτρο πορτοκαλάδα με ανθρακικό και μια μεγάλη συσκευασία γεμιστά μπισκότα Παπαδοπούλου. Να κλείσω την ΥΕΝΕΔ, να κάτσω στο κρεβάτι και να το γεμίσω ψίχουλα και ήχους: «Καμπούμ, ζναπ, σλαπ, ζβουινγκ, κλαψ, μπαμ, φρουφ, ντόινγκ…»
Το κόμιξ είναι συνώνυμο της παιδικότητας, όπως η πολιτική είναι συνώνυμο της κλεψιάς και του ψεύδους. Ακόμα και αν διαβάζεις το «Κεφάλαιο» του Μάρξ σε κόμιξ (ναι! υπάρχει!) ή το Logicomix, ακόμα και αν διαβάζεις Ron Cobb, Reiser ή το «Φαβορίτη», αισθάνεσαι να γίνεσαι παιδί, για ένα λόγο που ο Πιαζέ θα εξηγούσε έξοχα: Τα παιδιά λειτουργούν αυτιστικά, περισσότερο με εικόνες και σύμβολα, παρά με αφηρημένες έννοιες. Ρωτήστε και την Τεμπλ Γκράντιν, αν έχετε αμφιβολίες.
Ένα παιδί δε θα καταλάβει τίποτα για την ελευθερία αν του διαβάσετε τα τέσσερα δοκίμια του Isaiah Berlin «Περί ελευθερίας». Δείξτε ‘του την εικόνα ενός ανοικτού κλουβιού, άδειου, με το καναρίνι να πετάει προς τον ουρανό και (ακόμα και το δίχρονο) θα καταλάβει τι θέλετε να του πείτε.
Ο Μάριος με την κυρά του, την Αναστασία, έμοιαζαν να είναι οι τέλειοι οικοδεσπότες για ένα τέτοιο μέρος. Ενώ κατείχαν τις απόκρυφες γνώσεις της ένατης τέχνης, δεν συμπεριφέρονταν ως μάγοι, αλλά ως καλικάντζαροι, που πηδούσαν από ράφι σε ράφι και ξετρύπωναν τα απόκρυφα ευαγγέλια της χαμένης μας παιδικότητας, ακόμα κι αν αυτή εκφραζόταν με στίχους του Καβάφη ή με «άσεμνες» εικονογραφήσεις του Μανάρα.
Σας έχει τύχει ποτέ να βρεθείτε στο σπίτι νέων γονιών; Που βγάζουν το άλμπουμ με τις φωτογραφίες του μωρού τους –μόλις έκλεισε τους έξι μήνες- και αρχίζουν να σας δείχνουν περήφανοι εκατοντάδες παρόμοιες φωτογραφίες του μωρού, εξηγώντας σας με λεπτομέρειες πως και γιατί τραβήχτηκε η κάθε φωτογραφία;
Έτσι αισθάνεται κάθε καλλιτέχνης για τη δουλειά του, έτσι αισθάνεται κάθε άνθρωπος που αγαπάει αυτό που κάνει: Σαν να δείχνει τις φωτογραφίες του μωρού του.
Παρακολουθώντας ‘τους, το Μάριο και την Αναστασία, κατάλαβα ποιο είναι το μεγαλείο και το δράμα της χώρας μας: Ότι οι άνθρωποι που αγαπάνε τη ζωή είναι αναγκασμένοι να απολογούνται και να χρηματοδοτούν εκείνους που την φθονούν.
Δράμα, γιατί οι φθονεροί επικρατούν. Μεγαλείο, γιατί οι ζωντανοί συνεχίζουν.
Ίσως αυτή (η παραπάνω πρόταση) να είναι η πιο σύντομη ιστορία της ανθρωπότητας.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ