Κάτι παρόμοιο είχε τηλεγραφήσει ο Ζορμπάς στον Καζαντζάκη, αναφερόμενος σε πέτρα, αλλά ο λόγιος δεν πήγε να τη δει, αφού εκείνη την εποχή έγραφε τους 33.333 στίχους της Οδύσσειας του.
Και ο Ζορμπάς αποφάνθηκε ότι υπήρχε κόλαση, για κάποιους χαρτοπόντικες σαν τον Καζαντζάκη.
Ευτυχώς ο υποφαινόμενος δεν έχει τις εμμονές του Καζαντζάκη –δυστυχώς δεν έχει και το ταλέντο του. Ίσως, τώρα που το σκέφτομαι, αυτές οι εμμονές να συνάδουν με το ταλέντο: Είναι δύσκολο να είσαι φυσιολογικός άνθρωπος όταν είσαι τόσο, μα τόσο, ανυπόφορα ταλαντούχος.
Ή, μπορεί, για να καλλιεργήσεις ένα τέτοιου μεγέθους ταλέντο, να πρέπει να απαρνηθείς τη «φυσιολογική» ζωή.
Αν αξίζει, για οτιδήποτε, να απαρνηθείς τη ζωή, αυτό είναι άλλη ιστορία και η δική μας ιστορία ξεκινάει από την Ιερά Οδό…
Το να αφήσεις το Πήλιο για να βρεθείς στην Αθήνα, ειδικά στη μέση του καλοκαιριού, μοιάζει σαν να αρνείσαι τα κάλλη μιας χαριτόβρυτης νύμφης, από αυτές που λούζονται ολόγυμνες και θαλερές στις πηγές του όρους, για την αγκαλιά μιας γριάς φαφούτας, μιας «κυρα-Αθηνάς», η οποία -όπως θα έλεγαν και σε μια παλιά ελληνική ταινία- είναι παλιότερη από τον Παρθενώνα.
Το πράξαμε εκών άκων, για να ξεκουραστούμε από το αυτοκίνητο και να συναντήσουμε μερικούς φίλους.
Με το που μπήκαμε στην Ιερά οδό, που τίποτα ιερό δεν φαίνεται να έχει πια, το πόδι μου με γαργαλούσε να πατήσω φρένο, να κάνω επιτόπου αναστροφή και να επιστρέψω στον επίγειο παράδεισο και στον οίνοπα πόντο.
Συγκρατήθηκα, τη διέσχισα ολόκληρη και μόλις φτάσαμε στο Θησείο πάρκαρα στην πρώτη διαθέσιμη θέση, αποφασισμένος να μην ξαναχρησιμοποιήσω το αυτοκίνητο μέχρι τη στιγμή που θα φύγουμε.
Ο πριγκιπικός φίλος που θα μας φιλοξενούσε έχει στήσει στο διαμέρισμα του έναν μικρό, αλλά εντυπωσιακό κήπο, μια πράσινη fata morgana εν μέσω της αστικής ερήμου. Μείναμε εκεί όσο περισσότερο μπορούσαμε, αλλά σαν πήρε να νυχτώνει βρήκαμε το θάρρος να εξέλθουμε των πυλών του αντικατοπτρισμού.
Οι πολυκατοικίες σαν απολιθωμένα τσουνάμι στεκόντουσαν απειλητικές από πάνω μας και τα βρώμικα πεζοδρόμια μούσκευαν τα πόδια μας μέχρι τη φτέρνα, ώσπου φάνηκε μπροστά μας το θαύμα.
Δεν έχει σημασία αν είσαι Έλληνας ή όχι, όταν βλέπεις το βράχο της Ακρόπολης και τον αιώνιο Παρθενώνα, νιώθεις ότι είσαι μέρος μιας πανάρχαιας ιστορίας, και συγκινείσαι.
Αν είσαι Έλληνας και έχεις λίγα ψήγματα αυτογνωσίας μέσα στο αίμα σου, τότε δεν μπορείς παρά να ντραπείς, που είσαι τόσο ανάξιος επίγονος (οι «απόγονοι» είναι οι άλλοι με το καθαρό αίμα και το άδειο κεφάλι) τόσο άξιων προγόνων.
Προχωρήσαμε στον πεζόδρομο και στρίψαμε λίγο μετά τον ομορφότερο θερινό κινηματογράφο του κόσμου, για να αποφύγουμε να περάσουμε από το μνημείο της σύγχρονης Ελλάδας, το υπουργικό
νεοκλασικό στην Αρεοπαγίτου που δεν γέρνει –όπως κάποια υποβρύχια.
Εκεί, στην αρχαία αγορά, ξεκίνησα να μιλάω στο γιο μου, το μικρό Τηλέμαχο, για την ιστορία του χώματος που πατούσαμε. Δεν το έκανα για να τον μάθω κάτι, απλά ήθελα να του μεταδώσω τη συγκίνηση που ένιωθα, καθώς σκεφτόμουν ότι σε αυτές τις πέτρες είχαν πατήσει τα σανδάλια του Σωκράτη. Του Σωκράτη!
Και έλεγα και έλεγα για τη σοφία των αρχαίων, και έλεγα για τη φιλοσοφία, και έλεγα για τη δημοκρατία, και έλεγα για…
Ξαφνικά ο Τηλέμαχος με διέκοψε φωνάζοντας:
«Κοίτα! Μια πράσινη ακρίδα!» Άφησε το χέρι μου και έσκυψε για να τη δει καλύτερα. «Έλα να δεις! Μια πράσινη ακρίδα!»
Όλα τα επιτεύγματα των προγόνων μας, όλες τους οι σοφίες και οι φιλοσοφίες –ακόμα και οι αμπελοσοφίες, δεν είχαν καμία αξία μπροστά σε μια μικρή πράσινη ζωντανή ακρίδα. Όχι για τον Τηλέμαχο, όχι για ένα εφτάχρονο παιδί.
Του μιλούσα για περασμένα μεγαλεία και για καιρούς παλιούς, για αναμνήσεις και ιστορία, αλλά εκείνος ενθουσιάστηκε με ένα εφήμερο έντομο.
Δεν τον τράβηξα, ευτυχώς έχω διαβάσει το Ζορμπά. Έσκυψα και κοίταξα την ακρίδα. Ήταν πραγματικά πρασίνην και ωραιοτάτην. Κυρίως γιατί ήταν ζωντανή.
Τι είναι πιο όμορφο από τη ζωή;
Καθώς την αφήσαμε στην ησυχία της, να αναπαύεται πάνω σε ένα βράχο όπου μπορεί κάποτε να είχε καθίσει και ο Σωκράτης, φτάσαμε κάτω από τον Άρειο Πάγο. Εκεί, με τη βοήθεια του Τηλέμαχου, θυμήθηκα μια παλιά ιστορία.
Κάποια στιγμή, το 1939 αν δεν κάνω λάθος, ο Χένρι Μίλλερ, ο συγγραφέας των κολασμένων Τροπικών, είχε βρεθεί στην Αθήνα, και έκανε παρέα με το Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη και άλλους κολοσσούς.
Ένα βράδυ είχαν καθίσει στον Άρειο Πάγο και μιλούσαν για την Ελλάδα, για τους Έλληνες. Οπότε ο Κατσίμπαλης, πληθωρικός και ευτραφής (αυτά τα δύο δεν πρέπει να τα μπερδεύουμε) είπε στον Μίλλερ:
«Θέλεις να δεις τι είναι η Αθήνα;»
Στάθηκε στο βράχο όρθιος, πήρε βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να κικιρίζει, να κάνει σαν το κόκορα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα εκατοντάδες κόκορες, αληθινοί κόκορες, του απάντησαν. Εκείνη την εποχή βλέπεις, η Αθήνα ήταν γεμάτη κοτέτσια, φτιαγμένα ίσως με απομεινάρια από κίονες.
Όταν είχα διαβάσει τον «Κολοσσό του Αμαρουσίου», του Μίλλερ, πίστεψα ότι ο Κατσίμπαλης ήθελε να δείξει με αυτόν τον τρόπο ότι όλοι οι Έλληνες είναι ηλίθιοι σαν τους κόκορες, έτοιμοι να αρπαχτούν άνευ λόγου και ουσίας, να κοκορομαχήσουν για ένα ωάριο αδειανό, για ένα αυγό.
Αλλά μετά την ακρίδα του Τηλέμαχου κατάλαβα ότι αλλού αποσκοπούσε ο Κατσίμπαλης. Ήθελε να δείξει ότι η ζωή, το παρόν, αυτό που υπάρχει και αναπνέει, είναι πολύ πιο σημαντικό από όλα όσα περάσανε, από όλα όσα έγιναν. Γιατί εκείνα είναι μνήμες, κενοτάφια στα βιβλία και στα κεφάλια μας, ενώ η ζωή είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στο κάλεσμα σου, είναι εδώ, είναι τώρα.
Συνεχίσαμε να περπατάμε στην παλιά πόλη, στην αρχαία πόλη, με τον πριγκιπικό φίλο μας, τον Κ, να εκτελεί χρέη ξεναγού.
«Εδώ», μας είπε κάποια στιγμή γέρνοντας σε κάγκελα, «είναι ο αρχαίος υπόγειος ποταμός…»
«Κατσαρίδες!» φώναξε ο Τηλέμαχος που είχε πρώτος κοιτάξει.
Εντάξει, αυτό καταντούσε ενοχλητικό. Είπαμε να κοιτάξουμε την πράσινη ακρίδα, αλλά και τις….
Σαν σκύψαμε καταλάβαμε ότι ο Τηλέμαχος είχε δίκιο. Το «ποτάμι» έρεε ανάμεσα στα σπαράγματα της Αρχαίας Αθήνας, χωρίς να σου προκαλεί δέος. Αλλά οι κατσαρίδες, αυτές οι μεγάλες, μαύρες και ιπτάμενες, ήταν παντού εκεί κάτω, ίσως φιλοσοφώντας με το δικό τους κατσαριδίστικο τρόπο. Ανατριχιαστικά εφήμερες και επιβλητικά διαχρονικές.
Υπήρχαν πριν το μνημόνιο, πριν την Μεταπολίτευση, πριν την επανάσταση του ’21, πριν το Βυζάντιο, πριν τους Ρωμαίους, πριν τη δημοκρατία και τον Σωκράτη, πριν τον Όμηρο και τους Κένταυρους, υπήρχαν πολύ πριν τους ανθρώπους, υπήρχαν πριν και από τους δεινόσαυρους.
Και συνέχιζαν να ζουν και συνέχιζαν να βασιλεύουν. Ποιος είναι ο κυρίαρχος λοιπόν, σοφέ μου άνθρωπε;
Περιπλανηθήκαμε για λίγη ώρα στις τουριστοπαγίδες της Πλάκας, με τα ντολμαδάκια γιαλαντζί της κονσέρβας και μετά στα μαγαζάκια του Μοναστηρίου, με τα κινέζικα αγαλματάκια των δύο ευρώ. Ο Κ προσπαθούσε να μας τραβήξει το ενδιαφέρον με τα ανάγλυφα των Αέρηδων και τις όμορφες –και άγνωστες- γωνιές, αλλά η κοσμοσυρροή των εφήμερων sapiens, χαλούσε το τοπίο.
Πάρα πολλοί άνθρωποι, πάρα πολλοί άνθρωποι, σαν τις κατσαρίδες.
Μόνο σαν επιστρέψαμε στη fata morgana του διαμερίσματος του μπορέσαμε να ανασάνουμε ξανά χωρίς να νιώθουμε ότι το οξυγόνο δεν επαρκεί για όλους.
Το άλλο πρωί επιχειρήσαμε κάτι πολύ πιο δύσκολο: Να πάμε με το μετρό στο comicon-shop, στο κέντρο της νέας Αθήνας.
Στο Γκάζι μας ενημέρωσαν ότι οι σταθμοί του Συντάγματος και του Πανεπιστημίου ήταν κλειστοί, εξαιτίας της πορείας των δημοτικών υπαλλήλων. Κάπως έτσι ξεκινάνε οι καθεστωτικές εφημερίδες τα «παραλύει το κέντρο της πόλης» και τα «απίστευτη ταλαιπωρία εξαιτίας των διαδηλώσεων», άσε το κακό που κάνουνε αυτοί οι απαίσιοι διαδηλωτές στην εικόνα της ειδυλλιακής χώρας μας στο εξωτερικό.
Θα πηγαίναμε στη Σόλωνος από την Ομόνοια, όπως κάναμε όταν δεν υπήρχε μετρό -ζούσανε άνθρωποι και τότε στην Αθήνα.
Ο μικρός Τηλέμαχος, που έμπαινε πρώτη του φορά στο μετρό, ενθουσιάστηκε. Πρώτα με τις ατελείωτες κυλιόμενες σκάλες. Μετά με το ίδιο το τρένο.
Όταν άρχισε να προχωράει ξεκίνησε να φωνάζει:
«Μ’ αρέσει πολύ το μετρό. Πάει πολύ γρήγορα. Μ’ αρέσει το μετρό!»
Οι συνεπιβάτες μας κοιτούσαν με τα βαριεστημένα μάτια τους.
Ο Τηλέμαχος ήταν ο μόνος άνθρωπος που χαιρόταν να βρίσκεται εκεί μέσα. «Εύρον πρασίνην πέτραν ωραιοτάτην».
Όλοι οι άλλοι ήταν –ήμασταν- απλώς επιβάτες, περιμένοντας πότε θα φτάσουμε, χωρίς να απολαμβάνουμε το ταξίδι, αυτό το δίλεπτο ταξίδι.
Μόνο ένα παιδί μπορεί να χαρεί την κάθε στιγμή της ζωής του, γιατί έχει κάτι που εμείς χάσαμε ταξιδεύοντας και ζώντας: Το θαυμασμό.
Πόσοι συνεχίζουν να είναι Ζορμπάδες, να είναι παιδιά, μετά τα τριάντα τους –και πολλά λέω- χρόνια;
Εν οίδα. Ότι (όλο τον κόσμο γύρισα και) ουδέν είδα.
Και το χριστιανικό δίδαγμα της ιστορίας:
Όταν ρώτησαν οι μαθητές του Ιησού ποιος θα είναι ο σημαντικότερος στη Βασιλεία των Ουρανών, εκείνος απάντησε:
«Αλήθεια σας λέω, αν δεν αλλάξετε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν θα εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών.»
Καθώς φεύγαμε από την Αθήνα, κατευθυνόμενοι προς Δαφνί και μετά προς πέρα, προς το νησί του Πέλοπα, βάλαμε να παίζει η Λιλιπούπολη.