Κτύπησε επίμονα το κουδούνι της πόρτας και μόλις της άνοιξε, η Πηνελόπη της έδωσε στην αγκαλιά το μισοκοιμισμένο παιδί και της ψιθύρισε στο αυτί: “Μαμά, το παιδί και τα μάτια σου. Έχω ένα πτώμα να ξεφορτωθώ. Όλο το βράδυ σήμερα, από τις δέκα και μετά, ήμασταν εδώ, μαζί σου. Στιγμή δεν βγήκαμε. Μην το ξεχάσεις.”
Μπήκε ξανά στο αυτοκίνητο και έφυγε. Η Ελένη έβαλε το παιδί στο κρεβάτι, δίπλα στον Κώστα που κοιμόταν ατάραχος και πήγε στην κουζίνα να περιμένει.
<<…>>
Η Πηνελόπη ήταν από μικρή ένα χαριτωμένο κορίτσι, πρόσχαρο, αξιαγάπητο, ανεξάρτητο, έξυπνο. Καμάρωναν για την μοναχοκόρη τους ο Κώστας και η Ελένη. Η Πηνελόπη δεν τους απογοήτευσε, πέρασε από τους πρώτους στη Νομική, καλή φοιτήτρια, πρώτη σε όλα και στις σπουδές και στη διασκέδαση και στον αγώνα.
Ήταν στο τρίτο έτος όταν αποφάσισε να πιάσει δουλειά σε ένα δικηγορικό γραφείο. Οι γονείς της ήταν πολύ επιφυλακτικοί.
Στο γραφείο γνώρισε τον Αποστόλη. Έκανε την άσκησή του αυτός. Αγγελικό πρόσωπο, ευγένεια, κομψότητα, ετοιμότητα, όλα τα είχε ο Αποστόλης. Η Πηνελόπη τον έβλεπε και έλιωνε. Γρήγορα έδειξε και αυτός να ανταποκρίνεται. Στα εικοστά πρώτα γενέθλιά της, πριν καλά καλά ξυπνήσει, ένα παιδί της παρέδωσε μια υπέροχη ανθοδέσμη. Και δεν ήταν καμιά μπανάλ ανθοδέσμη με γαρίφαλα, τριαντάφυλλα και γλαδιόλες. Ήταν μια πανδαισία χρωμάτων, μια υπερπαραγωγή από κόκκινες κάλλες, λευκά και ροζ λίλιουμ, μαύρες ορχιδέες και ένα κίτρινο ηλίανθο.
Άρχισαν οι έξοδοι, τα τρυφερά φιλιά, οι παθιασμένες συνευρέσεις, η τρέλα του έρωτα, όλα τα ποτέ δεν θα σ’ αφήσω, είμαι δικός σου, είσαι δικιά μου, οι υποσχέσεις, τα γλυκόλογα στο ηλιοβασίλεμα. Η Πηνελόπη ξέκοψε σιγά σιγά από τις παρέες της, τους αγώνες της, τα μαθήματά της και έκανε τον κόσμο του Αποστόλη, κόσμο δικό της. Τις προτεραιότητες του Αποστόλη, δικές της. Τους φίλους του, δικούς της φίλους. Τα έβλεπαν αυτά η Ελένη και ο Κώστας αλλά δεν ήθελαν να πάνε και πολύ κόντρα στην κόρη τους γιατί φοβόντουσαν μήπως έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα, μήπως θυμώσει και πεισμώσει, μήπως παρατήσει τις σπουδές της, μήπως φύγει από το σπίτι. Δεν τους γέμιζε το μάτι αυτός ο Αποστόλης, αλλά από την άλλη δεν τους είχε δώσει και καμία αφορμή. Όμως αυτό το συνέχεια μαζί ρε παιδάκι μου, έτσι το έλεγαν μεταξύ τους “αυτό το συνέχεια μαζί” τους έπνιγε. Αναρωτιόντουσαν πως και δεν έπνιγε την Πηνελόπη.
Πέρασε ένας χρόνος μέσα στα μέλια και την γλύκα για την Πηνελόπη και τον Αποστόλη μέχρι που η Πηνελόπη με τρόμο διαπίστωσε ότι ήταν έγκυος. Την έπιασε πανικός. Τι θα έκανε τώρα, πως θα τα βόλευε με παιδί, δουλειά και σπουδές; Τρία μαθήματα της έμεναν, θα τα κατάφερνε και η δουλειά, θα έβλεπε, ίσως μείωνε τις ώρες. Από την άλλη όμως ήθελε να αποκτήσει ένα παιδί στα είκοσι δύο της χρόνια, τόσο μικρή; Και ο Αποστόλης; Τι θα έλεγε ο Αποστόλης; Μήπως να το έριχνε το παιδί, χωρίς να του πει τίποτα; Αλλά πώς θα σήκωνε τόσο βάρος μόνη της… Χίλιες σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό της και δεν είχε κανένα να τις μοιραστεί. Δεν είναι κάτι που συζητάς εύκολα με τους γονείς σου, όσο προοδευτικοί και να είναι, όσο και να σε λατρεύουν. Άλλωστε την απάντησή τους την ήξερε. Διακοπή κύησης! Σηκωτή θα την έπαιρναν.
“Τι νομίζεις κορίτσι μου, ο Αποστόλης και ο κάθε Αποστόλης θα θυσιάσει για το παιδί μια μέρα από τη δουλειά του; Νομίζεις ότι θα θυσιάσει μια ευκαιρία στην καριέρα του; Είσαι πολύ μακριά νυχτωμένη κούκλα μου. Εσύ θα είσαι αυτή που θα σου πρηστούν χέρια και πόδια, θα πονέσεις, θα ουρλιάξεις, θα ξενυχτήσεις, θα θηλάσεις και αργότερα θα βοηθήσεις το παιδί στο διάβασμα, θα το τρέξεις στις δραστηριότητες, θα το παρηγορήσεις όταν θα πληγωθεί. Τι νομίζεις κορίτσι μου, όσο καλός πατέρας να είναι ο άλλος πάντα θα έχει το ρόλο του βοηθού.”
Δεν τα απόφυγε τελικά όλα αυτά η Πηνελόπη. Άλλοι κοντινοί άνθρωποι δεν της είχαν απομείνει, στους γονείς της έτρεξε να πει τον πόνο της και αυτοί φοβισμένοι και θυμωμένοι, της είπαν όλα τα αυτά και άλλα τόσα. Κλαίγοντας και πεισμωμένη έφυγε η Πηνελόπη από το σπίτι και έτρεξε στου Αποστόλη, που μόλις άκουσε το νέο άνοιξε την αγκαλιά του, την έβαλε μέσα και της ψιθύρισε,
“Άσ’ τους όλους αγάπη μου, θέλουν να μας χωρίσουν. Νομίζεις δεν έχω καταλάβει ότι δεν με χωνεύουν; Εγώ όμως αγάπη μου δεν θα αφήσω ποτέ να φύγεις.”
<<…>>
Παντρεύτηκαν ο Αποστόλης και η Πηνελόπη. Ο γάμος κλειστός από τη μεριά της νύφης, τόσο χολωμένοι ήταν οι γονείς και τόσο μόνη η Πηνελόπη, που οι καλεσμένοι τους φτάναν μετά βίας τα δεκαπέντε άτομα. Από τη μεριά του γαμπρού όμως ολάνοιχτος, φίλοι, πελάτες, συνεργάτες, συγγενείς. Όλο το βράδυ ο Αποστόλης την τραβολογούσε και τη σύστηνε από δω κι από εκεί σαν τρόπαιο. Μόλις η νύφη κατάφερνε να του ξεφύγει έτρεχε στην τουαλέτα και ξερνούσε.
Η Πηνελόπη γρήγορα κατάλαβε ότι έπρεπε να βάλει στο ψυγείο, τουλάχιστον προσωρινά, το πτυχίο. Με γρήγορους ρυθμούς αυξάνονταν οι κοινωνικές υποχρεώσεις του Αποστόλη. Άλλοτε καλεσμένοι στο σπίτι του συνεργάτη τάδε, άλλοτε έξω για φαγητό με τον πελάτη δείνα…
“Μην σου ξεφύγει καμιά κοτσάνα και τίποτα από όλα αυτά τα φεμινιστικά που σου έμαθε η μάνα σου. Σεμνή και μαζεμένη σε θέλω.”, της επισήμαινε κάθε φορά.
Με αυτά και με τ’ άλλα, έφτασε ο καιρός της γέννας. Ένα κοριτσάκι μικροκαμωμένο και ζαρωμένο σαν γατάκι έμελλε να γίνει ο κόσμος όλος για την Πηνελόπη τον επόμενο καιρό. Ο Αποστόλης δεν έδειξε να χαίρεται πολύ που το παιδί ήταν κορίτσι, απαίτησε όμως να το πουν Κατερίνα, σαν τη μάνα του. Η Πηνελόπη συμφώνησε χωρίς δεύτερη κουβέντα για να τον γλυκάνει.
Θηλασμός, πάνες, πούδρες, παιδίατροι, ξενύχτια, κλάματα, δοντάκια, φρουτόκρεμες, παιδικά τραγουδάκια, λούτρινα ζωάκια, μαγειρέματα, πλυντήρια, ξεσκονίσματα και φασίνα έγιναν η καθημερινότητα της Πηνελόπης. Κάθε μέρα, όλη μέρα μόνη στο σπίτι περίμενε τον Αποστόλη να γυρίσει από τη δουλειά, από τις συναντήσεις με τους συνεργάτες και τους πελάτες, από τις εξόδους με τα φιλαράκια, από τα τένις με τους παράγοντες. Τιμούσε και με το παραπάνω το όνομά της. Οι σπουδές βγήκαν από το ψυγείο, μπήκαν στην κατάψυξη και μετά στον καταψύκτη. Η δουλειά έγινε μια μακρινή ανάμνηση. Σπάνια της τηλεφωνούσε καμιά φίλη από τα παλιά. Μια άβυσσος τις χώριζε. Η Πηνελόπη χαμένη στις πάνες και η εκάστοτε φίλη στη χαρτούρα των δικογράφων. Για φίλους αρσενικού γένους δε, ούτε κουβέντα. Έξαλλος θα γινόταν ο Αποστόλης.
Την ησυχία της ήθελε η Πηνελόπη, ένιωθε τόσο κουρασμένη, τόσο ελλιπής, τόσο ανήμπορη, τόσο ανίκανη, τόσο μόνη… Δεν μιλούσε, ήθελε να την αγαπά ο Αποστόλης, ήθελε να την προσέχει, να την εκτιμά. Αλλά τον δικαιολογούσε. “Τι να κάνει και αυτός;”, αναρωτιόταν. “Δουλεύει σκληρά ο Αποστόλης για να μην μας λείψει τίποτα. Είναι απαιτητική η δουλειά του, χρειάζεται να κάνει γνωριμίες και να τις καλλιεργεί.”
Σπάνια κοίταζε τον εαυτό της στον καθρέφτη η Πηνελόπη. Την πλήγωνε και την απογοήτευε αυτό που έβλεπε. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα είκοσι πέντε και έμοιαζε τριανταπέντε. Τα μάτια σακουλιασμένα, τα μαλλιά άχαρα και απεριποίητα, τα παραπανίσια κιλάκια στρογγυλοκαθισμένα στην κοιλιά, το δέρμα χλωμό.
“Βγες λίγο έξω κορίτσι μου. Μαράζωσες. Και αν δεν σε θέλει αυτός ο αχαΐρευτος μαζί του, βγες μια βόλτα μόνη σου. Πήγαινε κομμωτήριο, πρόσφερε στον εαυτό σου μια περιποίηση. Εγώ θα στα κάνω δώρο. Εγώ θα προσέχω το παιδί, μην ανησυχείς.” αυτά της έλεγε η Ελένη και η Πηνελόπη στεκόταν σε μια μόνο λέξη “ο αχαΐρευτος”, δεν άκουγε τίποτα από τα υπόλοιπα, της έκλεινε το τηλέφωνο και κλεινόταν ακόμα πιο ασφυκτικά στο καβούκι της.
Μια μέρα, ο Αποστόλης έψαχνε στο συρτάρι του κομοδίνου της, δήθεν τάχα για ένα παυσίπονο και βρήκε ένα παλιό της ημερολόγιο, από τότε που πήγαινε λύκειο ακόμα και είχε ερωτευτεί τον Αντρέα από το διπλανό τμήμα. Εκείνη τη μέρα έπεσε το πρώτο χαστούκι.
Της ζήτησε συγνώμη σχεδόν κλαίγοντας και της ορκίστηκε ότι ποτέ ξανά δεν θα την χτυπούσε. Πρώτη και τελευταία φορά. Ήταν όμως τόσο πιεσμένος, είχε τόσα πολλά στο κεφάλι του και ζήλεψε, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, ζήλεψε γιατί την αγαπούσε, την λάτρευε, ήταν δική του, για πάντα δική του.
Και εκείνη τον συγχώρεσε, δεν μίλησε σε κανένα και έκανε σα να μην είχε συμβεί.
Μέγα λάθος…
<<…>>
Περνούσε ο καιρός και η καθημερινότητα της Πηνελόπης χειροτέρευε. Η ίδια βυθιζόταν στην κατάθλιψη και την παραίτηση ενώ ο Αποστόλης σε μια θάλασσα ζήλιας. Γύρναγε σπίτι αργά και γκρίνιαζε για τα πάντα. Έψαχνε τα πάντα. Υποπτευόταν τα πάντα.
Όταν κάτι ξύπναγε μέσα της από την παλιά Πηνελόπη και απαντούσε στις προκλήσεις του τότε τα χαστούκια έπεφταν βροχή. Δεν άργησαν τα χαστούκια να γίνουν κλοτσοπατινάδες και οι κλοτσοπατινάδες χτυπήματα με οποιοδήποτε αντικείμενο έβρισκε μπροστά του. Κάποιες φορές η Πηνελόπη έμενε κλεισμένη στο σπίτι για μέρες γλείφοντας τις πληγές της για να γιάνουν. Η Ελένη αντιλήφθηκε σε μια επίσκεψή της ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τόσο μέικ απ η Πηνελόπη, κάτι δεν πάει καλά. Και παρατηρώντας την διέκρινε τις μελανιές που είχαν ήδη αρχίσει να υποχωρούν. Εκείνη τη φορά δεν μίλησε, τρόμαξε τόσο πολύ που δεν μίλησε. Δεν ήξερε τι να κάνει, πως να το αντιμετωπίσει, αν θα έπρεπε να το συζητήσει με τον Κώστα, αν θα έπρεπε να συμβουλευτεί κάποιον ειδικό. Δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να κάνει κακό αντί για καλό.
Την επόμενη φορά όμως, δεν άντεξε. Ξέσπασε, μίλησε, κατηγόρησε. Από την αντίδραση της κόρης της, γρήγορα πείστηκε ότι είχε κάνει μέγα λάθος. Καθόλου καλά δεν το χειρίστηκε. Η Πηνελόπη απομακρύνθηκε τελείως και κλείστηκε ακόμα περισσότερο στον εαυτό της. Στο μόνο που έλπιζε πια η Ελένη ήταν να είχε ακούσει τα τελευταία λόγια που της είπε.
“Εμείς παιδί μου θα είμαστε πάντα εκεί για σένα. Θα σε στηρίξουμε και θα σε προστατεύσουμε με όλες μας τις δυνάμεις.”
<<…>>
Ήταν βράδυ Παρασκευής και ο Αποστόλης γύρισε φοβερά εκνευρισμένος από τη δουλειά. Μια αποτυχία στο δικαστήριο, ατυχία την είχε ονομάσει αυτός, τον είχε βγάλει εκτός εαυτού. Σαν να μην έφτανε αυτό, διαφώνησε έντονα με ένα πελάτη το απόγευμα σχετικά με τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσής του. Μια απλή υπόθεση διαζυγίου ήταν, αλλά ο πελάτης επέμενε το σπίτι να μείνει στη γυναίκα και τα παιδιά του. Ο παλιομαλάκας ήθελε να αφήσει την περιουσία του στην πουτάνα του που ποτέ δεν δούλεψε και καθόταν και γκομένιζε στο σπίτι.
Η Πηνελόπη έστρωσε τραπέζι και του έβαλε να φάει.
“Εσύ δεν θα φας;” τη ρώτησε
‘Έφαγα εγώ.”, του απάντησε.
“Ήρθε ο γκόμενος και τον τραπέζωσες ή αυτή η βρομιάρα η μάνα σου που το μόνο που θέλει είναι να μας χωρίσει;”
“Μα τι λες τώρα Αποστόλη! Και σταμάτα να λες βρομιάρα τη μάνα μου, δεν …”
Αυτό ήταν, τα χαστούκια έγιναν γροθιές και οι γροθιές κλοτσιές. Στα μουγκά, όπως πάντα. Να μην ακούσει η γειτονιά, να μην ξυπνήσει το παιδί. Η Πηνελόπη για πρώτη και μοναδική φορά προσπάθησε να αμυνθεί και όπως ήταν πεσμένη στο πάτωμα άρπαξε το πόδι που πήγαινε να την κλοτσήσει. Ο Αποστόλης δεν το περίμενε, έχασε την ισορροπία του και έπεσε με δύναμη προς τα πίσω. Χτύπησε με δύναμη το κεφάλι του στο τραπεζάκι του σαλονιού και έμεινε αναίσθητος. Η Πηνελόπη πήρε το πρώτο πράγμα που βρήκε μπροστά της, μια σακούλα σκουπιδιών και του την πέρασε στο κεφάλι. Την έδεσε σφιχτά στο λαιμό με μια κορδέλα σαν αυτή που αμπαλάρουν τα δώρα. Πολύ σφιχτά γύρω από το λαιμό και άλλο πιο σφιχτά και δεν σταμάτησε να σφίγγει παρά μόνο όταν είχε εξαντληθεί και τα χέρια της έτρεμαν από την κούραση.
<<…>>
Με πολύ κόπο κατέβασε σέρνοντας το άψυχο σώμα στο γκαράζ και το έβαλε στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου. Ανέβηκε ξανά στο σπίτι. Η αναστάτωση πολλή, μπορούσε όμως να τη δικαιολογήσει αν χρειαζόταν. Αίμα δικό της υπήρχε παντού, ο Αποστόλης ευτυχώς δεν είχε ματώσει. Δεν έχασε άλλο χρόνο. Πήγε στην κάμαρα του παιδιού, το πήρε αγκαλιά, το νανούρισε για να μην αναστατωθεί και μπήκε μαζί του στο αμάξι. Ευτυχώς που είχαν μετακομίσει σε αυτό το απομονωμένο σπίτι. Ευχόταν μόνο να μην άκουγε κανείς τον θόρυβο της μηχανής του αυτοκινήτου.
Ήταν κοντά μεσάνυχτα, είχε λίγο χρόνο στη διάθεσή της για να ξεφορτωθεί το πτώμα. Όχι, δεν θα παραδιδόταν, δεν θα άφηνε το παιδί της σε ξένα χέρια, δεν θα επέτρεπε να στιγματιστεί ως συζυγοκτόνος και να κουβαλάει το παιδί της τη ρετσινιά αυτή σε όλη του τη ζωή. Να ξεφορτωθεί το πτώμα έπρεπε και αυτό θα έκανε.
Άφησε το παιδί στη μάνα της και απομακρύνθηκε προς την Φ. Υπήρχε μια περιοχή, την ήξερε καλά. Ήταν σχετικά κοντά αλλά απομακρυσμένη από τα φώτα της πόλης. Στην περιοχή υπήρχε ένα δασάκι, με κακοτράχαλο έδαφος. Το δασάκι ήταν μικρό αλλά πυκνό και αφιλόξενο, εγκαταλελειμμένο και γεμάτο σκουπίδια. Προχώρησε με σβηστά τα φώτα όσο πιο πολύ μπορούσε μέσα στο δασάκι. Έβγαλε το πτώμα από το πορτ μπαγκάζ και το έσυρε λίγο ακόμα πιο βαθιά στο δάσος. Σε αυτό το έδαφος δυσκολεύτηκε πολύ περισσότερο από ότι στο σπίτι. Της πήρε πολλή ώρα για να τον σύρει δέκα μέτρα. Βρήκε ένα βαθούλωμα στο έδαφος, μικρό αλλά της έκανε. Τον ακούμπησε εκεί, τον έγδυσε με δυσκολία. Άρχισε να μαζεύει πέτρες από τριγύρω και να τις τοποθετεί πάνω στο γυμνό σώμα. Ευτυχώς οι πέτρες περίσσευαν σε αυτό το σημείο. Η ώρα περνούσε, έπρεπε να τελειώνει, κόντευε να ξημερώσει.
Είχε κάνει ότι καλύτερο μπορούσε. Δεν άντεχε πια.
Όταν είχε πια από την περιοχή πέταξε τα ρούχα και τα παπούτσια σε ένα κάδο σκουπιδιών. Τα είχε δέσει σφιχτά στην σακούλα που είχε βγάλει από το κεφάλι του Αποστόλη. Σε ένα άλλο κάδο, ακόμα πιο μακριά πέταξε το πορτοφόλι του. Είχε βγάλει από μέσα τα χαρτιά, την ταυτότητα, τις κάρτες. Η βέρα κατέληξε σε ένα υπόνομο, το ρολόι στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Όταν πάρκαρε το αυτοκίνητο κοντά στο σπίτι των γονιών της άρχιζε να ροδίζει ο ουρανός. Σαν σκιά πλησίασε το σπίτι, χτύπησε απαλά την πόρτα και μόλις η πόρτα άνοιξε χώθηκε στην αγκαλιά της Ελένης και κατέρρευσε.
Ως τη Δευτέρα κανείς δεν θα αναζητούσε τον Αποστόλη. Εκείνη κανείς δεν την αναζητούσε εδώ και χρόνια. Είχε χρόνο να καταστρώσει σχέδιο διαφυγής και να βουλώσει τα κενά όσο καλύτερα μπορούσε. Από κει και πέρα, ευχόταν να παίξει το ρόλο της και η τύχη.
Ίσως να ήταν ανοιχτοί οι ουρανοί και να τη γλίτωνε. Ίσως και όχι. Κανείς δεν ξέρει τι θα φέρει το αύριο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η DoG στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Ο πίνακας “Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη”, είναι του Καραβάτζιο.