Το γυάλινο ασανσέρ

0
500

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι dckywqe-d2318e35-cf4b-4987-939f-b7ce41aac285.jpg

Μπαίνω στο γυάλινο ασανσέρ με προορισμό τελευταίο όροφο του εμπορικού κέντρου. Ο θάλαμος ανεβαίνει αργά και η θέα της στολισμένης για τα Χριστούγεννα πόλης αυξάνεται μέτρο με το μέτρο. Εγώ όμως δεν τη βλέπω, ακουμπώ με την πλάτη μου στο τζάμι του ασανσέρ και το βλέμμα μου έχει πιαστεί στην παγίδα από σγουρά κόκκινα μαλλιά που στέκει ακίνητη απέναντί μου. Υπό άλλες συνθήκες θα ένιωθα πολύ άβολα και θα είχα κατεβάσει το βλέμμα στο πάτωμα, όμως δεν μπορώ να το κάνω, κάθε μπούκλα των μαλλιών της έχει γίνει ρουφήχτρα και με παρασέρνει. Η κοπέλα θα έχει ήδη τρομάξει, αλλά δεν το δείχνει καθώς της δίνει μια αίσθηση ασφάλειας η διαφάνεια του χώρου και η παρουσία των υπολοίπων συνεπιβατών του γυάλινου κουτιού. Καθώς οι όροφοι αυξάνονται το πλήθος των ανθρώπων που μας συντροφεύουν μειώνεται.

Σκέφτομαι ότι η κοπέλα θα κατέβει πριν τον τελευταίο συνεπιβάτη μας, όσο ακόμα νιώθει ασφαλής, αλλά όχι, με συντροφεύει μέχρι τον τελευταίο όροφο, χωρίς να δείχνει ότι το επίμονο βλέμμα μου της προκαλεί κάποια ανησυχία ή αμηχανία.

Το ασανσέρ σταματά απαλά και μια γλυκανάλατη φωνή συνοδευόμενη από ένα απαλό ντλινγκ αναγγέλλει από το μεγάφωνο στα γερμανικά το τέλος της διαδρομής. Στην καφετέρια του τελευταίου ορόφου ο κόσμος είναι πάρα πολύς, τα τραπεζάκια είναι όλα γεμάτα, σαν από θαύμα όμως ένα ζευγάρι σηκώνεται από ένα τραπεζάκι κοντά στη μεγάλη τζαμαρία. Κάνω νόημα στην κάτοχο της πύρινης κόμης ότι της παραχωρώ  το τραπέζι. Κάτι μου απαντά στα γερμανικά, κάνω γκριμάτσα που δείχνει ότι δεν έχω καταλάβει τίποτα και εκείνη μου απευθύνεται στα αγγλικά. Μου λέει ότι μπορούμε να μοιραστούμε το τραπέζι. Την ευχαριστώ, επίσης στα αγγλικά, και καθόμαστε.

Είναι εκείνη που μου κάνει την πρώτη ερώτηση, “Where are you from?”

Της ανταπαντώ ότι είμαι Ελληνίδα και είμαι στην πόλη για διακοπές. Γελά δυνατά, κάποιοι από τα κοντινά τραπέζια γυρίζουν και μας κοιτάζουν ενοχλημένοι. Η πύρινη θύελλα δεν δίνει καμία σημασία και συνεχίζει σε άπταιστα ελληνικά,

“Και πού μένεις;”

Χαμογελώ με τη σειρά μου, πιο διακριτικά εγώ, είμαι εκτός έδρας και δεν θέλω να τραβάω την προσοχή, και της παρουσιάζω μια σύντομη εκδοχή του εαυτού μου. Που μένω, τι δουλειά κάνω και άλλα τόσα βαρετά και κοινότοπα.

Η Ξανθή, έτσι μου συστήθηκε η πύρινη θύελλα, μου λέει ότι είναι παιδί Ελλήνων μεταναστών που ήρθαν να δουλέψουν σε μια βιομηχανία στη Νυρεμβέργη στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα. Εκείνοι γύρισαν πίσω μόλις πήραν τη σύνταξή τους, η Ξανθή όμως έμεινε. Δεν είχε που να γυρίσει εκείνη, η Νυρεμβέργη ήταν ο τόπος της.

Παραγγείλαμε καφέδες και πάψαμε για λίγο να μιλάμε απορροφημένες από τη γοητεία της πόλης από ψηλά.

<<…>>

Η Ιοκάστη, είχε μεγαλώσει στο Ψυχικό, καλή μαθήτρια στο σχολείο, αρσακειάδα, έκανε το όνειρο του μπαμπά πραγματικότητα και πέρασε στο Πολυτεχνείο. Η μαμά έλεγε με καμάρι στις φίλες της κάπου ανάμεσα στην ντάμα κούπα και το μαρτίνι ντράι,

“Το χρυσό μου, σπουδάζει πολιτικός μηχανικός. Στρωμένη δουλειά της έχει ο Κώστας μου. Γραφειάρα την περιμένει μόλις τελειώσει”.

Στο τρίτο έτος η Ιοκάστη αποφάσισε ότι τα όνειρα των γονιών της και τα δικά της δεν συνέπιπταν, όχι μόνο δεν συνέπιπταν, δεν είχαν κανένα κοινό σημείο. Το στρίβειν δια του αρραβώνος δεν ήταν του τύπου της, οπότε επέλεξε την μετωπικό σύγκρουση και τους ανακοίνωσε ορθά κοφτά ότι τα παρατάει.

“Θέλω να ασχοληθώ με τη φωτογραφία. Θέλω να σπουδάσω φωτογραφία και να ταξιδέψω φωτογραφίζοντας”

Ακόμα δεν ήξερε τι ήθελε να φωτογραφίσει, αυτό θα το έβρισκε στην πορεία, καμία αμφιβολία δεν είχε.

Έπαθε υστερία η κυρία Αλίκη, άστραψε και βρόντηξε ο κύριος Κώστας, βρόντηξε την πόρτα η Ιοκάστη και μην την ξαναείδατε.

<<…>>

Αναδεύοντας απαλά τον καφέ μου και με τη ματιά φυλακισμένη στη μακρινή αντανάκλαση από τα φώτα της Christkindlesmarkt[1] της λέω,

“Πάντα πίστευα ότι τα Χριστούγεννα στην κεντρική Ευρώπη έχουν κάτι από παραμύθι, μια αξεπέραστη γοητεία. Μου αρέσουν τα φανταχτερά χρώματα στα οποία ντύνονται οι πόλεις, δημιουργούν αντίθεση με τη γοτθική τους αυστηρότητα. Μου αρέσει το κρύο και οι κατάλευκες στέγες”.

Η Ξανθή με κοιτάζει με απορία. Της φαίνεται ίσως παράξενο που μια γυναίκα σαν εμένα, με τόσο αυστηρό, σχεδόν αντρικό, εξωτερικό παρουσιαστικό, εκφράζεται με τόσο ξενέρωτο ρομαντισμό. Μείναμε για λίγο σιωπηλές.

“Κοίτα να σου πω Ιοκάστη, εγώ τα έχω βαρεθεί όλα αυτά. Τα φώτα, τα χαζοδώρα, τα ξύλινα στολίδια, το ζεστό κρασί με τα γαρίφαλα και τις κανέλες, το χιόνι και όλα τέλος πάντων αυτά τα γλυκανάλατα… Αυτά είναι για τους τουρίστες, για κατανάλωση”.

Σκέφτομαι πως αν συνεχίσω έτσι δεν έχω καμιά ελπίδα. Πρέπει να βρω ένα θέμα που να την κεντρίζει και γρήγορα μάλιστα.

“Να σε βγάλω μια φωτογραφία;” τη ρωτάω. “Ειδικεύομαι στα πορτρέτα και μου αρέσει πολύ το φως που δίνουν στο πρόσωπό σου τα μαλλιά σου, είναι σα να φλέγεσαι”.

Η Ξανθή ρίχνοντας πίσω το κεφάλι, παίρνει μια φιλήδονη πόζα και χαμογελά προκλητικά στον φακό μου.

<<…>>

Η Ιοκάστη μαζί με την πόρτα του πατρικού της σπιτιού, έκλεισε και τη στρόφιγγα του κέρατος της Αμάλθειας. Τέλος τα χαρτζιλίκια, τα λούσα, οι διακοπές. Έπρεπε να βρει άμεσα στέγη και δουλειά. Ο φίλος της ο Σέργιος της άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και μεσολάβησε να της βρει δουλειά στο μπαράκι που δούλευε και αυτός. Ρεπατζού στην αρχή, τακτική αργότερα. Και εκείνη σε αντάλλαγμα του άνοιξε τα πόδια να κάνει τη δουλειά του όποτε εκείνος επιθυμούσε. Η Ιοκάστη είχε άλλες προτεραιότητες πια και οι έρωτες δεν ήταν μέσα σε αυτές. Δεν ήταν και τόσο κακό το ισοζύγιο, καλό παιδί ο Σέργιος, ομορφούλης, χωρίς πολλές απαιτήσεις, ερωτευμένος μέχρι τα μπούνια μαζί της. Και εκείνη έτρεφε αισθήματα γι αυτόν, όχι ακριβώς τα ίδια με αυτόν  αλλά, τι να γίνει, αυτά έχει η ζωή, συμβιβάζεσαι και πας παρακάτω. Δεν μπορεί κανείς να έχεις συγχρόνως πολλά μέτωπα ανοιχτά. Για να ζήσει πρέπει πρώτα να επιβιώσει.

Πέρασαν κάποια χρόνια, η Ιοκάστη ολοκλήρωσε ένα κύκλο σπουδών στην φωτογραφία και εξελισσόταν διαρκώς δουλεύοντας νυχθημερόν, χωρίς όμως να κερδίζει και πολλά. Ο Σέργιος συνέχιζε να δουλεύει στο μπαρ και έφερνε στο τραπέζι τον άρτο τον επιούσιο. Η σχέση τους δυσκόλεψε όταν η Ιοκάστη κατάφερε να βρει μια δουλειά που πλησίαζε τη δουλειά των ονείρων της και άρχισε να ταξιδεύει ως φωτορεπόρτερ σε εμπόλεμες ζώνες. Σύντομα η οποιαδήποτε σχέση πήγε περίπατο, χωρίς περιττά δράματα και εντάσεις.

Τότε ήταν που η Ιοκάστη κατάλαβε ότι αυτό που την ενδιέφερε περισσότερο ήταν τα πορτρέτα των ανθρώπων γύρω της. Να αιχμαλωτίζει σε μια φωτογραφία, το στιγμιαία βλέμμα της ηρεμίας τους, του φόβου τους, της γαλήνης τους, του πόθου τους, του καημού τους. Να καθρεφτίσει τις βαθιές τους επιθυμίες, τα κρυφά απωθημένα. Να εξερευνά την σκιά τους.

Και τα πράγματα έγιναν πιο ξεκάθαρα όταν ερωτεύτηκε τη Σάρα. Πολεμική ανταποκρίτρια αυτή. Έδεσε το σιρόπι… Έζησαν μαζί δυο χρόνια γεμάτα ένταση και ζωή, ενώ κατέγραφαν η κάθε μία με τον τρόπο της τα γεγονότα μέσα από τη ματιά των πιο αδύναμων, των αμάχων, των γυναικόπαιδων.

<<…>>

Με ξενίζει το ύφος που πήρε για τη φωτογραφία. Είναι τόσο ψεύτικο. Έχει όμως κάτι μάτια η άτιμη… Αλλά αυτό που πραγματικά την κάνει ξεχωριστή είναι τα μαλλιά της. Στο νου μου έρχεται το μυθιστόρημα του Μουρσελά και σιγοψιθυρίζω, όχι τόσο πετυχημένα είναι η αλήθεια, το τραγούδι της σειράς…

Βαμμένα κόκκινα μαλλιά κάθε νύχτα

σε ποια σεντόνια να δακρύζεις στα κρυφά

δεν έχει περιθώριο η πίκρα

και η χαρά τελειώνει στα μισά

Η Ξανθή δεν δείχνει να αναγνωρίζει το τραγούδι. Ίσως να την μπερδεύει η απαλή μουσική που ακούγεται από τα ηχεία της καφετέριας. Δεν θέλω πλέον να ψάχνω για “ίσως” και δικαιολογίες. Μεγάλωσα για να ικανοποιούμαι με τα ελάχιστα. Αυτή όμως είναι η πύρινη Ξανθή! Θέλω να καώ μαζί της ή όχι; Μου αρκεί η έξαψη που μου προκαλεί η εικόνα της ή ζητάω κάτι πιο βαθύ να μας ενώνει;

Σηκώνομαι απότομα, αφήνω τα χρήματα για τον καφέ μου στο τραπέζι και απομακρύνομαι χωρίς να χαιρετήσω. Με ακολουθεί ένα γάργαρο γέλιο μέχρι το γυάλινο ασανσέρ.

Καθώς το γυάλινο ασανσέρ κατεβαίνει αργά έχω την ευκαιρία να θαυμάσω την φωτισμένη πόλη, τις λευκές από το χιόνι στέγες των επιβλητικών της κτιρίων, το χιόνι στα παρτέρια, τους βρεγμένους δρόμους, τους κρυστάλλους του πάγου που γυαλίζουν στα ψηλά δένδρα.

Το γυάλινο ασανσέρ προσγειώνεται απαλά στο έδαφος και βυθίζομαι στη ζωή της πόλης.

<<…>>

Πολύ σύντομα θα εκδώσω τις φωτογραφίες μου σε ένα άλμπουμ. Θα το αφιερώσω στη Σάρα. Στην πρώτη σελίδα θα υπάρχει η δικιά της φωτογραφία, η πιο εκφραστική από όλες όσες θα μπορούσε κανείς να την τραβήξει. Η καλύτερη! Και στην τελευταία η Ξανθή με τα φλογερά μαλλιά και το προκλητικό χαμόγελο.

Πολύ σύντομα θα κρεμάσω τις φωτογραφίες μου στους τοίχους της πιο ξακουστής γκαλερί της Πράγας. Και μέχρι το καλοκαίρι θα ακολουθήσουν το Βερολίνο και το Λονδίνο.

Πολύ σύντομα θα μεταμορφωθώ από πράσινη κάμπια φωτορεπόρτερ εμπόλεμης ζώνης σε πολύχρωμη πεταλούδα καλλιτέχνη φωτογράφο.

Πολύ σύντομα αγαπητοί μου γονείς θα είσαστε αναγκασμένοι να παραδεχθείτε ότι ήξερα τι έκανα όταν βρόντηξα την πόρτα πίσω μου πριν τριάντα τόσα χρόνια.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η DoG, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

[1]     Χριστουγεννιάτικη Αγορά