Χαϊλάντερ

0
669

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι greek_coffee_-6--1024x678.jpg

Απόγευμα. Η Λίνα μπαίνει στην κουζίνα. Είναι τριάντα κάτι χρονών. Φοράει μπλούζα σούπερ μάρκετ. Βάζει να φτιάξει ελληνικό καφέ. Ανοίγει το ραδιόφωνο. Ακούγεται μια εκνευριστικά εύθυμη μουσική.

Η Λίνα ρίχνει τα υλικά στο μπρίκι. Γυρνάει και κοιτάει το ραδιόφωνο. Ανακατεύει τον καφέ μετρώντας δεκατρείς φορές. Αφήνει το κουτάλι και πηγαίνει στο ραδιόφωνο. Αλλάζει σταθμό. Βρίσκει κάτι έντεχνο και μινόρε. Το αφήνει και πάει στο μπρίκι. Το περιμένει να φουσκώσει.

Το έντεχνο τελειώνει κι ακούγεται ξανά το εκνευριστικά εύθυμο σουξέ. Η Λινά πηγαίνει και το κοπανάει για να κλείσει. Ξεφυσάει και κοιτάει έξω απ’ το παράθυρο. Ο καφές φουσκώνει πίσω της και χύνεται. Τρέχει και τον βγάζει.

“Γαμώτο, ρε. Γαμώτο.”
Τον αδειάζει στο φλιτζάνι και κάθεται στο τραπέζι. Πίνει μια γουλιά. Κοιτάζει τον καφέ. “Γαμώτο.”

Ανοίγει η κουρτίνα της μπαλκονόπορτας της κουζίνας και μπαίνει μέσα μια πολύ γριά γυναίκα, ντυμένη με μαύρα ρούχα.

“Τι έγινε, Λινάκι μου, τον έχυσες;”
“Πάλι απ’ το παράθυρο μπαίνεις, ρε γιαγιά;”
“Αφού το ξέρεις δεν επιτρέπεται να μπούμε απ’ την πόρτα. Περίμενε.”

Η γιαγιά αναλαμβάνει να φτιάξει καφέ.

“Ο καφές”, της λέει, “είναι όπως η ζωή. Πρέπει να προσέχεις τι κάνεις.”
“Μου το ‘χεις πει είκοσι φορές. Τι κάνει η μαμά;”
“Δεν το ‘χει πάρει απόφαση ακόμα. Προσπαθεί να καταλάβει πού είναι. Ένα φλιτζάνι νερό κρύο, μια καφέ, μια ζάχαρη.”
“Σκέτο τον πίνω.”
“Σκέτο τον πίνουν στις κηδείες, γλυκός είναι στους γάμους. Η υπόλοιπη ζωή είναι έτσι κι έτσι, μέτρια.”

Η γιαγιά τα ρίχνει όλα μέσα και ξεκινάει ν’ ανακατεύει μετρώντας ως το δεκατρία.
“Κάρδαμο που έχεις;”
“Τι τον θες τον κάρδαμο;”
“Σε παρακαλώ. Καφές σμυρναίικος χωρίς κάρδαμο δεν γίνεται.”
“Κάνε ελληνικό.”
“Σε παρακαλώ.”
Η Λίνα σηκώνεται και της δίνει. Μετά πέφτει πάλι στην καρέκλα.

“Κουρασμένη είσαι, Λινάκι μου;”
“Πεθαμένη.”
“Φτου φτου φτου, μη λες τέτοια.”
“Τι να πω;”
“Δόξα τω θεώ να λες. Δόξα τω θεώ. Τι θες; Όλα τα ‘χεις. Τη δουλειά σου την έχεις, το σπίτι σου το ‘χεις, το παιδάκι σου είναι καλά. Πού είναι η Μαρίτσα;”
“Στο ποδόσφαιρο.”
“Αυτό, Λινάκι μου, με το ποδόσφαιρο δεν το κατάλαβα. Κορίτσι και να παίζει μπάλα;”
“Λες να γίνει λεσβία; Μακάρι, να γλιτώσει.”
“Απαπα, τι λες; …Σσσσσς”
Η γιαγιά της κάνει νόημα. Πρώτα ακουμπάει το δείκτη της στο στόμα και μετά στο αυτί.
“Τον καφέ πρέπει να τον ακούς. Άκου!”
Ακούνε.
“Όταν πλησιάζει να φουσκώσει τότε ακούγεται πιο βαριά η φωνή του. Σαν άντρας που πάει να χύσει. Τότε τον βγάζεις απ’ τη φωτιά, πριν χύσει.”
Βγάζει το μπρίκι και τον αδειάζει από ψηλά στο φλιτζάνι. Τον σερβίρει στην εγγονή της.

“Εσύ δε θες;” της λέει η Λίνα.
“Δεν πίνουν καφέ οι πεθαμένοι.”
“Γιατί; Σας πιάνουν τα νεύρα σας;”
“Γιατί δεν πρέπει να θυμόμαστε τη ζωή.”

Η Λινα την κοιτάει για λίγο. Μετά πίνει καφέ. Χαμογελάει.
“Ε;” κάνει η γιαγιά.
“Ναι.”

Η γιαγιά την αφήνει να πιει άλλη μια γουλιά.
“Για πες τώρα.”
“Τι να πω;”
“Τι σε τυραννάει;”
Η Λίνα ψάχνει γύρω της.
“Που δεν έχω τσιγάρα”, της λέει.
“Άστα τα τσιγάρα. Κι η μάνα σου όλο για τσιγάρο ψάχνει. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τίποτα. Μόνο να καπνίσει.”
“Εκεί που είναι τώρα δεν θα την πειράξει.”
“Εσένα τι σ’ έχει πειράξει;”
Η Λίνα δεν λέει.
“Ο Νίκος; Ξενοπηδάει;” ρωτάει η γιαγιά.
“Μακάρι.” Το σκέφτεται λιγάκι. “Μπορεί. Μακάρι.”
“Αυτός είναι το πρόβλημα;”
“Μ’ έχει κουράσει, γιαγιά.”
“Δηλαδή τι σου κάνει;”

Η Λίνα σπρώχνει πίσω το φλιτζάνι της.
“Δεν μ’ ακούει. Δεν νοιάζεται για μένα.”
“Δεν μου λες, Λινάκι.”
“Ντρέπομαι, ρε γιαγιά.”
“Μη με ντρέπεσαι. Και γριά είμαι και πεθαμένη. Τι ντρέπεσαι;”
“Εντάξει. Ωραία. Δεν θέλω συνέχεια. Είμαι κουρασμένη απ τη δουλειά, πρέπει να φροντίσω και τη μικρή. Έχω και κάποια… Γυναικολογικά. Πονάω.”
“Κι αυτός;”
“Δεν μ’ ακούει. Έρχεται όταν λείπει το παιδί. Δεν τον νοιάζει. Μόνο να τον χώσει… Δεν μπορώ άλλο.”
Η γιαγιά ακούει μαζεύοντας τα ψίχουλα απ’ το τραπέζι.
“Και ξέρεις κάτι;” συνεχίζει η Λίνα. “Δεν μ’ αρέσει να κάνω σεξ μαζί του. Δεν τον θέλω, δεν το απολαμβάνω.”

Η γιαγιά ρίχνει τα ψίχουλα στην ποδιά της.
“Είναι ο άντρας σου”, της λέει η γιαγιά.
Η Λίνα κολλάει. Πάει να πει κάτι. Δεν το λέει.

“Νομίζεις ότι εμένα μου άρεσε ο παππούς σου; Το χαιρόμουν; Ερχόταν μεθυσμένος απ’ την ταβέρνα, μούγκριζε σαν τράγος, άνοιγα τα πόδια, έβγαζα το βρακί, έκανε τη δουλειά του. Από μπρος κι από πίσω, όπου ήθελε. Καλύτερα από πίσω. Πονούσε, αλλά δεν γκαστρωνόμουν. Ξέρεις πόσα παιδιά έκανα; Εννιά. Τα δύο τα γέννησα πεθαμένα. Τ’ άλλα δύο πεθάνανε μωρά. Τα βρήκα όλα στο Μετά. Αγγελούδια είναι, σαν κουτάβια.”

Η γιαγιά σηκώνεται και της παίρνει το φλιτζάνι. Το πάει στο νεροχύτη να το πλύνει. Η Λίνα κοιτάει τον τοίχο. Η γιαγιά συνεχίζει να μιλάει.

“Ετσι είναι οι άντρες, ό,τι τους λέει το πουλί τους. Εμείς κρατάμε την οικογένεια, οι γυναίκες κρατάμε την οικογένεια. Αφού έγινες μάνα θα τα υπομείνεις όλα.”

Η Λίνα κοπανάει το χέρι στο τραπέζι και πετάγεται όρθια. Η γιαγιά τρομάζει.
“Ε, όχι, ρε γιαγιά. Ε, όχι, ρε γαμώτο. Τι να υπομείνω; Να με βιάζει κάθε τόσο; Και να μάθω και στη Μαρίτσα να υπομένει τους βιασμούς; Αυτό είμαι; Αυτό θα κάνω και το κορίτσι μου;”
“Δεν λεω…”
“Μη λες τίποτα. Φτάνει. Σιχάθηκα, καταλαβαίνεις; Σιχάθηκα.”

Κοιτιούνται στα μάτια για λίγο. Η Λίνα κλαίει, αλλά είναι εξοργισμένη. Η γιαγιά της φτιάχνει τα μαλλιά που της πέφτουν στα μάτια.

“Μην κλαις, αγάπη μου, μην κλαις”, της λέει τραγουδιστά σχεδόν.
Η Λίνα μπαίνει στην αγκαλιά της σαν να ήτανε μικρό παιδί.

Ανοίγει η κουρτίνα της μπαλκονόπορτας και μπαίνει ένας γέρος.

“Μαρίτσα, εδώ είσαι ακόμα;”
“Γεια σου, παππού”, του λέει η Λίνα.
“Γεια σου, παιδί μου. Μαρίτσα, αρχίζει η παράσταση. Πάλι τα κλάματα πιάσατε;”
“Καλά”, κάνει η γιαγιά. “Πήγαινε κι έρχομαι.”
“Μη μου λες πήγαινε κι έρχομαι. Δεν θα πάω μόνος. Περπάτα!”

Η γιαγιά κοιτάει την εγγονή της.
“Πρέπει να φύγω, Λινάκι μου.”
“Ναι, τρέχα, η φωνή του αφέντη”, λέει η Λίνα και πηγαίνει να κάτσει στο τραπέζι.

Ο παππούς πάει στη μπαλκονόπορτα. Σταματάει. Κοιτάει γύρω τους τοίχους.
“Βασιλιά ή πρωθυπουργό έχετε;” ρωτάει τη Λίνα.
“Πρωθυπουργό.”
“Κακώς. Πώς τον λένε;”
“Μητσοτάκη.”
“Ακόμα ζει αυτός; Ρε τον άτιμο, με περνάει δέκα χρόνια.”

Ο παππούς βγαίνει γελώντας στο μπαλκόνι. Το γέλιο του σβήνει. Η γιαγιά τον ακολουθάει. Στέκεται στην κουρτίνα. Γυρνάει να κοιτάξει την εγγονή της.

“Τι να σου πω, Λινάκι μου; Η δικιά σου ζωή είναι.”
“Είναι;”
“Καν’ την”, λέει η γιαγιά και χαμογελάει.

Απ’ το Επέκεινα ακούγεται η φωνή του παππού με ηχώ:
“Άντε μωρή!”

Η γιαγιά στρέφεται προς το παράθυρο και φωνάζει:
“Στο διάολο!”

Μετά γυρνάει στην εγγονή της.
“Και οι πεθαμένοι μαθαίνουμε”, της λέει.

Τραβάει την κουρτίνα.
“Θα ‘ρθω αύριο για καφέ”, της λέει.
Η Λίνα το σκέφτεται για λίγο. Μετά λάμπει κι απαντάει:
“Δεν θα είμαι εδώ.”

Η  γιαγιά χαίρεται.
“Θα σε βρω, μη σε νοιάζει.” Πάει να φύγει, αλλά κοντοστέκεται. Σκέφτεται. “Ξέρεις… Μου άρεσε να διαβάζω βιβλία μικρή. Μυθιστορήματα ιστορικά. Πάντα ήθελα να πάω στη Σκωτία. Στα Χάιλαντς.”
“Κι εγώ, γιαγιά”, λέει η Λίνα.
“Ωραία. Θα σε βρω εκεί.”

Η γιαγιά βγαίνει στο μπαλκόνι και χάνεται.
Η Λίνα πιάνει μια φωτογραφία της κόρης της απ’ το ψυγείο. Την κοιτάει και κλαίει.

Ακούγονται κλειδιά στην πόρτα. Βήματα βαριά. Ο Νίκος εμφανίζεται στην κουζίνα. Είναι ωραίος άντρας, γυμνασμένος και περιποιημένος, αλλά κάπως γλοιώδης. Βλέπει τη Λίνα κλαμένη.

“Τι έπαθες;” της λέει.
Εκείνη γυρνάει, τον κοιτάει, σηκώνεται όρθια και του φωνάζει κατά πρόσωπο:
“ΌΧΙ!”
“Τι πρα…
“ΟΧΙ!”
“Είσαι καλά;”
“ΟΧΙ!”
“Τι λες; Λίνα…”
“ΟΧΙ!”

Η Λίνα φεύγει απ’ την κουζίνα. Ο Νίκος την ακολουθεί. Ακούγονται οι φωνές τους από μακριά. Το φλιτζάνι του καφέ είναι στο τραπέζι.
“Παραιτούμαι!”
“Τι λες;”
“Φεύγω.”
“Λίνα, ηρέμησε.”
“Στο διάολο.”

Στην κουζίνα μπαίνει απ’ το μπαλκόνι μια γυναίκα. Γύρω στα εξήντα. Ψάχνει στα ντουλάπια. Απ’ το υπνοδωμάτιο ακούγονται φωνές τσακωμού ακόμα.
“Δεν καπνίζει κανείς εδώ;” λέει η γυναίκα εκνευρισμένη.
Συνεχίζει να ψάχνει. Μπαίνει στην κουζίνα η γιαγιά.
“Κόρη, άρχισε η παράσταση, πάμε ν’ ακούσουμε τη Κάλλας.”
“Μάνα, δεν ξέρω τι παιχνίδι μου παίζεις, αλλά…” λέει τα υπόλοιπα ουρλιάζοντας: “ΜΗ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΘΑ ΜΕ ΚΛΕΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ. ΑΚΟΥΣΕΣ ΤΙ ΣΟΥ ΛΕΩ; ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΟΛΥ…”

Τότε εμφανίζεται στην πόρτα της κουζίνας η Λίνα, με μια βαλίτσα στο χέρι.
“Μαμά;” της λέει.
“Κορίτσι μου.”

Αγκαλιάζονται. Ο Νίκος τρέχει πίσω τους.
“Πες της κάτι, ρε Στέλλα”, λέει στη μάνα της Λίνας. “Θέλει να μας αφήσει.”

“Πού πας;” λέει η Στέλλα στην κόρη της.
“Στη Σκωτία.”
“Ωραία. Είχα δει το Χαϊλάντερ. Πήγαινε.”

Η Λίνα φεύγει προς την εξώπορτα. Απ’ το Μετά ακούγεται η Κάλλας να τραγουδάει το Casta Diva. Η Στέλλα και η γιαγιά βγαίνουν στο μπαλκόνι. Ο Νίκος μένει εκεί, στο μεταίχμιο.

«Τη μικρή θα την πάρω εγώ απ’ το ποδόσφαιρο», λέει η Λίνα.
Ο Νίκος φωνάζει προς την πόρτα: “Να ξέρεις ότι δεν θα…”
Του απαντάει το κλείσιμο της πόρτας. Ούτε καν ένα αντίο.

Ο Νίκος κάθεται στο τραπέζι.  Πίνει λίγο απ’ τον καφέ που άφησε η Λίνα, όλο κατακάθι. Ανοίγει η κουρτίνα και μπαίνει ένας γέρος.

“Τι γίνεται, παππού;” λέει ο Νίκος.
“Τι να γίνει; Σκατά τα ‘κανες”, λέει ο παππούς του.
“Λες;”

Μεγάλη παύση. Σκοτάδι. Ακούγεται σκωτσέζικη γκάιντα να παίζει στο μαύρο. Μετά φαίνονται τα Xάιλαντς. Όλα πράσινα. Και η Λίνα μ’ ένα κοριτσάκι περπατάνε εκεί.

Προηγούμενο άρθροΤο γυάλινο ασανσέρ
Επόμενο άρθροΗ στάση
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).