Περίληψη -όσων προηγούνται:
Στο τέλος του πρώτου μέρους αφήσαμε τη Γιωταλία, στις αρχές του εικοστού αιώνα, να φεύγει απ’ το Κατάκολο Ηλείας για τη Μασσαλία.
Στο δεύτερο μέρος βρισκόμαστε πάλι στην Πελοπόννησο, αλλά ο χρόνος είναι τον δεύτερο αιώνα π.Χ. Στο Κατσικοχώρι Αρκαδίας μεγαλώνει η Ζηνοβία. Όταν μπαίνει στην εφηβεία, η Τενερίφη, μια γητεύτρα, πηγαίνει και την παίρνει ως δόκιμη μάγισσα. Της δίνει και μαγικό ψευδώνυμο: Ζανζιβάρη.
Της μαθαίνει στα γρήγορα τα μαγικά κόλπα, γιατί έχουν αποστολή να εκπληρώσουν, να σώσουν το «Αυγό της Ευρυνόμης».
Την ίδια εποχή γεννιέται σ’ ένα χωριό της Αχαΐας το πιο άσχημο αγόρι, ο Φοίβος. Είναι κοιλάρφανος, αφού η μητέρα του πεθαίνει στη γέννα. Ο πατέρας του τον φωνάζει «φονιά». Ο άσχημος Φοίβος είναι πιο έξυπνος απ’ όσο συνηθίζουν να είναι οι άνθρωποι. Φεύγει απ’ το σπίτι του μ’ έναν σκοπό: Να γίνει ο πιο γοητευτικός άντρας που έχει υπάρξει.
Αυτό τον φέρνει στο δρόμο της Φουερτεβεντούρα, μιας μάγισσας κι εταίρας. Η Φουέρτε του μαθαίνει τους ερωτικούς τρόπους. Μαζί σκοτώνουν τη Μέγαιρα, μια αδίστακτη πατρόνα.
Η Τενερίφη, η Ζανζιβάρη, ο Φοίβος κι ο Αυτόλυκος, ένας ληστής που συναντάνε στο δρόμο, πάνε για να σκοτώσουν τον Άβαρι, τον Υπερβόρειο, τον πιο ισχυρό μάγο της Ελλάδας.
(Ας μην ξεχνάμε και τον Λανθαρότε, το μουλάρι της Τενερίφης, που του αρέσει να κοιτάζει τα κίτρινα στα ηλιοτρόπια και στα στάχυα, τα μπλε του κοβαλτίου στη θάλασσα και στον ουρανό.)
Κοντά στον Ακροκόρινθο βρίσκει τους ήρωες μας μια ηλεκτρική καταιγίδα -που καθόλου τυχαία δεν είναι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τα προηγούμενα της Γιωταλίας μπορείτε να τα διαβάσετε όλα εδώ https://sanejoker.info/category/giotalia
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
19
Στάθηκαν να γλείψουν τις πληγές τους και να θάψουν τους νεκρούς τους. Δε μίλησαν πολύ ούτε έκλαψαν, σαν να τους είχε ρουφήξει κι εκείνους ο λάκκος που έσκαψαν. Μόνο το βράδυ, όταν αρχίσανε τις σπονδές με τον οίνο -άκρατο έτσι όπως έπρεπε, μόνο τότε αφέθηκαν κι άρχισαν τα κλάματα και τις οιμωγές.
Κάποιοι θρηνούσαν τον εραστή, όλοι θρηνούσαν συντρόφους. Οι ληστές ήταν μαζί τόσα χρόνια, δεμένοι σε όλα, στον πόλεμο και στο γλέντι, πιο κοντά κι από οικογένεια. Για τη θρηνωδία μαζεύτηκαν σε κύκλο, πιάστηκαν απ’ τους ώμους κι έστησαν το χορό, με το κεφάλι να κοιτάει κάτω, στο χώμα.
Οι άλλοι τρεις της παρέας στάθηκαν χώρια. Δεν θρηνούσαν, συμπονούσαν. Θα ήταν απρεπές να χωθούν κι εκείνοι στο ανακάλημα. Δεν υπάρχει χειρότερη υποκρισία από εκείνη της ψεύτικης θλίψης.
Κι όσο ακούγονταν γόοι και κοπετοί, εκείνοι σκέφτονταν ότι εκείνη η ηλεκτρική καταιγίδα, οι κεραυνοί που τους απανθράκωσαν, δεν ήταν τυχαίο περιστατικό.
«Δεν πιστεύω στη μαγεία, αλλά…», ξεκίνησε να λέει κάποια στιγμή ο Φοίβος.
«Αλλά είσαι βλάκας», του είπε η Τενερίφη.
«Όχι, εννοώ ότι, εντάξει, πιστεύω σε κάτι μικρά που κάνετε εσείς, γιατί τα είδα να γίνονται, αλλά να ελέγχεις τον καιρό; Τους κεραυνούς;»
«Μπορεί να μην το έκανε αυτός, αλλά οι θεοί», είπε η Ζήνα, χωρίς να το πιστεύει.
«Το παράξενο με τις συμπτώσεις είναι ότι συμβαίνουν», συνέχισε ο Φοίβος που ήθελε να ολοκληρώσει τις σκέψεις του. «Κι όταν συμβαίνει δεν είναι τυχαίο.»
Η Τενερίφη έκανε μια χειρονομία που σήμαινε «ωχ, άρχισε πάλι τη φλυαρία, θα μας πρήξει.»
«Δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Ο Αριστοτέλης στα Φυσικά αναφέρει μια περίπτωση ηλεκτρικής καταιγίδας, μία μόνο. Κι αυτή δεν την είχε ζήσει, του τη διηγηθήκανε. Αν ήταν μόνο ένας κεραυνός, θα το έλεγα τυχαίο. Αλλά ολόκληρη ακολουθία, δεν μπορεί.»
«Το πρόβλημα σου είναι ότι δεν αποδέχεσαι αυτό που νιώθεις με την πρώτη, αυτό που καταλαβαίνεις, αλλά ψάχνεις κι αναλύεις και επεξεργάζεσαι, και μας ζαλίζεις και τ’ αυτιά, για να παραδεχτείς τελικά αυτό που είχες καταλάβει εξαρχής.»
«Θέλω να είμαι σίγουρος.»
«Σίγουρος δεν θα είσαι ποτέ για τίποτα, ηλίθιε έξυπνε.»
«Το θέμα είναι…»
«Το θέμα είναι αν θα ‘ρθειτε μαζί μας», μπήκε στη μέση της κουβέντας ο Αυτόλυκος που ‘χε ξεκόψει απ’ τη θρηνωδία. Τα μάτια του κόκκινα, πιο πολύ από οργή, παρά από λύπη. «Εμείς θα συνεχίσουμε κι ας πεθάνουμε. Δεν γυρνάμε πίσω όσους κεραυνούς κι ας μας ρίξει. Και το βουνό να μας ρίξει πάνω μας. Εσείς τι θα κάνετε;»
Οι τρεις κοιταχτήκαν, αλλά ήξεραν τι σκέφτονταν: «Δεν έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω.»
Είχαν δεχτεί μια αποστολή. Κι ήθελαν να την ολοκληρώσουν. Αν έκαναν πίσω με το πρώτο εμπόδιο, τότε θα ήταν ανάξιοι. Και δεν ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Η προηγούμενη ζωή δεν τους έφτανε. Έπρεπε να πάνω στον επόμενο σταθμό, στο επόμενο επίπεδο. Όχι πισωγυρίσματα.
Ο Φοίβος σκέφτηκε να το πει με μια φράση του Ηράκλειτου, που τόσο συμπαθούσε: «Βλαξ άνθρωπος επί παντί λόγω επτοήσθαι φιλεί. Ο βλάκας με το παραμικρό πτοείται.»
«Εντάξει, δεν το λες και παραμικρό», είπε η Τενερίφη κι έδειξε τους φρεσκοφτιαγμένους τάφους.
~~
Ξεκινήσανε με το λυκαυγές κι αλλάξανε διαδρομή, για να μην μπορούν να τους εντοπίσουν –αν ήταν δυνατό κάτι τέτοιο. Πήραν έναν ημιορεινό δρόμο μέσα απ’ το δάσος, όπου με το ζόρι χωρούσε το κάρο. Ο Λανθαρότε δυσκολευόταν σε κάποια σημεία, τότε κατέβαιναν οι επιβάτες κι έσπρωχναν. Μερικές ώρες αργότερα ήταν η μόνιμη σχέση, το μουλάρι μπροστά κι οι άνθρωποι πίσω απ’ το κάρο.
Είχαν μείνει 8 ληστές κι έξι άλογα. Να τα διπλοκαβαλικεύουν δεν ήθελαν, τ’ αγαπούσαν τα ζώα τους. Έτσι η πομπή προχωρούσε με πολύ πιο αργό ρυθμό. Είχαν υπολογίσει τρεις μέρες ως τον Ακροκόρινθο -πριν την ηλεκτρική επίθεση. Θα χρειάζονταν μια βδομάδα τουλάχιστον. Κι όμως, αυτό τους ευνόησε, γιατί είχαν περισσότερο χρόνο να οργανώσουν την επιδρομή.
Ήταν ο Αυτόλυκος που είχε την καλύτερη ιδέα: Αντιπερισπασμός! Πρότεινε να δημιουργήσουν μια εστία φωτιάς και αναταραχής στα βόρεια, προς τη θάλασσα, για να τραβήξουν τους Άλφα, τους φύλακες του μάγου. Και να επιτίθονταν απ’ τα νότια, για να σκοτώσουν τον Άβαρι.
«Θα προλάβουμε μέχρι να επιστρέψουν οι Άλφα;»
«Θα έχουμε προλάβει να τον σκοτώσουμε, αν αυτό ρωτάς.»
«Όχι, ρωτάω αν θα έχουμε προλάβει να τον σκοτώσουμε και να απομακρυνθούμε.»
«Μάλλον όχι. Κίνδυνοι του επαγγέλματος.»
Το σχέδιο του ήταν αποστολή αυτοκτονίας. Δεν άρεσε στην Τενερίφη, αλλά δεν το είπε εκείνη τη στιγμή. Μόνο τη νύχτα, όταν κατασκηνώσανε, κοινώνησε τη σκέψη της.
«Πρέπει να κερδίσουμε περισσότερο χρόνο.»
«Εσείς είστε οι μάγισσες. Αν μπορείτε να επηρεάσετε το χρόνο.»
«Κανείς δεν πειράζει το χρόνο. Ούτε οι θεοί κι οι μοίρες δεν μπορούν.»
«Εσύ τι λες;» ρώτησε ο Αυτόλυκος το Φοίβο.
«Χρόνος παις εστι παίζων πεττεύων. Παιδός η βασιλεία», είπε εκείνος.
«Όχι τι λέει ο Ηράκλειτος. Εσύ τι λες;»
«Πανδαμάτωρ ο χρόνος.»
«Για την επίθεση τι λες;»
«Το σκέφτομαι ακόμα.»
«Σκέψου το και πάλεψε το, ονειρέψου αν θέλεις, αφού λένε ότι πολλά στα όνειρα τα λύνουμε. Έχουμε άλλες τρεις νύχτες. Το τέταρτο πρωινό ξεκινάμε με το δικό μου σχέδιο, ό,τι κι αν γίνει.»
Τον παρακολούθησαν να φεύγει προς το σκοτάδι, αφού είπε αυτά τα λόγια. Ήταν μισός σε μπόι, αλλά ήταν ξεκάθαρα ηγέτης. Γιατί δεν τους άφηνε περιθώρια ν’ αρνηθούν.
Τους είπε: Έχουμε αυτό το στόχο. Έχουμε τόσο χρόνο. Βρείτε τον τρόπο.
~~
Πέρασαν άλλες δυο νύχτες χωρίς να βρουν τον τρόπο. Ήξεραν ότι σε δυο μέρες θα ήταν νεκροί. Ίσως να κατάφερναν να σκοτώσουν το μάγο, ίσως και όχι. Ακόμα κι αν νικούσαν τη μαγεία του με αιφνιδιασμό θα ήταν απίθανο να καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τόσους Άλφα. Το σχέδιο του Αυτόλυκου ήταν γενικό κι αόριστο, ήταν αυτοκτονικό.
Ήπιαν αρκετό κρασί εκείνο το βράδυ, το τελευταίο της ζωής τους. Δεν μιλούσαν και πολύ, τι να πουν; Έπεσαν να κοιμηθούν μες στο κρύο ξανά, χωρίς φωτιά, για να μην μπορούν να τους δουν.
Τους ξύπνησε ο Φοίβος που πετάχτηκε απ’ τον ύπνο του φωνάζοντας: Εύρηκα!
Μαζεύτηκαν γύρω του. Εκείνος χρειάστηκε λίγο χρόνο για να τακτοποιήσει τις ενύπνιες ενοράσεις του και να τιθασέψει την ανάσα του.
«Υπάρχει βόρεια η πόλη της Σικυώνας. Την είχα δει στο χάρτη. Πρέπει ν’ απέχει…»
«Μια μέρα πηγαινέλα απ’ τον Ακροκόρινθο», είπε ο Αυτόλυκος που ήξερε βιωματικά τις αποστάσεις.
«Ωραία, τέλεια. Πρέπει να τραβήξουμε τους Άλφα στη Σικυώνα, ενώ εμείς θα πηγαίνουμε στο φρούριο.»
«Αυτό δεν διαφέρει απ’ το σχέδιο μου. Πρέπει να χωριστούμε.»
«Όχι, πρέπει να είμαστε όλοι μαζί για να προλάβουμε να φύγουμε όλοι μαζί.»
«Και τότε πώς…»
«Για ποιο πράγμα είναι γνωστή η Σικυώνα και τα περίχωρα;»
«Κοκκινέλι βγάζει, μελίρρυτο», είπε η Τενερίφη κι έγλειψε τα χείλη της.
«Πέρα απ’ το κρασί.»
«Για το θέατρο;»
«Όχι. Τι εκτρέφουν τριγύρω; Τι λέμε όλοι; Το περίφημο μαλλί της Σικυώνας.»
«Πρόβατα», είπε ο Αυτόλυκος. «Λένε ότι στην περιοχή αντιστοιχούν εκατό πρόβατα σε κάθε άνθρωπο.»
«Υπερβολές, αλλά… Ακριβώς!»
Σταμάτησε να μιλάει. Ακούστηκε ένας γκιώνης.
«Δεν το βλέπετε; Εκατό προς ένα. Η Ζήνα θα τρελάνει τα πρόβατα.»
«Δεν έχω ξανακάνει κάτι τέτοιο», είπε εκείνη.
«Δεν πειράζει, θα τα καταφέρεις, πιστεύω σε σένα.»
«Και γιατί να πάνε οι Άλφα; Να τους δώσουν ιπποφαές;» είπε η Τενερίφη.
Ο Φοίβος χαμογέλασε πονηρά.
«Γιατί τα πρόβατα θα σκοτώσουν όλους τους κατοίκους.»
~~~
Κι είχε πάρει να χαράζει όταν πήραν την απόφαση. Ο Φοίβος τους εξήγησε αναλυτικά το σχέδιο του. Ήταν σωστό, αλλά είχε ένα πρόβλημα: Ήταν λάθος.
Ήταν λάθος ηθικά.
«Η ηθική! Τι είναι η ηθική. Σε τι μας βοηθάει; Σε τίποτα», φώναζε ο Φοίβος.
Ο Αυτόλυκος καταλάβαινε τι έλεγε. Δεν συμφωνούσε, αλλά καταλάβαινε. Οι δύο μάγισσες ούτε να το ακούσουν.
«Θα πεθάνουν χίλιοι άνθρωποι για να σωθεί ο Κόσμος», ξαναείπε ο Φοίβος. «Πού είναι το λάθος;»
«Δεν θα πεθάνουν», έκανε η Τενερίφη. «Θα τους σκοτώσουμε.»
«Το ίδιο αποτέλεσμα. Έτσι κι αλλιώς κάποτε θα πεθάνουν.»
Έβγαλε ένα χαζό γέλιο που τον έκανε να μοιάζει πολύ άσχημος.
«Διαφορετική αιτία, διαφορετικός ένοχος. Δεν θέλω να έχω χίλιους πεθαμένους κρεμασμένους στο λαιμό μου όταν πάω στο Ραδάμανθυ για να με κρίνει.»
«Ραδάμανθυς, Αιακός και Μίνωας. Παραμύθια για μικρά παιδιά!»
«Παραμύθια, ναι, εντάξει. Εσύ ακούς τους σοφούς, εμείς τους ραψωδούς και τους παραμυθάδες. Και ξέρεις τι μαθαίνουμε; Ότι υπάρχει καλό και κακό, μαύρο και άσπρο. Δεν είναι όλα γκρι.»
«Μα έτσι ακριβώς είναι!» έκανε ο Φοίβος και γέλασε.
«Αν δεν πιστεύεις ότι υπάρχει καλό, τότε δεν υπάρχει», του είπε η Ζήνα.
«Οι μάγισσες έχουν δίκιο», είπε κι ο Αυτόλυκος. «Δεν μπορούμε να σκοτώσουμε τόσους αθώους.»
Ο Φοίβος χτύπησε τα χέρια του στους μηρούς. Πήγε να πει κάτι ακόμα, άλλαξε γνώμη, σηκώθηκε και πήγε ως το κάρο. Ο Λανθαρότε γύρισε να τον μυρίσει. Στάθηκε να το χαϊδέψει. Αυτό τον ηρέμησε. Το είχε αγαπήσει εκείνο το μουλάρι. Δεν του έφερνε ποτέ αντιρρήσεις ούτε νοιαζόταν να τον ακούσει. Του αρκούσε ένα χάδι.
«Ωραία», είπε σαν γύρισε, ήρεμος απ’ την επιρροή του μουλαριού. «Σας ακούω. Τι θέλετε να κάνουμε;»
Σιωπή. Ο γκιώνης ακούστηκε πάλι.
Το σχέδιο του Φοίβου ήταν λάθος, αλλά δεν είχαν άλλο.
~~~~~
Συνέχισαν προς το κάστρο, μέσα απ’ το δάσος, χωρίς σχέδιο και χωρίς ελπίδα. Κι αν δεν ελπίζεις το ανέλπιστο, δεν θα το βρεις. Έτσι όπως το είχε πει ο Ηράκλειτος. Ληστές και μάγοι ήταν δύσθυμοι κι ο άνεμος άλλαζε, ο άνεμος δυνάμωνε.
Ο Φοίβος είχε πεισμώσει, δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί και να προτείνει άλλο σχέδιο, πιο ταιριαστό στην ηθική των συναγωνιστών του. Ήθελε ν’ αλλάξουν εκείνοι πεποιθήσεις για να προσαρμοστούν. Πράγμα που οι άνθρωποι δεν συνηθίζουν να κάνουν. Και πατούσε κάτω πεισμωμένος σαν εφτάχρονο παιδί, ενώ κρατούσε το χιτώνα του να μην τον πάρει ο άνεμος που άλλαζε, ο άνεμος που δυνάμωνε.
Έφτασαν αρκετά ψηλά όταν είχε βραδιάσει. Έπεσαν να κοιμηθούν χωρίς καθόλου να μιλήσουν, άλλωστε φυσούσε τόσο που δεν ακούγονταν. Ξάπλωσαν κοντά ο ένας στον άλλο, για να προφυλάσσονται και να ζεσταίνονται.
Κι ήταν η Ζήνα που πρώτη άνοιξε τα μάτια μέσα στο σκοτάδι και είπε: «Ο ουρανός είναι κόκκινος».
Ξυπνήσανε κι είδαν τον ουρανό να φλέγεται, ένιωσαν τον άνεμο να φυσάει καυτός, σαν να ερχότανε απ’ τη Λιβύη.
«Αυτός δεν είναι λίβας», είπε η Τενερίφη.
Τότε είδαν τις φλόγες στο απέναντι ύψωμα. Κατευθύνονταν πάνω τους, με την ταχύτητα του ανέμου. Πλησίαζαν από χαμηλά κι αυτό σήμαινε ότι έπρεπε ν’ ανέβουν το βουνό πιο γρήγορα απ’ τη φωτιά, πιο γρήγορα κι απ’ τον άνεμο.
Δεν έκαναν κανέναν σχέδιο, δεν συνεννοήθηκαν, δεν πήραν καν τα πράγματα τους. Λειτούργησαν όπως κάθε ζώο, ενστικτωδώς, τρέχοντας μακριά απ’ τη φωτιά. Πίσω τους ακουγόταν το πύρινο θηρίο να καταβροχθίζει κάθε ζωντανό, φυτά και ζώα. Ήταν πιο ισχυρό από τη μαγεία των ανθρώπων, ακόμα κι αν είχε ξεκινήσει με κάποιο τέχνασμα. Ήταν η μανία της φύσης.
Τα άλογα έφυγαν πρώτα και γλίτωσαν. Ο Λανθαρότε, παρότι ξεπεζεμένος, δυσκολευόταν. Αλλά είχε απομακρυνθεί αρκετά όταν αντιλήφθηκε ότι δεν είχε μαζί του τη μάγισσα. Γύρισε να την περιμένει.
«Φύγε, ηλίθιο μουλάρι», του είπε εκείνη.
Οι ληστές κι οι μάγοι ακολουθούσαν, αλλά το ανηφορικό και κακοτράχαλο έδαφος δεν τους βοηθούσε. Φαινόταν πως όσο κι αν έτρεχαν η φωτιά θα τους έφτανε σε λίγα λεπτά.
Τότε ήταν που δύο ληστές τους έκαναν νόημα να πάνε προς ένα στενό πέρασμα. Δεξιά κι αριστερά είχε ξερούς βράχους, μόνο στη μέση, σ’ εκείνο το υποτυπώδες φαράγγι είχε πέρασμα δεντρόφυτο. Οι ληστές άφησαν τους άλλους να περάσουν κι έμειναν στην είσοδο.
«Σκοτώστε το μάγο για μας», φώναξαν κι έβγαλαν τα όπλα τους, να πολεμήσουν τη φωτιά.
Ο Άρσις είχε σπαθί. Ο Σώσις τσεκούρι. Φιλήθηκαν για τελευταία φορά και ξεκίνησαν να κόβουν κλαδιά και δέντρα. Ό,τι έκοβαν το μετέφεραν μπροστά, στην είσοδο. Και πήγαιναν μέτρο μέτρο προς τα πίσω. Σε μισή ώρα, με προσπάθεια ημιθεϊκή, είχαν καθαρίσει ένα μεγάλο κομμάτι του φαραγγιού. Οι φλόγες έσκασαν εκεί κι άπλωσαν τη γλώσσα τους να τους φτάσουν δεν μπόρεσαν.
Οι δύο ληστές συνέχιζαν τη δουλειά, καψαλισμένοι κι εξαντλημένοι. Η πυρκαγιά πιάστηκε απ’ τα μικρά φυτά στους βράχους κι ανέβηκε ψηλά. Το μεγαλύτερο κομμάτι της φωτιάς υπερφαλάγγισε το φαράγγι και βρέθηκε πίσω απ’ τον Άρση και το Σώση. Οι καπνοί μπήκαν από μπροστά, από πίσω κι από πάνω. Πέθαναν αγκαλιασμένοι από ασφυξία.
Την είχαν αναχαιτίσει για λίγο, αλλά δεν μπορούσαν να την νικήσουν. Ο άνεμος την εξακόντισε προς τα επόμενα θύματα. Τους έφτασε σε λίγα λεπτά.
«Τώρα δεν μπορείτε να κάνετε κάτι;» φώναζε ο Φοίβος στις μάγισσες, με όση φωνή του είχε μείνει απ’ το λαχάνιασμα.
«Δεν είμαστε θαυματοποιοί. Τρέξε!»
Προσπαθούσαν, αλλά άκουγαν την πυρκαγιά να τους προφταίνει. Ο καπνός τους δυσκόλευε περισσότερο ν’ αναπνέουν. Ο αέρας ήταν πυκνός και κόκκινος. Δεν φαινόταν ουρανός, αστέρια, τίποτα, μόνο η κόλαση της λαίλαπας.
Ένας απ’ τους πιο μεγάλους ληστές, που είχε και κάμποσα κιλά παραπάνω, κατέρρευσε πρώτος. Ο Αυτόλυκος πήγε να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Εκείνος αρνήθηκε να προσπαθήσει.
«Δεν υπάρχει ελπίδα πια», είπε κι ακούμπησε πίσω να ετοιμαστεί για το θάνατο.
Ο Αυτόλυκος δεν μπορούσε να τον αφήσει. Άλλωστε καταλάβαινε κι εκείνος ότι δεν θα προλάβαιναν να ξεφύγουν. Γιατί ακόμα κι αν έφταναν στην κορυφή, που ήταν σχεδόν απίθανο, θα είχαν άλλο τόσο δρόμο να κατέβουν.
Δεν ήθελε να πεθάνει τρέχοντας. Στάθηκε κι εκείνος να αντιμετωπίσει τη μοίρα του κατά πρόσωπο. Δίπλα του έμειναν οι σύντροφοι του.
Η Τενερίφη σταμάτησε κι εκείνη, μαζί με τον Λανθαρότε. Ο Φοίβος έκατσε κάτω, σ’ έναν βράχο.
«Μας κέρδισε», έκανε και σκούπισε τη στάχτη απ’ τα μάτια του.
Τότε φάνηκε να περνάει ανάμεσα τους η Ζανζιβάρη και να κατεβαίνει προς τη φωτιά, σαν υπνωτισμένη.
Η μικρή μάγισσα θυμήθηκε την πρώτη νύχτα που ‘χε κοιμηθεί μακριά απ’ το Κατσικοχώρι. Τότε που είχε μπει στο μυαλό της φωτιάς. Τότε ήταν μια μικρή πυρά που ‘χανε ανάψει για να ζεσταθούν, τώρα καιγόταν όλο το δάσος.
Ήθελε να προσπαθήσει. Δεν ήταν μόνο η ζωή της, δεν ήταν μόνο η ζωή των συντρόφων της. Υπήρχε κάτι πιο εγωιστικό σ’ εκείνη την επιθυμία: Ήθελε να δει πόσο δυνατή είναι.
«Μην το κάνεις, μικρή!» φώναξε η Τενερίφη, αλλά δεν ακουγόταν τίποτα πια, παρά μόνο το ολοκαύτωμα.
Η Ζανζιβάρη συγκεντρώθηκε σ’ αυτό το τιτάνιο θηρίο που τους ορμούσε. Ήταν σαν να προσπαθούσε ένα παιδί να κατευνάσει έναν θεό.
Ένιωσε το αίμα στο κεφάλι της να βράζει, το μεδούλι στα κόκαλα να τραντάζεται, τις φλέβες να γίνονται μπλε. Το δέρμα της πήρε να γεμίζει εγκαύματα, χωρίς να την έχει ακουμπήσει η φωτιά. Δεν άντεξε κι έβγαλε μια κραυγή πόνου. Να δακρύσει δεν μπορούσε, είχε στεγνώσει. Δεν σταμάτησε. Έσφιξε τα δόντια, έκανε ένα βήμα μπροστά και συγκεντρώθηκε ακόμα περισσότερο στον Τιτάνα.
Οι υπόλοιποι είχαν μείνει να την κοιτάζουν, καθώς γινόταν κόκκινη και πυρωνόταν σαν να ‘τανε φτιαγμένη από σίδερο. Η Τενερίφη δεν προσπάθησε να τη σταματήσει, ήξερε ότι αυτό ήταν το πεπρωμένο της –είτε θα ζούσε είτε θα πέθαινε.
Η ίδια η Ζανζιβάρη ξεπέρασε κάθε τι ανθρώπινο κι αδύναμο που είχε, δεν νοιαζόταν για τον εαυτό της, δεν είχε εαυτό, δεν νοιαζόταν για τον κόσμο, δεν ήταν του κόσμου αυτού. Είδε με τα μάτια του σύμπαντος την τιτάνια πυρκαγιά κι έμοιαζε σαν ένα απειροελάχιστο σκουλήκι στο μήλο της Γαίας.
Γέλασε και το ρούφηξε.
~~
~~~
~~~~
Αυτό που είδαν οι ληστές, αυτό που είδαν όσοι άνθρωποι ήταν σ’ εκείνη τη μεριά της Πελοποννήσου, αλλά κι απέναντι απ’ τη θάλασσα, ακόμα κι εκείνοι που ήταν στον Κιθαιρώνα, θα το διηγούνταν για χρόνια και θα περνούσε στη σφαίρα της μυθολογίας.
Η πυρκαγιά σταμάτησε να προχωράει και κοντοστάθηκε, σαν θεριό που σκέφτεται αν θα φύγει ή αν θα χιμήξει. Κι έτσι έμεινε για λίγο ακίνητη. Όλα ηρέμησαν, λες και βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα. Ο αέρας κόπασε, οι στάχτες, οι λαμπυρίδες και τ’ αποκαΐδια πήραν να πέφτουν αργά σαν φλεγόμενες χιονονιφάδες. Ακόμα κι η οσμή άλλαξε, έγινε πιο οικεία, οικογενειακή μυρωδιά σαν τη φωτιά της Εστίας.
Μα ήταν κάλπικη ειρήνη, αφού οι φλόγες ήταν εκεί, κι οι φλόγες θέλουν πάντα κάτι να κάψουν. Το θεριό ετοιμάστηκε να χιμήξει με όλες τους τις δυνάμεις προς το παιδί.
Τότε η Ζανζιβάρη πήρε την τελευταία ανάσα. Η φωτιά άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τον ουρανό, σ’ έναν πύρινο στρόβιλο που μάτια ανθρώπων δεν είχαν ξαναδεί κι η Γαία τον ήξερε μόνο απ’ την εποχή της τιτανομαχίας. Φλόγες περιστρέφονταν και χύνονταν προς τα πάνω, σαν κάποιος να ‘χε τραβήξει την τάπα του ουρανού. Περνούσαν τα όρια της σφαίρας και σβήνανε στο διάστημα, ανάμεσα στα ψυχρά άστρα και στους θεούς.
Η πυρκαγιά χάθηκε. Ο κόσμος δρόσισε. Κι η Ζανζιβάρη πέθανε.
~~
~~~
Υπήρχε μόνο ένα μουρμουρητό που ακουγόταν σαν νανούρισμα, λέξεις σε ρυθμό, αλλά χωρίς νόημα. Αυτές είχαν φτιάξει μια κλωστή μεταξωτή και δυνατή σαν τον ιστό αράχνης. Το νήμα το καμωμένο απ’ τις λέξεις κρατούσε την ψυχή της Ζανζιβάρης.
Η ψυχή είναι πιο ανάλαφρη κι απ’ το φως. Φεύγει απ’ το σώμα και πετάει προς το τίποτα πριν ακόμα σταματήσει ν’ αναπνέει ο άνθρωπος. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν δει το σώμα τους από ψηλά, καθώς πέθαιναν, αλλά επανήλθαν για να το αφηγηθούν.
Η Ζανζιβάρη ανέπνεε λιγότερο κι από νυχτοπεταλούδα που πέφτει σε φωτιά. Είχε καταπιεί μια πυρκαγιά κι είχε καεί από μέσα. Η ψυχή της έφυγε για άλλα μέρη όπου δεν υπάρχει πόνος, αλλά ούτε και χαρά. Τελευταία στιγμή πριν να χαθεί πετάχτηκε το νήμα των λέξεων που έλεγε η μάγισσα κι έπιασε την ψυχή.
Η Τενερίφη έκλαιγε κι έλεγε, έκλαιγε κι έλεγε, κι ήξερε πως να την κρατήσει για πολύ δεν θα μπορούσε. Αλλά δεν άντεχε να την αποχωριστεί.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι;» είπε ο Αυτόλυκος και πήγε να βοηθήσει.
Η Τενερίφη τον σταμάτησε.
«Δεν μπορείς να κάνεις κάτι;» το διόρθωσε ο ληστής. «Εσύ είσαι μάγισσα.»
«Δεν έχω τέτοιες δυνάμεις. Κανείς δεν έχει», είπε η Τενερίφη και συνέχισε το μουρμουρητό.
«Αυτός έχει!»
Ήταν η φωνή του Φοίβου, που ακούστηκε περισσότερο αντρική από συνήθως.
«Ο Άβαρις; Δεν γίνεται.»
«Γίνεται. Θα σώσει τη Ζήνα.»
Ούτε ο ίδιος δεν πίστευε αυτό που είχε πιστέψει. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Ούτε γιατρικά ούτε φάρμακα μπορούσαν να τη βοηθήσουν, ακόμα κι αν είχαν. Όταν είσαι αδύναμος, όταν δεν έχεις καμιά ελπίδα, πρέπει να πιστέψεις σε κάτι, πρέπει να πιστέψεις στο θαύμα. Πρέπει να πιστέψεις στον εχθρό σου.
20
Ο Ακροκόρινθος ήταν έναν απότομος βράχος, μεγάλος σαν βουνό. Έλεγαν πως τον είχαν ρίξει οι Τιτάνες όταν μάχονταν τους Θεούς. Εκεί πάνω είχε χτίσει ο Περίανδρος την Ακρόπολη του –και την είχαν ενισχύσει οι Μακεδόνες αργότερα.
Από την κορυφή του Ακροκόρινθου επόπτευες όλη την ανατολική Πελοπόννησο, τον Κορινθιακό και τον Σαρωνικό κόλπο. Τις καθαρές μέρες μπορούσες να δεις τα Μέγαρα, τη Σαλαμίνα και την Αίγινα.
Στην είσοδο του κάστρου, που βρισκόταν δυτικά και δεν φαινόταν από χαμηλά, μπορούσες να φτάσεις μόνο από έναν ανηφορικό δρομίσκο, που σε μερικά σημεία ήταν λιθόστρωτος και σε κάποια λαξευμένος στο βράχο.
Αυτό το στενό δρόμο φυλούσαν ανά δυάδες οι Άλφα, οι ειδικά εκπαιδευμένοι φρουροί του Άβαρι. Οι δύο πρώτοι στη σειρά, αυτοί που στέκονταν στις ρίζες του βράχου, είδαν να πλησιάζει μια αλλοπρόσαλλη κουστωδία.
Μπροστά πήγαινε ένα ετοιμόρροπο μουλάρι που έσερνε ένα φορείο. Στο αυτοσχέδιο φορείο ήταν ξαπλωμένο κάτι που έμοιαζε με καλοψημένο κρέας. Στα γόνατα σχεδόν, πάνω απ’ το κρέας, μια γυναίκα γριά στα μαύρα, και πιο πίσω ένας έφηβος, όχι ιδιαίτερα εύσωμος. Αν αγωνιζόταν στο Παγκράτιο Παίδων θα έπαιζε στην κατηγορία τσακαλιού. Καμία απειλή. Οι Άλφα θα μπορούσαν να τους σκοτώσουν σε μερικά δευτερόλεπτα.
«Πρέπει να συναντήσουμε το Μεγάλο Μάγο, τον Άβαρι τον Υπερβόρειο, τον θεό των θεών», είπε ο Φοίβος σαν έφτασαν αρκετά κοντά –αλλά όχι πιο κοντά απ’ όσο επιτρεπόταν.
«Γιατί;»
«Θέλουμε να αναστήσει με τις θεϊκές δυνάμεις της τη σύντροφο μας.»
Ο Άλφα κοίταξε το καμένο κρέας που ήταν σύντροφος.
«Γιατί;»
Ο Φοίβος δεν μπορούσε να τους πει ότι είχε υποχρέωση ο μάγος, αφού η πυρκαγιά ήταν δικό του έργο. Δεν είχαν τέτοιες ευαισθησίες οι Άλφα, η ηθική τους ήταν μισθοφορική. Έκαναν μόνο ότι τους πλήρωναν να κάνουν. Οπότε κι ο Φοίβος έπρεπε να πατήσει στην απληστία τους.
«Γιατί θα τον βοηθήσουμε να κατακτήσει την Ελλάδα και να γίνει ο πιο πλούσιος ηγέτης», τους είπε.
Του Άλφα του άρεσε αυτό που άκουσε. Αν έχεις κάποιον γι’ αφεντικό καλύτερα να είναι ο πιο πλούσιος. Αλλά δεν τον έπεισε ο κατηγορία-τσακαλιού. Πώς θα βοηθούσαν τον μεγάλο μάγο εκείνοι οι ασήμαντοι;
Η Τενερίφη κατάλαβε τι σκεφτόταν ο φρουρός. Χωρίς να σταματήσει το μουρμουρητό έβγαλε το φρυγικό σκούφο, τον φόρεσε, κι έκανε μια φτηνή μαγεία, ένα από εκείνα τα κόλπα που εντυπωσίαζαν τα παιδιά και τους ηλίθιους. Μια λάμψη που πέταξε ψηλά σαν Πήγασος. Εκείνα τα μέρη της Κορίνθου ήταν κάποτε του Βελλερεφόντη, του ημίθεου που καβάλησε το φτερωτό άλογο. Ο Άλφα κοίταξε τη λάμψη μ’ ανοιχτό το στόμα. Δεν φημίζονταν για την εξυπνάδα τους, πέρα απ’ την ικανότητα στη μάχη.
«Α, είσαι μάγισσα κι εσύ», είπε ο φρουρός.
Και πριν προλάβουν να τον δουν να κουνιέται, πριν να κουνηθεί η σκιά του, έβγαλε το ξίφος του για να κόψει το λαιμό της μάγισσας.
Τη στιγμή που η κόψη άγγιξε το λαιμό της Τενερίφης, αφήνοντας ένα κόκκινο μαργαριτάρι να τρέξει, ο Άλφα πάγωσε. Γύρισε στον διπλανό του. Κι εκείνος είχε σφιχτεί. Δύο στιγμές μετά άκουσαν κι οι άλλοι αυτό που είχαν ακούσει οι φρουροί. Ένα σφύριγμα σαν αυτό που βγάζουν οι οφιόμοροι, οι άποδες σαύρες του Ακροκόρινθου, αλλά είχε ρυθμό, το είχε σφυρίξει άνθρωπος.
Ο Άλφα έκρυψε το σπαθί και τους έκανε νόημα να περάσουν. Χρειάστηκε να κατέβει στο γκρεμό για να χωρέσει ο Λανθαρότε και το φορείο. Η Ζανζιβάρη βόγκηξε καθώς προχώρησαν, αλλά ήταν σαν τον επιθανάτιο ρόγχο μιας πεταλούδας.
~~
Όλοι οι Άλφα που συνάντησαν παραμέρισαν για να περάσουν. Ο Φοίβος μέτρησε δέκα ζεύγη. Αυτοί οι είκοσι θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με διακόσιους πολεμιστές, μπορεί και χίλιους. Κι όπως προχωρούσαν ψηλότερα ήταν σαν να έμπαιναν βαθύτερα στην παγίδα τους.
Η Τενερίφη συνέχιζε το μουρμουρητό ξόρκι που κρατούσε την ψυχή της μικρής. Ο Λανθαρότε αγκομαχούσε. Κι ο ίδιος δεν ένιωθε ιδιαίτερα χαρούμενος. Ήταν πιο χιμαιρικό απ’ οτιδήποτε άλλο είχε τολμήσει. Ο στρατός των σακατεμένων ενάντια στον μέγιστο μάγο και στους υπεράνθρωπους φρουρούς του. Καμία ελπίδα.
Κι όμως, έτσι ήταν ο Φοίβος, μόλις κατάλαβε ότι έκανε μια απεγνωσμένη κίνηση, αισθάνθηκε να εξιτάρεται. Του άρεσε, γιατί ήταν η απόλυτη πρόκληση. Σκέφτηκε το ηρωικό του πρότυπο, τον Οδυσσέα. Δεν ήταν ήρωας της δράσης, δεν ήταν σπουδαίος πολεμιστής όπως όλοι οι άλλοι βασιλιάδες, κι όμως ήταν ο τελευταίος ήρωας σ’ έναν πόλεμο όπου δεν ήθελε να βρεθεί. Την Τροία δεν την άλωσαν οι στρατοί των Αχαιών ούτε το μένος του Αχιλλέα. Την Τροία την έριξε μια ιδέα, ένα ξύλινο άλογο.
Το μυαλό είναι το πιο ισχυρό όπλο.
Οι ιδέες είναι ξύλινα άλογα που μπορούν να ρίξουν τα πιο απόρθητα κάστρα.
Ο Φοίβος προχώρησε λίγο πιο γρήγορα, γιατί ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τα πάντα.
~~~
Μια εταίρα ντυμένη με χιτώνα πιο αραχνοΰφαντο κι από της Αθηνάς τους άνοιξε την πόρτα του κάστρου και τους έδειξε το δρόμο. Τα ψιμύθια, ο τρόπος που είχε βάψει το πρόσωπο και τα μαλλιά της, τα χρώματα στα νύχια, η απόλυτη αποτρίχωση που διαγραφόταν κάτω απ’ το χιτώνα, καθώς και τα μικρά της στήθη, η στενή λεκάνη, την έκαναν να μοιάζει με μικρό κορίτσι, στην αρχή της ήβης, την έκαναν να μοιάζει με αγόρι, την έκαναν να μοιάζει με ερμαφρόδιτο. Ο Άβαρις είχε ιδιαιτερότητες στον έρωτα.
«Ο θεϊκός σας περιμένει», είπε το κορίτσι που ίσως να ήταν κι αγόρι, με επιτηδευμένα λεπτή φωνή, σαν να ήταν πεντάχρονο παιδί.
Ίσως ν’ άρεσε στον Άβαρι, αλλά στον Φοίβο ακούστηκε γελοίο. Τον είχε πιάσει λιγάκι η μανία, δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει την ειρωνεία, έτσι απάντησε με το ίδιο λεπτή φωνή:
«Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε άλλο. Εκτός κι αν θέλετε να μπει το μουλάρι στα ιδιαίτερα δωμάτια του θεϊκού.»
Ο Ερμαφρόδιτος ταράχτηκε. Ένα μουλάρι στο δωμάτιο Του;
«Αυτό δεν γίνεται», είπε στο Φοίβο.
«Ωραία. Θα τον περιμένουμε εδώ.»
Τράβηξε το Λανθαρότε απ’ το χαλινάρι να μπει στον προθάλαμο. Το μουλάρι έκανε το θέλημα του, αλλά γκάριξε και λιγάκι, έτσι για να δείξει ότι δεν συμφωνεί. Ο Ερμαφρόδιτος τρόμαξε περισσότερο με το γκάρισμα κι έφυγε για τα πάνω δωμάτια.
Η Ζανζιβάρη πήρε μια βαθιά ανάσα -και ήταν η πρώτη φορά που είχε ακουστεί τόσο δυνατά, απ’ όταν έπεσε.
Η μάγισσα της έσφιξε το χέρι, είπε πιο δυνατά το ξόρκι και κλώτσησε τον Φοίβο.
«Τελευταία ανάσα», του είπε και τα μάτια της ήταν κατακόκκινα χωρίς να ‘χει πιει γουλιά από κρασί. «Όσο κρατήσει μένει εδώ, μαζί μας, σαν να είναι μέσα στο νερό. Μόλις τελειώσει η ανάσα θα φύγει. Δεν μπορώ άλλο να την κρατήσω. Μια ανάσα της έμεινε.»
Ο Φοίβος κοίταξε το πρόσωπο της Ζήνας κι έχασε την αυτοπεποίθηση του. Είχε αρχίσει να γίνεται σαν νεκρική μάσκα, σαν άγαλμα. Τι θα έκανε ο Οδυσσέας στη θέση του;
~~~
Περίμεναν λίγα λεπτά που φαίνονταν μυριάδες φορές περισσότερα. Μπορεί να μην περίμεναν καθόλου, δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Δεν υπήρχε χρόνος, μόνο μια τελευταία ανάσα. Σαν να ρουφάς αέρα και να σταματάς ν’ αναπνέεις. Πώς μετριέται ο χρόνος τότε;
Ο χρόνος μετριέται με γεγονότα. Η πόρτα άνοιξε, χωρίς φανφάρες και μουσικές, άνοιξε το ίδιο ήσυχα όπως είχε κλείσει πίσω απ’ τον ερμαφρόδιτο. Και μπήκε ο Άβαρις.
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκαν, η Τενερίφη κι ο Φοίβος, ήταν ότι ο Υπερβόρειος Υπεράνθρωπος Υπερμάγος ήταν άσχημος. Δεν ήταν παραμορφωμένος, γιατί αυτό συχνά είναι σημάδι μεγαλείου, όπως τα πρησμένα πόδια του Οιδίποδα. Όχι, ο μάγος ήταν φυσιολογικά άσχημος.
Δεν είχε πηγούνι και η μύτη του κάλυπτε το μισό πρόσωπο. Αντί για μουστάκι και γένια είχε σκόρπιες τρίχες σε διάφορα μέρη. Το στόμα του ήταν μια γραμμή. Τα μάτια του ήταν αλλήθωρα και πετάγονταν προς τα έξω σαν να ήταν πρασινόφρυνος. Τα φρύδια του ήταν σαν του ασβού. Μαλλιά είχε τόσα όσα οι άρρωστες προβατίνες κι οι ψωριάρες κότες. Κι ίσως να μπορούσαν να σώσουν το σύνολο τ’ αυτιά, αλλά εκείνα ήταν υποτροφικά, σαν αυτιά σαύρας. Όλη του η εμφάνιση έβγαζε κάτι το ερπετοειδές.
Η δεύτερη σκέψη που έκαναν μόλις τον είδαν ήταν ότι μόλις είχαν δει τον πιο γοητευτικό άντρα. Ακόμα κι η Τενερίφη, που καμία έλξη δεν ένιωθε για τους άντρες, παραξενεύτηκε απ’ τη γοητεία του.
Ο Άβαρις ήταν γοητευτικός όσο ένας Δούρειος Ίππος.
Η γοητεία του δεν οφειλόταν στην ομορφιά του –που σίγουρα δεν υπήρχε. Ήταν ο τρόπος που περπατούσε, ο τρόπος που στεκόταν; Ήταν το χαμόγελο και το βλέμμα του; Ήταν τα ρούχα που του ταίριαζαν σαν ήταν δέρμα του; Ήταν όλα αυτά, αλλά και κάτι άλλο, κάτι που έμοιαζε να λάμπει από μέσα του, πραγματικά έβγαζε φως που τραβούσε το μάτι χωρίς να τυφλώνει.
Ήταν ο πιο γοητευτικός άσχημος άντρας που είχαν δει. Κι όταν μίλησε μαγνητίστηκαν περισσότερο. Η φωνή του ήταν τόσο απολαυστική. Μάλλον έτσι ακούνε οι σκύλοι τη φωνή του αφεντικού τους.
«Εσύ σκότωσες τη Μέγαιρα;» είπε με τη μελίρρυτη φωνή του.
«Εγώ…», κατάφερε να ψιθυρίσει ο Φοίβος, μασώντας τις υπόλοιπες λέξεις.
«Κι εσύ είσαι η γητεύτρα που το παίζει μάγισσα», είπε ο Άβαρις στην Τενερίφη.
«Μάγισσα είμαι», απάντησε εκείνη χαλαρά. Σχεδόν την είχε πείσει ότι δεν είναι, μόνο με μια λέξη. «Αλλά τώρα…»
«Αυτή όμως, αυτή!» την έκοψε ο Άβαρις κοιτώντας το πλησίνεκρο κορίτσι. «Αυτή είναι μεγάλη!»
Κι όλοι είχαν σταθεί να παρακολουθούν το μεγαλείο του Άβαρι, μέχρι που η Ζανζιβάρη έκανε μια μικρή σπασμωδική κίνηση. Κούνησε τις παλάμες της, σαν να ήταν σκύλος που ονειρεύεται ότι ψάχνει κάτι. Η Τενερίφη πρώτη συνήλθε απ’ τον μαγνητισμό του μάγου και συνέχισε το μουρμουρητό ξόρκι. Μετά επανήλθε κι ο Φοίβος, που δεν ήθελε να χάσει τη Ζήνα.
«Θέλουμε να τη σώσεις», είπε στον μάγο.
«Εντάξει.»
«Μπορείς να το κάνεις;»
«Μπορώ.»
Μιλούσε με τόση ηρεμία. Αλλά άφησε πάλι ένα κενό, που έπρεπε να συμπληρώσει ο Φοίβος.
«Θες κάτι για αντάλλαγμα;»
«Δεν θέλω τίποτα. Αλλά ο κόσμος έτσι λειτουργεί. Ανταλλαγή ενέργειας. Για να πάρεις πρέπει να δώσεις.»
«Πες μου», έκανε ο Φοίβος, που ήταν έτοιμος να δώσει τα πάντα για την Ζήνα.
«Θέλω να μου ορκιστείς κάτι», είπε ο Άβαρις.
«Δεν πιστεύω στους όρκους.»
«Καλύτερα. Οπότε μπορείς να ορκιστείς τα πάντα.»
«Μάλλον. Τι θες;»
«Θέλω να ορκιστείς ότι δεν θα σκοτώσεις τον πατέρα σου.»
Ο Φοίβος γέλασε σαν άκουσε τον όρκο.
Όταν ήταν παιδί τον μισούσε, τον μισούσε ολόψυχα. Τότε ήθελε να τον σκοτώσει, αυτό είναι σωστό, το είχε μαντέψει ο μάγος. Το έβλεπε συνέχεια στα όνειρα, να του κόβει το κεφάλι, να του κόβει τα αρχίδια. Ήταν εκείνος ο άνθρωπος που τον φώναζε φονιά. Ναι, σίγουρα ήθελε να τον σκοτώσει και ν’ αποδείξει ότι είναι φονιάς. Τότε.
Αλλά μετά απ’ όλα αυτά που είχε ζήσει το τελευταίο πράγμα που τον απασχολούσε ήταν ο πατέρας του. Ούτε που θυμόμουν ότι υπάρχει. Κατά κάποιον τρόπο ο Φοίβος είχε γίνει πατέρας του εαυτού του. Συχνά το σκεφτόταν αυτό. Ότι ήταν μια ιδιαιτερότητα, ξεχωριστός, πατέρας του εαυτού του και απόγονος, όπως έλεγαν για το πουλί της αθανασίας, τον Φοίνικα.
Μήπως αυτό έκρυβε ο όρκος; Ότι δεν έπρεπε ν’ αυτοκτονήσει; Γιατί να το κάνει; Ο μάγος μιλούσε με γρίφους.
«Εντάξει, το ορκίζομαι κι αν αθετήσω τον όρκο μου να έρθουν οι Ερινύες να μου χαλάσουν το δεκατιανό.»
«Τι ορκίζεσαι; Πρέπει να το πεις σωστά.»
Ο Φοίβος έπιασε χούφτωσε τ’ αρχίδια του, έτσι όπως ορκίζονταν οι Ρωμαίοι κι απήγγειλε:
«Δία πατέρα δοξαστέ, μεγάλε, όπου δεσπόζεις
από την Ιδην, κι Ηλιε, που ακούς και βλέπεις όλα
και ποταμοί, και γη, και σεις θεοί, που εκεί στον Άδη
καθ’ επιόρκου την ψυχήν ως πρέπει τιμωρείτε,
γίνεστε τώρα μάρτυρες και φύλακες των όρκων…
Τον πατέρα μου να μη σκοτώσω ορκίζομαι… Είμαστε εντάξει;»
Ο Άβαρις δεν απάντησε. Πήγε στο αυτοσχέδιο φορείο της Ζήνας. Ξεκίνησε να λέει μερικές μαγικές φράσεις, που έμοιαζαν να είναι μαγικές, γιατί ακούγονταν σαν ανάποδη γλώσσα. Μετά έβγαλε ένα εγχειρίδιο, που είχε στη λαβή το κηρύκειο του Ερμή, κι η λεπίδα του ήταν ασημένια. Ο Φοίβος πήγε να παρέμβει, αλλά τον κράτησε η Τενερίφη.
Ο Άβαρις είπε μερικά ερμητικά λόγια ακόμα κι ύστερα χάραξε την παλάμη του. Με το αίμα που έτρεχε πότισε τα χείλη της Ζήνας. Και μετά έκανε πίσω τρία βήματα, έδειξε με τα δάκτυλα του το σημείο της ίασης και είπε: «Αναγεννήσου.»
Δεν έγινε τίποτα απολύτως. Ο Φοίβος κοιτούσε μία τη μικρή και μία τον Άβαρι. Ο μάγος δεν φάνηκε ν’ αγχώνεται. Η Τενερίφη σταμάτησε το μουρμουρητό που κρατούσε την ψυχή της Ζήνας. Ο Λανθαρότε κούνησε την ουρά του για να διώξει μια μύγα.
Η Ζανζιβάρη εξέπνευσε καπνό και στάχτη, σαν να ήταν ηφαίστειο. Μ’ ένα νεύμα του Άβαρι όλα τα κατακάθια της πυρκαγιάς έσβησαν στο πουθενά. Η καμένη έκλαψε σαν να ‘τανε μωρό και πήρε μια ανάσα. Μετά δεύτερη και τρίτη. Το χρώμα της άρχισε να γίνεται φυσιολογικό. Μόνο τότε φάνηκε ότι ήταν γυμνή, τα ρούχα της είχαν καεί κι εκείνα. Ο Άβαρις άρπαξε το πέπλο του ερμαφρόδιτου και κάλυψε το κορίτσι. Κι ίσως μόνο τότε, έτσι όπως ήταν κρυμμένη και φανερή κάτω απ’ το αραχνοΰφαντο, μόνο τότε ο Φοίβος την είδε πρώτη φορά ερωτικά.
Η Ζανζιβάρη άνοιξε τα μάτια κι η Τενερίφη έπεσε πάνω της να τη φιλήσει, λέγοντας συνέχεια: «Κόρη μου, κόρη μου.» Μετά ένιωσε ότι την κοιτούσαν, της έδωσε ένα τελευταίο φιλί και στάθηκε ψυχρή σκουπίζοντας τα δάκρυα.
«Το έκανα», είπε ο μάγος στο Φοίβο. «Οπότε τώρα είσαι δεμένος με τον όρκο σου.»
«Ναι, αλλά σου είπα ότι δεν πιστεύω.»
«Δεν χρειάζεται να πιστεύεις.»
«Εντάξει. Σ’ ευχαριστώ για το καλό που έκανες. Δεν θα σκοτώσω τον πατέρα μου. Έτσι κι αλλιώς δεν σκόπευα να ξαναγυρίσω σπίτι.»
«Δεν είναι αυτός ο πατέρας σου», είπε ο Άβαρις.
Η Ζανζιβάρη πνίγηκε με το νερό που της έδωσαν για να βρέξει τα χείλη της. Η Τενερίφη τους παρατήρησε και παραξενεύτηκε πως δεν το είχε καταλάβει με την πρώτη ματιά. Ήταν το ίδιο άσχημοι.
~~~~
«Γνώρισα τη μάνα σου όταν ήμασταν μικροί», είπε ο μάγος.
«Πόσο μικροί;» έκανε ο Φοίβος, που δεν ήθελε να το πιστέψει, που ήθελε να το επιβεβαιώσει.
«Δεκατέσσερα ήταν, το πιο όμορφο κορίτσι. Έφυγα μόλις έμεινε έγκυος, δύο χρόνια μετά.»
Ο Φοίβος έκανε τους υπολογισμούς. Ήταν σωστό, αλλά δεν ήταν απόδειξη.
«Η Ήβη ήταν εγγονή μάγισσας. Μαζί μάθαμε τη Δωδεκάτευχο, το ύψιστο βιβλίο μαγείας.»
«Δεν υπάρχει αυτό το βιβλίο», είπε ο Φοίβος.
Η Τενερίφη έσκασε ένα ειρωνικό γέλιο, κοφτό σαν βήχα.
«Ήταν πολύ δυνατή μάγισσα», είπε ο Άβαρις. «Αλλά αποφάσισε να κρατήσει το παιδί, εσένα. Αυτό ξέρεις πού οδήγησε.»
«Εσύ τη σκότωσες;»
«Όχι, αυτό το έκανε μόνη της. Γιατί δεν ήθελε να σε γεννήσει με μαγεία. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν γλίτωσες, έγινες μάγος.»
«Δεν είμαι μάγος. Δεν κάνω μαγικά.»
«Ό,τι δεν καταλαβαίνουν είναι μαγεία. Εσύ το κάνεις διαφορετικά.»
Η Τενερίφη κι η Ζανζιβάρη παρακολουθούσαν να μιλάνε. Έτσι όπως στέκονταν απέναντι η ομοιότητα ήταν υπεράνω κάθε απόδειξης. Ο Φοίβος δεν ήταν τόσο άσχημος, έμοιαζε να είναι το βελτιωμένο αντίγραφο.
Το χειρότερο ήταν ότι πλέον δεν τους φαινόταν και τόσο κακός. Καθόλου κακός για την ακρίβεια. Ήταν συγγενής.
«Εσύ έριξες τους κεραυνούς και τη φωτιά;» τον ρώτησε η Τενερίφη.
«Έπρεπε.»
«Για να μας σταματήσεις;»
«Για να σας δοκιμάσω. Για να δω αν είστε άξιοι για την αποστολή σας.»
«Έχω μπερδευτεί», είπε η Ζήνα κι ακούμπησε πίσω.
Δεν αισθανόταν το θάνατο και τη φωτιά μέσα της πια. Το αντίθετο, ένιωθε πιο ζωντανή από ποτέ, πιο μαγική από ποτέ. Το αίμα του μάγου την είχε δυναμώσει. Ή μήπως ήταν ότι πέθανε κι αναστήθηκε; Όλοι ήξεραν ότι αυτό ήταν απαραίτητο κομμάτι της διαδρομής ενός μύστη, ενός μυσταγωγού. Πρέπει να βρεθεί στον Άδη και να γυρίσει. Η Ζήνα το είχε κάνει.
«Καταφέραμε και ήρθαμε», του είπε ο Φοίβος.
«Δεν είμαι εγώ η αποστολή σας, εγώ σας κάλεσα.»
«Ήρθαμε για να σε σκοτώσουμε, το ήξερες.»
«Το ξέρω. Αλλά ορκίστηκες να μην το κάνεις, όχι πως θα σε άφηνα. Μπορώ να βλέπω λίγο πιο κάτω από σας.»
Ο Άβαρις μέσω της νεκυομαντείας είχε μάθει πολλά για το μέλλον. Είχε δει το Ρωμαίο στρατηγό Μόμιο να παίρνει τον Ακροκόρινθο κι έτσι να κατακτά την Ελλάδα. Είχε δει τον Λέοντα Σγουρό να αυτοκτονεί έφιππος απ’ τα τείχη. Είχε δει τον Μωάμεθ τον Πορθητή να καταλαμβάνει τον Ακροκόρινθο ξανά. Είχε δει και παρακάτω, αυτό που θα ήταν το τέλος του κόσμου της μαγείας. Ήταν κοντά, γύρω στα δυο χιλιάδες χρόνια. Αυτό το διάστημα για την ανθρώπινη ζωή φαίνεται μεγάλο, αλλά για τον Κόσμο ήταν ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών.
«Το Αυγό της Ευρυνόμης κινδυνεύει, όπως το κατάλαβε η γητεύτρα.»
«Μάγισσα είμαι.»
«Αλλά δεν κινδυνεύει τώρα. Πέσατε έξω χίλια χρόνια.»
«Οπότε για μας νοιάζει;» έκανε ο Φοίβος. «Δεν μπορούμε να παρέμβουμε.»
«Ο γραμμικός χρόνος είναι ψευδαίσθηση», είπε ο Άβαρις. «Το τώρα και το μετά είναι τρύπες σε τυρί.»
«Τι πάει να πει αυτό.»
«Δεν θα καταλάβεις με το μυαλό σου, γιε μου.»
«Έλα, μη με λες έτσι.»
«Εντάξει, φίλε.»
«Έλα τώρα.»
Ο Άβαρις γέλασε και του γύρισε την πλάτη. Ο Φοίβος τον είχε συμπαθήσει ήδη. Και σίγουρα χαιρόταν που είχε για πατέρα τον Υπερβόρειο που κάποιοι τον αποκαλούσαν θεό, παρά εκείνον το δυσώδη σφαγέα. Ήταν γιος κάποιου σημαντικού άντρα και μιας μάγισσας. Ήταν ημίθεος –σχεδόν.
«Πρέπει να φύγετε απ’ τον καιρό μας», τους είπε ο Άβαρις που γύρισε κρατώντας έναν κρατήρα. Ήπιε και οι τρίχες πάνω απ’ τα χείλη του, αυτό το οιονεί μουστάκι έγινε άσπρο. Έπινε γάλα.
«Και πού να πάμε δηλαδή;»
«Στη Γιωταλία», είπε η Ζήνα πριν μιλήσει ο μάγος. «Στην κόρη της Φουέρτε. Είναι εκεί, στο μετά, και θα χρειαστεί τη βοήθεια μας.»
«Αυτή είναι το Αυγό της Ευρυνόμης, αυτή είναι η τελευταία μάγισσα», είπε ο Άβαρις.
Μαγεία δεν θα υπήρχε στον εικοστό αιώνα κι αυτό θα σήμαινε το τέλος της ανθρωπότητας. Γιατί η μαγεία συντηρεί τον κόσμο, ακόμα κι όταν μένει κρυφή, ακόμα κι ανείπωτη. Μία ανθρωπότητα χωρίς πίστη στο αδύνατο, χωρίς το υπερφυσικό, θα ήταν νεκρή προτού πεθάνει, θα ήταν στείρα, άγονη. Η πίστη στο αδύνατο είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να προχωράνε και ν’ αντέχουν.
«Δεν είσαι κακός», του είπε ο Φοίβος.
«Εντάξει, δε με λες και καλό. Ούτε και θέλω. Σύμφωνα με τη δική μου σκέψη είμαι τέλειος. Σύμφωνα με την επικρατούσα ηθική είμαι δολοπλόκος και δολοφόνος. Όμως την ηθική τη χρειαζόμαστε για να μην επικρατεί χάος, για τους μικρούς ανθρώπους. Για μας η ηθική δεν έχει σημασία.»
«Είναι σίγουρα πατέρας σου», φώναξε η Τενερίφη.
«Τα ίδια σκέφτεσαι κι εσύ, το ξέρω», είπε ο Άβαρις στο Φοίβο. «Οποιοσδήποτε άνθρωπος σκέφτεται καταλήγει στα ίδια. Η διαφορά απ’ τον οποιοσδήποτε είναι ότι εγώ κάνω ό,τι θέλω να κάνω, χωρίς να προσποιούμαι ότι είμαι ενάρετος. Είμαι ο πιο ελεύθερος άνθρωπος.»
Ο Φοίβος προσπάθησε να μην το δείξει, αλλά σίγουρα του άρεσε όλο και περισσότερο ο καινούριος πατέρας του. Ήταν αυτό που ήθελε να γίνει.
«Έχεις το πιο εντυπωσιακό μυαλό που έχω ξύσει», είπε στο μάγο η Ζήνα.
«Ευχαριστώ.»
«Δεν το λέω για καλό. Είναι γεμάτο βουνοκορφές και χαράδρες. Στα ζώα είναι πεδιάδες. Στους άλλους ανθρώπους υπάρχουν και λόφοι, κάποτε βουνά, θάλασσες. Εσένα είναι τρομακτικό. Πιο ψηλό απ’ τον Όλυμπο, πιο ερεβώδες απ’ τον Άδη. Πιο δυνατό κι απ’ τον Ωκεανό.»
«Και πάλι ευχαριστώ.»
«Αλλά είσαι δυστυχισμένος. Δυστυχισμένος και μόνος. Αξίζει;»
«Δεν είμαι επικούρειος. Αυτά τα λάθε βιώσας δεν μου πάνε.»
«Και πώς θα βρεις την ευδαιμονία;» τον ρώτησε ο Φοίβος.
«Η ευδαιμονία είναι για τις γριές στο χωριό που ταΐζουν τις κότες τους.»
«Τρελός είναι, δεν το βλέπετε;» πετάχτηκε η Τενερίφη γελώντας. «Αλλά είναι ισχυρός τρελός. Δεν νοιάζεται για τίποτα, κανένα συναίσθημα για τους άλλους, αποτυχημένος άνθρωπος.»
Το παράξενο είναι ότι ο Άβαρις δεν φάνηκε να θυμώνει με τα λόγια της Τενερίφης. Απλά περίμενε να τελειώσει, ξεφύσησε σαν να συμφωνούσε και τους είπε πώς θα πήγαιναν να βρουν τη Γιωταλία.
Τους μίλησε για την ώσμωση ανάμεσα στους κόσμους και στους χρόνους. Τους μίλησε για τα ιερά σημεία, όπου η διαχωριστική μεμβράνη λέπταινε τόσο που γινόταν σαν γάζα. Από ένα τέτοιο θα περνούσαν. Το καλύτερο για να τη συναντήσουν ήταν κοντά στο λιμάνι της Μασσαλίας. Εκεί υπήρχε ένας κύκλος από μενίρ, παλιότερος κι απ’ τον Αχιλλέα.
«Και γιατί δεν πας εσύ;» του είπε η Τενερίφη. «Που είσαι κι ο πιο ισχυρός.»
«Δεν μπορώ. Δεν προλαβαίνω.»
Δεν εξήγησε κάτι παραπάνω. Πλησίασε το Φοίβο και στάθηκε μπροστά του.
«Θα δεχόσουν να με αγκαλιάσεις ή φοβάσαι;» του είπε.
Ο Φοίβος το σκέφτηκε για λίγο. Δεν ήθελε να δείξει φόβο. Τον αγκάλιασε. Μύριζε σαν ξινισμένο κρασί.
Ο Άβαρις του μίλησε στο αυτί:
«Το να μην πιστεύεις είναι εύκολο, είναι δειλία. Να πιστεύεις και πηγαίνεις ενάντια στην πίστη σου, αυτό δείχνει άνθρωπο θαρραλέο, που μπορεί να καταφέρει τα πάντα.»
Του έβαλε κάτι στο χέρι. Ο Φοίβος δεν χρειάστηκε να δει. Ήταν το εγχειρίδιο με την ασημένια λεπίδα.
«Αν θες να είσαι ελεύθερος πρέπει να μην έχεις δεσμεύσεις. Οι γονείς κι οι όρκοι είναι δεσμά που δεν χρειάζεσαι. Μόνο έτσι θα πας παρακάτω. Κι εγώ αυτό έκανα.»
Τον φίλησε στο μάγουλο.
«Αντίο», του είπε.
«Πρόσεξε!»
Η φωνή της Ζήνας ακούστηκε την ίδια στιγμή με τον ήχο του βέλους.
Κι ήταν μια στιγμή μετά, αλλά όλοι το είδαν να συμβαίνει ταυτόχρονα, εκτός απ’ τον Άβαρι που το ήξερε από πριν. Ένα βέλος με κόκκινο φτερό χώθηκε στο λαιμό του μάγου, αφού γρατζούνισε το μάγουλο του Φοίβου.
~~~~~
Ο Αυτόλυκος με τους ληστές του είχαν φύγει τρέχοντας μετά την κατάσβεση της φωτιάς. Πήγαν να κάνουν το γύρο του Ακροκόρινθου και ν’ ανέβουν απ’ την απρόσιτη πλευρά. Ήξεραν από βουνά και δάση, σκαρφάλωσαν σαν αγριοκάτσικα τα βράχια, πέρασαν μέσα από ρεματιές, πήδηξαν πάνω από γκρεμούς.
Όσο χρόνο χρειάστηκαν οι άλλοι να πάνε απ’ το μονοπάτι στην Ακρόπολη, σέρνοντας και το φορείο, έκαναν εκείνοι απ’ την πίσω πλευρά. Εκεί δεν υπήρχαν Άλφα να φρουρούν, γιατί δεν ήταν αρκετά τρελός ν’ ανέβει τόσους γκρεμούς. Δεν είχε γίνει ποτέ ως τότε, ούτε θα ξαναγινόταν. Μόνο οι Κόκκινοι Ληστές το έκαναν.
Κατάφεραν ν’ ανέβουν ψηλά και να βρουν ένα καλό σημείο που έβλεπε μέσα, ένα παράθυρο με θέα. Ο Άβαρις, ο δολοφόνος μάγος, μιλούσε με τους συντρόγους του. Τους είδε να μην αντιδρούν, να συζητάνε σαν να ‘ναι φιλαράκια. Παραξενεύτηκε, αλλά θεώρησε ότι τους είχε κάνει μάγια. Δεν είχε άδικο. Ήταν μάγια χωρίς μαγεία, μόνο τέχνη κι ευφυΐα.
Ο Αυτόλυκος σημάδεψε. Ήταν δύσκολος στόχος. Ο μάγος είχε πιάσει τον Φοίβο αγκαλιά και τον είχε γυρισμένο προς το παράθυρο. Η απόσταση ήταν στα όρια της εμβέλειας.
«Δεν θα το καταφέρεις. Θα πετύχεις και τον μικρό», του είπε ένας ληστής.
«Αρκεί να πετύχω το μάγο. Εκάτη και Άρτεμη, στείλε το βέλος μου σωστά, να εκδικηθώ για όλους τους συντρόφους που έστειλε στον Άδη.»
Κράτησε την ανάσα του κι άφησε τη χορδή. Ήξεραν τι σήμαινε αυτό. Ο ήχος της χορδής του τόξου ήταν κάλεσμα για τους Άλφα. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα το άκουγε ούτε στα πενήντα μέτρα. Αλλά οι Άλφα ήταν σκυλιά του πολέμου. Ο Αυτόλυκος είχε μόνο μία ευκαιρία. Δύο το πολύ, πριν τους επιτεθούν.
Και πράγματι, δεν πρόλαβε να ρίξει δεύτερη φορά. Καθώς έβαζε τη γλυφή του βέλους στη χορδή, ένα δόρυ σφύριξε δίπλα του και χώθηκε στο στήθος του ληστή που του είχε μιλήσει λίγο πριν. Έπεσαν κάτω ν’ αποφύγουν τα υπόλοιπα πτερόεντα που έρχονταν από κάθε κατεύθυνση. Πριν να σηκωθούν είδαν τους Άλφα να πλησιάζουν σιωπηλά σαν το θάνατο στον ύπνο. Έτσι επιτίθενται τ’ αρπακτικά: Αθόρυβα.
Οι έξι ληστές πολέμησαν και σκότωσαν τρεις Άλφα προτού πεθάνουν. Αυτή ήταν ηρωική προσπάθεια. Ο Αυτόλυκος πληγώθηκε, αλλά δεν του έκοψαν το κεφάλι. Θα τον πήγαιναν στον Άβαρι, τους είχε μιλήσει για έναν λύκο που τον ήθελε ζωντανό. Κι εκείνος δεν αντιστάθηκε. Του αρκούσε που είχε πετύχει το μάγο.
~~~~~~
Το βέλος του Αυτόλυκου είχε πετύχει την καρωτίδα. Ο πατέρας αιμορραγούσε πάνω στο γιο και του είπε:
«Δεν θέλω να πεθάνω από χτύπημα ξένου. Αυτό δεν είναι σωστό για την ψυχή, δεν θα μ’ αφήσουν ν’ αναπαυτώ οι νεκυοδαίμονες.»
«Τι θες;»
«Δως μου τη χαριστική βολή. Χτύπα και σώσε με. Μόνο εσύ μπορείς.»
Το αίμα του πατέρα τον είχε βάψει. Έπιασε καλύτερα το στιλέτο και του το έχωσε στην καρδιά. Ο Άβαρις πέθανε ακαριαία απ’ το χέρι του γιου του. Ήθελε να συμβεί όλο αυτό, είχε διαλέξει τη ζωή του και το θάνατο του.
Ο Φοίβος κράτησε για λίγο το νεκρό σώμα που έγινε πιο βαρύ σαν το εγκατέλειψε η ψυχή. Σκεφτόταν ότι είχε καταφέρει τα πάντα. Είχε σκοτώσει τη Μέγαιρα και τον Άβαρι, τους πιο ισχυρούς. Όμως είχε διαπράξει διπλή ύβρη: Ήταν αρνησίορκος και πατροκτόνος. Δεν ήταν πεπρωμένο, δεν ήταν τυχαίο, ο Άβαρις είχε στήσει την παρτίδα.
Ήθελε να τον σκοτώσει ο γιος του. Γιατί; Για να λυτρωθεί όπως είπε, ή για ν’ αναγκάσει το γιο του να γίνει σαν κι εκείνον;
Δεν πρόλαβε να σκεφτεί περισσότερα. Άνοιξαν οι πόρτες και οι Άλφα γλίστρησαν μέσα σαν ύαινες στη νύχτα. Κουβαλούσαν κι έναν λύκο. Τον πέταξαν στο πάτωμα σαν είδαν το νεκρό μάγο.
Οι Άλφα θα μπορούσαν να σκοτώσουν τους επισκέπτες σ’ ένα δευτερόλεπτο. Αλλά ήταν μισθοφόροι, δεν πίστευαν σε τίποτα. Με τον Άβαρι νεκρό σήμαινε πως κανείς δεν θα τους πλήρωνε για οτιδήποτε παραπάνω. Έπρεπε να τα πάρουν μόνοι τους.
Έφυγαν τρέχοντας για το υπόγειο, όπου υπήρχε το θησαυροφυλάκιο.
«Τα κατάφερες», είπε η Ζήνα στον Αυτόλυκο.
«Κι εσύ», της είπε κι αγκαλιάστηκαν. «Μόνο εμένα αφήσανε.»
«Ε, μάλλον το σχεδίασε ο κωλομάγος για να ‘ρθεις μαζί μας», είπε η Τενερίφη.
Απ’ το υπόγειο ακούγονταν κατάρες και βλαστήμιες, που τις κάλυπτε μόνο η κλαγγή των σπαθιών. Οι Άλφα δεν ήθελαν να μοιραστούν το χρυσό.
Ο Φοίβος άφησε τον πατέρα του σ’ ένα ανάκλιντρο και του έκλεισε τα μάτια. Μετά πήγε στο παράθυρο και κοιτούσε τον ουρανό. Τον πλησίασε η Τενερίφη.
«Δύσκολο να είσαι γιος του θεού, έτσι;»
«Ειδικά αν τον σκότωσες.»
«Ευθανασία ήταν, τον λύτρωσες απ’ την κακία του.»
«Νιώθω παράξενα.»
«Αυτό είναι μια βελτίωση ξέρεις.»
«Ποιο;»
«Τόσο καιρό μόνο σκεφτόσουν. Καιρός να νιώσεις.»
Ταρακουνήθηκε όλο το κάστρο σαν να ‘γινε σεισμός, την ίδια στιγμή που ακούστηκε έκρηξη απ’ το υπόγειο. Ο Άβαρις είχε στήσει μαγικούς μηχανισμούς που προστατεύανε το θησαυρό. Οι Άλφα που ήταν μέσα έγιναν κιμάς.
Ο Λανθαρότε πρώτος, μετά οι υπόλοιποι βγήκαν απ’ το κάστρο και κατηφόρισαν, προτού καταρρεύσει. Εκείνο άντεξε. Κι άλλοι αρουραίοι το εγκατέλειπαν, οι υπηρέτες, οι πόρνες κι οι πόρνοι, οι Άλφα που ‘χαν γλιτώσει.
«Κοίτα να δεις», είπε η Τενερίφη όταν στράφηκε να δει το σύννεφο της σκόνης που τύλιγε το κάστρο πίσω τους.
«Τι πράγμα;»
«Τα καταφέραμε. Νικήσαμε.»
Κι είχε δίκιο. Είχαν χάσει συντρόφους, αλλά έτσι είναι ο πόλεμος. Είχαν καταφέρει να εξοντώσουν τον πιο ισχυρό άντρα της Αχαϊκής Συμπολιτείας –και κάμποσους Άλφα.
«Δεν νομίζω ότι ήταν δικό μας έργο», είπε ο Φοίβος.
Η Τενερίφη γέλασε τρανταχτά, έτσι όπως έκανε όταν έπινε περισσότερο κρασί απ’ όσο άντεχε.
«Αγαπητέ μπάσταρδε, μην περιμένεις να κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή για τον Άβαρι, κι ας ήταν ο πατέρας σου. Ήταν κάθαρμα και του άξιζε να πεθάνει άλλες χίλιες φορές. Ναι, έτσι είναι κι αν σου αρέσει. Πάμε, Λανθαρότε.»
Τράβηξε το μουλάρι προς τα κάτω, ενώ σφύριζε έναν σκοπό της τάβλας. Σκόπευε να σταματήσει στο πρώτο καπηλειό της Σικυώνας και να μεθύσει μέχρι που να πέσει αναίσθητη. Ο Αυτόλυκος με τη Ζήνα ακολούθησαν, χωρίς να τραγουδάνε.
Ο Φοίβος έμεινε λίγο ακόμα, να κοιτάζει το σύννεφο της σκόνης. Κατάλαβε ότι ήταν μόνο σκόνη κι έφυγε για να φτάσει τους άλλους.
~~~~~~~
21
Τους πήρε αρκετό καιρό να γυρίσουν πίσω στη Φεά, δεν βιάζονταν. Πήγε μαζί τους στην πόλη κι ο Αυτόλυκος, κουκουλωμένος για να μην τον δουν.
Η Φουέρτε χάρηκε που τους είδε, ειδικά τον Φοίβο, παρότι της φάνηκε κάπως απόμακρος. Όταν της είπαν ότι θα πήγαιναν να βρουν την κόρη της δεν ξαφνιάστηκε. Το είχε δει σε ένα όνειρο –μαζί με κάτι δυσάρεστο που δεν ήθελε να τους πει.
Εκείνη δεν μπορούσε να πάει μαζί τους. Οι πύλες λειτουργούν μια φορά προς κάθε κατεύθυνση. Μπορείς να πας, μπορείς και να γυρίσεις. Ούτε ο Υπερβόρειος δεν μπορούσε να ξαναπεράσει. Δεν ήταν τυχαία η φράση του σκοτεινού Ηράκλειτου, ότι δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι. Κάποιοι νόμιζαν ότι εννοούσε το χρόνο. Εκείνος εννοούσε τις ρωγμές στο χρόνο.
«Εγώ πήγα και γύρισα», είπε η Φουέρτε στο συμπόσιο. «Τώρα ο κόσμος μου κι ο χρόνος μου είναι αυτός.»
Κοίταξε το Φοίβο, ελπίζοντας ν’ ακούσει από εκείνον μια πρόταση: «Θα μείνω μαζί σου.»
Ας της το έλεγε, ας της το έλεγε στα ψέματα, κι εκείνη θα του απαντούσε ότι δεν γινόταν. Δεν της έκανε καν αυτή τη χάρη. Ήταν γυρισμένος προς τα κάγκελα του παράθυρου, σαν να τον είχαν φυλακίσει. Ήθελε να φύγει.
Η Φουερτεβεντούρα γέλασε επιτηδευμένα και ζήτησε απ’ τον οινοχόο λιγότερο νερό στο κρασί. Ήπιε κι έδωσε τον κρατήρα στον αγαπημένο της. Του ψιθύρισε στ’ αυτί.
«Αυτή είναι η τελευταία μας νύχτα. Θα κάνουμε όλα όσα έχουμε κάνει κι άλλα τόσα που δεν ξέρεις. Μην τη χαραμίσεις.»
«Θα φύγω», της είπε εκείνος.
«Έχεις φύγει ήδη.»
Του έσφιξε το χέρι. Εκείνος ανατρίχιασε σαν να ‘χε πέσει στα νερά του Αχέροντα. Κατάλαβε τι του έλεγε. Η τελευταία νύχτα. Σηκώθηκαν και βγήκαν απ’ την αίθουσα χωρίς να χαιρετήσουν κανένα.
~~
Η Ζήνα είχε μείνει να παίζει μ’ έναν πεσσό.
«Φοβάσαι;» τη ρώτησε ο Αυτόλυκος.
«Καθόλου. Γύρισα απ’ το θάνατο, θυμάσαι;»
«Πώς είναι;»
Η Ζήνα γέλασε. Δεν θα του έλεγε ποτέ. Πρέπει να πεθάνεις για να μάθεις πώς είναι. Αυτή σκεφτόταν πιο παράξενα πράγματα. Πώς θα ήταν, τι θα συνέβαινε, αν έμπαινε μέσα στο «μυαλό» της θάλασσας, της Γαίας, του ήλιου. Ένιωθε ότι μπορούσε να το κάνει, ειδικά μετά τη μετάγγιση του Άβαρι. Είχε γίνει πολύ πιο δυνατή, είχε γίνει μάγισσα αληθινή.
«Αναρωτιέμαι ποια είναι αυτή η μικρή που πάμε να σώσουμε», είπε η Τενερίφη που είχε μεθύσει πάλι, κάτι που συνήθιζε να κάνει κάθε μέρα από τότε που άφησαν πίσω τους τη σκόνη του Ακροκόρινθου. «Αν είναι σαν τη μητέρα της, τότε… Σωθήκαμε.»
«Γιατί πρέπει να πάμε;» είπε ο Αυτόλυκος.
Η Τενερίφη πήγε παραπατώντας κοντά του και του χάιδεψε το κεφάλι σαν να ‘τανε κουτάβι. Το σιχαινόταν αυτό.
«Έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις εδώ; Προτιμάς να γυρίσεις στους κλούβιους βάλτους;»
«Κόκκινους.»
«Ναι, κόκκινους και κλούβιους. Προτιμάς να πας μόνος σου εκεί; Ή να πάμε όλοι μαζί να δούμε τι γίνεται μετά. Αν και νομίζω ότι θα ‘ναι τα ίδια σκατά. Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι.»
«Ναι, πάμε κι όπου βγει», είπε ο Αυτόλυκος.
Η Ζανζιβάρη παρατηρούσε στο χάρτη τη διαδρομή που έπρεπε να κάνουν. Θα πήγαιναν με καράβι στη Μασσαλία, δεν συνέφερε να πάνε οδικώς. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ληστές. Και οι θάλασσες πειρατές, αλλά εκεί είχαν μια ελπίδα να τους αποφύγουν.
Άκουσε τη δασκάλα της να κλαίει. Δεν πήγε να την παρηγορήσει. Ήξερε ποιο ήταν το πρόβλημα της Τενερίφης. Δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους το Λανθαρότε. Τα μουλάρια δεν περνάνε απ’ τις πύλες.
«Θα ξαναγυρίσω, στο λέω, θα ξαναγυρίσω μόνο για σένα, Ροτούλη μου», έλεγε η Τενερίφη.
Το κλάμα της έφερε δάκρυα στα μάτια του Αυτόλυκου. Θυμήθηκε όλους τους συντρόφους του. Τους τελευταίους δεν είχε καταφέρει ούτε να τους θάψει, έμειναν να τους τρώνε τα όρνια.
Η Ζήνα σκέφτηκε τους γονείς της, τ’ αδέλφια της. Τόσο καιρό τους είχε ξεχάσει. Δεν θυμόταν καλά καλά τα ονόματα των αδελφών της. Την έπιασε κι εκείνη το κλάμα.
Είχε φτάσει η στιγμή ν’ αφήσουν πίσω τον κόσμο που ήξεραν. Κι αυτό δεν είναι κάτι που κάνεις εύκολα. Δεν ήταν ξενιτιά, ήταν κάτι χειρότερο.
Ο Κάβουρας, ο οινοχόος της Φουέρτε, ζήτησε απ’ το δόκιμο οινοχόο να του φέρει άκρατο οίνο, τον πιο δυνατό που είχαν.
«Μα δεν θα μεθύσουν έτσι;» είπε ο νεαρός.
«Τώρα θέλουμε να πέσουν ξεροί», είπε ο οινοχόος. «Να πιουν και να κλάψουν όσο μπορούν, μέχρι που να στεγνώσουν. Και μετά να χαθούν στη λήθη του ύπνου χωρίς όνειρα. Όταν φεύγεις είναι σαν να πεθαίνεις.»
Και τους γέμισε τον κρατήρα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ