Necropolis και άλλες φανταστικές ιστορίες

0
460

 images

“I had not thought death had undone so many”

The burial of the dead, T.S. Elliot

 

7) Necropolis

Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου υπάρχει ένα αρχαίο μέρος. Βρίσκεται σε μια σκονισμένη γειτονιά του περιθωρίου, στην ενορία των ασήμαντων, σε έναν από εκείνους του μαχαλάδες που ευημερούν σε όλες τις πόλεις, αλλά ποτέ δεν τους αναφέρουν οι ταξιδιωτικοί οδηγοί και οι υπουργοί.

Οι εξαθλιωμένες πολυκατοικίες εκεί μοιάζουν με δυνητικούς ομαδικούς τάφους. Μια χούφτα ρίχτερ αρκούν για να παρασύρουν τους κατοίκους των ετοιμόρροπων κτιρίων στην ανυπαρξία και στις ειδήσεις των οκτώ.

Όμως πριν το τέλος ο κόσμος είναι απρόσμενα πολύχρωμος.

Οι μπουγάδες ανεμίζουν σαν παντιέρες σε κάθε μπαλκόνι και οι τοίχοι φτύνουν πράσινους μουχλιασμένους σοβάδες. Διαλυμένα έπιπλα δίνουν καταφύγιο στις γάτες και τα εδώδιμα… Τα αποδημητικά… Πως λένε τα πουλιά που κελαηδάνε;

Τα πουλιά που έχουν την ικανότητα του κελαηδήματος στέκονται βουβά στα κλουβιά τους περιμένοντας τη διαρροή του τοξικού νέφους της Μπομπάλ.

Τα αγόρια παίζουν ξυπόλητα μπάλα στους δρόμους που είναι στρωμένοι με λάσπη και καβαλίνες, ανάμεσα στα πρόβατα και τα παρκαρισμένα σαράβαλα. Οι μανάδες, με κανονικότητα ρολογιού, βγαίνουν στα μπαλκόνια και μπήγουν τις φωνές. Φωνάζουν το όνομα του γιού τους δυο-τρεις φορές (Αχμέτ, Αμπντάλλαχ, Ισμαήλ) και αυτόματα, σαν φιγούρες σε μπαρόκ ρολόγια των εκκλησιών, ξαναμπαίνουν στις μισοδιαλυμένες κατοικίες τους για να αφήσουν τη γυναίκα του κάτω πατώματος να βγει με τη σειρά της και να φωνάξει.

Μια αθέατη κοπέλα στριγκλίζει, δυο κορίτσια έχουν περάσει τα πρόσωπα τους ανάμεσα στα κάγκελα και κοιτάνε τα αγόρια («τυχερά αγόρια») που παίζουν μπάλα, η τηλεόραση κραυγάζει ακατανόητα διαφημιστικά μηνύματα, κάποιος κορνάρει και μετά… Σιωπή… Απόλυτη, ξαφνική και τρομαχτική σιωπή…

Σταματάς και περιμένεις τη συντέλεια. Αντί γι’ αυτήν έρχεται το ναμάζι. Η φωνή του ιμάμη εκτοξεύεται προς την ανατολή και οι φράσεις από το Κοράνι μπορεί να σου θυμίζουν αμανέδες και αργιλέδες στα προσφυγικά των ρεμπετών ή κάτι παλιότερο, βυζαντινό, πα-βου-γα-δι-κε λοιπά.

Οι γυναίκες και τα παιδιά έχουν κρυφτεί. Μόνο άντρες βλέπεις και είναι όλοι διπλωμένοι στα τέσσερα. Υπνωτισμένος στέκεσαι και παρακολουθείς τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις τους. Διαβάζουν το αόρατο βιβλίο μέσα στις παλάμες τους και γονατίζουν, ξανασηκώνονται, διαβάζουν την επόμενη φράση και ακουμπάνε το κούτελο στην ψάθα.

Πάνω από το κεφάλι τους δεσπόζει μια επιγραφή, με αραβικούς και λατινικούς χαρακτήρες: «Necropolis».Scene on the New York subway, 1969 (1)

Ασυνείδητα φέρνεις τα τρία δάκτυλα στο κούτελο και κάνεις το σημείο του σταυρού. Θα μπορούσες να καταλάβεις γιατί οι άνθρωποι προσεύχονται αν ζούσες εκεί.

Έπειτα ταυτόχρονα –ή τουλάχιστον σε αστραπιαία διαδοχή, η προσευχή τελειώνει, οι άντρες μαζεύουν τις ψάθες τους και μυρωδιές από φαλάφελ και κύμινο κατακλύζουν το χώρο.

Προσπαθείς να αγνοήσεις τις βαρβαρικές ευωδίες και πλησιάζεις το ταμείο. Πληρώνεις το αντίτιμο εισόδου και υπεισέρχεσαι στην Νεκρόπολη. Διστακτικά, σαν τον ακόλαστο που βρέθηκε κατά λάθος σε εκκλησία.

Η Νεκρόπολη είναι ένας κήπος;

Κέδροι, εγκαταλειμμένες πελούζες και γάτες. Το μόνο που θυμίζει θάνατο είναι οι πελώριες πέτρινες σαρκοφάγοι. Και οι εφήμερες πεταλούδες… Ούτε καν κοράκια ούτε καν λιβάνι ούτε καν σιωπή. Ακούγονται τα φορτηγά που περνάνε απ’ έξω και τα αγόρια που ξανάρχισαν την μπάλα.

Ο ήλιος τρυπώνει σε κάθε γωνιά, αντανακλάται στα μάρμαρα και σε αναγκάζει να μισοκλείνεις τα μάτια σου. Ούτε καν σκοτάδι ούτε καν κρύο ούτε καν μοναξιά. Ο φύλακας σε πλησιάζει και προσφέρεται να σε ξεναγήσει. Ούτε καν μοναξιά.

Αγνοεί τις ευγενικές σου αντιρρήσεις και σε αγγίζει στον ώμο για να τον ακολουθήσεις. Σου μιλάει, αλλά προσπαθείς να μην τον ακούς. Όταν φτάνετε δίπλα σε μια σαρκοφάγο σου παίρνει με το ζόρι τη φωτογραφική μηχανή και σε προστάζει να στηθείς. Ακουμπάς με το χέρι σου το μονόλιθο που κάποτε σκέπαζε έναν νεκρό και χαμογελάς, τόσο αταίριαστα για το μέρος: «Πες… νεκροί».

Έπειτα σου επιστρέφει τη μηχανή και καταλαβαίνεις ότι περιμένει φιλοδώρημα. Εσύ, φανερά δυσαρεστημένος, του λες ότι η Νεκρόπολη δεν ήταν όπως την περίμενες.

«Η Νεκρόπολη;» ρωτάει αυτός δήθεν έκπληκτος. «Μα η Νεκρόπολη είναι υπόγεια. Αυτός είναι ο προαύλιος χώρος.»

Του ζητάς να σε οδηγήσει κι αυτός προχωράει μπροστά επαναλαμβάνοντας κάθε τόσο ότι σε είκοσι λεπτά κλείνουν. Σταματάει σε μια καταπακτή. Ναι, σίγουρα αυτό μοιάζει πιο πολύ με νεκρόπολη.

Η σκάλα κατεβαίνει σαν έλικας μέσα στο πέτρινο πηγάδι. Κοιτάς κάτω και βλέπεις μόνο σκοτάδι. Ο φύλακας σου ξαναλέει: «Είκοσι λεπτά.» Πρέπει να προλάβεις.

Λίγα μέτρα παρακάτω έχεις αρχίσει να μετανιώνεις. Αισθάνεσαι σαν να βουλιάζεις σε ξινισμένο γάλα, με μικρά άσπρα κομμάτια από ακαθόριστη απειλή να κρέμονται στα μαλλιά σου. Επάνω ξεχωρίζει το τετράγωνο άνοιγμα –γεμάτο ήλιο και ασφάλεια- της καταπακτής.

Οι τελευταίοι ήχοι από τον Πάνω Κόσμο μοιάζουν να ανεβοκατεβαίνουν –δεμένοι σε χάλκινα ελατήρια- σαν να αντιμάχονται τη βαρύτητα, σαν να αρνιούνται και ‘κείνοι να κατέλθουν. Η θερμοκρασία πέφτει κάθε σκαλί που κατεβαίνεις και η ανάσα σου παγώνει λίγα εκατοστά από τη μύτη σου.

3735156-black-and-white-monochrome-image-of-old-decaying-subway-station-in-boston-massachusettsΠατάς στο τελευταίο σκαλί και κοιτάς πάνω, το άστρο που κάποτε ήταν η φωτεινή είσοδος. Θες να φύγεις, όμως είναι αργά για κάτι τέτοιο.

Περνάς ανάμεσα από δύο πέτρινα αγάλματα, μισοί άνθρωποι-μισοί φίδια, και εισχωρείς στη μουχλιασμένη ατμόσφαιρα του κενοταφίου.

Εκεί το καταλαβαίνεις… Ο θάνατος είναι τόσο άδειος που μπορεί να εμπεριέχει τα πάντα, είναι η Θεμελιώδης Αντίφαση, μέρος της οποίας είσαι κι εσύ, με τα κενά που αποτελούν το συνδετικό ιστό του Είναι σου.

Η σιωπή είναι πιο απελπιστική και από τις παύσεις ανάμεσα στις κραυγές της μοιρολογήτρας –όταν σταματάει για να δει τι αξίζει τον κόπο μέσα στο δωμάτιο της ετοιμοθάνατης.

Ο χρόνος δεν είναι σταματημένος, ο χρόνος είναι απών, σαν το δείχτη των λεπτών που ποτέ δε διανύει το διάστημα ανάμεσα στο παρά ένα και στο δώδεκα ή –μπορεί- χωρίς καν ρολόι.

Και θα έπρεπε να νιώσεις την ανάγκη να κοιτάξεις το ρολόι σου, να ανησυχήσεις μήπως και σε κλειδώσουν μέσα στην νεκρόπολη. Εσύ όμως στέκεσαι χωρίς να νιώθεις το βάρος του κορμιού σου και περιμένεις… Όχι! Δεν περιμένεις… Δεν κάνεις τίποτα, δεν παθαίνεις τίποτα…

Το χέρι του φύλακα σε δημιουργεί. Η ανυπομονησία του να γυρίσει σπίτι, μετά από μια ολόκληρη μέρα νηστείας, δίνει κίνηση στο τόπι του χρόνου. Ο δείκτης φτάνει στο δώδεκα επειδή ο φύλακας πεινάει.

«Δεν μπορώ να καταλάβω», λέει καθώς ανεβαίνετε τις σκάλες, αυτός μπροστά κι εσύ παρά πόδας. «Τόσοι τουρίστες έρχεστε για να δείτε την Νεκρόπολη», γυρνάει να δει αν είσαι πίσω του, «και κανείς δεν κάνει ένα βήμα παραμέσα. Στέκονται όλοι εκεί, ανάμεσα στα πέτρινα φίδια και κοιτούν… Ξέρεις, λένε ότι η αίθουσα είναι τεράστια, ότι μπορείς να περπατάς για μέρες ολόκληρες και να μη φτάνεις ποτέ στο τέλος της. Οι Σούφι λένε ότι η Νεκρόπολη δεν έχει τέλος ούτε αρχή, όμως αυτό δε γίνεται… Γίνεται;» Στέκεται και σε κοιτάει περιμένοντας να του απαντήσεις. Εσύ δε μιλάς. «Όλα έχουν αρχή και τέλος», λέει συνεχίζοντας την ανάβαση. «Μόνο ο Αλλάχ δεν έχει.»

Αγγίζει το πόμολο της καταπακτής και λίγο πριν βγείτε στο φως τον ρωτάς: «Εσύ… Έχεις μπει ποτέ στην Νεκρόπολη;»

Αυτός γελάει.

«Εγώ; Γιατί να μπω; Εγώ είμαι φύλακας.»sleeping_on_the_subway

Το φως του ήλιου εισβάλλει βίαια στην Νεκρόπολη, αλλά η δύναμη του μοιάζει αστεία, σαν τις νευρικές κινήσεις πρωτάρη εραστή που προσπαθεί να αποδείξει την εμπειρία του στην εξηντάχρονη πουτάνα.

 

8) Unreal city

Στέκεσαι μπροστά στις κυλιόμενες σκάλες που καταδύονται αέναα στο μετρό. Ο φίλος-ψυχολόγος σε αγγίζει για να προχωρήσεις. Κάνεις μόνο ένα βήμα και μετά δεν υπάρχει επιστροφή.

Έχεις κλείσει τη σκάλα με την κούτα όπου είναι κλεισμένα 23 αντίτυπα της «Λεγεώνας των Ψυχών». (Όμορφος αριθμός το 23, πρώτος και αδιαίρετος, πέρα από τον εαυτό του και τη μονάδα.)

Αναγκάζεσαι να παραμερίσεις, γιατί κάποιος δεν αρκείται στην ταχύτητα της ίδιας της σκάλας. Πάντα υπάρχει κάποιος που βιάζεται.

Ο φίλος κοιτάει τους χάρτες και σε καθοδηγεί. Εσένα σου φαίνονται σαν ιερογλυφικά ή σαν μια πρόχειρη μετάφραση της στήλης της Ροζέτας.

Όταν πας να βγάλεις εισιτήριο παραξενεύεται

«Ποτέ δε βγάζω», σου λέει, «μου φαίνεται πολύ ακριβό.»

Αλλά εσύ είσαι ένας ξένος σε μια ξένη χώρα –ή τουλάχιστον έτσι αισθάνεσαι.

Ξανά οι καταδυόμενες σκάλες, ξανά το εμπόδιο του πρώτου αριθμού, ξανά κάποιος που βιάζεται. Έπειτα άλλος ένας χάρτης, άλλη μια ευθεία. Θυμάσαι τον τυφλό βιβλιοθηκάριο του Μπουένος Άιρες που έλεγε ότι ο πιο τρομαχτικός λαβύρινθος είναι η ευθεία, γιατί έχεις μόνο δύο επιλογές και η μία είναι σίγουρα λάθος.

Φτάνετε στην Τελική Αίθουσα. Εκατοντάδες άνθρωποι και δις εκατοντάδες πόδια τριγύρω σου, αλλά ούτε μια ψυχή ούτε μια φωνή. Μόνο η εκφωνήτρια, η αθέατη κοπέλα που στρίγκλιζε στην Αλεξάνδρεια, η μαντάμ Ζωζώ, famous clairvoyante, χαρτορίχτρα εν ολίγοις, η οποία σας προειδοποιεί όταν πλησιάζετε το κενό, το χάσμα, τρομαγμένη κι αυτή, αφού κάποιοι αδιαφορούν για τις προειδοποιήσεις της και βουτάνε εκεί μέσα.

07subway.xlarge1Fear death by water, fear death by gap…

Τα τούνελ χάσκουν, απ’ τη μια και από την άλλη πλευρά. Κάποιοι λένε ότι δεν έχουν αρχή και τέλος.

Το τρένο φτάνει, σηκώνεις την κούτα με τα 23 αντίτυπα και μπαίνεις, προσέχοντας πάντα το κενό. Κάποιοι τρέχουν να καλύψουν τις άδειες θέσεις με τα σώματα τους, αλλά εσύ μένεις όρθιος.

Ο χάρτης, πάνω από την πόρτα, σου δείχνει τη διαδρομή, σου φανερώνει ότι υπάρχει αρχή και τέλος, αλλά μπορεί να είναι απάτη, όπως κάθετι αστικό.

Ησυχία, μόνο ο ήχος από τις ράγες σε έναν χώρο γεμάτο ανθρώπους. Κοιτάς για το τέλος του βαγονιού και είναι σαν βλέπεις μέσα σε έναν καθρέφτη ή σαν να βλέπεις μέσα σε δυο παράλληλους καθρέφτες.

Κι εκεί κι εδώ οι επιβάτες κοιτάνε, μόνο κοιτάνε, and each men fixed his eyes before his… Δεν κοιτάνε κάπου συγκεκριμένα, απλά κοιτάνε, επειδή.. Επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς.

Και όχι, δεν είναι η θλίψη που τους καθηλώνει. Η θλίψη προσδίδει στους ανθρώπους μια ιδιαίτερη γοητεία, είναι κάτι που μπορείς να συμπαθήσεις, να συμπονέσεις, ίσως και να ερωτευτείς.

Ούτε απόγνωση είναι ούτε «το άγριο γέλιο εν μέσω αδυσώπητης θλίψης».

Είναι ένα βάρος ιδιαζόντως νεκροφιλικό και απεχθές, είναι –περιφραστικά- αυτό το «δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς», είναι η αποδοχή και -ακόμα περισσότερο- η παραίτηση.

Είναι η αποδοχή μιας ζωής που δεν επέλεξαν, η αποδοχή ενός κόσμου που αποφασίζει ερήμην Subway_beggarτους.

Και η καταδίκη δεν είναι ο θάνατος -αυτό θα ήταν τόσο εύκολο. Η καταδίκη είναι η παραίτηση από κάθε τους δικαίωμα, η καταδίκη είναι η ίδια η ζωή τους.

 
”I had not thought death had undone so many”.

Όχι, οι καιροί άλλαξαν, έτσι πρέπει και ο στίχος να αλλάξει:

“I had not thought life had undone so many”.