Με το συμπάθειο και με το μπαρδόν που σας ειδοποιάω την ύστατη στιγμή, αλλά μέχρι τελευταίας ρανίδας του χρόνου πάλευα για να δω τι θα γίνει με τους υψηλούς προσκεκλημένους που θα… Περιμένετε! Θα σας περιγράψω επακριβώς τις συνομιλίες που είχα σήμερα, γιατί μπορεί να μην με πιστεύετε.
Πρωί-πρωί, κατά τις έντεκα, χτύπησε το τηλέφωνο, το σταθερό. Σηκώθηκα από το κρεβάτι βρίζοντας: «Μα καλά, δεν ξέρουν ότι υπάρχουν άνεργοι με κατάθλιψη που κοιμούνται ως το μεσημέρι;»
«Ορίστε!» είπα αγριεμένος, περιμένοντας να ακούσω τη φωνή κάποιας τηλεπωλήτριας ιατρικής ασφάλισης, λες έχει κανείς λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες, όπως η ασφάλιση, η περίθαλψη κλπ.
«Έχετε κλήση από το Μεξικό με δική σας χρέωση, τη δέχεστε;» μου είπε η φωνή στην άλλη μεριά.
«Τη δέχομαι», απάντησα και σκέφτηκα: «Έτσι κι αλλιώς θα μου το κόψουνε που θα μου το κόψουνε, ας χρωστάω και κάτι παραπάνω.»
Η συζήτηση που ακολουθεί έγινε στα ισπανικά, αλλά επειδή κάποιοι μπορεί να μη μιλάτε άπταιστα εφτά γλώσσες, θα σας τη μεταφέρω στα ελληνικά, πέρα από κάποιες φράσεις που όλοι γνωρίζουν.
«Hola, Γελωτοποιέ», μου είπε μια γνώριμη φωνή.
«Hola και σε σένα… Ποιος είναι;»
«Εγώ, ο κομαντάντε.»
«Ο κομαντάντε Τσε Γκεβάρα;!»
«Ο Μάρκος, ο Μάρκος, κρύβε λόγια.»
«Α, ναι, συγνώμη, ο κομαντάντε Μάρκος, των Ζαπατίστας, δεν είσαι ο Τσε, πως θα μπορούσε να είσαι, αφού εκείνος σκοτώθηκε στη Βολιβία, ναι, αυτό το ξέρουν όλοι, δε θα μπορούσε να είσαι ο Τσε και γι’ αυτό να φοράς πάντα την κουκούλα για να μη σε αναγνωρίσουν ούτε μπορεί στη φωτογραφία με το νεκρό Γκεβάρα να ήταν ένας Βολιβιανός που του έμοιαζε, είσαι ο Μάρκος.»
«Σωστά. Κι ούτε έχουμε τον Έλβις μαζί μας.»
«Ναι, ναι, το ξέρω… Λοιπόν, πως πάει ο αγώνας;»
«Συνεχίζουμε. Μας κυνηγάνε, αλλά συνεχίζουμε hasta siempre.»
«Venceremos, Μάρκος.»
«Vaya con dios.»
«Pedro Almodovar… Λοιπόν, Τσε, συγνώμη, Μάρκος, θα έρθεις στην παρουσίαση του βιβλίου μου;»
«Γι’ αυτό σε πήρα, compay. Δε θα τα καταφέρω τελικά.»
«Αλειμμένες υποχρεώσεις;»
«Όχι, απλώς δε θέλω να σπείρω την έριδα.»
«Τι εννοείς;»
«Να… Αν βγω από τη ζούγκλα θα αρχίσουν να τσακώνονται οι έμποροι ναρκωτικών με το μεξικανικό στρατό και τη CIA ποιος θα με σκοτώσει πρώτος.»
«Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Ευτυχώς που δεν ήρθες Ελλάδα, γιατί εδώ θα σε παρέδιδαν απ’ ευθείας στους διώκτες σου. Αφού έδωσαν τον Οτσαλάν στους Τούρκους δε θα έδιναν εσένα στους Αμερικάνους;»
«Έτσι ακριβώς. Οπότε…»
«Καταλαβαίνω.»
«Να ξέρεις πάντως ότι παρακολουθώ το μπλοκ σου.»
«Το διαβάζεις; Έμαθες ελληνικά;»
«Όχι, έχουμε εδώ έναν Έλληνα, το Μαζιώτη, και μου το μεταφράζει… Προσπάθησε μόνο να γράφεις και κανένα κωμικό κείμενο, γιατί μας έχεις ψυχοπλακώσει τώρα τελευταία.»
«Προσπαθώ, αλλά δε μου βγαίνει. Έχουμε πάθει κατάθλιψη σε πανεθνικό δίκτυο εδώ στην Ελλάδα.»
«Θα συνηθίσετε, δεν είναι τίποτα. Το αντίδοτο στην απόγνωση είναι η δράση, θα το μάθετε σιγά-σιγά.»
«Μακάρι, αν και μου φαίνεται ότι είμαστε τελείως ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Όλα τα ίδια λάθη κάνουμε.»
«Τι να σου πω;»
«Τι να μου πεις κι εσύ;»
«Αυτά για την ώρα, Γελωτοποιέ. Να δώσεις τους αγωνιστικούς μου χαιρετισμούς στην Ιερισσό.»
«Κι εσύ φίλα μου τον Έλβις.»
«Κρύβε λόγια.»
«Συγνώμη.»
«Άντε, hasta la vista, Γελωτοποιέ.»
«Hasta na pane, Μάρκος.»
Έκλεισα το τηλέφωνο και ξάπλωσα για να κοιμηθώ λίγο ακόμη. Αλλά πριν προλάβω να κλείσω τα κουρασμένα μου βλέφαρα, να σου πάλι το τηλέφωνο. Έτρεξα να το σηκώσω.
«Κομαντάντε;»
«Νο, my friend, its me, Philip.»
Η συζήτηση που ακολουθεί έγινε στα αγγλικά, αλλά επειδή κάποιοι μπορεί να μη μιλάτε άπταιστα εφτά γλώσσες, θα σας τη μεταφέρω στα ελληνικά, πέρα από κάποιες φράσεις που όλοι γνωρίζουν.
«Ο Φίλιππος;» ρώτησα.
«Ναι, ο Φίλιππος Ροθ.»
«Έλα, δε σε κατάλαβα, νόμισα ότι ήταν ο Φίλιππος Μόρις. What’s up, doc?»
«Καλά, καλά… Πήρα να σου πω ότι δε θα μπορέσω να έρθω στην παρουσίαση του βιβλίου σου.»
«Ούτε κι εσύ;»
«Γιατί; Ποιος άλλος;»
«Ο Τσε, συγνώμη, ο Μάρκος. Ούτε κι αυτός μπορεί.»
«Κρίμα.»
«Τι έγινε; Αποφάσισαν τελικά να σου δώσουν το νόμπελ;»
«Who gives a shit για το νόμπελ; Αφού το πήρε και ο πρωθυπουργός σας δεν έχει καμία αξία πια.»
«Δεν έχεις κι άδικο… Έγινε κάτι άσχημο και δε θα μπορέσεις;»
«Ε, όχι κάτι πολύ άσχημο. Μια ουρολοίμωξη έπαθα και ο γιατρός μου δε με αφήνει να ταξιδέψω.»
«Να προσέχεις. Είναι επικίνδυνες οι ουρολοιμώξεις στην ηλικία σου.»
«Το ξέρω. Και το φιλαράκι, ο Τσαρλς, έτσι πήγε.»
«Ο Μπουκόφσκι; Νόμιζα ότι πέθανε από κίρρωση του ήπατος.»
«Όχι, αφού το είχε κόψει το ποτό.»
«Ναι, κι εγώ.»
«Λοιπόν, έχεις κάποιον άλλο για την παρουσίαση;»
«Ε… Μόνο ο Πρετεντέρης έμεινε τώρα.»
«Αυτός ο αχρείος;»
«Μην τον αποπαίρνεις. Δεν είναι κακός, μόνο λίγο… μπερδεμένος.»
«Ναι, κι ο Γκέμπελς μπερδεμένος ήταν.»
«Si tout comprendre…»
«Αυτά πήγαινε πες ‘τα στους Εβραίους… Τέλος πάντων, να ξέρεις, Γελωτοποιέ, ότι εγώ θα στηρίξω την υποψηφιότητα σου για το Booker.»
«Κάτσε να φύγουν τα 100 πρώτα αντίτυπα και βλέπουμε.»
«Περνάτε φτώχιες στην Ελλάδα, ε;»
«Έχουμε περάσει και χειρότερα, Φίλιππε.»
«Θες καμιά βοήθεια, τίποτα λεφτά να σου στείλω;»
«Αν σου περισσεύουν 200 δισεκατομμύρια.»
«Αυτά να τα πάρετε από τους Γερμανούς που σας τα χρωστάνε.»
«Θα πάει ο Αβραμόπουλος να τα ζητήσει.»
«Τώρα σώθηκες… Άντε λοιπόν, good luck.»
Κλείσαμε το τηλέφωνο, αλλά αυτή τη φορά δεν πήγα να ξαπλώσω. Κόντευε μεσημέρι και σε λίγο θα έπαιρνα τη σιέστα μου. Και να που χτύπησε πάλι το τηλέφωνο.
«Τηλεφωνικό κέντρο γίναμε», μονολόγησα και το σήκωσα.
«Ορίστε».
«Έλα, Γελωτοποιέ, ο Γιάννης είμαι.»
Η συζήτηση που ακολουθεί έγινε στα ελληνικά, αλλά επειδή κάποιοι μπορεί να μη μιλάτε άπταιστα εφτά γλώσσες, θα σας τη μεταφέρω στα ελληνικά, πέρα από κάποιες φράσεις που όλοι γνωρίζουν.
«Έλα, Γιάννη, τι κάνεις;»
«Κουκιά σπέρνω.»
«Καταιγίδες σπέρνεις και ξέρεις τι θα θερίσεις.»
«Το κατά δύναμιν.»
«Το κατά πορτοφόλι ευαγγέλιο να λες.»
«Τι να κάνω, βρε Γελωτοποιέ, αφού το ξέρεις ότι έχω οικογένεια να θρέψω.»
«Και για να ταΐσετε εσύ και άλλοι δέκα την οικογένεια σας χαβιάρι έχετε ξεκληρίσει τη μισή Ελλάδα.»
«Μη μου λες τέτοια, το ξέρεις ότι είμαι ευαίσθητος άνθρωπος.»
«Συγνώμη. Προς στιγμήν το ξέχασα ότι είσαι… Άνθρωπος.»
«Χαχαχα, πολύ καλό αυτό που είπες.»
«Χιχιχι, έχω να σου σύρω κι άλλα.»
«Τέλος πάντων, άστα αυτά τα αριστεροταλιμπάν. Πήρα να σου πω ότι δε θα έρθω στην παρουσίαση του βιβλίου σου.»
«Κρίμα, θα στενοχωρηθούν πολλοί.»
«Αλήθεια;»
«Βεβαίως. Λίστα προτεραιότητας είχα φτιάξει για το ποιος θα σε γιαουρτώσει πρώτος.»
«Πες τους να κάνουν οικονομία στα γιαούρτια, γιατί έρχονται δύσκολες μέρες. Για όλους μας.»
«Ναι, το ξέρω ότι σου πέφτει βαρύς στο στομάχι ο αστακός.»
«Χαχαχα, πως τα λες… Θα σε κλείσω τώρα γιατί πρέπει να ετοιμάσω την καινούρια μου εκπομπή.»
«Ποιους θα έχεις καλεσμένους; Τους πιο γνωστούς κατά συρροή δολοφόνους;»
«Όχι, κάποιους υπουργούς.»
«Το ίδιο πράγμα είναι.»
«Χαχα, μου φαίνεται βρήκες πάλι το χιούμορ σου.»
«Ναι, ήταν στον πάτο του ψυγείου. Χθες που έψαχνα για κάτι φαγώσιμο το βρήκα.»
«Εγώ σου είπα να έρθεις να δουλέψεις για μας, αλλά…»
«Μπα, δε μου πάει η σβάστικα. Με κάνει να φαίνομαι πολύ… Ναζί.»
«Εσύ χάνεις.»
«Πάντα έχανα, το συνήθισα πια.»
«Δε μου κρατάς κακία; Θα έρθω στην παρουσίαση του επόμενου βιβλίου σου.»
«Κι εγώ θα βαφτίσω το επόμενο παιδί σου.»
«Χαχαχα, όλο αστεία λες.»
«Είδες; Απορώ κι εγώ: Που τη βρήκα τέτοια λεβεντιά;»
«Άντε, καλημέρα και καλοτάξιδο.»
«Μπα, φουρτούνες δίνει η ΕΜΥ. Φουρτούνες και καρμανιόλες.»
«Αντίο.»
«Ζωή σε λόγου σας.»
Μου το έκλεισε κάπως απότομα. Πάντα αγενής αυτός ο δημοσιογράφος –ο θεός να τον κάνει.
—{}—
Έτσι, όπως καταλάβατε, κανείς διάσημος δε θα έρθει στην παρουσίαση της «Λεγεώνας των Ψυχών». Εμείς κι εμείς θα είμαστε –άσε που μπορεί να λείπουν οι μισοί «εμείς».
Όποιος θέλει πάντως μπορεί να περάσει να τα πούμε από κοντά. Θα έχουμε κατοχικά εδέσματα: Τσουκνιδόπιτα και φασόλια-γίγαντες. Θα κάνω και ρεβιθοκεφτέδες, μια και είναι το έτος Καβάφη (ή μήπως ήταν πέρυσι;)
Θα ‘χουμε και κρασί –της σειράς, μην περιμένετε κανένα Chateaux de Boutari, του 1967 (πολύ καλή χρονιά για τα χουντικά αμπέλια).
Θα ‘χουμε και μουσική, αλλά αν κάνετε ησυχία μπορεί να ακούσετε τον γκιώνη που φωνάζει τον αυτόχειρα αδελφό του.
Hasta la vista και vamos a la playa.