«Some people feel the rain. Others just get wet.»
Bob Marley
Πρόλογος και επίλογος:
Ήταν πριν πολλά χρόνια, όταν ακόμα πίστευα ότι είμαι αθάνατος ή –τουλάχιστον- άτρωτος. Σαν να μου είχαν πει κι εμένα: “You are invulnerable, you have no Achilles’ heel”.
Με έναν φίλο είχαμε περάσει όλη την νύχτα πίνοντας και συζητώντας για την τέχνη, για τη ζωή, για την κοινωνία, για το θεό, για τα πάντα, για το τίποτα. Καθώς ξημέρωνε ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας, χαρούμενοι και ικανοποιημένοι, αφού δεν είχαμε καταλήξει πουθενά: Υπήρχαν τόσα πολλά να ανακαλύψουμε ακόμα…
Στο δρόμο, λίγο έξω από την αρχαία αγορά, μας έπιασε βροχή. Όλοι έτρεχαν να κρυφτούν, ανοίγανε τα αλεξιβρόχια τους, βλαστημούσαν. Εμείς, νέοι και άτρωτοι, κοιτούσαμε τον ουρανό, γευόμασταν τα όμβρια ύδατα και γελούσαμε.
Τα χρόνια πέρασαν και η βροχή συνέχισε να πέφτει. Ο φίλος σκοτώθηκε με το πεντακοσάρι άλογο του και εγώ γέμισα φτέρνες.
Έγινα ολόκληρος μια Αχίλλειος φτέρνα και τρέχω να κρυφτώ όποτε βρέχει.
Τα τελευταία βέλη είχαν σταλεί με το ταχυδρομείο. Δεκάδες λογαριασμοί, κάθε είδους και χρώματος, που στοιβάχτηκαν σε μια γωνιά της κουζίνας και κακοφόρμιζαν, όλο πύον και προσαυξήσεις.
Να τους πληρώσω δεν μπορούσα, το ήξερα και το ήξεραν κι εκείνοι, γι’ αυτό γελούσαν σαρκαστικά κάθε φορά που άνοιγα το φως ή τη βρύση.
Η Ωραία Ελένη -γιατί κάθε πόλεμος και κάθε οδοιπορικό ξεκίνησε από κάποια Ελένη- πρότεινε να φύγουμε. Να αφήσουμε τους λογαριασμούς ως είχαν, μόνους και δυστυχισμένους στην κουζίνα, και να ταξιδέψουμε στο βασίλειο μας.
Χωρίς χρήματα και πιστωτικές, στηριζόμενοι στη γενναιοδωρία των βασιλικών μας συγγενών και στη φιλοξενία των πριγκιπικών μας φίλων.
Ήταν ένα τρελό σχέδιο, διόλου συνετό, κάτι που ποτέ δε θα τολμούσε ο Μενέλαος. Αλλά με έκανε να νιώσω και πάλι όπως τότε που ήμουν άτρωτος, τότε που απολάμβανα τη βροχή.
Κάπως έτσι ξεκίνησε αυτό το μικρό οδοιπορικό σε έναν αρχαίο τόπο. Κάπως έτσι και τέλειωσε.
Στην επιστροφή οι λογαριασμοί ήταν στο ίδιο σημείο.
Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο στέρεη από τις ψευδαισθήσεις και πολύ πιο επίμονη από τις αποδράσεις.
Το μόνο που έμεινε από το οδοιπορικό, καθώς κάθομαι πάλι στο μπαλκόνι μου για να γράψω, είναι μικρά αναμνηστικά, μερικές φωτογραφίες και οι αναμνήσεις, τα νευρωνικά μονοπάτια που ενεργοποιήθηκαν μπρος στην παραλία του Πολύφημου, στις πηγές του Αχέροντα, στην ομορφιά του Ερμή και στα πέτρινα σκαλοπάτια του αρχαίου θεάτρου –με τον αστερισμό της Μεγάλης Άρκτου να τονίζει τη μικρότητα μας, τη θνητότητα μας.
Η ανθρώπινη μοίρα είναι συνυφασμένη με το χρόνο, με τον Κρόνο που μας καταπίνει: Το μέλλον δεν υπάρχει, το παρόν είναι άπιαστο και το παρελθόν τίποτα άλλο από μνήμη.
“What might have been and what has been
point to one end, which is always present”.
Η ζωή είναι ένα τέτοιο οδοιπορικό: Όταν ξεκινάει νομίζεις ότι θα κρατήσει πολύ. Όταν τελειώνει καταλαβαίνεις ότι ήταν μια ανάσα, ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών.
Όταν ήμουν νέος, ως νέος ελάλουν, ως νέος εφρόνουν, ως νέος έγραφα στο τετράδιο μου: «Το μόνο πιο όμορφο από τον έναστρο ουρανό είναι οι άνθρωποι που γνώρισα, οι άνθρωποι που γνωρίζω και οι άνθρωποι που θα γνωρίσω.»
Καθώς μεγαλώνω, ίσως και να γερνάω πλέον, αρχίζω να νιώθω και την ομορφιά των τόπων.
Σε αυτό το οδοιπορικό αισθάνθηκα όσο ποτέ άλλοτε, ότι η τύχη (η μοίρα, η φύση, ο θεός, διαλέγετε και παίρνετε, όλα δραχμές εκατό) με έφερε σε έναν τόπο ιερό, αρχαίο, ευλογημένο κατά κάποιο τρόπο και κατά κάθε τρόπο.
Μια γη σπαρμένη από αγάλματα και ελιές, μύθους και πηγές, ήλιο και ήρωες, θάλαττα και ιστορία.
Τίποτα δεν είναι καινούριο σ’ αυτή τη χώρα. Ούτε καν η προδοσία ούτε ο εμφύλιος ούτε η γλώσσα.
Γιατί μπορεί ένα παιδί που μόλις έμαθε να διαβάζει να καταλάβει τι λέει μια πέτρινη επιγραφή γραμμένη πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια.
Γιατί μπορεί ένας ενήλικας που είδε το δισκοπότηρο των Μόντι Πάιθον δις και τον Νευρικό Εραστή τρις να γελάσει με ένα αστείο του Μενάνδρου.
Γιατί όταν φυσάει μυρίζει ρίγανη και ρετσίνι.
Γιατί όπου πατάς είναι ένας τάφος. Γιατί όπου πατάς φυτρώνει ένα άνθος.
Αυτή είναι η Ελλάδα. Η χώρα των ανθέων και των ορέων, των νεκρών και των ηρώων, των θαλασσών και των τυρράνων, των κυκλώπων και των νανοκέφαλων. Των εκκλησιών που έχουν χτιστεί πάνω σε αρχαίους κίονες. Των υδάτων και των βράχων.
Νυνί δε μένει γη, ήλιος, νερό.
Τα τρία ταύτα μείζων δε τούτων το νερό.
(Στο επόμενο επεισόδιο –και πρώτο: «Το όρος των υδάτων και ο οίνωψ πόντος»)