Σλαβο-Mακεδονικός χαλβάς του bakkal

0
2111

Έχω βρει ένα καινούριο κόλπο για να μην πεινάω. Κάθομαι ακίνητος και κοιτάω τον αφαλό μου μέχρι που να δω φωτάκια. Τι ασκητές και γιόγκι μου λένε, εγώ έχω φτάσει σ’ άλλα επίπεδα.

Έτσι καθόμουν τις προάλλες, όταν άκουσα θόρυβο από σακούλες. Με την άκρη του ματιού είδα την Αγλαΐα να ετοιμάζεται για έξω.

“Πάω να πάρω κάτι να κάνουμε κούλουμα, αρχίζει η νηστεία”, είπε η Αγλαΐα.
“Η νηστεία είναι για τους χορτάτους, Αγλαΐα. Οι νηστικοί δεν νηστεύουν”, της είπα.
“Ο θεός δεν ξεχωρίζει πλούσιους από φτωχούς.”
“Ναι, το ‘χω καταλάβει καλά αυτό. Κι αν τον πετύχω κάποτες θα του πω δυο λογάκια.”
“Ντροπή σου”, είπε η Αγλαΐα κι έφυγε.

Συνέχισα τον διαλογισμό μου, κοιμήθηκα και λιγάκι, ξεχάστηκα. Ώσπου ακούω τη γυναίκα να γυρνάει με γεμάτες σακούλες. Έχω μάθει να τις ξεχωρίζω, άδειες-γεμάτες, και με κλειστά μάτια.

Και βγάζει από μέσα μια λαγάνα, κρεμμύδια φρέσκα κι ένα κομμάτι χαλβά ίσαμε την κεφάλα μου. Πετάγομαι πάνω, ελατήριο.

“Πού τα βρήκες τόσα λεφτά, ρε Αγλαΐα;” της λέω.
“Μού δωσε κάτι λίγα η γιαγιά μου.”
“Καλά να ‘ναι η γυναίκα, χίλια χρόνια να ζήσει να τη θάψουμε. Αλλά τόσος χαλβάς, μια περιουσία θα ‘κανε.”
“Τον είχε ο μπακάλης μισοτιμής.”
“Για πέταμα ήταν;”
“Όχι, είναι απ’ τη Μακεδονία.”
“Απ’ τη Θεσσαλονίκη;”
“Όχι, πιο πάνω.”
“Απ’ το Κιλκίς;”
“Πιο πάνω, πιο πάνω.”
“Τι πιο πάνω, ρε γυναίκα; Απ’ τη Σουηδία είναι ο χαλβάς;”
“Όχι, απ’ την Οχρίδα.”

Τι την ήθελα τη γεωγραφία και τα πιο πάνω-πιο πάνω; Όσο εγώ μιλούσα τα Κολλητήρια πήραν χαμπάρι πως είχαμε φαΐ κι ορμήσανε σαν σκυλιά λυσσασμένα. Έπεσα κι εγώ στη μάχη, κλώτσησα το ένα, έσπρωξα το άλλο, με το ζόρι κατάφερα να πάρω ένα κομμάτι χαλβά.

Το ‘κρυψα στο σώβρακο και βγήκα απ’ την παράγκα για να το φάω, γιατί αυτά τα κωλόπαιδα δεν έχουν ιερό κι όσιο. Κι εμένα θα με τρώγανε αν πλενόμουν.

~~

Έκατσα σε μια άκρη κι έκανα τον σταυρό μου. Θεός δεν ξέρω αν υπάρχει ή όχι, αλλά για καλό και για κακό σταυροκοπιέμαι. Ποτέ δεν ξέρεις.

Τσιμπάω ένα ψίχουλο, κόντεψα να τυφλωθώ απ’ τη γλύκα. Όταν δεν τρως σου φαίνονται όλα πιο νόστιμα.

Αλλά πριν προλάβω να φάω αρχίζουν τα κλαρίνα και τα κλαπατσίμπανα, και νάτος ο καράβλαχος ο μπάρμπας μου, κουβαλώντας τη γαλανόλευκη.

“Πού πάς, μπαρμπούλη, με τη σημαία επ’ ώμου;”
“Στο συλλαλατήριο, ωρέ ζουλάπι. Άιντε ‘κολούθα.”
“Περίμενε, μπάρμπα, να φάω τον χαλβά μου τον μακεδονικό να πάρω δυνάμεις, περίμενε.”
“Πού τον βούτηξες τον χαλβά, βρε μισοριξιά;” λέει ο μπάρμπας.
“Με προσβάλλεις, μπάρμπα. Τον αγόρασε η γυναίκα. Χαλβάς απ’ Οχρίδα, πρώτο πράμα.”
“Βρε να χαθείς. Απ’ τα Σκόπια είναι; Και τον λες μακεδονικό; Δεν ντρέπεσαι;”
“Την τελευταία φορά που ντράπηκα έμεινα νηστικός. Μαθαίνω απ’ τα λάθη μου.”

Και μ’ αρχίζει το κήρυγμα ο μπαρμπα-Γιώργος, για τη Μακεδονία που είναι ελληνική και τον χαλβά που είναι Μακεδονίας και τον μεγαλέξανδρο κι άλλα τέτοια και δεν μ’ αφήνει να φάω. Κάθε φορά που πάω να τον βάλω στο στόμα, μου ρίχνει καρπαζιά.

“Άσε με, ρε μπάρμπα να φάω, και δεν με νοιάζει κι αν είναι χαλβάς Αραβίας. Πεινάω.”
“Φάγε, αλλά να γρικάς τι λες.”
“Δηλαδή πώς το λέμε έχει σημασία, όχι τι κάνουμε. Εντάξει, θα φάω σλαβομακεδονίτικο χαλβά. Σου κάνει;”
“Όχι! Ο χαλβάς μακεδονίας είναι ελληνικός, ωρέ κουράδι.”

“Κάτσε, ρε μπάρμπα. Κι όταν πήγαινες εσύ στα καζίνα εκεί πάνω;”
“Άλλο αυτό.”
“Κι όταν πήγαινες να σου βγάλουν τα δόντια εκεί πάνω;”
“Άλλο αυτό.”
“Κι όταν πήγαινες να πάρεις φτηνό σανό για το μουλάρι;”
“Άλλο αυτό.”
“Όλα άλλα είναι. Κι ο χαλβάς άλλο είναι. Άσε με κι εμένα να φάω και τον λέω όπως θες.”

Τι τα ‘θελα και του ‘φερα αντίρρηση; Μ’ άρχισε στις κατραπακιές για να αποκτήσω πατριωτική συνείδηση. Όταν βαρέθηκε να δέρνει έφυγε.

~~

Ευτυχώς το ξύλο το ‘χω συνηθίσει. Χίλια χρόνια με δέρνουν, απ’ όλες τις πλευρές, μυαλό δεν έβαλα, νηστικός έμεινα.

Φτιάχνω λίγο την γραβάτα που μου την τσαλάκωσε, κάνω πάλι τον σταυρό μου για να φάω, αλλά…

Να που βρίσκεται μπροστά μου ο ξεπεσμένος αριστοκράτης, ο πολιτικάντης ο Νιόνιος. Μ’ αρχίζει τα ψυχής της ψυχής μου και τις χειραφτίες και τα καρδούλα μου και τα συκωτάκια μου. Ήταν κι αυτός με μια πλαστική σημαία. Τραβούσε στο συλλαλητήριο.

“Κάτσε, ρε Νιόνιο”, του λέω. “Εσύ μέχρι χθες έλεγες ότι όσοι πάνε στις διαδηλώσεις είναι άπλυτοι, είναι τεμπέληδες, είναι χαραμοφάηδες, είναι…”
“Άλλο αυτό”, μου λέει ο λιμοκοντόρος.
“Πάλι άλλο αυτό;”
“Ναίσκε, τζιέρι μου. Τώρα το κάνουμε για την πατρίδα.”
“Α, τώρα σ’ έπιασε πόνος για την πατρίδα.”
“Πάντα είχα πόνο, Καραγκιόζο διρούθουνε. Δεν είμαι εθνομηδενιστής σαν του λόγου σου.”
“Ε, κάτσε να σου δώσω λίγο κι απ’ τον δικό μου πόνο, τον μηδενιστικό.”

Τον άρχισα στις σφαλιάρες κι έφυγε τρέχοντας. Τζάμπα πατριώτης. Ούτε λιγάκι να υποφέρει για την πατρίδα δεν άντεχε.

~~

Κάθομαι πάλι. Κάνω πάλι τον σταυρό μου. Κι ο θεός θα με βαρέθηκε. Αλλά πριν αρχίσω να τρώω εμφανίζεται ο μαλαγάνας ο Χατζατζάρης. Και πάρτον να ξελαρυγγιάζεται για τον Σουλτάνο-τον-πολυχρονεμένο. Πού να φάω;

“Τι φωνάζεις, ρε Αρτέμη Μάτσα;” του λέω.
“Το διάγγελμα του Σουλτάνου μας ντελαλώ, Καραγκιόζη μου”, λέει με την παπαδίστικη φωνή του.
“Και δεν μπορείς να λαλάς πιο σιγά; Να μας αφήσεις να φάμε; Τι θέλει πάλι ο πολυβολεμένος σου ο Σουλτάνος;”
“Ο αγαπημένος μας ο Σουλτάνος, ο πολυχρονεμένος, ο αξιοσέβαστος, ο αναντικατάστατος, που χαλί να γίνω να με πατήσει, που χρόνια να μου κόβει ο θεός και να του δίνει μέρες, που…”
“Καλά, κοψτ’ το γλύψιμο, δεν σ’ ακούει. Τι λαλάει;”
“Όποιος πάει στο συλλαλητήριο είναι φασίστας, είναι πατριδοκάπηλος, είναι προδότης του…”
“Για κάτσε, ρε Χατζατζάρη. Τόσο καιρό, πριν να γίνει σουλτάνος στη θέση του σουλτάνου, μας τραβούσε στις διαδηλώσεις και στις απεργίες.”
“Άλλο αυτό, Καραγκιόζη.”
“Πάλι άλλο αυτό; Πολύ μ’ έχετε μπερδέψει σήμερα. Όλα άλλο-αυτό είναι, μόνο τον χαλβά μου δεν μ’ αφήνετε να φάω.”

Έκανε ο Χατζατζάρης μια γκριμάτσα, έφτιαξε τα καινούρια του ρουχαλάκια κι έκανε να φύγει. Κάπου εκεί όμως στάθηκε να μου μιλήσει, δεν άντεξε.

“Και τι σε νοιάζει εσένα, Καραγκιόζη; Εσύ πάντα αμοραλιστής ήσουν.”

Ε, δεν άντεξα. Άφησα τον χαλβά και τον πήρα στο κυνήγι. Να με λέει εμένα ληστή ο γλυψιματίας, που όπου φέγγει στήνει τον κώλο του.

Φτάνει πια!

Βαρέθηκα να λέω στην Αγλαΐα “μη κλαις, θα μας δώσει βερεσέ ο μπακάλης”. Δεν μας δίνει ούτε σαρδέλα.

Βαρέθηκα να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ -και χαμπάρι να μη παίρνουν.

Βαρέθηκα ν’ ακούω τους κλεφταράδες να μου κάνουν κίριγμα ορθογραφίας.

Βαρέθηκα να μου λένε τι πρέπει να κάνω για να σώσω τους σωσμένους.

Βαρέθηκα να μου λένε ποιος είμαι και τι είμαι. Πού με ξέρουν και με μολογάνε;

Γεννήθηκα στην Ινδία κι ήμουν φτωχός. Πέρασα απ’ τη Μέση Ανατολή στην Τουρκία, κι ήμουν πεινασμένος. Ήρθα στην Ελλάδα ξυπόλητος.

Βαρέθηκα να πεινάω. Αυτός είμαι.

Αλλά δεν το βάζω κάτω. Ούτε προσκυνάω. Οι μεγαλέξανδροι κι οι σουλτάνοι θα φύγουν. Εγώ θα μείνω.

Πώς με λένε; Κοιτάξτε γύρω σας, είμαστε παντού. Κι όταν ξυπνήσουμε μονομιάς…