«Πλέων επί οίνοπα πόντον, επ’ αλλοθρόους ανθρώπους»
Όμηρος, Οδύσσεια, Α. 183
Το νερό είναι το πιο ισχυρό στοιχείο, έγραψε ο Λάο Τσε στο μοναδικό του βιβλίο, πριν εξαφανιστεί από την Κίνα, αναχωρητής εν σοφία.
Το νερό είναι η ζωή.
Ζωντανά πλάσματα έχουν βρεθεί στις πιο ανήλιαγες σπηλιές και στις αβύσσους, όπου το φως του ήλιου δεν έφτασε ποτέ.
Ακόμα και στην έρημο Ατακάμα, όπου δεν έχει βρέξει τα τελευταία πεντακόσια χρόνια, πέπλα ομίχλης και υφαντά δροσιάς προμηθεύουν κάθε πρωινό τους ζώντες με την condition sine qua non της ζωής: Το νερό.
Τα σώματα μας είναι φτιαγμένα από νερό κυρίως, καθώς και από ελπίδες, όνειρα, φόβο, πόθο.
Το νερό δεν είναι μόνο το πιο ισχυρό στοιχείο, που διαβρώνει τα πάντα τελικά, παρά την υποχωρητικότητα του και την ευγένεια του, σαν το Ταό αυτοπροσώπως, το νερό είναι το πιο πολύτιμο στοιχείο, το Α και το Ω της ύπαρξης.
Όπου υπάρχει νερό, υπάρχει ζωή.
Ο φίλος-ψυχολόγος είχε βρεθεί κάποτε στη σμαραγδένια Ιρλανδία. Καθώς περιφερόταν στα απέραντα λιβάδια της βρέθηκε μπροστά σε έναν… κουνελώνα (αφού η κατάληξη –ώνας, σημαίνει αφθονία του πρώτου συνθετικού, αμπελώνας, περιστερώνας, ακανθώνας κλπ).
Εκατοντάδες κουνέλια χοροπηδούσαν ελεύθερα και μασουλούσαν τα τριφύλλια του αγίου Πατρικίου. Με έξαψη κυνηγού ξεκίνησε να προσπαθεί να πιάσει ένα και έτρεχε ματαίως και ηλιθιωδώς (συγνώμη για τον χαρακτηρισμό) πέρα-δώθε στο λιβάδι.
«Ήμουνα σαν έναν Εσκιμώο», μου έγραψε, «που βρίσκεται στην πλατεία Συντάγματος και προσπαθεί να πιάσει ένα περιστέρι».
Κάτι παρόμοιο θα πάθαινε ένας άνθρωπος από τις χώρες όπου το νερό σπανίζει πολύ περισσότερο από το πετρέλαιο, αν βρισκόταν απροειδοποίητα στο όρος των υδάτων, στο Πήλιο.
Αν έβλεπε το νερό να τρέχει από πηγές, ρυάκια, καταρράκτες, ποτάμια, βρύσες, θα πάθαινε παράκρουση και θα έτρεχε να πιεί όσο περισσότερο μπορούσε, να μαζέψει όσο περισσότερο μπορούσε, από όλο αυτό το νερό που –στα μάτια του- θα χανόταν αναίτια, ποτίζοντας τα καλντερίμια και τις πέτρες.
Ίσως και να μισούσε τους αλλοθρόους ανθρώπους που κατοικούν αυτό το μέρος και αφήνουν τον άχρωμο χρυσό, την ουσία της ζωής, να χάνεται.
Αν το νερό είναι η ευλογία της ζωής (και σίγουρα είναι), τότε δεν υπάρχει πιο ευλογημένο μέρος από το Πήλιο –αν και ποτέ δεν έχω βρεθεί στα δάση της βροχής.
Δεν είναι τυχαίο που οι Κένταυροι, κάποιοι Προέλληνες πιθανότατα, είχαν οργώσει το Πήλιο με τις οπλές τους, πριν κατέβουν οι Λαπίθες για να τους διώξουν.
Επιχειρώντας μια εικοτολογία, οι Κένταυροι μπορεί να θεωρηθούν ως οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες που κατοικούσαν το Πήλιο από τότε που υπήρχαν homo. Οι Ινδοευρωπαϊκές φυλές που κατήλθαν τους εξεδίωξαν (ο μύθος λέει ότι οι Κένταυροι είχαν προσπαθήσει να βιάσουν τις γυναίκες τους), και εποίκησαν το όρος.
Η ιστορία και η μυθολογία της ανθρωπότητας δεν είναι τίποτα άλλο από εποικισμούς των ισχυρών εις βάρος των απροετοίμαστων.
Οι Λαπίθες ανακάλυψαν τη Γη της Επαγγελίας. Ένα μέρος όπου ό,τι κι αν φυτέψεις θα ευδοκιμήσει, ένα μέρος όπου η γη μοιάζει να είναι ανεξάντλητη, και η ευφορία της αειφόρος μοιάζει.
Αν το Πήλιο, όπως στην Πέτρινη Σχεδία του Σαραμάγκου, αποκοπτόταν από την υπόλοιπη χώρα, και έπλεε επί οίνοπα πόντο, σαν το χαμένο νησί του Καραγάτση, οι κάτοικοι της, οι απόγονοι των Λαπιθών, δε θα είχαν ανάγκη από τίποτα, πέρα ίσως από το τελευταίο μοντέλο των i-phone.
Όμως εκείνοι δε φαίνεται να το γνωρίζουν, δεν ξέρουν πόσο ευλογημένος είναι ο τόπος τους. Βαυκαλίζονται από τις επικοινωνιακές φωνές των Σειρήνων και μεταναστεύουν αθρόα στα αστικά κέντρα, τα πιο κοντινά και ανθρώπινα, όπως ο Βόλος, ή τα πιο μακρινά και απάνθρωπα, όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, για να βιώσουν την πολυτέλεια του να δουλεύεις και να πίνεις καφέ σε προκάτ καφετέριες.
Έτσι εξελίσσεται ο εποικισμός, χωρίς τη βία των όπλων, αλλά με την οικονομική βία, με την παραπολιτισμική βία.
Οι γιαγιάδες μένουν στα σπίτια τους που καταρρέουν να βλέπουν αλλόθροα τηλεοπτικά σίριαλ και τα παιδιά τρέχουν στις πόλεις για να ξοδεύουν το κατώτατο μισθό τους σε αλλοδαπά σούπερ-μάρκετ, αγοράζοντας φρούτα που μετανάστευσαν από άλλο ημισφαίριο.
Οι νέοι έποικοι είναι οι μετανάστες, που αναγνωρίζουν ότι βρεθήκαν σε έναν ευλογημένο τόπο, αλλά την ίδια στιγμή υιοθετούν τα χειρότερα γνωρίσματα των αυτοχθόνων. Βλέπουν τα ίδια σίριαλ, ακούνε την ίδια μουσική, ψεκάζουν με τα ίδια δηλητήρια, πασχίζουν για τα ίδια και απεχθάνονται κάθετι διαφορετικό.
Έτσι μία κάποια Αλβανίδα που έχει κλείσει δυο δεκαετίες στο όρος και μεγάλωσε δύο παιδιά καθαρίζοντας σπίτια, βρίζει τους μαύρους της Αφρικής και τους «μαύρους» τσιγγάνους («μελελέ», αυτοαποκαλούνται αυτοί, «μαύρος λαός»), που έρχονται για να κλέψουν –«και βρωμάνε».
Ο ρατσισμός δεν είναι προνόμιο των πλουσίων, εκείνοι παραβλέπουν το χρώμα και τη θρησκεία όταν συναλλάσσονται με έναν ισάξιο τους (όσον αφορά τον τραπεζικό λογαριασμό).
Και οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, δεν είναι αυτομάτως άγιοι. Κανείς δεν είναι καλός ή κακός εξαιτίας της ράτσας του ή του επαγγέλματός του. Κάθε ένας άνθρωπος είναι ξεχωριστή περίπτωση. Ακόμα και οι δημοσιογράφοι.
Περιμένοντας σε μια διασταύρωση για να στρίψουμε προς τη Ξυνόβρυση ένα porche cayenne κόντεψε να πέσει πάνω μας, παίρνοντας την στροφή τελείως αντικανονικά. Δεν έβρισα, είναι κάτι που αποφεύγω να κάνω όταν οδηγώ -και όταν δεν οδηγώ.
«Είδες ποια ήταν;» με ρώτησε η Ωραία Ελένη που καθόταν στη θέση του συνοδηγού. «Η Άννα Παναγιωταρέα».
«Πόρσε Καγιέν οδηγούσε», της είπα.
«Ε, τι περίμενες να οδηγεί;» (Ζάσταβα;)
Στη χώρα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα, οδηγεί πόρσε καγιέν η Άννα Παναγιωταρέα.
Συνεχίσαμε με το αυτοκινητάκι μας, που καίει τόση βενζίνη όση μπορούμε να πληρώσουμε, και φτάσαμε στην παραλία του Πολύφημου.
Αυτή στους χάρτες θα τη βρείτε ως «Ποτιστικά». Όμως είμαι βέβαιος ότι σε αυτή την παραλία κατέβηκε ο Οδυσσέας και οι σύντροφοι του για ανεφοδιασμό.
Απόδειξη αυτού του παραλογισμού μου είναι ένας θεόρατος βράχος που κείτεται στην ακρογιαλιά, ο βράχος που πέταξε ο τυφλός –από ξύλο και από οργή- Κύκλωπας, για να καταστρέψει το πλοίο του Κανένα.
Η άμμος λευκή σχεδόν, σαν ζάχαρη, και η θάλασσα απέραντη και άσπιλη, πέρα από τα «προβατάκια» που έπεσαν από το πλοίο του πολυμήχανου, καθώς φώναζε στο γίγαντα: «Please to meet you, hope you guess my name».
Λίγοι τουρίστες και μερικοί Έλληνες ξάπλωναν σαν τις σαύρες στον ήλιο, ανήμποροι να κουνηθούν. Απόλυτη γαλήνη, έστω για λίγη ώρα, έστω για αυτές τις στιγμές που προσπαθείς να ξεχάσεις όλα τα προβλήματα που σε περιμένουν πίσω στο σπίτι, πίσω στον πολιτισμό που χτίστηκε πάνω σε σώματα δούλων.
Ώσπου μια φωνή διέλυσε την ψευδαίσθηση μακαριότητας:
«Τι κάνει αυτός;!!»
Ένας νεαρός σκαρφάλωνε –σαν το κατσίκι ομολογουμένως- στον κυκλώπειο βράχο.
Ένας υποψήφιος αυτόχειρας; Αποκλείεται. Κανείς άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αυτοκτονήσει σε ένα τόσο όμορφο μέρος. Παρά τις δυσκολίες και την απογοήτευση, όταν θα έφτανε εκεί ψηλά και θα αγνάντευε το Αιγαίο θα έλεγε (και συγχωρήστε με για τα «γαλλικά» μου): «Ρε, η ζωή είναι ωραία. Σιγά μην σκοτωθώ για τους καριόληδες τους πολιτικούς. Δεν πάνε να γαμηθούν όλοι;»
Όλοι είχαμε σηκωθεί και κοιτούσαμε τον νεαρό. Εκείνος, σαν έφτασε στην κορυφή του βράχου, χαιρέτησε κάποιον στην παραλία και… πήδηξε. Μετά τον κρότο της σύγκρουσης (βουτιά από ψηλά, σε τσιμεντένια θάλασσα) πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα πριν τον δούμε να αναδύεται χαμογελαστός. Βγήκε στην παραλία και έκανε βόλτες μπροστά στις τουριστριούλες, καμαρωτός σαν κόκορας.
Μετά από λίγο η παράσταση επαναλήφθηκε. Ο νεαρός κόκορας σκαρφάλωσε, χαιρέτησε μια άλλη τουρίστρια και πήδηξε.
Έπαιζε τη ζωή του κορώνα-γράμματα πηδώντας από εκεί πάνω μόνο και μόνο για να «πηδήξει».
Σκέφτηκα τα παραδείσια πουλιά, τα αρσενικά, που έχουν μια τεράστια ουρά για να προσελκύουν τα θηλυκά, ενώ αυτή η υπερτροφική απόδειξη αρρενωπότητας, τα δυσκολεύει να πετάξουν και να αποφύγουν κάποιον πιθανό θηρευτή.
«Τι ηλιθιότητα!» σκέφτηκα, αλλά τον έβγαλα μια φωτογραφία.
Στη φωτογραφία δεν φαινόταν να ετοιμάζεται να πέσει, έμοιαζε να έχει ανέβει στο βράχο για να πλησιάσει τον ήλιο και να μαυρίσει πιο γρήγορα. Αλλά έτσι είναι: Οι φωτογραφημένοι αυτόχειρες δεν πέφτουν.
Στη Μακρινίτσα υπάρχει ένα καφενείο που έχει τοιχογραφίες φτιαγμένες από τον ίδιο το Θεόφιλο. Εκείνος είχε ζωγραφίσει κάποτε έναν φούρνο. Ένα ψωμί στεκόταν όρθιο στο ξύλο του φούρναρη.
Κάποιος κήνσορας είχε αποπάρει τον Θεόφιλο γι’ αυτό.
«Έτσι όπως έχεις ζωγραφίσει το ψωμί θα έπρεπε να πέσει», του είχε πει.
Ο Θεόφιλος, naif και savant την ίδια στιγμή, αποκρίθηκε δίνοντας τον ορισμό της τέχνης: «Τα ζωγραφισμένα ψωμιά δεν πέφτουν».
Οπότε και ο πόντος δεν γίνεται να είναι οίνωψ, γίνεται;
Τα βράδια διάβαζα τον «Οδυσσέα» του Τζόις. Αυτός πολλές φορές αναφέρει στο βιβλίο του τον «οίνοπα πόντο» του Ομήρου.
Οίνοπας πόντος: Θάλασσα που μοιάζει με κρασί…
Προσπαθούσα να καταλάβω τι εννοούσε ο Όμηρος. Η θάλασσα είναι γαλάζια, γαλαζοπράσινη, μπλε, ίσως γκρίζα. Αλλά σαν το κρασί;
Τι ήθελε να πει ο ποιητής; Μήπως στα ομηρικά χρόνια η θάλασσα είχε άλλο χρώμα; Ή μήπως ήταν απλά μια μεταφορά, εννοώντας ότι η ποντοπορία σε ζαλίζει, όπως και το κρασί;
Ένα απόγευμα, στην Άφησσο, κατάλαβα ότι ο Όμηρος κυριολεκτούσε.
Καθώς ο ήλιος πήρε να δύει, να βασιλεύει, να αργοπεθαίνει πίσω από το απέναντι νησί, η θάλασσα σταμάτησε να είναι γαλάζια. Το νερό αντανακλούσε το χρώμα του ουρανού και έγινε ροζέ, λίγο «βρώμικο» ροζέ, σαν τα χωριάτικα κρασιά, αυτά που δεν μπορείς να πιεις χωρίς τη συνοδεία φαγητού και δεν είναι κόκκινα ή λευκά, αλλά κάτι ανάκατο.
Ένας Γάλλος δε θα μπορούσε να καταλάβει την έκφραση ούτε κάποιος άνθρωπος που αγοράζει τα επιχρωματισμένα κρασιά του σούπερ-μάρκετ. Το κρασί στα ομηρικά χρόνια ήταν λίγο θολό, λίγο γκρίζο, και σε μεθούσε με το πρώτο ποτήρι –αν δεν το νέρωνες για να διαρκέσει ο πλατωνικός διάλογος και το συμπόσιο.
Και ο Οδυσσέας έπλεε προς τη δύση, έτσι δεν είναι;
Σηκώθηκα και έκανα μια τελευταία βουτιά, μέσα στο κρασί, μέσα στον οίνοπα πόντο, μεθώντας με τη γλώσσα που μου έδωσαν ελληνική…