0.0
Η ελευθερία είναι άβυσσος, είναι ένας απέραντος ωκεανός χωρίς ακτές, χωρίς νησιά, χωρίς βάρκες. Κανείς δεν μπορεί να σε σώσει, αν αποφασίσεις να είσαι ελεύθερος. Γι’ αυτό οι άνθρωποι προτιμάνε να έχουν κάποιον να τους λέει τι να κάνουν, να τους βάζει όρια, ακόμα κι έναν τύραννο, παρά ν’ αναλάβουν την ευθύνη της ζωής τους.
Γιατί η ελευθερία έχει πάντα μαζί της την ευθύνη. Οι ποιητές γράφουν μόνο για το τραγούδι της ελευθερίας, που είναι εξαίσιο σαν εκείνο που λένε οι Σειρήνες. Όλοι θέλουν ν’ ακούσουν το τραγούδι τους. Κανείς δεν αντέχει τη φρικτή τους αλήθεια.
Για να είσαι ελεύθερος πρέπει να κοιτάξεις την άβυσσο κατάματα και να μην τρελαθείς. Δεν μπορείς ν’ αποδεχτείς καμιά παρηγοριά πλέον, να πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκε η ακοή σου. Δεν μπορείς να προσμένεις λυτρωτές και σωτήρες, ούτε θεούς ούτε ανθρώπους, ούτε γονείς ούτε συντρόφους, πλάνες, μάταιες ελπίδες.
Για να είσαι ελεύθερος πρέπει να αναλάβεις την πλήρη ευθύνη της ύπαρξης σου. Δεν έχει σημασία τι αφήνεις πίσω, ποιοι ήταν και δεν ήταν οι γονείς σου, τι είχες, τι έχασες, από πού ξεκίνησες. Αυτά σε καθόρισαν ως εκείνη τη στιγμή, ως τη στιγμή που αποφασίζεις να πέσεις στην άβυσσο της ελευθερίας.
Η ελευθερία είναι ο μέγιστος δεσμώτης. Η ελευθερία είναι τρομακτική.
Κι αυτό μόλις είχε αρχίσει να το νιώθει η Γιωταλία.
1.1
Είχε επιβιβαστεί σ’ ένα καραβόσκαρο. Ήταν ένα ιστιοφόρο μεγάλο με πανιά σκούνας, τρία μεγάλα και πέντε μικρά. Στην Επανάσταση τα είχαν για πολεμικούς σκοπούς, αφού ήταν πολύ πιο γρήγορα απ’ τα τούρκικα. Μετά τα έκαναν εμπορικά. Σ’ αυτό που ανέβηκε η Γιωταλία είχε στα αμπάρια του έντεκα τόνους χασίσι μυρωδάτο. Όχι χόρτο, «σοκολάτα» μαροκινή.
Η Νέδα δεν ήθελε να περάσει την ξύλινη σκάλα, δεν της άρεσαν τα σκοτεινά και μυρωδάτα μέρη, όπου σεργιανάνε και βλαστημάνε αξύριστοι άντρες. Έκανε πίσω και γάβγισε, σαν να φώναζε να γυρίσουν πίσω στον Νετασκέτα. Η Γιωταλία το σκέφτηκε για μια στιγμή. Δεν ήξερε πού πήγαινε και τι θα γινόταν. Το σκυλί δεν της έφταιγε, θα ήταν καλύτερα στο Κατάκολο.
«Άντε, τράβα πίσω», της είπε αυστηρά, χωρίς να τη χαϊδέψει. «Δε σε θέλω μαζί μου.»
Η Νέδα έκανε το κεφάλι της στ’ αριστερά.
«Φύγε!» είπε η Γιωταλία και ξεκίνησε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα.
Το σκυλί έτρεξε πίσω της. Θα την ακολουθούσε και στην Κόλαση. Έτσι είναι οι σκύλοι, χρειάζονται κάποιον ν’ ακολουθούν, σε κάποιον να πιστεύουν. Έτσι είναι κι οι άνθρωποι συνήθως.
1.2
Στο τρίτο βήμα στη σκάλα ακούστηκε ένα τρίξιμο επικίνδυνο. Η σκάλα ήταν ετοιμόρροπη. Η Γιωταλία στάθηκε ακίνητη. Θα μπορούσε να διαβάσει ένα απ’ τα ξόρκια του βιβλίου για να τη δέσει, αλλά μάλλον θα ήταν βλασφημία, σαν να επικαλείσαι το όνομα του Κυρίου επί ματαίω. Έκανε ένα ακόμα βήμα και η γέφυρα σχεδόν έσπασε. Η Νέδα σηκώθηκε στα πισινά της πόδια σαν να ‘ταν άλογο.
«Πάτα ‘ι έλα!»
Εκεί πάνω, στο πλάι του καραβόσκαρου, ήταν ένα παιδί. Ένα αγόρι ούτε δέκα χρονών, ντυμένο με ρούχα ναυτικά, κουρελιασμένα απ’ την αλμύρα και τον ήλιο, και πρόσωπο πιο μαύρο απ’ το κάρβουνο. Η φωνή του ακούστηκε σαν άνεμος της Σαχάρας και σαν κάλεσμα μουεζίνη.
«Πάτα ‘ι έλα!»
«Θα πέσω», του είπε η Γιωταλία.
«Δε πε’εις. Πάτα ‘ι έλα.»
Ένας άλλος άνθρωπος, ένας λογικός άνθρωπος, ένας μεσήλικας, δεν θα έπαιρνε στα σοβαρά τη συμβουλή του δεκάχρονου ναύτη. Θα έφευγε χωρίς να το συζητήσει καν. Αλλά η Γιωταλία δεν ήταν μόνο μάγισσα, ήταν και έφηβη. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο ατίθασο από μια έφηβη μάγισσα. Χαμογέλασε με την πρόκληση και πάτησε παρακάτω. Η γέφυρα έσπασε κι η Γιωταλία έπεσε.
Ο δεκάχρονος ψόφησε στα γέλια. Γιατί κάτω απ’ την ετοιμόρροπη γέφυρα είχε μια δεύτερη σταθερή σανίδα, που κράτησε το πόδι της.
«Πάτα ‘ι έλα!» είπε σε υστερικούς σπασμούς ο μικρός.
«Σου γαμώ τη…», αλλά συγκρατήθηκε και δεν του είπε ποια του γαμάει, ίσως γιατί σκέφτηκε ότι κι εκείνος ήταν ορφανός.
Ο μικρός της έδωσε το χέρι και τη βοήθησε ν’ ανέβει. Χάιδεψε με πάθος κι αγκάλιασε τη Νέδα που ήρθε στο κατόπι.
Ενώ η Γιωταλία παρατηρούσε το καράβι, είδε τους άλλους ναύτες να μαζεύονται. Ήταν το πιο παράξενο συνονθύλευμα ανθρώπων που είχε δει. Σαν να έκανε συλλογή ο καπετάνιος από φυλές και χρώματα. Υπήρχε ένας που είχε ζωγραφιές, τα τατουάζ που έκαναν οι ναυτικοί κι οι φυλακισμένοι, σε όλο του το σώμα, ακόμα και στο πρόσωπο, κάτι στρογγυλά σχήματα. Υπήρχαν κάποιοι κοκκινομάλληδες, σαν αυτούς που έλεγαν ότι ζούσαν πάνω βόρεια, κι άλλοι πιο ξανθοί. Υπήρχαν Μαυριτανοί κι αράπηδες. Κάποιοι που ήταν σαν τους Τούρκους, κι άλλοι που έμοιαζαν σαν Βερβερίνοι. Κι ένας που είχε άσπρα μαλλιά και φρύδια, ροζ μάτια, δέρμα καμμένο.
Υπήρχαν πολλοί κι όλοι ήταν άντρες.
Ο μικρός τη σκούντηξε. Της έδωσε το χέρι.
«Λέγε με Ισμαήλ» της είπε, χωρίς καθόλου να έχει προφορά μουεζίνη πια. Της έκλεισε το μάτι. «Πάμε να κυνηγήσουμε λευκές φάλαινες.»