Το τελευταίο τρένο για το Άλφα του Κενταύρου

0
1461

10/7/15

Καιρό είχα να βρεθώ σε σταθμό, νύχτα.

Όλοι οι backpacker γνωρίζουν τον πρώτο κανόνα του φτηνού ταξιδιού με τρένο: Ταξιδεύεις νύχτα. Έτσι κοιμάσαι στο τρένο και γλιτώνεις τα έξοδα του ξενοδοχείου. Απλό, αλλά κουραστικό.

Πάνε πολλά χρόνια απ’ την τελευταία φορά που ταξίδεψα μ’ αυτόν τον τρόπο. Τώρα κάθομαι σ’ ένα παγκάκι, στο σταθμό της Θεσσαλονίκης και γράφω στο τετράδιο μου.

Δίπλα μου δυο καθαρίστριες, που κάνουν ένα τσιγάρο μέχρι να έρθει το επόμενο τρένο. Να δουλεύεις στις 23:00 και κάποιοι να τολμούν να λένε ότι οι καθαρίστριες είναι ελίτ.

Παραδίπλα τουρίστες και πρόσφυγες. Μετακινούνται οι άνθρωποι, πάντα έτσι γινόταν. Κάποιοι με τη θέληση τους, άλλοι εξαναγκάζονται.

Το φάντασμα της δραχμής πλανιέται πάνω απ’ την πόλη, ενώ το βαμπίρ του ευρώ μας έχει πιεί το αίμα. Κι όμως, πιο πολύ φοβόμαστε κάτι το ανύπαρχτο, παρά το αληθινό. Είναι ακριβώς αυτός ο φόβος για το άγνωστο, αυτός ο έντεχνα κατασκευασμένος φόβος, που μας κρατάει δέσμιους του ευρώ και της καταστροφής που σπέρνει.

“Κατασκευή συναίνεσης”, το λέει ο Τσόμσκι.

Ένας πατέρας συνοδεύει τον φοιτητή γιο του. Κρατιέται καλά, παρά τα γκρίζα μαλλιά, παρότι βρίσκεται στην νεότητα των γηρατειών, τα πενήντα. Ο γιος του ακτινοβολεί. Έχει όλον τον κόσμο (και τον χρόνο) μπροστά του.

Δυο τουρίστριες παίρνουν πληροφορίες από κάποιον πρόθυμο μεσήλικα, που έχει ρουφήξει την κοιλιά και μιλάει αυτοσχέδια αγγλικά. Ένα πιτσιρίκι με την τσάντα στον ώμο. Ένας νέγρος, ένας άνθρωπος που ίσως να είχε δει και ελέφαντα, αν δεν είχαν απαγάγει του προγόνους τους οι Ευρωπαίοι, στέκεται παραδίπλα.

~~

Το τρένο φτάνει, σαν ένας τεράστιος πίνακας για γκράφιτι. Απ’ τα μεγάφωνα μας ειδοποιούν ότι θα πραγματοποιηθούν ελιγμοί και ότι θα επικολληθούν βαγόνια κι ότι θα αναβαθμιστεί το σύστημα προώθησης κι άλλα τέτοια παράδοξα, οπότε θα φύγουμε με είκοσι λεπτά καθυστέρηση.

Εμμένω στο παγκάκι, ενώ ο κόσμος επιβιβάζεται. Πάντα ήμουν εκείνος που επιβιβαζόταν τελευταίος. Σχεδόν πάντα.

Ακριβώς μπροστά στην πόρτα ένα ζευγαράκι είναι σφιχταγκαλιασμένο. Η κοπέλα ακουμπάει στο στήθος του αγοριού. Εκείνος της χαϊδεύει το πρόσωπο. Θα αποχωριστούν, αλλά χάρη στους ελιγμούς και τις επικολλήσεις, κέρδισαν είκοσι λεπτά.

Συμπεριφέρονται λες κι ένας απ’ αυτούς (ο άντρας συνήθως) πηγαίνει στον πόλεμο -κι ίσως ποτέ να μη γυρίσει, οι πόλεμοι έχουν μια τέτοια ασάφεια.

Έτσι είναι ο έρωτας. Κάθε δευτερόλεπτο μακριά είναι θάνατος.

Σιγοτραγουδάω: “Κάνε κάτι λοιπόν, να χάσω το τρένο”.

~~

Μια μητέρα χαιρετάει τον γιο της, που έχει ήδη κάτσει στη θέση του, δίπλα στο παράθυρο. Ο πατέρας την τραβάει για να φύγουν. Εκείνη εμμένει. Ο γιος της κάνει νόημα να φύγει. Εκείνη εμμένει.

Η εμμονή της μάνας, θα μπορούσε να είναι πίνακας του Νταλί.

Τελικά το παίρνει απόφαση. Πηγαίνει στο παράθυρο και φωνάζει: “Να περάσετε καλά!” Κάνει να φύγει, αλλά έχει ξεχάσει κάτι σημαντικό: “Και να προσέχεις.”

Και μετά φεύγει συντετριμμένη. Ίσως να είναι η πρώτη φορά που ο γιος της, το σπλάχνο της, πάει μόνος διακοπές. Τι τραύμα!

Η καθαρίστρια, αυτή που κάπνιζε πριν, πηγαίνει να σφουγγαρίσει και λέει (αυστηρά) στο ζευγαράκι να κάνει άκρη. Μάλλον έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ήταν ερωτευμένη κι εκείνη.

Ζέστη πολλή, μέσα Ιουλίου. Έξω απ’ το βαγόνι μόνο δύο καπνιστές, οι ερωτευμένοι κι ένας τύπος που γράφει μέχρι τελευταίας ρανίδος

Όταν γράφεις χάνεις τον εαυτό σου. Γίνεσαι οι άλλοι, τα χέρια τους, τα μάτια τους, τα φιλιά τους, ο πόνος τους (ένας νεαρός περνάει, στην μπλούζα του γράφει Pain, και μετά ένας άλλος, Italia).

Ησυχία πια. Πριν μιλούσαν όλοι, όλες τις γλώσσες του πλανήτη. Τώρα ήρθε η κινητή φωλιά, μπήκαν μέσα κι ησύχασαν. Έκατσαν στις θέσεις τους, σωστά αριθμημένοι.

Και το ρολόι δείχνει 23:20. Τα ρολόγια των σταθμών έχουν μια ιδιαίτερη σημειολογία. Ίσως είναι κάτι σαν

Ξαφνικά το τρένο κινείται και οι πόρτες κλείνουν. Το ερωτευμένο ζευγαράκι πανικοβάλλεται. Το ίδιο και ο συγγραφέας. Τρέχουμε και χτυπάμε να μας ανοίξουν. Μπαίνουμε λαχανιασμένοι, αλλά το τρένο δεν φεύγει.

Ίσως ο οδηγός να είναι πλακατζής. Να μας είδε που καθόμασταν αμέριμνοι απ’ έξω και να είπε να μας κάνει μια πλάκα. Σαν τον αθέατο πλακατζή του πεπρωμένου, που λέει κι ο Τομ Ρόμπινς.

~~

Κάθομαι στη θέση μου. Ευτυχώς κανείς δεν είναι δίπλα μου. Δεν είναι ωραίο να κοιμούνται πάνω στον ώμο σου, ειδικά αν είναι κάποιος άγνωστος, κάποιος άγνωστος των εκατόν είκοσι κιλών, κάποιος άγνωστος των εκατό είκοσι κιλών που ροχαλίζει.

Το τρένο ξεκινάει τελικά στις 23:36. Ο πλακατζής οδηγός μας έβαλε μέσα δεκαπέντε λεπτά νωρίτερα. Το ερωτευμένο κορίτσι είναι ο τελευταίος επιβάτης που κάθεται στη θέση του.

Απ’ έξω φεύγει η πόλη και ο έρωτας.

~~{}~~

Μπροστά μου μια κυρία τρώει πατατάκια και γυρνοβολάει στο facebook με το κινητό της. Δυο νεαροί κουβεντιάζουν. Ένας άντρας με άσπρα μαλλιά ήδη ξάπλωσε.

Βλέπω τον εαυτό μου στο δεξί παράθυρο. Μετά στο αριστερό. Κάπου στη μέση πρέπει να είμαι κι εγώ.

Ποιος είναι ο αληθινός; Εκείνος στα δεξιά, ο άλλος στα αριστερά ή μήπως εκείνος στη μέση; Ή μήπως κανείς;

Γράφω, άρα υπάρχω.

~~

Ο ελεγκτής πλησιάζει τρυπώντας εισιτήρια. Χρησιμοποιεί το ίδιο εργαλείο από τότε που ταξίδεψα για πρώτη φορά με τρένο. Τα τρένα άλλαξαν, τα εισιτήρια άλλαξαν, αλλά η φωνή παραμένει η ίδια, ρομποτική: “Όλα τα εισιτήρια”.

Η φωνή ίδια, το εργαλείο ίδιο, ο σταυρός στο τριχωτό στήθος ίδιος, η κοιλιά και το μουστάκι ίδια. Λες και είναι ο ίδιος ελεγκτής, σε όλα τα τρένα, απ’ την παιδική μου ηλικία.

~~

Το τρένο σταματάει. Απ’ τα αθέατα ηχεία ακούγεται: “Πλατύ! Πλατύ! Αποβίβαση απ’ τη δεξιά πλευρά.”

Η ησυχία και η στασιμότητα, η ακινησία, προκαλούν νευρικότητα στους επιβάτες.

Παραδίπλα μια τουρίστρια, Ισπανίδα, σημειώνει στο τετράδιο της. Ένας γέρος μαυροπουκαμισάς ροχαλίζει. Μια τσιγγάνα πάει προς την τουαλέτα και ξεροβήχει.

Το τρένο ξεκινάει, αλλά λίγα χιλιόμετρα μετά, σταματάει στη μέση του δεν-υπάρχει-κανένα-φως-έξω. Όλοι κοιτάμε να δούμε τι έγινε. Ακούγεται μόνο το καζανάκι απ’ την τουαλέτα και η τσιγγάνα βγαίνει ξεροβήχοντας. Αυτοί οι Ρομά καταστρέφουν τα τρένα.

Έπειτα αρχίζει να δουλεύει ο εξαερισμός και το τρένο ξεκινά.

~~

Τα φώτα δεν χαμηλώνουν και ο κλιματισμός δεν δουλεύει. Η ώρα είναι 00:15 και αναρωτιέμαι πώς θα καταφέρουμε να κοιμηθούμε.

Το τρένο κυλάει ευθύγραμμα κι αθόρυβα μες στο σκοτάδι, απέξω περνούν φώτα κίτρινα κι άσπρα.

Είναι σαν να ταξιδεύουμε στο διάστημα, με ταχύτητα δίνης (δρ Σποκ)  και τ’ άστρα να φαίνονται σαν τα φώτα μιας επαρχιακής πόλης, κάπου κοντά στην Κατερίνη.

Ίσως κάποτε, αν σταματήσουμε να πιστεύουμε ότι ο πλούτος είναι ο μοναδικός στόχος, αν κάποτε ξεκινήσουμε να ζούμε συλλογικά, ίσως τότε το ταξίδι στ’ άστρα να γίνει κάτι τόσο βαρετό και συνηθισμένο, που όλοι οι επιβάτες, σαν τον νεαρό απέναντι, να χασμουριούνται μέχρι να φτάσουμε στο Άλφα του Κενταύρου.

~~

Το κεφάλι κάποιου μελαψού, πολύ πιο μελαψού απ’ το μεσογειακό, κρέμεται απ’ το κάθισμα.

Από ποια Κόλαση έφυγε και σε ποιον παράδεισο ονειρευόταν να βρεθεί; Είναι βία δέκα οχτώ χρονών.

Το τρένο σταματάει, χωρίς να κλείσει τις μηχανές. “Κατερίνη”.

Έπειτα, σαν ιπτάμενος δίσκος, φεύγει απ’ την Κατερίνη, για το Άλφα του Κενταύρου.

Ένας νεαρός κατεβάζει την αποσκευή του, η καθαρίστρια μαζεύει τα σκουπίδια, η κυρία του facebook πίνει νερό, ο ελεγκτής πάει μπροστά, η τσιγγάνα που ξεροβήχει ξαναπερνάει, τα φώτα απέξω, ο αριστερός μου εαυτό και ο δεξιός, η Ισπανίδα ακουμπάει στον ώμο του συντρόφου της, κάποιος διαβάζει ένα βιβλίο, οι μισοί φοράνε παπούτσια Nike, η τουρίστρια σανδάλια, η τσιγγάνα παντόφλες κι ο ελεγκτής σκαρπίνια.

Τα φώτα δεν χαμηλώνουν. Μάλλον θα κοιμηθούμε μόνο όταν θα είμαστε απολύτως εξαντλημένοι.

~~{}~~

Δεν ξέρω πόσες ώρες έχουν περάσει. Ο αθέατος πλακατζής ξεκινάει να φωνάζει: “Δομοκός! Δομοκός! Φτάσαμε στη Δομοκό! Αποβίβαση απ’ την αριστερή πλευρά. Δομοκός! Δομοκός!”

Βλέπω μια συσκευασία από τυρί Δομοκού, 2,6 ευρώ, λίγο πριν ξυπνήσω.

Το τρένο σταματάει. Κάποιοι σηκώνονται. Μάλλον δεν θα βρούμε ποτέ την ησυχία, θα περιπλανιόμαστε ισόβια, σαν επιβάτες ενός τρένου που τα φώτα ποτέ δεν σβήνουν.