«Μπορώ να καθίσω εδώ κυρία;»
«Φυσικά. Το παγκάκι χωράει κι άλλον», αποκρίθηκε η Εύη και συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα της.
«Πότε θα περάσει το λεωφορείο κυρία; μήπως το έχασα; Δεκαπέντε και σαράντα περνάει κι είναι δεκαπέντε και σαράντα τρία.»
Από τη φωνή κατάλαβε πως είναι νέο παιδί. Της φάνηκε λίγο παιδική η απορία του διακρίνοντας κι ένα άγχος στη φωνή του αλλά δεν ήθελε παραπάνω να ασχοληθεί. Αρκέστηκε να απαντήσει κοφτά κι επέστρεψε στην εφημερίδα της.
«Έχει καθυστερήσει μάλλον.»
«Πώς σας λένε, κυρία;»
«Εύη.»
«Α! Απ’ το σαλεύει;»
Προτίμησε να μην απαντήσει. «Ο νεαρός έχει όρεξη», σκέφτηκε. Αυτή καθόλου. Μετρούσε τα λεπτά να γυρίσει σπίτι. Ήταν πάρα πολύ κουρασμένη. Πολλή δουλειά και πολλή ένταση. Ένιωθε ξεζουμισμένη.
«Δεκαπέντε και σαράντα περνάει το λεωφορείο. Δεκαπέντε και σαράντα περνά το λεωφορείο. ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΚΑΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΕΡΝΑ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ»
«Έχει αργήσει απλά. Έχει κίνηση ο δρόμος. Γιατί ανησυχείς τόσο; Γιατί φωνάζεις επιτέλους;»
Τον κοίταξε. «Πολύ νευρικός είναι αυτός ο νεαρός. Άσε που κουνιέται συνεχώς. Πίσω μπρος στο παγκάκι της στάσης, όπου να ‘ναι θα ζαλιστεί . Δεν μου φτάνει η κούραση μου, έχω κι αυτόν δίπλα μου», σκέφτηκε η Εύη.
Ο νεαρός όμως δεν σταμάτησε να φωνάζει «Δεκαπέντε και σαράντα περνά το λεωφορείο» και να σαλεύει το σώμα του μπρος πίσω με την ίδια ένταση με τη φωνή του.
Η Εύη άρχισε να ανησυχεί. Ένιωσε την ανάγκη να τον ηρεμήσει, αλλά δεν ήξερε πώς. Αυθόρμητα αποφάσισε να του προσελκύσει την προσοχή.
«Δεν μου είπες πώς σε λένε.»
Δεν απάντησε. Με ακόμη μεγαλύτερη ένταση ο νέος χτυπούσε κυριολεκτικά την πλάτη του στο κάθισμα της στάσης.
«Ει, δεν μου είπες πως σε λένε.»
«ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΚΑΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΕΡΝΑ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ. ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΚΑΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΕΡΝΑ το λεωφορείο. Γιάννη. 15:40 περνά το λεωφορείο.»
Η ένταση της φωνής του άρχισε να πέφτει και η ταλάντωση του σώματός του μαζί. Σιγά σιγά κατέληξε να ψιθυρίζει το τροπάριο του: «Δεκαπέντε και σαράντα περνά το λεωφορείο …»
Η Εύη ένιωσε ν’ ανατριχιάζει όλο της το σώμα από χαρά. Τα ‘χε καταφέρει. Ο νεαρός ηρέμησε. Παρατήρησε πως είχε υπέροχα μάτια, μεγάλα, αμυγδαλωτά, εκφραστικότατα. Πολύ θα ήθελε να παρατηρήσει ακόμη περισσότερο το πρόσωπό του. Δεν το κατάφερε. Ο Γιάννης κοιτούσε συνεχώς σαράντα πέντε μοίρες αριστερά της ή δεξιά της και ποτέ ευθεία στο πρόσωπο της.
Φοβήθηκε μην αρχίσει πάλι να κάνει αυτή την παράξενη κίνηση μπρος πίσω. Σκέφτηκε να τον απασχολήσει κάπως.
«Γιάννη πόσο χρονών είσαι;»
«Δεκατεσσάρων , τριών μηνών και πέντε ημερών», απάντησε ο Γιάννης, χωρίς να την κοιτάξει.
«Α ωραία. Εγώ είμαι τριάντα εννιά και… ε… περίπου έξη μηνών.»
«Ποια ημερομηνία γεννήθηκες;» τη ρώτησε ο Γιάννης, ήρεμος πλέον και με ενδιαφέρον.
«Είκοσι πέντε Ιουλίου του 1982.»
«Κυριακή», είπε ο Γιάννης.
Η Εύη τα ‘χασε.
«Ναι, Κυριακή» ψέλλισε κι έμεινε στήλη άλατος να τον κοιτά. Αναρωτήθηκε μήπως το είπε τυχαία. Μπήκε στη διαδικασία να το τσεκάρει.
«Μπράβο, Γιάννη. Ναι, Κυριακή γεννήθηκα. Μήπως μπορείς να μου πεις και τη μέρα που γεννήθηκε ο αδελφός μου γιατί την έχω ξεχάσει; Δέκα Μαΐου του 1979 γεννήθηκε.»
Πέρασε μισό λεπτό σιωπής. Η Εύη σκέφτηκε πως όντως απλά πέτυχε την μέρα της γέννησής της. Ο Γιάννης άνοιξε το στόμα του κοιτώντας το πεζοδρόμιο απέναντι.
«Πέμπτη.»
Η Εύη κατάλαβε πως ο Γιάννης ήταν αυτιστικός (αυτό υπέθεσε με βάση την μπρος πίσω κίνηση που έκανε), αλλά είχε και μια ικανότητα που δεν ήξερε κανένα άλλον να την έχει. Μούδιασε το κεφάλι της κι ένιωσε δέος.
Το λεωφορείο έφτασε. Ο Γιάννης σηκώθηκε έτοιμος να μπει λέγοντας: «Το λεωφορείο ήρθε, το λεωφορείο ήρθε…»
Η Εύη αποφάσισε να πάρει το επόμενο λεωφορείο. Ήθελε λίγο να χαλαρώσει, ένιωθε τελείως διαλυμένη, αποσβολωμένη, και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί.
Καθώς είδε τη φιγούρα του Γιάννη να πηγαίνει προς το λεωφορείο συνειδητοποίησε ότι τον ήξερε. Ναι, αυτός ήταν, ο Γιαννάκης.
Ο Γιαννάκης ήταν ένα όμορφο παιδάκι που πήγαινε στην πρώτη δημοτικού με την Μαριλένα της. Ήταν στο ίδιο τμήμα. Καθημερινές ήταν οι φωνές κι οι καυγάδες των μανάδων με τη δασκάλα και τον διευθυντή του σχολείου. «Τι δουλειά έχει αυτό το παιδί με τα δικά μας; Είναι για ειδικό σχολείο όχι για φυσιολογικό», «φτύνει τα παιδιά μας, θα κολλήσουν τίποτα. Τα παιδιά τον σιχαίνονται, πρέπει αν φύγει.», «φωνάζει μέσα στην τάξη, μάθημα δεν μπορεί να γίνει, πως θα μάθουν τα παιδιά μας; », «θα πάμε στη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας , μέχρι το Υπουργείο θα φτάσουμε αν χρειαστεί. Να φύγει! Δεν θα μείνουν αμόρφωτα τα παιδιά μας επειδή εσείς θέλετε το αυτιστικό στην τάξη!»
Με αυτά και με τα άλλα οι γονείς το κατάφεραν, τον έδιωξαν τον Γιαννάκη. Θυμήθηκε τη μέρα που ο Γιάννης δεν ξαναπήγε σχολείο, τα χαμόγελα των γονιών που είχαν κερδίσει. Θυμήθηκε και τη Μαριλένα όταν γύρισε σπίτι να της λέει: «Μαμά, μου λείπει ο Γιάννης. Δεν ήταν σωστό. Δεν ήταν κακός δεν μας έκανε και τίποτα κακό κι ήταν ο καλύτερος στην αριθμητική. Πού είναι τώρα;». Θυμήθηκε που την πήρε αγκαλιά και της είπε: «Έχεις δίκιο μικρή μου δεν έπρεπε να συμβεί αυτό».
Όμως η Εύη είχε κρατήσει ουδέτερη στάση στα γεγονότα τότε. Δεν συμφωνούσε με τους άλλους γονείς, αλλά δεν πήρε και θέση εναντίον τους, δεν υποστήριξε τον Γιαννάκη και την γλυκύτατη μητέρα του που κερνούσε όλα τα παιδιά κέικ και λιχουδιές τα πρωινά. Ένιωθε τύψεις και μετανιωμένη. Ένιωθε ότι κάτι χρωστά στον Γιάννη, στην Μαριλένα στον εαυτό της.
Σηκώθηκε απότομα από το παγκάκι της στάσης κι άρχισε να τρέχει πίσω από το λεωφορείο που μόλις είχε κλείσει τις πόρτες και ξεκίναγε να φύγει. Δεν ήξερε εάν θα τον προλάβαινε, αλλά έπρεπε.
Έτρεχε φωνάζοντας :
«Σταματήστε παρακαλώ! Γιάννη, θέλω να σου πω συγνώμη. Σταματήστε σας παρακαλώ.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Νάγια Πιέρρου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.