(Τάδε έφη Καραγκιόζης)
Πω, πω, πάλι καλά που ξύπνησα. Τι όνειρο ήταν πάλι και τούτο; Βλέπω, που λέτε, ότι κοιμόμουν εδώ μες στη μέση του μπερντέ, όξω απ’ την παράγκα. Κοιμόμουν κι έβλεπα όνειρο ότι πεινούσα ή μπορεί να πεινούσα και να έβλεπα όνειρο ότι κοιμόμουν.
Και βγαίνει, λέει, ο Βεληγκέκας απ’ το σαράι και με πλησιάζει μ’ ένα χαμόγελο όσο κι η χατζάρα του.
«Που ‘σαι, μπρε Καραγκιόστραγια, κοιμάσαι;»
«Κοιμόμουν, μπαρμπα-Τζουρβέναγα, μέχρι που με ξύπνησες.»
Βλέπω το χαμόγελο του και πονηρεύομαι. Τι έχει πάθει αυτός; Lexotanil του δώσανε;
«Μπρε Καραγκιόστραγια», μου λέει, «τι είσαι;»
«Τι είμαι, μπαρμπα-Τζουρβέναγα; Άνθρωπος είμαι, για ουρακοτάγκο με πέρασες;»
«Ας ‘τα αυτά μπρε γκιαούρη», λέει και το χαμόγελο πάει περίπατο. «Λέγε: Έλληνας είσαι για Τούρκος;»
Καταλαβαίνω ότι ζορίζουν τα πράγματα. Αυτή δεν είναι ερώτηση κρίσεως, βρωμάει ματσούκα από χιλιόμετρο.
«Εσύ τι λες ότι είμαι, μπαρμπα-Τζουρβεναγα μου», λέω και ετοιμάζομαι να τρέξω.
«Εγώ ξέρει ‘σε. Στην Αυτοκρατορία γεννήθηκες, στην Προύσα, Τουρκαλάς είσαι.»
Εγώ, μεταξύ μας, δε θυμάμαι που γεννήθηκα. Ήμουν πολύ μικρός τότε. Αλλά βλέπω τ’ άγριο το μάτι του, βλέπω και τα σμιχτά τα φρύδια και σκιάζομαι.
«Για να το λες εσύ μπαρμπα-Τζουρβέναγα, έτσι θα ‘ναι. Τούρκος είμαι και με πιστοποιητικό γεννήσεως.»
Και πάνω που λέω ότι το γλίτωσα το ξύλο ακούγονται κλαρίνα και γιδοπρόβατα και νάτος ο λεβέντης ο μπαρμπούλης μου.
«Τι τ’ του ‘μολογάς του παιδιού, βρε Τουρκαλά;» φωνάζει ο Μπαρμπαγιώργος. «Κι εσύ, βρε ζουλάπ’ λάλεψες; Τούρκος είσαι ωρέ;»
«Τι να πω μπαρμπούλη μου;»
«Τι να πεις, ωρέ μισοριξιά; Έλληνας δεν είσαι; Ελληνικά δεν κρένεις;»
«Μπρε Γιώργαρε φύε, δε σου πέφτει λόγος», μουγκρίζει ο μπαρμπα-Τζουρβέναγας απ’ την άλλη.
«Άι ροβόλα ‘πο ‘δω, βρε Τουρκαλά, μη βγάλω το τσαρούχι και σου κάνω τη μύτη κουράδι.»
Και με βάζουν τα δυο βουνά στη μέση, ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος, και λέω τώρα αν αρχίσουν αυτοί να δέρνονται εγώ θα φάω τις πιο πολλές.
«Όπα!» τους φωνάζω και με κοιτάνε από εκεί ψηλά. «Όπα και ξέρω πώς θα το λύσουμε το θέμα.»
Κάνουν ένα βήμα πίσω και περιμένουν.
«Ότε ήμην παιδίον», τους λέω, «μου ‘φτιαχνε η νόνα μου φαγιά κι έτρωγα. Αλλά δε θυμάμαι τι φαγιά ήταν. Φέρτε μου να φάω να σας πω τι είμαι.»
Φεύγουν κι οι δυο απ’ το μπερντέ –γιατί έτσι ήταν στο όνειρο, λες και ήταν ο κόσμος μας μπερντές κι εμείς όλοι σκιές πάνω του- κι εγώ μένω σ’ αναμμένα κάρβουνα. Ή ξύλο θα φάμε ή φαΐ, σκέφτομαι στον ύπνο μου.
Δυο ροχαλητά μετά μπαίνει απ’ τα αριστερά ο μπάρμπας μου. Και κουβαλάει αρνιά σουβλιστά, λουκάνικα χωριάτικα και γραβιέρες, μυζήθρες, ντοματοσαλάτες και συκαρέλια.
Έρχεται από το σαράι κι ο Βεληγκέκας. Να τα ιμάμ μπαϊλντί και τα κεμπάπ, να τα γιουβέτσια και οι μπακλαβάδες.
Τα αφήνουν μπρος μου, μου ‘ρχονται οι μυρωδιές και τρέχουν τα σάλια μου σαν να ‘μουν ο σκύλος εκείνου του Ρώσου, του Παύλου.
«Λέγε τώρα. Τι είσαι; Τούρκος ή Έλληνας;» λένε κι οι δυο με μια φωνή.
Κοιτάζω αριστερά. Να τα κατσικάκια στη γάστρα.
Κοιτάζω δεξιά. Αχνίζουν τα πιλάφια.
«Λέγε τι είσαι; Τούρκος για Έλληνας;» ξαναλένε αγριεμένοι.
Ε, δε βαστιέμαι πια.
«Πεινασμένος είμαι, πεινασμένος», φωνάζω και ορμάω στα φαγιά.
Πέφτω στα κατσίκια, βαράει ο Μπαρμπαγιώργος. Πέφτω στα πιλάφια, δέρνει ο Βεληγκέκας. Αυτοί βαράνε κι εγώ τρώω. Αυτοί βαράνε κι εγώ τρώω.
Και πάνω που είπα θα χορτάσω –γιατί το ξύλο το ‘χω συνηθίσει, δε με πειράζει, ίσα-ίσα που μου ανοίγει την όρεξη- παραμερίζει η κουρτίνα που ‘χουμε για πόρτα στην παράγκα, βγαίνουν τα Κολλητήρια και πέφτουν πάνω στα φαγητά.
Πού να πλησιάσεις; Έχεις προσπαθήσει να πάρεις κόκαλο από σκύλο;
Έτσι γρυλίζανε κι αυτά όταν πλησίαζα. Μένω πίσω και περιμένω μπας και μου αφήσουν τίποτα. Αλλά όταν σηκώνονται να φύγουν έχουν μείνει μόνο τα κόκαλα και τα ταψιά. Ζωή να ‘χουνε τα άτιμα, αλλά καλύτερα να τα ντύνεις παρά να τα ταΐζεις.
Κι όπως πάω σε ένα ταψί να γλείψω λίγο σιρόπι με πιάνει ο Βεληγκέκας.
«Τά φαες όλα, μπρε πονηρό Καραγκιόστραγια», και δως του αρχίζει πάλι το κοπάνημα.
«Άσε το ανιψούδι μου να το στουμπίσω ‘γω», λέει ο μπάρμπας κι αρχίζει να βαράει κι αυτός με ρυθμό. Μία από ‘δω, μία από ‘κει, μια ο ένας μια ο άλλος.
Ε, και πεινασμένος και δαρμένος, δεν άντεξα άλλο, ξύπνησα.
Ούτε φαΐ ούτε ξύλο. Ούτε Έλληνας ούτε Τούρκος. Τι είμαι τελοσπάντων;
Οι πεινασμένοι δεν έχουν πατρίδα κι αν η πατρίδα σ’ αφήνει νηστικό τότε χάρισμα τους. Αν είναι να πάω ως την Κόκκινη Μηλιά για να φάνε άλλοι τα μήλα δεν πάω πουθενά.
Το ‘χω καταλάβει το παιχνίδι τους: Θα φάνε, θα πιούνε και νηστικοί θα κοιμηθούμε.
Αβάντι μανέστρο, έναν καλαματιανό να ξεχάσουμε την πείνα μας.