78.
Ο Καρόγλου δεν θα πήγαινε μαζί τους, το ήξεραν πριν να το πει. Δεν τον ένοιαζε η Γκιορσαλί, δεν τον ένοιαζε το τέλος του κόσμου, ήθελε μόνο να βρει τον αγαπημένο του, που είχε επιστρέψει απ’ τους νεκρούς. Πήγε ως το λιμάνι για να τους αποχαιρετήσει. Τους αγκάλιασε έναν-έναν, έπειτα έκανε δυο βήματα πίσω. Δεν είχε δακρύσει, όσο κι αν το προσπάθησε. Ήταν αδύνατο να συμμαζέψει τη χαρά του.
Ζήτησε συγνώμη για όλα. Είπαν λίγα λόγια ακόμα, έδωσαν υπόσχεση να ξαναβρεθούν, αν και ήξεραν ότι δε θα συναντιόταν ποτέ ξανά. Ο καπετάνιος έφερε τα πράγματα του. Ο Καρόγλου τους έδωσε την τελευταία επιταγή, κράτησε για τον εαυτό του μόνο για τα ναύλα της επιστροφής.
Τους βοήθησε να λύσουν τους κάβους κι έμεινε εκεί να τους παρακολουθεί ν’ απομακρύνονται. Ένας άνθρωπος που μπήκε στη ζωή τους απ’ το πουθενά, σαν κομήτης, τα έκανε όλα άνω κάτω και πλέον έφευγε απ’ το ηλιακό τους σύστημα, να χαθεί στην απεραντοσύνη του κόσμου.
~~
Έφτασαν νωρίς το απόγευμα στο Κατάκολο. Ο αγγελιοφόρος του Καρπόφ τους περίμενε να δέσουν. Ήταν ένας ψηλόλιγνος νεαρός, που μάλλον δεν ήξερε καν για τι πράγμα μιλούσε, με ποιους μιλούσε. Τον κατάλαβαν γιατί ήταν παράταιρος στο λιμάνι. Ανάμεσα στους ναυτικούς και στ’ αποβράσματα, ένας νέος με πανεπιστημιακή μόρφωση και κουστούμι.
«Πού πρέπει να πάμε;» τον ρώτησε ο Θάνος, μετά τις συστάσεις.
«Επικούριος Απόλλωνας. Ο ναός στις Βάσσες. Αυτό μου είπαν να σας πω. Σας χαιρετώ.»
Η Τενερίφη κουνούσε το κεφάλι της.
«Εκεί έπρεπε να είναι;»
«Το ξέρεις το μέρος;» της είπε ο Θάνος.
«Εσείς δεν το ξέρετε;»
Πήγαν να βρουν ένα καταγώγιο να μιλήσουν. Η Γιωταλία φορούσε καπέλο για να κρύβει τα μαλλιά της. Κάποιος μπορεί να την αναγνώριζε εκεί, αφού σίγουρα ήταν καταζητούμενη για το χαμό στον Καμένο Μονόκερο.
Έκατσαν, παρήγγειλαν κρασί και φαγητό. Έπειτα από τόσα εδέσματα που είχαν δοκιμάσει, απ’ τους σεφ του Όριεντ Εξπρές, τα φαγητά της ταβέρνας τους φάνηκαν σαν λάσπη και το κρασί σαν κατακάθια. Κι όμως, όσο περίεργο και ν’ ακούγεται, τους άρεσαν κι ένιωσαν οικεία, πιο ζεστά απ’ όσο με τις μπεσαμέλ των Γάλλων και τα λάχανα των Ιρλανδών. Αυτή η κουζίνα, αυτές οι γεύσεις, ήταν κομμάτι της πατρίδας, όσο βρώμικα και να ‘ταν, ήταν νόστιμα, σαν το νόστιμον ήμαρ.
Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα ήταν ο πιο διαβόητος ναός της αρχαιότητας. Είχε χτιστεί στα ερείπια ενός παλιότερου πελασγικού ναού, που ήταν αφιερωμένος σε κάποιον Ανείπωτο θεό, σκοτεινό και παλιότερο απ’ τον Δία κι όλους τους άλλους, παλιότερο κι απ’ τον κόσμο.
Ήταν το επίκεντρο της μαγείας στα προϊστορικά χρόνια, πολύ πριν κατέβουν οι φυλές απ’ το Βορρά. Οι πέτρες του ήταν βαμμένες κόκκινες απ’ το αίμα των θυμάτων. Εκατόμβες παιδιών είχαν θυσιαστεί στον παλιό θεό.
Μέχρι που οι Δωριείς βρέθηκαν εκεί, πήραν το μέρος και γκρέμισαν συθέμελα τον ναό. Στη θέση του θεού λατρεύτηκε ένας ήρωας, ο Ηρακλής.
Η καταστροφή του ναού έφερε κατάρα. Απ’ τα ερείπια έβγαιναν νεκυοδαίμονες κάθε πανσέληνο και σάρωναν την ύπαιθρο τριγύρω. Μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, τα χωριά ερήμωσαν. Στην αρχή αντιστάθηκαν οι ντόπιοι, αλλά πώς να πολεμήσεις κάποιον νεκρό; Όσοι σώθηκαν έφυγαν μακριά. Όμως κι η κατάρα εξαπλωνόταν αργά και σταθερά, σε ομόκεντρους κύκλους, με κέντρο τον ναό. Μερικές χρονιές δεν εμφανίζονταν καθόλου οι δαίμονες. Ακούγονταν ιστορίες για ήρωες και για μάγισσες που τους είχαν σταματήσει, που είχαν κλείσει προσωρινά το πηγάδι των ψυχών. Προσωρινά, γιατί μετά από δέκα – είκοσι χρόνια εμφανίζονταν και πάλι.
Κάποια στιγμή η κατάρα έφτασε ως τα μέρη όπου γίνονταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Υπήρχε μια καταγραφή όπου οι δαίμονες όρμησαν μέρα στο στάδιο και στις κερκίδες και σφάγιασαν τους πάντες, θεατές κι αγωνιστές, εκτός απ’ τον Όρσιππο, έναν διάσημο δρομέα της αρχαιότητας που κατάφερε να φύγει τρέχοντας. Ο Όρσιππος έγινε Ολυμπιονίκης στους επόμενους αγώνες.
Οι άρχοντες κατάλαβαν ότι έπρεπε να εξευμενίσουν τον παλιό θεό, πριν η μάστιγα εξαπλωθεί σ’ όλη την Πελοπόννησο. Έτσι έχτισαν έναν καινούριο ναό, στα ερείπια του πρώτου, κρατώντας τον ίδιο προσανατολισμό, βορρά-νότου, σε αντίθεση με τους ναούς του Δωδεκάθεου, που είχαν προσανατολισμό ανατολής-δύσης. Μέσα στο ναό, έβαλαν στο άδυτο ένα ξόανο, ένα ξύλινο λατρευτικό άγαλμα άτεχνο, του Βασσίτα Απόλλωνα.
Ο κόσμος ησύχασε για πολλά χρόνια, ξέχασαν τις επιδρομές. Η αλήθεια είναι η περιοχή εκεί κοντά δεν κατοικήθηκε πάλι, γιατί υπήρχαν μαρτυρίες για σποραδικές επιθέσεις από σκοτεινά πλάσματα.
Διακόσια πενήντα χρόνια μετά ο ναός κατέρρευσε από έναν σεισμό, που δεν ήταν σπάνιοι, κι οι νεκυοδαίμονες άρχισαν πάλι να βγαίνουν σωρηδόν. Τότε ήταν που εκλήθη ο Ικτίνος. Ο αρχιτέκτονας του Παρθενώνα ήταν μύστης ανώτατου βαθμού. Είχε μάθει τις τελετουργίες μαγείας κι αρχιτεκτονικής στην Αίγυπτο. Δεν είναι τυχαίο ότι εκείνος έχτισε το Τελεστήριο της Ελευσίνας, όπου πραγματοποιούνταν τα Ελευσίνεια μυστήρια.
Το 438 π.Χ. οι ιερείς των Δελφών τον έστειλαν στις Βάσσες. Οι νεκυοδαίμονες είχαν φτάσει κοντά στην Ολυμπία και πάλι. Οι Φριγαλείς αναφέρονταν σ’ εκείνους ως επιδημία πανούκλας, αφού το αίμα των θυμάτων σάπιζε, όπως στη σηψαιμική πανώλη.
Ο Ικτίνος ανέλαβε να χτίσει μια παγίδα. Έναν ναό μαγευτικό και τόσο σπουδαίο, που μπορούσε να μετακινείται ελάχιστα στη βάση του, ώστε ν’ ακολουθεί το ηλιοστάσιο. Ο ναός δεν είχε λατρευτικό άγαλμα, ούτε ξόανο. Υπήρχε μόνο ένας κορινθιακός κίονας, ο πρώτος που δημιουργήθηκε και πρότυπο για όλους τους άλλους. Αυτός ο κίονας στεκόταν μόνος του στη μέση του ναού, μπροστά ακριβώς απ’ το άδυτο. Είχε μαγική δύναμη, ήταν ένας ομφαλός. Οι νεκυοδαίμονες κι ο Ανείπωτος θεός, ο παλιός των ημερών, παγιδεύτηκε εκεί εσαεί, να γυρνάνε γύρω απ’ τον οφθαλμό, σαν μια περιστρεφόμενη πόρτα χωρίς έξοδο στον δικό μας κόσμο.
«Μόνο με μαγική παρέμβαση μπορεί ν’ ανοίξει πάλι το πηγάδι», είπε η Τενερίφη. «Απ’ τη δική μας πλευρά.»
«Μια θυσία.»
«Μια θυσία παιδιού, μια θυσία μάγισσας.»
«Οπότε αυτό που έλεγες ήταν σωστό. Κινδυνεύει όλος ο κόσμος.»
«Κινδυνεύει, γιατί πλέον δεν υπάρχει Ικτίνος να τον φυλακίσει. Τα θωρηκτά σας και τα κανόνια σας δεν μπορούν να τους κάνουν κάτι. Χωρίς μαγεία ο κόσμος θα καταστραφεί από νεκυοδαίμονες.»
Ο Θάνος είχε χάσει κάθε ερωτική διάθεση πλέον. Ούτε που κοίταζε τη Γιωταλία. Κάπνιζε, έπινε κι έψαχνε λύση. Μια τσιγγάνα τον πλησίασε και τον ρώτησε αν ήθελε να του πει τη μοίρα του. Την έδιωξε, κάπως άγρια.
«Πες μου εμένα», έκανε η Γιωταλία.
Η μάντισσα πλησίασε παρατηρώντας την κοπέλα. Πριν καν πιάσει το χέρι της άρχισε τις συνηθισμένες γενικότητες.
«Εσύ ‘σαι όμορφη, και να προσέχεις την ομορφιά σου. Τα μάτια σου είναι ωραία κι έχεις βρει και τον άντρα σου. Καλός είναι, αλλά τσιγκούνης.» Μετά κοίταξε την παλάμη της. «Το παιδί σου είναι άρρωστο. Να της κόψεις τα μαλλιά και θα γίνει καλά. Ασήμωσε!»
Η Γιωταλία της έδωσε το νόμισμα γελώντας.
«Δεν πέτυχε και πολλά», είπε ο Θάνος.
«Κράτα αυτό που σου λένε οι μάντισσες», έκανε η Τενερίφη. «Μπορεί να μη γίνει σήμερα, αύριο, κάποια στιγμή θα γίνει.»
Μίλησαν μ’ έναν ντόπιο. Ο καλύτερος τρόπος, ο πιο γρήγορος να πάνε στο ναό του Επικούριου ήταν να φτάσουν στο παραθαλάσσιο χωριό Ελαία, κι από ‘κει ν’ ακολουθήσουν το μικρό δρόμο που πηγαίνει δίπλα στον ποταμό Νέδα. Ήταν είκοσι χιλιόμετρα όλα κι όλα, αλλά πολλή ανηφόρα.
«Θα φύγουμε σε μισή ώρα», είπε η Γιωταλία. «Ετοιμαστείτε. Έχω να συναντήσω κάποιον.»
~~~
Πήγε στο ενεχυροδανειστήριο του Νετασκέτα. Αισθανόταν σαν να είχαν περάσει χρόνια απ’ την τελευταία φορά που βρέθηκε εκεί. Η μυρωδιά, το φως, η αίσθηση του χώρου, όλα ήταν ίδια, αλλά εκείνη τα ένιωθε διαφορετικά. Είναι όπως ένας κήπος, όπου παίζει όταν είσαι παιδί, και τον θυμάσαι αχανή με δέντρα γιγάντια. Αν πας ενήλικας καταλαβαίνεις πόσο μικρός ήταν. Έτσι ένιωθε η Γιωταλία για τα πάντα εκεί. Είχε δει τόσα μέρη που το Κατάκολο της έμοιαζε με την κωλοτρυπίδα του κόσμου.
Ο Νετασκέτας καθόταν στην ίδια θέση όπου τον είχε πρωτοδεί. Το ίδιο χρονικό διάστημα για εκείνον ήταν εντελώς διαφορετικό, σαν να ‘χαν περάσει μερικές μέρες, γιατί δεν είχε κάνει τίποτα διαφορετικό, δεν είχε αλλάξει καθόλου τη ρουτίνα του.
Άργησε λιγάκι να την καταλάβει, τα μαλλιά της ήταν κρυμμένα.
«Τι θες;» ρώτησε απότομα, πιστεύοντας ότι είχε μια νεαρή πελάτισσα που είχε φέρει κάτι ασήμαντο να πουλήσει. Μια ασημένια καρφίτσα της γιαγιάς της, που θα είχε συναισθηματική αξία εκατονταπλάσια της πραγματικής.
«Εσένα», του είπε η Γιωταλία.
Πιάστηκε απ’ τη φωνή κι αναγνώρισε το πρόσωπο της. Ξαφνιάστηκε. Μάλλον δεν περίμενε να την ξαναδεί, μ’ εκείνους τους δύο που είχε στείλει στο κατόπι της. Έσπρωξε τις ρόδες να πάει πιο κοντά.
«Μεγάλωσες. Ομόρφυνες. Κι άλλο.» Κόμπιασε. «Συγνώμη που τους είπα που πήγαινες, αλλά…»
«Δεν ήρθα γι’ αυτό.»
«Τι ψάχνεις τότε;»
«Να μάθω για τον καπετάνιο, τον Γεζουέ. Τι σου είπε;»
Δεν το σκέφτηκε καθόλου, της τα είπε όλα. Τον ήξερε από παλιότερα, όταν κυνηγούσαν μαζί Τούρκους, πειρατές κι οτιδήποτε παράξενο υπήρχε. Τα τέρατα, τις μάγισσες, τους μικτούς γάμους, τους ομοφυλόφιλους. Ήταν Άλφα κι οι δύο, ο Γεζουές πολύ υψηλόβαθμος, Ιππότης του Χαλκού Ορφέως, ο Νετασκέτας είχε προοπτικές. Μέχρι εκείνη τη ναυμαχία όπου έχασε τα πόδια του και τις προοπτικές του. Από τότε δεν τον είχε ξαναδεί.
«Εμφανίστηκε ξανά το 1900. Δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά νομίζω καλοκαίρι. Ήρθε εδώ.»
«Πώς σου φάνηκε; Γερασμένος;»
«Είχε μούσια και μαλλιά, σαν παπάς ήταν. Και, ναι, είχε γκριζάρει για τα καλά. Πρόωρα γέρασε αυτός, έτσι σκέφτηκα.»
«Με είχε μαζί του;»
«Ναι, πού το ξέρεις; Χωρίς άσπρα μαλλιά. Μικρό κοριτσάκι ήσουν.»
Του είχε πει πως ήταν η κόρη του, και πως είχε σκοτώσει τη μητέρα της, γιατί ήταν μάγισσα. Ο Νετασκέτας βαριαστέναξε. Έψαξε τον καπνό του, έβαλε να πιει λίγο ρούμι. Ξεκίνησε να λέει μια δική του ιστορία, εξίσου πονεμένη, όπου είχε βάλει το καθήκον πάνω απ’ τον έρωτα κι εκείνος. Η Γιωταλία δεν είχε χρόνο για να είναι ευγενική. Τον επανέφερε στο θέμα τους.
«Τι άλλο σου ‘χε πει;»
«Ότι θα ερχόσουν να με βρεις σαν μεγάλωνες.»
«Πώς θα με αναγνώριζες;»
«Ένα κορίτσι με άσπρα μαλλιά. Έφηβη, πολύ όμορφη. Η αλήθεια είναι ότι δεν πίστεψα τίποτα. Κι είχα ξεχάσει τα λόγια του μέχρι που…»
Έδειξε τη Γιωταλία.
«Σου είχε δώσει κάποιες οδηγίες;»
«Μου είπε να σε προσέξω, να σε βοηθήσω. Α, ναι! Και να σε στείλω στο καράβι του κάπτεν Μπαντ.»
«Εσύ δεν μ’ έστειλες αμέσως. Περίμενες πρώτα να γίνει ο χαμός στο Μονόκερο.»
«Πού να ‘ξερα τι θα γινόταν; Ήμουν μόνος μου, όπως είμαι πάντα. Έρχεται ένα ωραίο κορίτσι, δεν γίνεται να μην το κεράσω ένα ποτό.» Πάλι ο ίδιος αναστεναγμός. «Ο σκύλος σου πού είναι; Είχες ένα σκύλο.»
«Πέθανε. Σου είπε πού θα πήγαινε;»
«Στο Φάρο. Ν’ αφήσει το κοριτσάκι. Εσένα δηλαδή.»
«Κάτι άλλο;»
«Πάνε και δεκατρία χρόνια ξέρεις… Νομίζω ότι είπε και κάτι ακόμα. Θα πήγαινε να βρει τον εαυτό του. Ναι, κάτι τέτοιο χαζό.»
Αυτή η τελευταία φράση βοήθησε τη Γιωταλία να ολοκληρώσει το σχήμα. Ο Νετασκέτας νόμιζε ότι είχε μιλήσει μεταφορικά. Όμως ο Γεζουές κυριολεκτούσε.
Τον χαιρέτισε χωρίς ιδιαίτερη συγκίνηση και δεν του είπε πού θα πήγαιναν.
~~~~
Το ταξίδι απ’ το Κατάκολο στην Ελαία ήταν δυο ώρες. Δεν υπήρχε χρόνος για έρωτες ή για ύπνο. Ούτε καν προσπαθούσαν να οργανώσουν σχέδιο. Είχε φανεί ότι τα σχέδια δεν λειτουργούσαν σε τόσο ακραίες καταστάσεις. Ούτε καν στην Πάτρα, όταν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν έναν άνθρωπο, ένα γνωστό εχθρό. Τι θα έβρισκαν στο ναό του Επικούριου; Πήγαιναν ν’ αντιμετωπίσουν το άγνωστο.
«Αισθάνομαι ότι είναι μάταιο», είπε κάποια στιγμή ο Θάνος.
«Μπορείς να φύγεις», του είπε η Γιωταλία.
Ένιωθε τεντωμένη σαν μεμβράνη από τύμπανο. Κάθε λέξη τη βαρούσε στο στομάχι.
«Το ξέρεις ότι δεν μπορώ. Θα μείνω μαζί σου ως το τέλος.»
Δεν του ζήτησε συγνώμη, μόνο τον κοίταξε στα μάτια και του έσφιξε το χέρι.
«Είναι ωραίο», του είπε, «που είμαστε μαζί. Κι όπως πάει.»
«Είμαι κι εγώ εδώ ξέρετε. Και δεν μ’ αρέσει καθόλου το ηθικό σας», τους είπε η Τενερίφη.
Είχε πάρει μια νταμιτζάνα κοκκινέλι απ’ το Κατάκολο, μαζί και μια σακούλα αγρινιώτικο καπνό.
«Έχω ζήσει πολλά χρόνια», τους είπε, «έχω χάσει μάχες πολλές, αλλά δεν έχασα τον πόλεμο. Γι’ αυτό στέκομαι ακόμα όρθια. Υγιαίνετε.» Άδειασε μια κούπα. «Ε, λοιπόν. Μέχρι να με πάρει ο Χάρος με τη βάρκα του δεν πρόκειται να κάνω πίσω. Κι αν έρθει αυτή τη στιγμή, σιγά μη κλάψω. Βάλτε να πιούμε!»
Γέμισε τέσσερα ποτήρια –και για τον κάπτεν Πέτρο. Ο Θάνος θυμήθηκε αυτό που είχε πει ο Καρπόφ για την Τενερίφη. Ήταν η κόλλα που κρατούσε ενωμένη την ομάδα. Και συνέχιζε να τους δίνει δύναμη.
«Να σας πω κι εγώ κάτι;» είπε ο Πέτρος. «Η κυρία έχει δίκιο. Αν σταματήσεις να ελπίζεις δεν έχεις καμιά ελπίδα να τα καταφέρεις, γιατί δεν προσπαθείς. Αν αφεθείς χάνεις, αυτό είναι βέβαιο. Αν συνεχίσεις μπορεί και πάλι να χάσεις, αλλά έχεις ελπίδες. Μου ‘χε τύχει φουρτούνα στο Ταίναρο, που γύριζε το πλοίο τρεις φορές τούμπα. Σαν να τα ‘χε βάλει μαζί μου ο Ποσειδώνας. Ξέρετε τι είπα; Γαμώ τον Ποσειδώνα, γαμώ το θεό, αύριο θα τρώω γουρνοπούλα στο Ναύπλιο. Και το ‘κανα!»
Το γέλιο ακούστηκε σ’ όλο το Ιόνιο. Γέμισαν πάλι τις κούπες τους κρασί και τσούγκρισαν.
«Γαμώ το Φοίβο», είπε η Τενερίφη.
«Γαμώ τον Επικούριο Απόλλωνα», είπε ο Θάνος.
«Γαμώ τους θεούς», φώναξε ο κάπτεν Πέτρος.
«Γαμώ το θάνατο», είπε η Γιωταλία.
79.
Κατέβηκαν στην Ελαία, ένα παραθαλάσσιο χωριουδάκι με πεντακόσιους κατοίκους, κι έψαξαν να μισθώσουν κάρο. Χρήματα είχαν πολλά, αλλά κανείς ντόπιος δεν ήθελε να τους πάει εκεί πάνω. Ο ναός ήταν φτιαγμένος μέσα στα βουνά, σ’ ένα οροπέδιο που όσο μπορούσαν τον απέφευγαν. Όλοι είχαν ακούσει ιστορίες, από γιαγιάδες κι αλαφροΐσκιωτους, για την κατάρα του ναού, για τους νεκρούς που τον περιτριγύριζαν, για σκοτεινά πλάσματα και ζώα μ’ ανθρώπινη μορφή, ανθρώπους με όρεξη λύκου, λάμιες, διαβόλους και δράκοντες. Δεν τα πίστευαν και πολύ, αλλά για καλό και για κακό δεν πλησίαζαν. Κι αν ήταν άλλη μέρα μπορεί και να πήγαιναν. Όχι όμως στην Πανσέληνο και Δεκαπενταύγουστο. Αυτό μόνο τρελός θα το ‘κανε.
Ο Θάνος έριξε δέλεαρ πολλών χιλιάδων δραχμών.
«Χτίζεις ένα σπίτι μ’ αυτά», είπε στον αγωγιάτη.
«Σπίτι να το χαρούν οι άλλοι κι εγώ να μείνω άθαφτος ‘κει πάνω. Να μου λείπει το βύσσινο.»
Όλοι είπαν πάνω κάτω τα ίδια. Οπότε θα έπρεπε να περπατήσουν. Αν ήταν ίσιωμα θα το έκαναν σε τέσσερις ώρες. Όμως ο ναός ήταν στα χίλια εκατό μέτρα υψόμετρο, πώς θα τ’ ανέβαιναν;
«Πάντα υπάρχει μια λύση», είπε η Τενερίφη. «Και συνήθως είναι μπροστά στα μάτια μας.»
Κοίταξαν, αλλά δεν την είδαν. Η Γιωταλία χαμογέλασε.
«Μπορεί να είναι μπροστά στ’ αυτιά μας», τους είπε κι έφυγε.
Πίσω απ’ την εκκλησία της Παναγιάς Παντάνασσας είχαν στήσει τον καταυλισμό τους οι τσιγγάνοι. Το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου κρατούσε τρία βράδια. Εκείνοι συνέχιζαν και τη μέρα. Έψηναν, έπιναν, έπαιζαν μουσική και χόρευαν. Τους προσέγγισε η Γιωταλία. Καθώς προχωρούσε προς το κέντρο του γλεντιού έβγαλε το καπέλο κι άφησε να φανούν τα λευκά μαλλιά της. Οι τσιγγάνοι πίστευαν στα μαγικά, όπως κι η Λάιλα Λου. Η Τενερίφη πίσω βλαστήμησε που δεν είχε το φρυγικό της σκούφο.
Οι άντρες καλούσαν την ασπρομάλλα να χορέψει μαζί τους. Οι γυναίκες, πιο διορατικές, της έδειξαν πού να πάει. Ήταν μια τετράγωνη τέντα στημένη παράμερα. Στη σκιά, σε μια καρέκλα που έμοιαζε λιγάκι με θρόνο, καθόταν μια γριά μονόφθαλμη. Δεν φορούσε καλύπτρα, το τυφλό μάτι ήταν ανοικτό και γαλαζωπό, σαν μπλε αχάτης.
«Τι θες;» τη ρώτησε, με προφορά που έδειχνε ότι είχαν έρθει από πολύ πιο βόρεια.
«Ένα κάρο και δυο μουλάρια για λίγες ώρες. Πόσα θέλετε;»
Η πρεσβύτερη την παρατήρησε με το μάτι που έβλεπε. Έπειτα το ‘κλεισε και την κοίταξε με το άλλο, που έβλεπε περισσότερα.
«Είσαι μάγισσα», της είπε. «Δυνατή. Κι η άλλη πίσω σου μάγισσα είναι. Οι μάγισσες είναι ιερές για μας. Δεν πληρώνουν.»
«Θα μας δώσετε κάρο έτσι;»
«Οι μάγισσες δεν πληρώνουν. Αλλά το αγόρι δεν είναι μαγικό, αυτός θα πληρώσει.»
Κι είπε ένα ποσό που αντιστοιχούσε σ’ ενοίκιαση ολόκληρου βαγονιού στο Όριεντ Εξπρές. Είχε καταλάβει ότι ήταν απελπισμένοι –κι ήθελε να δει πόσα λεφτά είχαν. Ξεκίνησε από πολύ μεγάλο ποσό, για να κάνουν παζάρια. Η Γιωταλία δεν νοιαζόταν να παζαρέψει.
«Έγινε. Θέλουμε να πάμε πάνω στο βουνό, σ’ έναν ναό.»
Η τσιγγάνα έκανε νόημα ότι δεν την ένοιαζε πού θα πήγαιναν. Καθώς ήταν καινούριοι στο μέρος, δεν γνώριζαν ακόμα τις ιστορίες που ήξεραν οι ντόπιοι.
«Θα έρθει μαζί σας ένας δικός μας. Τα μουλάρια αν δεν σας ξέρουν δεν προχωράνε.»
Ο Θάνος έδωσε το ποσό που του ζήτησαν κι ανέβηκαν στο κάρο.
~~
Η πανσέληνος ανατέλλει όταν δύει ο ήλιος. Αλλά το φεγγάρι έβγαινε πίσω απ’ τα βουνά, οπότε θ’ αργούσαν να το δουν, θα ήταν νύχτα. Το κάρο οδηγούσε ένας κοκκινομάλλης τσιγγάνος. Κοκκινομάλλης και μελαψός, με πράσινα μάτια, χοντρά χείλη και ρουθούνια Αιγύπτιου φελάχου, έμοιαζε να συνδυάζει τα γονίδια όλων των φυλών. Σίγουρα δεν θα άρεσε στους Άλφα.
Τους είπε μόνο το όνομα του, Μιρτσέα, και δεν τους ξαναμίλησε. Ούτε κι εκείνοι μιλούσαν. Ένιωθαν τον ήλιο πίσω τους να πλησιάζει προς τη δύση, μέσα στη θάλασσα, αλλά δεν γύρισαν να κοιτάξουν. Ακούγονταν φωνές από πουλιά και ζώα, τα τζιτζίκια ξεφάντωναν, όλα με φόντο το κελάρυσμα της Νέδας, του ποταμού με το θηλυκό όνομα. Μύριζε θυμάρι, ρίγανη και λυγαριά. Είχε μια απαλή αύρα που κατέβαινε με το νερό απ’ το βουνό. Ο δρόμος ήταν πολύ ανώμαλος, αλλά πήγαιναν εξαιρετικά αργά για να το καταλάβουν. Μετά τα πρώτα εύκολα χιλιόμετρα βρέθηκαν σε ανηφόρα που δυσκόλευε ακόμα και τα μουλάρια. Είχαν κατεβάσει το κεφάλι και τραβούσαν. Ο Μιρτσέα τα ενθάρρυνε στη γλώσσα του, που κανείς απ’ τους επιβάτες δεν καταλάβαινε, αλλά τα ζωντανά ήξεραν τι τους έλεγε.
«Ευλογημένος τόπος», είπε κάποια στιγμή ο Θάνος, θαυμάζοντας το τοπίο.
«Αυτό είναι το πρόβλημα», είπε η Τενερίφη. «Όσο πιο καλό είναι ένα μέρος τόσο πιο κακό μπορεί να γίνει. Έχει δύναμη –κι αυτή τη χειρίζεται ο καθένας έτσι όπως θέλει.»
«Τι είναι πιο δυνατό; Το καλό ή το κακό;» ρώτησε η Γιωταλία.
«Είναι σαν να ρωτάς αν είναι πιο σημαντική η μέρα απ’ τη νύχτα, η άνοιξη απ’ το χειμώνα.»
«Δεν ρωτάω τι είναι καλύτερο. Ρωτάω ποιος νικάει.»
«Αν το δεις κοντόφθαλμα νικάει το κακό. Αλλά κοίτα γύρω σου. Όλη αυτή η ομορφιά μπορεί να είναι κακή;»
«Αυτό κάνουμε τότε», είπε η Γιωταλία, «υπηρετούμε την ομορφιά. Μ’ αρέσει.»
Προχωρούσαν και καθώς νύχτωνε τα τζιτζίκια παραχωρούσαν τη σκηνή στα τριζόνια. Αχνά στην αρχή, πιο δυνατά καθώς ανέβαιναν, ανάμεσα στους άλλους ήχους ξεχώρισαν το φωναχτό κλάμα μιας γάτας, ενός νεογέννητου. Ο Μιρτσέα σταμάτησε το κάρο, πήδηξε κι έψαξε να το βρει στα χορτάρια. Κατέβηκαν κι οι άλλοι. Ήταν η φωλιά μιας αγριόγατας. Εκεί μέσα υπήρχαν πέντε νεκρά –κι εκείνο το ένα και σκελεθρωμένο που συνέχιζε να φωνάζει τη μητέρα του.
Ο τσιγγάνος ξεκίνησε να βρίζει στη γλώσσα του. Όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Εκεί γύρω υπήρχαν αγροκτήματα και παράγκες, μητάτα των βοσκών, ελάχιστα σπίτια. Οι άνθρωποι είχαν κότες και κουνέλια. Κάπου σκότωσαν την αγριόγατα -και τα μικρά πέθαναν της πείνας. Ο Μιρτσέα πήρε το γατάκι στα σκληρά του χέρια. Εκείνο συνέχιζε να τσιρίζει. Έβγαλε το μαχαίρι του. Οι τρεις φώναξαν μαζί και πήγαν να τον σταματήσουν. Ο τσιγγάνος απόρησε. Κι έκανε κάτι τελείως διαφορετικό απ’ αυτό που νόμιζαν. Χάραξε τη ρώγα απ’ τον αντίχειρα του κι έδωσε στο γατάκι να πιει. Σταμάτησε να κλαίει. Μέχρι να γυρίσουν πίσω και να του δώσει γάλα θα επιβίωνε έτσι.
Ανέβηκαν πάλι στο κάρο για να συνεχίσουν, ενώ το γατί βύζαινε αίμα.
~~~
Λίγες ώρες αργότερα έφτασαν σε μια κορυφή κι έμειναν με το στόμα ανοικτό. Μπροστά τους ανοίγονταν οι Βάσσες, ένα οροπέδιο. Από πάνω είχε υψωθεί η υπερπανσέληνος φωτεινή σαν μικρός ήλιος. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο καθαρή εκεί, χωρίς καθόλου υγρασία. Ακούγονταν τσακάλια, κουκουβάγιες και γκιώνηδες, ζώα νυχτόβια που κυνηγούσαν και κυνηγιόντουσαν, ζώα που ερωτοτροπούσαν. Όλα ήταν τόσο αρμονικά.
Η καταιγίδα ήταν τριακόσια μέτρα πιο κάτω. Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα έλαμπε στο φεγγαρόφωτο. Τέλειος στις αναλογίες του, χτισμένος απ’ τον μέγιστο αρχιτέκτονα -και μαγικός, σίγουρα μαγικός. Ίσως στο φως της μέρας να μη φαινόταν τι είχε κάνει ο Ικτίνος, αλλά εκείνη τη στιγμή, κάτω απ’ την πανσέληνο, ήταν ολοφάνερο.
Γύρω απ’ το ναό, σ’ ένα γήπεδο που ήταν τεχνητά φτιαγμένο κι είχε ακτίνα δυο φορές το μήκος του ναού, φαίνονταν να βγαίνουν μέσα απ’ τη γη κυματιστές αύρες, ακτινοβολία όπως το Βόρειο Σέλας. Το χρώμα της έπαιζε ανάμεσα στο ιώδες, το μπλε και το πράσινο –κι έμοιαζε με ανάποδη κουρτίνα. Στο κέντρο ο ναός παλλόταν, κάνοντας έναν ήχο σαν καρδιά, σαν να ήταν ζωντανός.
Η Νέδα κυλούσε παράλληλα με το ναό κι έλαμπε σαν πράσινος, μπλε, ιώδης καθρέφτης.
Ο Μιρτσέα έκανε το σταυρό του με τον Καθολικό τρόπο κι ένευσε στους επιβάτες να κατέβουν. Τους είπε κάτι που δεν κατάλαβαν, έπειτα έστριψε το κάρο κι έφυγε. Είχε κάνει τη δουλειά του. Οι τρεις τους έμειναν να κοιτούν το θέαμα.
«Σας το ‘πα», έκανε η Τενερίφη.
Ο πιο συγκλονισμένος ήταν ο Θάνος. Όσα θαύματα κι αν είχε δει σ’ αυτό το ταξίδι συνέχιζε να είναι άπιστος Θωμάς. Είχε δει τι μπορούσε να κάνει η Γιωταλία και η Ζήνα. Νόμιζε ότι είναι κάτι-που-κάνουν-οι-μάγισσες. Αυτό που έβλεπε ήταν διαφορετικό. Κατάλαβε ότι η μαγεία δεν είναι κάτι που κάνουν οι άνθρωποι, η μαγεία υπάρχει. Όσοι έχουν μάτια να δουν τη βλέπουν. Κι όσοι μπορούν να τη χειριστούν τη χειρίζονται. Όμως ποιος στ’ αλήθεια μπορούσε να χειριστεί τόση δύναμη, σαν αυτό που έβλεπε μπροστά του; Μόνο ένας θεός -ή μια θεά.
Κι ενώ ακόμα κοιτούσαν και θαύμαζαν, χωρίς να μιλάνε, έγινε κάτι σαν σεισμός. Δεν ήταν απ’ το έδαφος, θύμιζε εκείνο που είχε συμβεί όταν η Τενιέλ εξαφάνισε το ντρέντνοτ. Απορρύθμιση της πραγματικότητας. Το ένιωσαν ως τα νεφρά τους. Ακολούθησε ένας ακόμα πιο τρομαχτικός ήχος, του πανικού.
Κάθε πουλί, κάθε ζώο, κάθε τρωκτικό και ερπετό, ακόμα και τα έντομα, που βρίσκονταν κοντά στο ναό ξεκίνησαν να φεύγουν μακριά. Είδαν τα πουλιά να πετάνε πάνω απ’ το κεφάλι τους –και δεν ήταν μόνο τα νυχτοπούλια που απομακρύνονταν. Τους έφτασαν και τους προσπέρασαν, χωρίς να τους δώσουν καμιά σημασία, πανικόβλητα σαν να είχαν ακούσει τη φωνή του Πάνα, μικρά ζώα, αλλά και κάποια μεγαλύτερα, αλεπούδες, νυφίτσες και τσακάλια, και μια μικρή αγέλη λύκων.
Κάθε άλλο ζώο θ’ ακολουθούσε την ίδια πορεία, της φυγής, αλλά οι άνθρωποι κάποιες φορές μπαίνουν οικειοθελώς στην πυρκαγιά.
Χωρίς να συνεννοηθούν ξεκίνησαν να κατεβαίνουν προς το ναό, προς το Σέλας και το βόμβο. Καθώς είχε φύγει κάθε ζωντανό δεν ακουγόταν τίποτα άλλο. Κι όταν πλησίασαν λιγάκι πιο κοντά κατάλαβαν ότι μέρος εκείνου του βόμβου ήταν ανθρώπινες φωνές που έψελναν τελετουργικές συλλαβές. Δεν ήταν ελληνικά, αλλά ακούγονταν λιγάκι σαν αυτά. Στάθηκαν για ν’ ακούσουν καλύτερα.
«Είναι η γλώσσα που μιλούσαν οι Αρκάδες, οι παλιοί Αρκάδες», είπε η Τενερίφη.
«Πελασγικά; Δεν έχουμε γραπτά απ’ αυτούς.»
«Να, τώρα ξέρεις πώς ακούγονταν.»
«Έχει ξεκινήσει η τελετή», είπε η Γιωταλία. «Περιμένετε. Θάνο, κοίτα απ’ την άλλη.»
Γύρισε εκείνος απρόθυμα. Άνοιξε τη τσάντα της, ξεντύθηκε κι έμεινε τελείως γυμνή. Έβγαλε το μόνο Delphos που είχε μαζί της. Ήταν εκείνο το χρώμα που η πωλήτρια το είχε πει «παγανιστικό χρυσό». Το φόρεσε πάνω στο δέρμα της. Η Τενερίφη κατάλαβε τι έκανε. Όπως δεν μπορείς να φανταστείς έναν ιερέα με πολιτικά ρούχα, έτσι δεν πρέπει μια μάγισσα να είναι ντυμένη σαν χωριατοπούλα.
«Έτοιμη», είπε η Γιωταλία. Γύρισαν κι οι δύο. Είχε αφήσει τα μαλλιά της. Η λάμψη της σελήνης και του ναού αντανακλούσαν πάνω της.
Κι ενώ τη θαύμαζαν άκουσαν μια φωνή να ξεχωρίζει απ’ τις υπόλοιπες, να πρωτοστατεί, τον άκουσαν ν’ απαγγέλλει κάτι στην αρχαία γλώσσα κι όλοι κατάλαβαν ποιος ήταν. Εκείνη ήταν η φωνή του Φοίβου, είχε το χαρακτηριστικό κράμα αλαζονείας κι επιτήδευσης, ακουγόταν όπως ένας άνθρωπος που είναι –ή νομίζει πως είναι- υπεράνω όλων.
Κατηφόρισαν χωρίς κανένα σχέδιο. Είχε τελειώσει ο καιρός των σχεδίων, έπρεπε να προλάβουν. Δεν ακουγόταν κλάμα παιδιού, αλλά η κλιμάκωση της υμνωδίας έδειχνε πώς δεν είχαν φτάσει ακόμα στην κορύφωση.
~~
Ενώ πήγαιναν μαζί, ο Θάνος γύρισε να δει τη Γιωταλία. Της χαμογέλασε, κάπως πικρά. Έπειτα φώναξε: «Πάμε!» κι έφυγε μπροστά τρέχοντας, κραδαίνοντας το Κολτ που του είχε χαρίσει ο Καρόγλου. Δεν σκέφτηκε καθόλου ότι το περίστροφο έπαιρνε μόνο έξι σφαίρες –και δεν είχε άλλες μαζί του. Εκεί κάτω ήταν σίγουρα περισσότεροι από έξι. Δεν σκέφτηκε, μόνο έτρεξε.
Πέρασε μέσα απ’ τη λάμψη, το ανάποδο Σέλας, χωρίς πάθει κάτι, κι έτρεξε στην ανατολική πλευρά του προαυλίου, εκεί απ’ όπου ακούγονταν οι ψαλμωδίες. Χωρίς δισταγμό πυροβόλησε στον ουρανό καθώς έστριβε στο χώρο της συγκέντρωσης.
Όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν. Ο Θάνος χαμογέλασε, παρά τον τρόμο. Ήταν η πιο εντυπωσιακή είσοδος που θα μπορούσε να έχει κάνει.
Εκεί υπήρχε ένα υπερυψωμένο πλάτωμα μ’ έναν πεντάγωνο βωμό στη μέση. Πάνω του ήταν ξαπλωμένη η Γκιορσαλί, ντυμένη μ’ ένα τελετουργικό λευκό φόρεμα και τα μαλλιά της πλεγμένα κοτσίδα. Ήταν ακόμα ζωντανή, τα μάτια της ανοικτά, γιατί περίμεναν το μεσουράνημα της πανσέληνου. Γύρω απ’ το βωμό είχαν κάνει κύκλο κάποιοι με κάπες και το κεφάλι σκεπασμένο. Ο Θάνος υπολόγισε ότι ήταν καμιά τριανταριά. Δεν έπεσε πολύ έξω. Οι μύστες ήταν είκοσι εννιά, όσες κι οι μέρες του σεληνιακού μήνα. Η Νέδα κυλούσε έξω απ’ τον κύκλο, ακριβώς κάτω απ’ το πλάτωμα, προσθέτοντας κι εκείνη τη μαγεία της.
Στη μέση του κύκλου, δίπλα στο βωμό, στεκόταν ο Φοίβος. Φορούσε κι εκείνος την ίδια κάπα, αλλά σαν τον είδε κατέβασε την κουκούλα.
«Ο χωροφύλακας επελαύνει», είπε ενοχλημένος.
«Άσε το κορίτσι», είπε ο Θάνος και τον σημάδεψε. Ήταν πολύ μακριά ακόμα για να τον πετύχει, αλλά πλησίαζε.
«Ο από μηχανής θεός. Μήπως έφερες κι ένα ελάφι; Να βάλω στη θέση της Ιφιγένειας;»
«Θα σου ρίξω.»
«Το ξέρω, αλλά δεν μπορείς.»
Εκείνη τη στιγμή ο Θάνος ανέβηκε στο πλάτωμα και τον σημάδευε από αρκετά κοντά. Οι μισοί απ’ τους είκοσι εννιά μπήκαν ανάμεσα τους. Μια γυναίκα ακούμπησε το μέτωπο της πάνω στην κάνη. Αν τη σκότωνε θα έπαιρνε ο επόμενος τη θέση της. Πίστευαν, κι οι πιστοί είναι πάντα πρόθυμοι να θυσιαστούν. Θα έπρεπε να τους σκοτώσει όλους για να φτάσει στο Φοίβο και ήταν δύσκολο να το καταφέρει με πέντε σφαίρες.
«Τι προσπαθείς να κάνεις;» φώναξε ο Θάνος.
«Και να σου έλεγα δεν θα καταλάβαινες.»
«Ο Καρπόφ μου είπε να σου πω κάτι.»
«Αυτός σ’ έστειλε; Οι άλλοι πού είναι;»
«Είναι καλύτερο να υπολογίζεις ότι ο εχθρός σου είναι πιο δυνατός απ’ ό,τι φαίνεται.»
Το σκέφτηκε για λίγο.
«Σαίξπηρ, τι άλλο;» είπε και φώναξε στους μύστες να τον πιάσουν.
Ο Θάνος πυροβόλησε άλλη μια φορά, καθώς χέρια τον γράπωναν. Η σφαίρα έγδαρε το πόδι ενός μύστη. Του πήραν το περίστροφο και τον κράτησαν.
«Αλήθεια νομίζεις ότι μπορείτε να με σταματήσετε;»
«Μπορώ. Θνητός δεν είσαι;»
«Αυτό ίσως ν’ αλλάξει.»
Έβγαλε ένα στιλέτο, διαφορετικό από το μαχαίρι της θυσίας. Χωρίς θεατρινίστικες κινήσεις το έμπηξε στο στήθος του Θάνου, ακριβώς στην καρδιά.
«Προσέξτε και για τους άλλους», είπε και κοίταξε το φεγγάρι.
Το πτώμα το πέταξαν λίγο πιο πίσω.
80.
Η Γιωταλία είδε το Θάνο να φεύγει τρέχοντας προς το βωμό. Πήγε να τον σταματήσει, αλλά ένιωσε το χέρι της Τενερίφης στον ώμο της.
«Ας τον», της είπε. «Τώρα κάνουμε όλοι αυτό που νιώθουμε. Και θα πάρουμε αυτό που μας πρέπει.»
«Μόνος δεν μπορεί…»
«Άκουσε με, μικρή! Την έχω ονειρευτεί αυτή τη στιγμή. Έτσι πρέπει να γίνει.»
«Τι λες;»
«Δεν μπορούσα να στο πω πιο πριν, γιατί θα έκανες πίσω. Αλλά το ‘χω δει στον ύπνο μου πολλές φορές.»
«Και τι γίνεται;»
«Πότε το ένα, πότε το άλλο, αλλά πάντα κάποιοι πεθαίνουν. Αυτή δεν μπορεί να είσαι εσύ. Ο Θάνος, εγώ, η Γκιορσαλί ίσως, αλλά όχι εσύ.»
Η Γιωταλία είχε σμίξει τα φρύδια, προσπαθούσε ν’ αποφασίσει.
«Εμπιστέψου με», της είπε η Τενερίφη και τα λόγια της έγειραν την πλάστιγγα.
Παρακολούθησε το Θάνο μέχρι που έστριψε. Τότε ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός. Οι ύμνοι σταμάτησαν.
«Γιατί το ‘κανε έτσι;»
«Γιατί σ’ αγαπάει πιο πολύ απ’ τον εαυτό του. Ο έρωτας είναι τρέλα. Και τώρα χρειαζόμαστε την τρέλα.»
«Εγώ πεθαίνω σε κάποιο όνειρο σου;»
Πέταξε το σάκο της και προχώρησε προς το ναό, παίρνοντας ανάσες, ετοιμάζοντας τη μαγική της υπόσταση. Η Τενερίφη δεν απάντησε, οσφρίστηκε τον αέρα. Υπήρχε μια τόσο οικεία μυρωδιά. Ίσα που την έπιανε, αλλά υπήρχε.
Της έκανε νόημα να πάει απ’ τα δυτικά, την αντίθετη πορεία του Θάνου. Εκείνη προχώρησε ευθεία. Κι ενώ πλησίαζαν ακούστηκε ο δεύτερος πυροβολισμός. H Γιωταλία ένιωσε το θάνατο του Θάνου, το τρύπημα της καρδιάς του, κι ήταν σαν να ‘χε μείνει μόνη στον κόσμο.
~~
Η τελετουργία ξεκίνησε και πάλι, αλλά οι μύστες ήταν πιο συγκρατημένοι. Ο Φοίβος εκνευρίστηκε.
«Τι πάθατε; Φοβάστε κάποιους τυχαίους; Θα πάρετε το μεγαλείο της αιώνιας ζωής. Τι άλλο θέλετε;»
Τότε εμφανίστηκε η Τενερίφη.
«Να κι η γριά», είπε ο Φοίβος.
«Το ξέρουν ότι θα γίνουν νεκροζώντανοι;»
«Το μεγαλείο απαιτεί θυσίες.»
«Απ’ τους άλλους.»
Οι μύστες φάνηκαν να διστάζουν, όταν τους είπε να πιάσουν και την Τενερίφη. Δεν πρόλαβαν να το κάνουν, γιατί απ’ την άλλη πλευρά εμφανίστηκε κι η Γιωταλία.
Με το χρυσό Delphos και τα λευκά μαλλιά της λυτά έμοιαζε να ‘ναι ιέρεια του ναού. Προχωρούσε αργά προς το βωμό κι έκανε σχέδια ποιο ξόρκι θα εξαπολύσει, για να μην πάθει κάτι η Γκιορσαλί. Στάθηκε για λίγο, σαν είδε το σώμα του Θάνου.
«Ναι, άργησες. Αλλά δεν έχει σημασία. Ένας τιποτένιος ήταν, ενώ εσύ…» Έκανε μια ειρωνική υπόκλιση.
«Άσε τη Γκιορσαλί!»
«Αν θες να πάρεις τη θέση της.»
«Δεν θα σ’ αφήσω να ζήσεις, το ξέρεις.»
Τους έριξε το ξόρκι της ψευδαίσθησης. Όλοι οι μύστες άρχισαν να παραπαίουν, βλέποντας ο καθένας το δικό του φόβο, πόθο, επιθυμία, να ενσαρκώνεται. Το αληθινό σκηνικό ξεθώριασε κι είδαν παλάτια και μέγαρα, βρέθηκαν σε χαρέμια, παρέα με τους σημαντικότερους ανθρώπους, ένδοξοι, να διατάζουν, να μετρούν χρυσάφι. Όλων τα κίνητρα ήταν ποταπά, όσο κοινότοποι ήταν κι οι φόβοι τους.
Η Τενερίφη ψέλλισε μερικές λέξεις και δεν χάθηκε όπως οι άλλοι στις παραισθήσεις, αλλά έσκυψε, ξέρασε κι έκατσε κάτω ζαλισμένη, σαν να είχε φάει δεκαπλάσια δόση από μαγικά μανιτάρια.
Ο Φοίβος ξεκίνησε να έχει σπασμούς και να βγάζει σάλια. Η Γιωταλία πήγε προς το Θάνο, για να δει αν αναπνέει.
«Λάθος επιλογή», άκουσε πίσω την εκνευριστική φωνή. «Είχες να διαλέξεις ανάμεσα στο κορίτσι και στον εραστή.»
Γύρισε να τον κοιτάξει. Έκανε θέατρο. Ήταν πιο καλά απ’ όλους. Τότε θυμήθηκε τα λόγια που τους είχε πει στην παμπ. Ήταν προφυλαγμένος, του είχαν στήσει μια μαγική ασπίδα στα ξόρκια. Δεν μπορούσε να τον επηρεάσει.
«Ξέρεις, πάντα αναρωτιόμουν αν ο χρόνος λειτουργεί ευθύγραμμα, κυκλικά ή με διακλαδώσεις. Νομίζω ότι θα λύσω την απορία μου απόψε.»
Έκανε δυο βήματα. Έπιασε το κεφάλι της Γκιορσαλί, που παρότι είχε τα μάτια ανοικτά δεν αντιδρούσε, σαν να την είχαν ναρκώσει. Το ακούμπησε στο στήθος του κι έβαλε το τελετουργικό μαχαίρι στο λαιμό της.
«Λύσε τα μάγια», είπε στη Γιωταλία.
Το έκανε. Οι μύστες ξέρασαν καθώς συνέρχονταν.
«Και πάλι έχεις επιλογή», της είπε. «Μπορείς να ρίξεις μία απ’ τις φλόγες σου. Θα μας σκοτώσεις και τους δύο, κι εμένα και τη μικρή. Αν ο χρόνος είναι κυκλικός θα χαθείς κι εσύ. Αλλά δεν θα πετύχει η θυσία. Οπότε θα ‘χεις νικήσει.»
«Μην το κάνεις», τον παρακάλεσε η Γιωταλία.
«Κάποιος πρέπει να κάνει τη σκατοδουλειά», είπε ο Φοίβος.
Κι έκοψε το λαρύγγι της Γκιορσαλί.
81.
Το σώμα της μικρής σφάδαζε για λίγο. Ο βωμός πλημμύρισε αίμα. Η Γιωταλία δεν ούρλιαξε, μόνο συνέχισε να πλησιάζει με αργά βήματα. Ο Φοίβος απόρησε για λίγο, αλλά δεν ασχολήθηκε. Ήταν πολύ αργά πλέον για κείνη, να κάνει οτιδήποτε.
Άνοιξε τα ματωμένα χέρια του στο φεγγάρι και είπε την τελευταία πρόταση που έπρεπε να πει. Έγινε και πάλι σεισμός, αλλά εκείνος ήταν διπλός -μαγικός και κανονικός. Ταρακουνήθηκε η πραγματικότητα και το βουνό.
«Και τώρα αρχίζει το τέλος», είπε ο Φοίβος -τόσο αυτάρεσκα.
Οι μύστες που μόλις είχαν αρχίσει να συνέρχονται σωριάστηκαν νεκροί. Το ίδιο κι η Τενερίφη πίσω τους. Πλέον στέκονταν μόνο ο Φοίβος κι η Γιωταλία.
«Εδώ είναι το επίκεντρο», είπε εκείνος και σημάδεψε το πρόσωπο του με το αίμα της μικρής. «Εδώ θα πεθάνουν κι οι ζωντανοί για να ξανασηκωθούν. Στον υπόλοιπο κόσμο θα σηκωθούν οι πεθαμένοι.»
Με το ματοβαμμένο πρόσωπο φώναξε στο φεγγάρι: «Η βασιλεία των νεκρών ξεκίνησε.»
Γύρισε στη Γιωταλία.
«Αυτό το σκέφτηκα εγώ. Δεν είναι καλό; Η βασιλεία των νεκρών ξεκίνησε.»
Η Γιωταλία κατάλαβε ότι ακόμα και σε μια τέτοια στιγμή, του απόλυτου θριάμβου, ο Φοίβος συμπεριφερόταν σαν τίποτα να μην είχε σημασία. Δεν τον ένοιαζε στ’ αλήθεια ούτε κι αυτό. Μόνο να κερδίσει το παιχνίδι –και να πει μια έξυπνη ατάκα. Πώς τον είχε πει η Τενερίφη; Εξυπνάκιας, όχι έξυπνος.
Στάθηκε στο βωμό και κοίταξε τη μικρή. Αν δεν ήταν η ανοικτή πληγή στο λαιμό της θα έμοιαζε σαν να κοιμάται. Και δεν ήταν μάγισσα, ήταν ένα κορίτσι, ένα τρίχρονο παιδί που το είχαν σφάξει, όπως όλα τα παιδιά που σκοτώνουν. Χάιδεψε το πρόσωπο της και την πήρε αγκαλιά να τη σηκώσει.
«Δεν έχει σημασία πια, παρ’ την», είπε ο Φοίβος. «Μπορείς να την πενθήσεις. Τελικά ο χρόνος διακλαδώνεται, αφού εσύ είσαι ακόμα ζωντανή κι αυτή νεκρή. Ίσως να υπάρχουν άπειρες εκδοχές του χρόνου.»
«Μόνο μία υπάρχει, όπου είμαστε κι οι δυο ζωντανές», είπε η Γιωταλία κι έφυγε με το κορίτσι στα χέρια.
Ο Φοίβος έκανε μια κίνηση, σαν να ήτανε μαέστρος σε μακάβριο μπαλέτο κι όλοι οι νεκροί, οι μύστες, ο Θάνος κι η Τενερίφη σηκώθηκαν αργά, με άδεια μάτια. Ήταν αφιερωμένοι στο σκοπό που τους είχε δώσει ο Ανείπωτος Θεός: Να μην αφήσουν κανέναν ζωντανό.
Έκαναν κύκλο γύρω απ’ το βωμό. Οι σεισμοί συνεχίζονταν, όχι μόνο στην περιοχή. Επεκτείνονταν ομόκεντρα, κύματα στη μαγική λίμνη του κόσμου. Μνήματα και νεκροταφεία θ’ άνοιγαν καθώς ο Άδης σχιζόταν. Δεν ήταν μόνο οι φρεσκοπεθαμένοι που θ’ αλώνιζαν. Η νεκρεγερσία ήταν ανυπολόγιστη. Τα πνεύματα όλων των ανθρώπων που είχαν πεθάνει βίαια ή πρόωρα θα ξεβράζονταν κι εκείνα στην ακτή της πραγματικότητας. Κι ήταν εκατομμύρια εκείνοι που είχαν σκοτωθεί στους πολέμους, εκείνοι που είχαν δολοφονηθεί, εκείνοι που είχαν φονευτεί πριν να έρθει η ώρα τους.
Η μόνη που δεν είχε γίνει νεκυοδαίμονας ήταν η Γκιορσαλί, γιατί εκείνη ήταν η θυσιασμένη αυτόνεκρη. Την άφησε κάτω, μέσα στο χορτάρι. Έστρωσε τα μαλλιά και το φόρεμα της, αλλά δεν της έκλεισε τα μάτια.
«Η κατάρα του Παλιού δεν σ’ έπιασε», της είπε ο Φοίβος. «Αυτό σημαίνει ότι είσαι δική μας.»
«Δεν είμαι.»
«Κάπου πρέπει ν’ ανήκεις. Είναι ο μόνος τρόπος.»
«Δεν ανήκω πουθενά.»
«Τότε είσαι διπλά χαμένη.»
«Δεν έχω χάσει ακόμα.»
Ο Φοίβος της γύρισε την πλάτη, αφού είπε: «Οι χαμένοι θα είναι πάντα χαμένοι.»
«Φοίβο!» του φώναξε. «Θυμάσαι τι είπε ο Καρπόφ;»
«Και λοιπόν;»
Έκατσε κάτω στη στάση του λωτού, δίπλα στη μικρή. Ένωσε τα δύο δάκτυλα, αντίχειρα και δείχτη, κι ακούμπησε τους καρπούς στα γόνατα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κοίταξε την ομορφιά του κόσμου και ξεκίνησε να λέει το ξόρκι της Ανάστασης. Απ’ όλα της Μαύρης Δωδεκάτευχου το δωδέκατο ήταν εκείνο της θεραπείας. Οι μικροί μάγοι θεράπευαν πληγές. Οι πιο μεγάλοι ανίατες αρρώστιες. Όμως ελάχιστοι μπορούσαν να θεραπεύσουν το θάνατο –κι αυτούς τους έλεγαν αγίους ή θεούς.
Ήταν τόση η δύναμη της ενέργειας που απορρόφησε απ’ το σύμπαν, ώστε το ανάποδο Σέλλας επηρεάστηκε κι έσβησε για λίγο.
Το δωδέκατο ξόρκι της το είχε πει η Τενερίφη την τελευταία νύχτα που ήταν στο Όριεντ Εξπρές. Εκείνη δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει ως το τρίτο βαθμό. Οι λέξεις της Δωδεκάτευχου δεν ήταν παρά λόγια. Ο καθένας μπορούσε να τις προφέρει, όπως μπορεί ο καθένας να μάθει να διαβάζει μια μουσική παρτιτούρα. Όπως κι η μουσική, έτσι κι η μαγεία χρειαζόταν κάτι παραπάνω για να πετύχει: Ταλέντο.
Η δουλειά και η εξάσκηση βοηθούσαν να γίνεις καλύτερος, αλλά θα έφτανες πάντα ως το μέγιστο σημείο που υπαγόρευε το ταλέντο σου. Η Τενερίφη είχε μικρό ταλέντο. Όσο κι αν προσπαθούσε δεν θα κατάφερνε να αναστήσει κάτι μεγαλύτερο από κουνούπι. Και κανείς δεν θέλει την ανάσταση των κουνουπιών.
Η Ζήνα-Τενιέλ θα μπορούσε να φτάσει σε επίπεδα αδιανόητα, είχε απόλυτο μουσικό ταλέντο. Η κόρη της είχε κληρονομήσει αυτό το ταλέντο.
Συνέχισε να λέει το ξόρκι, συγκεντρώνοντας το βλέμμα της στο κορίτσι μπροστά της. Ένιωσε όλο το σώμα της να μυρμηγκιάζει. Γρήγορα έγινε χειρότερο, βελόνες την τρυπούσαν παντού, όχι μόνο στο δέρμα. Δεν σταμάτησε, ήταν έτοιμη να πεθάνει για να τα καταφέρει. Αισθανόταν να παγώνει και να φλέγεται, αλλά συνέχισε με μεγαλύτερη ένταση, παρά τον πόνο, μέχρι που ακούστηκε ένα φλαπ, σαν να ‘σπασε ένα λαστιχάκι στο μυαλό του Θεού.
Ο χρόνος είναι ελαστικός. Ο κόσμος ολόκληρος έκανε ένα πισωγύρισμα. Οι μύστες, η Τενερίφη, ο Θάνος, όλοι ανέπνευσαν ξανά κι είδαν με τα ζωντανά τους μάτια. Η δύναμη της Γιωταλίας είχε επηρεάσει τους πάντες. Οι πληγές τους, ο θάνατος τους, δεν είχαν συμβεί ποτέ.
«Μόοχερ;» είπε η Γκιορσαλί, που σημαίνει μητέρα στα γκαέλικα.
Και η Γιωταλία λιποθύμησε χαμογελώντας.
82.
Ο Φοίβος δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε γίνει. Πράγματι, είχε υποτιμήσει τον αντίπαλο. Τελικά ο Καρπόφ δεν αναφερόταν στον εαυτό του, μιλούσε για τη μάγισσα.
Είχε καταφέρει το απόλυτο και του το χάλασε τελευταία στιγμή η Γιωταλία. Κι ούτε που ήξερε τι μπορούσε να γίνει πλέον. Το αίμα της μικρής είχε βρέξει το βωμό, αλλά η μικρή ζούσε. Ήταν σαν να προσπαθούσε να εξαπατήσει τον Ανείπωτο Θεό. Γύρισε ν’ ανέβει στο άδυτο του ναού. Θα ζητούσε περισσότερη βοήθεια.
Πίσω του οι πρώην νεκροί συνέρχονταν. Πρώτα σηκώθηκε η Τενερίφη και οι μύστες, που είχαν πεθάνει λιγότερη ώρα. Έπειτα ο Θάνος. Ζαλισμένος, παραπατώντας, πήγε στη Γιωταλία, που την είδε κάτω και την πίστεψε για νεκρή.
«Καλά είναι», του είπε η Τενερίφη. «Έκανε κάτι που δεν έχει ξανακάνει άνθρωπος.»
«Με ανέστησε;»
«Όλους μας. Και τη μικρή.»
Η Γκιορσαλί είχε κάτσει και κοιτούσε τον ουρανό. Αυτά που είχε περάσει την είχαν τραυματίσει, την είχαν κλείσει μέσα. Θα δυσκολευόταν να ξαναβγεί. Οι μύστες βογκούσαν καθώς συνέρχονταν απ’ τον προσωρινό θάνατο. Η Τενερίφη είδε τον Φοίβο που έμοιαζε σαν να προσπαθούσε να το σκάσει.
«Δικός σου τώρα», είπε στο Θάνο κι έδειξε τον πρωτεργάτη κάθε δυστυχίας τους.
Εκείνος έπιασε το κολτ από κάτω, τον σημάδεψε και πυροβόλησε. Η σφαίρα εξοστρακίστηκε στον γκρίζο ασβεστόλιθο, στο πρώτο σκαλί όπου είχε φτάσει ο Φοίβος. Γύρισε να δει.
«Σου μείνανε τρεις.»
«Μου φτάνουν για να σε σκοτώσω», είπε ο Θάνος και πήγε καταπάνω του.
«Αν σκοτώσεις και τους άλλους πριν. Εκλεκτοί! Προστατέψτε με!»
Δεν έγινε αυτό που περίμενε. Οι Εκλεκτοί του είχαν δοκιμάσει το μέγιστο δώρο που τους υποσχόταν, την αιώνια ζωή. Κι ήταν χειρότερη καταδίκη απ’ το θάνατο. Δεν ήθελαν πλέον να είναι μέρος αυτής της σκοτεινής μαγείας. Έκαναν άκρη να περάσει ο Θάνος, που αναθάρρησε και ξεκίνησε να περπατάει πιο γρήγορα.
«Φαίνεται ότι ξέμεινες από πιστούς.»
«Κατέβασε το όπλο.»
Ο Θάνος κατέβασε τον κόκορα. Δεν χρειαζόταν να το κάνει, το κολτ ήταν διπλής δράσης. Μόλις πατούσες τη σκανδάλη σηκωνόταν ο κόκορας και γυρνούσε ο κύλινδρος. Το έκανε για ν’ ακουστεί το κλικ και να εντείνει την αγωνία του.
«Λοιπόν, για πες. Έχω τρεις σφαίρες. Μπορώ να σε πυροβολήσω κατευθείαν στο κεφάλι, στο δοξαπατρί. Ή στην καρδιά.»
Είχε φτάσει πλέον στα δύο μέτρα και στάθηκε εκεί. Αρκετά κοντά για να τον πετύχει σίγουρα. Αρκετά μακριά για να μην μπορεί να τον αφοπλίσει.
«Δεν είσαι ηλίθιος», του είπε ο Φοίβος. «Ξέρεις ότι δεν πρόκειται να πεθάνω έτσι απλά. Προλαβαίνεις να φύγεις. Πάρε και τους δικούς σου. Σας αφήνω.»
Τα είπε αυτά με την αυτοπεποίθηση που τον χαρακτήριζε, αλλά ο Θάνος είδε μια απειροελάχιστη σύσπαση πάνω απ’ το φρύδι. Ήταν η τελευταία προσπάθεια να του επιβληθεί νοητικά. Γύρισε να φύγει σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Τον πυροβόλησε στο πόδι, λίγο πάνω απ’ το γόνατο. Ο Φοίβος ούρλιαξε κι έπεσε κάτω. Μέσα απ’ τον ναό κάτι αναβόσβησε, κάτι κουνήθηκε.
«Τα μάγια δεν ξέρω αν σε πιάνουν, αλλά οι σφαίρες σίγουρα. Να σου πω τι θα γίνει.»
Εκείνος κρατούσε το άχρηστο πόδι του. Δεν άκουγε. Ο Θάνος πήγε στο ένα μέτρο, στάθηκε από πάνω του, με το όπλο πάντα να σημαδεύει.
«Άκου! Αν ζητήσεις συγνώμη δυνατά θα σε σκοτώσω μια κι έξω.»
Ο Φοίβος δεν απάντησε. Κοίταξε στο ναό, σήκωσε το χέρι του ικετευτικά προς τα ‘κει. Καμία απάντηση, τον είχαν εγκαταλείψει.
«Μπορώ να σας βοηθήσω», είπε στο Θάνο.
«Πάλι τα ίδια. Δεν θέλω να δουλέψω, όλοι μου προσφέρουν δουλειά. Συγνώμη θα πεις;» Του άρεσε να παίζει μαζί του. Ήξερε ότι αυτό είναι κάτι που δεν αντέχουν αυτοί που νιώθουν υπεράνω: Να τους εμπαίζουν.
«Δεν ξέρεις τι αντιμετωπίζεις, ηλίθιε. Νομίζεις ότι εγώ είμαι πίσω απ’ όλα; Δεν έχω δυνάμεις. Εγώ είμαι… ο διευθυντής.»
Καθώς μιλούσε έκανε να κουνηθεί και ο πόνος τον τίναξε. Η σφαίρα είχε σπάσει το κόκκαλο. Ακόμα κι ζούσε δεν θα γινόταν καλός δρομέας. Αν έσωζε το πόδι.
«Ποιος είναι ο αρχηγός;»
«Άσε με να ζήσω.»
«Σκότωσε τον, τι του μιλάς;» είπε η Τενερίφη που πήγε δίπλα τους.
«Τενερίφη! Εσύ πιο πολύ απ’ όλους ξέρεις ότι με χρειάζεστε.»
«Μη σε νοιάζει. Θα τα βγάλουμε πέρα με τον πατέρα σου.»
«Με ποιον;» Ο Φοίβος γέλασε και πόνεσε. «Νομίζεις ότι είναι ο Άβαρις;» Γέλασε και πάλι.
«Δεν μ’ αρέσει να γελάει», είπε ο Θάνος και τον πυροβόλησε στην κοιλιά. Ο Φοίβος διπλώθηκε. Πλέον δυσκολευόταν και να μιλήσει, αφού έφτυνε αίμα. Το πρόσωπο του στην οδύνη είχε γίνει πιο άσχημο από ποτέ. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι πέθαινε έτσι. Τόσο άδοξα, τόσο νωρίς, τόσο… Για λίγο είχε πιστέψει ότι δεν θα πέθαινε ποτέ και τώρα ήταν εκεί, με τον Χάροντα να ετοιμάζει τη βαρκάδα. Θα μπορούσε να ζητήσει συγνώμη, ν’ απολογηθεί, να προσευχηθεί. Δεν τον ένοιαζε. Μόνο χαιρόταν γι’ αυτό που θα πάθαιναν οι δολοφόνοι του.
«Δεν έχετε καμιά ελπίδα χωρίς αυτήν», τους είπε κι έδειξε τη Γιωταλία.
«Μια σφαίρα έμεινε», είπε ο Θάνος.
«Δως το σ’ εμένα, είναι δική μου δουλειά.»
Πήρε το περίστροφο και τ’ ακούμπησε στο μέτωπο του. Εκείνος δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Ούτως ή άλλως θα πέθαινε.
«Πες της ότι δεν την αγάπησα», είπε κι έκλεισε τα μάτια.
Η Τενερίφη πάτησε τη σκανδάλη.
83.
Σκούπισε τα αίματα απ’ το πρόσωπο της.
«Πάει αυτός», είπε χωρίς να φαίνεται ιδιαίτερα χαρούμενη.
Με τον Φοίβο είχε συνδεθεί, είχε πολεμήσει δίπλα του κι είχε πολεμήσει εναντίον του. Ήταν άξιος αντίπαλος. Αν τα πράγματα ήταν λιγάκι διαφορετικά ίσως να είχε παραμείνει σύντροφος.
«Πρέπει να βρούμε ένα μέρος, χωριό, αγροικία, κάπου κοντά να πάμε τη Γιωταλία και τη μικρή», είπε στο Θάνο.
Εκείνος δεν την άκουσε. Σκεφτόταν.
«Ε, θα βοηθήσεις;»
«Δεν έχουμε τελειώσει», είπε εκείνος κι έδειξε το ναό.
«Ο τρελός θεός τους δεν θα βγει. Πάει αυτό.»
«Δεν είναι ο θεός. Μίλησε για τον αρχηγό. Και γιατί είπε ότι εσύ ξέρεις;»
«Επειδή είμαι μάγισσα;»
«Και σε ποια να πεις ότι δεν την αγάπησε;»
Τότε μόνο η Τενερίφη κατάλαβε τι ήταν η μυρωδιά. Εκχύλισμα μανόλιας, γιασεμί και γύρη από παντζάρι. Άφησε το περίστροφο να της πέσει απ’ το χέρι. Θα ήταν άχρηστο, ακόμα κι αν είχε σφαίρες. Απ’ το άδυτο του ναού ακούστηκαν βήματα, γυμνά πέλματα στον ασβεστόλιθο -και χρυσά κοσμήματα που κουδούνιζαν.
Το φως που είχαν δει να κουνιέται μέσα στο ναό τώρα τους πλησίαζε.
«Ποιος είναι αυτός;»
«Αυτή», είπε η Τενερίφη. «Αυτή είναι η αδελφή μου.»
Ανάμεσα απ’ τους κίονες εμφανίστηκε η Φουερτεβεντούρα. Κρατούσε ένα λυχνάρι με την αναπαράσταση της Σεληνοθεάς. Τα μαλλιά της, κυματιστά και κατάμαυρα, έπεφταν ως τη μέση. Φορούσε ένα κόκκινο της Βουργουνδίας φόρεμα και χρυσή τιάρα. Το πρόσωπο της ήταν παγερό, μοιραίο και σαγηνευτικό, σαν να έβλεπες το τραγούδι των Σειρήνων.
Οι μύστες πίσω τους γονάτισαν κι ακούμπησαν το μέτωπο στο έδαφος, ζητώντας συγχώρεση από τη Βασίλισσα.
«Του είχα πει να προσέχει περισσότερο», είπε η Φουέρτε κι έδειξε τον νεκρό.
«Σίγουρα μπορείς να τον αναστήσεις.»
«Μπορώ, αλλά ουδείς αναντικατάστατος.»
«Οπότε έκανες κι άλλο ταξίδι στο χρόνο, αδελφή.»
«Δεν έκανα κανένα». Γύρισε στο Θάνο: «Εσύ ήσουν η έκπληξη της παρτίδας. Ένα απλό πιόνι που έφτασε ν’ απειλεί τη βασίλισσα.»
«Τι εννοείς δεν έκανες ταξίδι; Πώς βρέθηκες εδώ;»
«Έζησα. Ναι, η ζωή είναι ένα ταξίδι, μικρό ή μεγαλύτερο.»
Έκανε μια κίνηση, ψιθύρισε το ξόρκι της ψευδαίσθησης, αλλά εκείνη ήξερε να το κατευθύνει, για να βλέπουν ό,τι ήθελε να δουν.
~
Η Φουέρτε δεν νοιαζόταν για την εξουσία και το χρήμα. Για εκείνη ήταν μόνο εργαλεία, προκειμένου να έχει το σημαντικότερο αγαθό όλων: Τη ζωή.
Ζωή χωρίς νεότητα δεν την ήθελε. Έπρεπε να παραμείνει ζωντανή, νέα και όμορφη. Για να το καταφέρει έκανε συμφωνία σάρκας με παλιότερους δαίμονες και θεούς. Θα έπαιρνε ό,τι ήθελε για όσο καιρό ήθελε, αρκεί να τους πρόσφερε αίμα ανθρώπων με μαγικές δυνάμεις.
Στην εποχή της ήταν σχετικά εύκολο να βρίσκει μάγισσες. Οι Εταίρες, που εκείνη προστάτευε, ήταν παιδιά μαγισσών κι ιερειών, γεννούσαν παιδιά με μαγικές δυνάμεις. Κάποια απ’ αυτά χάνονταν μυστηριωδώς κι η Φουέρτε φαινόταν ήδη είκοσι χρόνια νεότερη απ’ την αδελφή της, όταν συνάντησε τη Ζήνα.
Όπως κι η Τενερίφη, μπορούσε να βλέπει προφητικά όνειρα. Περισσότερο από ‘κείνη μπορούσε να βιώνει συνειδητά όνειρα όποτε ήθελε. Έβγαινε απ’ το θνητό της σώμα κι έμπαινε σε μελλοντικές εποχές, ακόμη και σε διαφορετικά σύμπαντα. Τα όνειρα λειτουργούν ως πύλες.
Έτσι είχε ανακαλύψει ότι η Ζήνα θα μπορούσε να γίνει η μητέρα μιας τέλειας θυσίας. Δεν τη χρειαζόταν εκείνον τον καιρό, υπήρχαν πολλά μαγικά πλάσματα. Έπρεπε να φροντίσει για το μέλλον. Είδε όλο το σχέδιο στον ύπνο της, μαζί με την εποχή όπου θα τους έστελνε, τον εικοστό αιώνα.
Ο Φοίβος είχε πειστεί να πρωτοστατήσει, σ’ αυτό που νόμιζε ότι θα ήταν η απόλυτη κυριαρχία στον κόσμο. Δεν θα γινόταν κάτι τόσο οριστικό. Θα ήταν μεγάλη καταστροφή για την ανθρωπότητα, αλλά το τέλος του κόσμου ποτέ δεν έρχεται. Και η Φουέρτε θα κέρδιζε μερικούς ακόμα αιώνες ζωής και νεότητας.
Απ’ την Ελληνιστική περίοδο, όπου είχε γεννηθεί, πέρασε στο Βυζάντιο, συμβουλάτορας των αυτοκρατόρων. Δεν σταμάτησε να ταξιδεύει στον κόσμο και να μαζεύει αλλοπρόσαλλες μαγικές γνώσεις, από κάθε πεδίο. Γύρισε την Αραβία, την Αφρική και την Κίνα, πήγε στο Νέο Κόσμο. Όπου βρισκόταν θυσίαζε μάγισσες. Έμενε το ίδιο νέα, αλλά γινόταν όλο και πιο ισχυρή. Με τη θυσία της Γκιορσαλί θα κρατούσε παραπάνω.
«Κι αυτό πήγατε να το χαλάσετε εσείς», τους είπε και τους έβγαλε απ’ την κατευθυνόμενη ψευδαίσθηση.
«Το χαλάσαμε», είπε η Τενερίφη. «Σταματήσαμε τη θυσία.»
«Λες; Μάλλον τη διπλασιάσατε. Θα τους αρέσει πολύ αυτό. Δυο μάγισσες σε μια θυσία.»
Χωρίς να μιλήσει η Φουέρτε καθοδήγησε τους μύστες. Πήγαν και σήκωσαν τα δυο λιπόθυμα κορίτσια, τα πήγαν στο βωμό. Ο Θάνος έτρεξε σ’ εκείνον που κουβαλούσε τη Γιωταλία, για να τον εμποδίσει. Τον έπιασαν τρεις άντρες και τον τράβηξαν πίσω.
«Και τι θα καταφέρεις έτσι; Πόσους αιώνες θα ζήσεις τελικά;»
«Για πάντα.»
«Και θα είσαι για πάντα μόνη.»
«Μου αρέσει να είμαι μόνη. Σιχαίνομαι τους ανθρώπους.»
Οι μύστες ακούμπησαν τα δύο κορίτσια στο βωμό. Ο Θάνος φώναξε:
«Τενερίφη! Ξύπνα τη Γιωταλία!»
Εκείνη συγκεντρώθηκε, αλλά η μαγεία της δεν έφτανε.
«Μην ανησυχείς, θα το κάνω εγώ», είπε η Φουέρτε.
Ένα νεύμα κι η Γιωταλία συνήλθε. Για λίγο προσπάθησε να καταλάβει τι γινόταν, πού βρισκόταν, ποια ήταν. Το κλαψούρισμα της Γκιορσαλί την έκανε να θυμηθεί.
Κοίταξε μπροστά της. Ο Φοίβος ήταν νεκρός στα σκαλιά του ναού. Εκεί στεκόταν η Τενερίφη και πιο πάνω στεκόταν η πιο όμορφη μάγισσα που είχε δει –και ήταν σίγουρη ότι ήταν μάγισσα. Όπως ήταν σίγουρη ότι ήταν εχθρός τους.
«Είναι πολύ δυνατή, πρόσεχε», της είπε ο Θάνος.
«Δεν με νοιάζει», έκανε η Γιωταλία και κατέβηκε απ’ το βωμό. «Τενερίφη, φύγε!» φώναξε έτοιμη να ρίξει φωτιά.
Η Φουέρτε γέλασε.
«Έφηβοι!»
Η Τενερίφη μπήκε ανάμεσα τους.
«Μην το κάνεις. Δεν μπορείς να την αγγίξεις», φώναξε. Ανέβαινε τα σκαλοπάτια με πλάτη στην αδελφή της.
«Φύγε απ’ τη μέση!»
«Είναι πολύ δυνατή για…»
Δεν τέλειωσε τη φράση της. Γύρισε απότομα κι έχωσε ένα στιλέτο στην κοιλιά της αδελφής της. Είχε υπολογίσει να πετύχει καρδιά ή κάποιο καίριο σημείο, αλλά βρήκε αριστερά, κάτω απ’ το πνευμόνι. Η Φουέρτε πέταξε την Τενερίφη πίσω μαζί με το στιλέτο. Θεράπευσε την πληγή της την ίδια στιγμή.
«Αδελφή, να σου πω κάτι; Αυτή ήταν η πρώτη φορά που με ξαφνιάζεις. Τώρα θα ξαφνιάσεις και τον εαυτό σου.»
Έκανε μια μικρή κίνηση με τα δάχτυλα της. Η Τενερίφη σήκωσε το στιλέτο και το έφερε προς το μάτι της. Δεν ήθελε να το κάνει, αλλά δεν έλεγχε το σώμα της.
«Σταμάτα!» της φώναξε η Γιωταλία. Αλλά το έλεγε σε λάθος άτομο.
Η Τενερίφη έσφιξε τα χείλη και κούνησε το κεφάλι, σαν ν’ αποδεχόταν το τέλος. Έπειτα έχωσε το στιλέτο στο αριστερό μάτι με δύναμη, τρυπώντας το κρανίο.
84.
Η Γιωταλία δεν φώναξε. Ένιωθε έτοιμη να εκραγεί, αλλά δεν φώναξε. Κοίταξε στα μάτια τη Φουέρτε. Εκείνη της χαμογέλασε κι έκανε ένα μικρό νεύμα: «Έλα».
«Δεν μπορείς να τη νικήσεις», της είπε ο Θάνος και την κράτησε.
«Μη μου λες τι δεν μπορώ να κάνω», του είπε και πλησίασε τη μάγισσα.
«Θα μπορούσες να είσαι κόρη μου», της είπε η Φουέρτε. «Είσαι στεγνή κι επίπεδη, αλλά είσαι όμορφη.»
«Ξέρω και τα δώδεκα ξόρκια.»
«Εννοείς ότι ξέρεις ΜΟΝΟ τα δώδεκα. Νομίζεις ότι όλη η μαγεία του σύμπαντος είναι σ’ αυτό το βιβλίο;»
«Δεν σ’ ακούω άλλο», είπε η Γιωταλία.
Μια μπάλα φωτιάς έφυγε απ’ τα χέρια της κάνοντας φασαρία κεραυνού. Έφτασε στη Φουέρτε κι έσβησε σαν κερί. Εκείνη γέλασε.
«Το θεωρείς αυτό δύναμη; Αυτά παθαίνεις όταν κάνεις παρέα με την Τενερίφη. Ατάλαντη δασκάλα, κακή μαθήτρια.»
«Η Τενερίφη δεν ήταν δασκάλα. Ήταν η καλύτερη μου φίλη.»
Η Φουέρτε δε φάνηκε να συγκινείται. Είχε εξοντώσει πολλούς ανθρώπους αυτές τις δυο χιλιετίες για να την αγγίζουν αυτές οι μικρές προσωπικές ιστορίες.
«Είστε πολύ βαρετοί.» Έκανε νόημα στους μύστες να ψάλλουν για τη θυσία.
Η Γιωταλία ένιωσε να μην έχει καμία δύναμη. Οι μύστες την έπιασαν και πάλι για να την πάνε στο βωμό. Πήγε να πει κάποιο ξόρκι, αλλά δεν θυμόταν τίποτα. Ήταν ένα έφηβο κορίτσι που το ξάπλωσαν δίπλα στον τρίχρονο εαυτό της –κι έμεινε εκεί. Ο Θάνος γρονθοκόπησε έναν. Μια καινούρια κίνηση της Φουέρτε κι έκατσε κάτω, βαρύς, σαν να ήταν τριακόσια κιλά.
Η Γκιορσαλί μίλησε στη Γιωταλία. Της είπε: «Μόοχερ.»
85.
Είχε φτάσει η ώρα της διπλής θυσίας –και τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει πια. Αρκεί να βρισκόταν αυτός που θα κρατούσε το μαχαίρι. Οι μύστες δεν επιτρεπόταν να λερώσουν τα χέρια τους με αίμα, ήταν κατώτερου βαθμού ακόμα. Η Φουέρτε δεν θα καταδεχόταν να πιάσει το τελετουργικό μαχαίρι. Χρειάζονταν έναν υπηρέτη. Έδειξε το Θάνο κι έκανε νόημα να του δώσουν το μαχαίρι.
«Εσύ θα το κάνεις.»
Δεν είχε μιλήσει δυνατά. Μόνο εκείνος άκουσε τη φωνή της μέσα στο κεφάλι του. Δεν απάντησε, έσκυψε το κεφάλι. Σαν το έπιασε στράφηκε αστραπιαία και το ‘χωσε στο λαιμό του μύστη που του το ‘χε δώσει. Γύρισε να μαχαιρώσει κι άλλον, αλλά τότε έχασε τον έλεγχο.
«Δεν χρειάζομαι τη συγκατάθεση σου», του είπε πάλι μέσα στο μυαλό του.
Ήταν σαν να έβλεπε εκείνον τον εφιάλτη, όπου κάτι τον απειλούσε κι ήθελε να τρέξει μακριά, αλλά το σώμα του δεν τον υπάκουγε, τα πόδια δεν σηκώνονταν.
«Πήγαινε τώρα», διέταξε η βασίλισσα.
Ξεκίνησε να περπατάει προς το βωμό, αλλά ήταν απλός παρατηρητής των κινήσεων του, σαν να έβλεπε το σώμα του απέξω.
Η Γιωταλία κρατούσε αγκαλιά τη μικρή, που όλο έλεγε μόοχερ, μόοχερ. Εκείνος τις έβλεπε και σκεφτόταν ότι αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη φρίκη που μπορούσε να ζήσει: Να σκοτώσει με τα χέρια του τη γυναίκα που αγαπούσε.
Έκανε τεράστια προσπάθεια να πάρει τον έλεγχο, σαν άνθρωπο που δεν έχει περπατήσει για χρόνια και παλεύει να βάλει το ένα πόδι μπροστά απ’ το άλλο. Σήκωσε το χέρι κι έχωσε τη λεπίδα στο μηρό του. Ένιωσε όλο τον πόνο, δεν ήταν όνειρο, αλλά το πόδι του δεν λύγισε. Η Φουέρτε τον ανάγκασε να βγάλει το μαχαίρι και να το κρατήσει ψηλά.
Η φωνή ακούστηκε ξανά: «Δεν έπαθες τίποτα. Στρατιώτες με κομμένα πόδια συνεχίζουν να μάχονται για τον αυτοκράτορα, για τον στρατηγό, για τη βασίλισσα. Προχώρα!»
Ο εφιάλτης συνεχίστηκε κι είχε γίνει χειρότερος ακόμα. Γιατί πονούσε αφάνταστα σε κάθε βήμα, ο μυς του είχε σκιστεί, αλλά πιο πολύ πονούσε γι’ αυτό που πήγαινε να κάνει.
Η Γιωταλία προσπάθησε να πει το ξόρκι του θανάτου, κι ας πεθαίναν’ όλοι, αλλά η Φουέρτε την είχε μπλοκάρει. Όσο ταλέντο κι αν είχε ήταν αδύνατο να τα βάλει αυτή με μια μάγισσα που ζούσε δυο χιλιετίες. Κανείς άνθρωπος, καμία μάγισσα, δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί της. Η συμβουλή του Καρπόφ τώρα είχε αποκτήσει καινούριο νόημα. Αν είχαν φανταστεί έναν τόσο ισχυρό αντίπαλο, αν ήξεραν ότι θα αντιμάχονταν μάταια μια θεά, θα πήγαιναν ως εκεί;
«Ναι», είπε η Γιωταλία. «Πάλι θα ερχόμουν, μικρή μου. Γιατί στ’ ορκίστηκα, δε στ’ ορκίστηκα ότι θα ‘ρθω; Θα φύγουμε μαζί, αγκαλιά, θα πετάξουμε να βρούμε τη μαμά. Ησύχασε, μωρό μου, μην κλαις, εκεί κανείς δεν μπορεί να σε πειράξει πια.»
Της χάιδευε τα μαλλιά.
«Μόοχερ», είπε πάλι η μικρή και της έδειξε πίσω της.
Γύρισε να δει τι έδειχνε. Οι είκοσι οκτώ μύστες είχαν ανεβάσει την ένταση της υμνωδίας, που έδειχνε ότι η τελετουργία πήγαινε για την κορύφωση. Αυτό φαινόταν άλλωστε κι απ’ τον χωλό θύτη, τον Θάνο που πλησίαζε κλαίγοντας.
Η Γκιορσαλί έδειχνε τη Νέδα, τον ποταμό πίσω τους. Το γήπεδο ήταν επίπεδο και το νερό κυλούσε τόσο αργά που ήταν σαν καθρέφτης.
Θυμήθηκε αυτά που της έλεγε η Λάιλα Λου για το νερό. Έπρεπε πάντα να το ξυπνήσει, να το αναταράξει πριν πιει από νερό στην ύπαιθρο, γιατί μέσα του κατοικούσαν πνεύματα, κι αν έβλεπαν το πρόσωπο της στον καθρέφτη του νερού θα τη ρουφούσαν. Κάθε καθρέφτης, της έλεγε, είναι πύλη ανάμεσα στους κόσμους.
Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να σπάσει τον καθρέφτη της Νέδας. Κοίταξε τα ρούχα της, τα ρούχα της μικρής. Αν φορούσαν ένα μενταγιόν, ένα δακτυλίδι, κάτι.
Ο Θάνος στάθηκε μπροστά τους. Η υμνωδία έφτασε στο κρεσέντο. Τ’ ολόγιομο φεγγάρι ήταν ακόμα στον ουρανό, σαν να είχε καθυστερήσει ηθελημένα για να προλάβει να μαζέψει αίμα για τη δύση του.
«Δεν το ελέγχω», της είπε ο Θάνος.
«Πέτα το μαχαίρι στο ποτάμι.» Δεν χρειαζόταν να ψιθυρίζουν, ούτως ή άλλως δεν ακούγονταν.
«Δεν μπορώ. Δεν ξέρω τι να κάνω. Σ’ αγαπώ.»
Σήκωσε και τα δύο χέρια πιο ψηλά, το ένα άδειο, το άλλο με τη λεπίδα στραμμένη προς τα κάτω, έτοιμος να χτυπήσει.
Η Γιωταλία απελπισμένη κοίταξε τριγύρω. Η Φουέρτε στο ναό ετοιμαζόταν να λάβει μερικούς αιώνες ζωής. Η Τενερίφη ήταν στα σκαλιά νεκρή, μ’ ένα στιλέτο στο μάτι και τα μαλλιά της για πρώτη φορά κόκκινα απ’ το αίμα, μαλλιά μάγισσας. Τότε θυμήθηκε το χρησμό της τσιγγάνας. Άρπαξε τη Γκιορσαλί, της γύρισε το κεφάλι, τη σήκωσε όσο μπορούσε, κι έφερε την κοτσίδα της στη λεπίδα. Έκοψε τα μαλλιά της και μ’ όση δύναμη είχε τα πέταξε στο ποτάμι.
Η κοτσίδα έπεσε ένα εκατοστό απ’ την άκρη του πλατώματος, μόλις ένα εκατοστό. Η υμνωδία σταμάτησε κι η Φουέρτε ξεκίνησε να λέει την επιτελεστική φράση.
«Θα σ’ αγαπώ για πάντα», είπε ο Θάνος πριν χτυπήσει.
«Κι εγώ», έκανε η Γιωταλία κι αγκάλιασε τη μικρή. Το ταξίδι είχε τελειώσει.
Οι μύστες κρατώντας το ίσο της μελωδίας, έκαναν ένα βήμα πίσω πιασμένοι απ’ τα χέρια, έτσι όπως όριζε η τελετουργία. Ένας απ’ αυτούς κλώτσησε με το τακούνι του την κοτσίδα της Γκιορσαλί, ρίχνοντας την στο ποτάμι.
Κι έσπασε τον καθρέφτη. Κρακ!
86.
Δεν ακουγόταν τίποτα. Δεν έγινε ησυχία, δεν σταμάτησαν να υμνούν οι μύστες, να κλαίει ο Θάνος, ν’ απαγγέλλει η Φουέρτε. Σταμάτησε να υπάρχει ήχος.
Ήταν σαν να είχαν όλοι κουφαθεί, ήταν σαν να μην υπήρχε αέρας ή νερό ή κάποιο μέσο για να μεταφέρει το ήχο, σαν να ‘χαν βρεθεί στο απόλυτο κενό, στο διάστημα. Τέλεια σιγή. Έβλεπαν τα φύλλα να κουνιούνται, τα στόματα ν’ ανοιγοκλείνουν, ένιωθαν τον άνεμο, αλλά δεν ακουγόταν τίποτα.
Η Φουέρτε αγρίεψε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, δεν μπορούσε να το ελέγξει, κι αυτό την έκανε έξαλλη. Οι μύστες άφησαν τα χέρια και κοιτούσαν γύρω, περίμεναν οδηγίες απ’ τη βασίλισσα τους.
Ο ήχος επανήλθε με κάτι που έμοιαζε ψευδαίσθηση: Ο φλοίσβος. Ακουγόταν μόνο ο επαναλαμβανόμενος ήχος του κύματος στην ακρογιαλιά. Σαν να μην έφτανε αυτό ξεκίνησε να μυρίζει ιώδιο κι αλμύρα. Αν πετούσε κι ένας γλάρος, εκεί στο βουνό, δεν θα τους φαινόταν παράταιρο.
«Τι γίνεται;» είπε ο Θάνος, που μόλις είχε ανακτήσει το σώμα του. Η Φουέρτε έψαχνε για την παρέμβαση και είχε αφήσει τον υπηρέτη της θυσίας.
Η Γιωταλία τον φίλησε και του είπε: «Καλέσαμε βοήθεια.»
Στην επιφάνεια της Νέδας δημιουργήθηκαν κρύσταλλοι πάγου για λίγο κι αμέσως ξεκίνησαν να λιώνουν. Όπως συμβαίνει και στη θάλασσα όταν χιονίζει, πυκνή αχλή δημιουργήθηκε κι άρχισε να ρέει προς το πλάτωμα. Έφτασε τα πόδια των μυστών, που την κοιτούσαν απορημένοι. Τους άρπαξαν! Δύο από αυτούς τραβήχτηκαν από πλοκάμια, δαγκάνες, χέρια, κανείς δεν κατάλαβε. Τους τράβηξαν μέσα στη Νέδα και βούλιαξαν εκεί σαν να ‘πεφταν στην άβυσσο.
Καθώς η αχλή απλωνόταν κι έφτανε στο βωμό άλλος ένας μύστης ακολούθησε την μοίρα των προηγούμενων, σύρθηκε ουρλιάζοντας στην άβυσσο. Οι υπόλοιποι ξεχάσαν τη θυσία κι έτρεξαν προς το ναό, μακριά απ’ το νερό.
«Μη φοβάσαι», είπε η Γιωταλία στο Θάνο.
Πράγματι, η πυκνή ομίχλη άγγιξε τα πόδια του, αλλά τίποτα κακό δεν έπαθε.
Η Φούερτε γέλασε.
«Τι νομίζετε ότι θα κάνετε έτσι; Θα με πολεμήσετε με τι; Με χταπόδια; Με το Κράκεν;»
Της απάντησε ένας μακρόσυρτος υπόκωφος ήχος μέσα απ’ τη Νέδα. Το ποτάμι σ’ εκείνο το σημείο δεν είχε βάθος πάνω από δύο μέτρα. Όμως εκείνος ο ήχος ερχόταν από αβυσσαλέα βάθη και έμοιαζε να αναδύεται. Ήταν ό,τι πιο παράξενο είχαν ακούσει. Έμοιαζε σαν αλύχτισμα λύκου, γιγάντιου λύκου, σαν μουγκάνισμα αγελάδας και σαν κελάηδημα πουλιού κάποιες φορές. Ο ένας ήχος εναλλασσόταν τον άλλο.
«Είναι όμορφο», είπε η Γιωταλία. «Μοιάζει σαν να τραγουδάει… η θάλασσα.» Δεν είχε ακουστά τις μεγάπτερες φάλαινες.
Aπ’ την άβυσσο της Νέδας φάνηκε ν’ ανέρχεται μια λάμψη. Το νερό φωτιζόταν όλο και πιο έντονα, το ίδιο και η αχλή που πλέον έλαμπε περισσότερο απ’ τη σελήνη. Οι μύστες μαζεύτηκαν όσο πιο κοντά στα σκαλοπάτια μπορούσαν, φοβισμένα ανθρωπάκια, καθόλου εκλεκτοί. Κανείς δεν μιλούσε. Ούτε καν η Φουέρτε. Περίμεναν τον αντίπαλο.
Η Γκιορσαλί χαμογέλασε κι άνοιξε τα χέρια της προς το ποτάμι.
Και αναδύθηκε η Τενιέλ.
Τα μαλλιά της ήταν λευκά σαν της Γιωταλίας κι είχαν πάνω τους μαργαριτάρια και κοχύλια. Το πρόσωπο της πάγος, τα χείλη της με ελάχιστο μωβ. Μόνο τα μάτια της είχαν το ίδιο χρώμα, όπως όταν ζούσε. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα, που έμοιαζε να κινείται, να στροβιλίζεται όπως ο αφρός των κυμάτων. Κι έλαμπε. Όταν βγήκε απ’ το νερό ολόκληρη και στάθηκε στην επιφάνεια του, όλοι απέστρεψαν το πρόσωπο τους, σαν ν’ αντίκριζαν τον ήλιο. Η Τενιέλ άνοιξε τα χέρια και η λάμψη της έγινε σεληνιακή.
Η Φουέρτε δεν έδειξε να φοβάται. Μόλις είχε γίνει λίγο πιο ενδιαφέρον το παιχνίδι.
«Η μικρή Ζήνα έγινε μεγάλη μάγισσα», είπε σκωπτικά. «Το είχα καταλάβει απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα. Γι’ αυτό και σ’ έκανα… φοράδα. Γέννησες ένα εξαιρετικό πουλάρι.» Έδειξε το βωμό, όπου η κόρη περίμενε το λεπίδι.
Τότε μίλησε κι η Τενιέλ. Η φωνή της δεν έμοιαζε ανθρώπινη.
«Έχεις τεντώσει το χρόνο πάνω σου.»
«Είμαι πιο όμορφη από ποτέ.»
«Ήσουν όμορφη. Τώρα είσαι τερατώδης.»
«Είμαι ζωντανή.»
«Δεν είναι ζωή να τρέφεσαι με θάνατο.»
Η Φουέρτε φάνηκε να εκνευρίζεται, γιατί προσπαθούσε να την νουθετήσει.
«Κι εσύ; Γιατί δεν πέθανες; Γιατί ζεις ακόμα;»
«Δεν ζω. Δεν είμαι εγώ.»
«Ωραία. Τότε δεν πειράζει να σε εκμηδενίσω.»
Ανέβηκε ένα σκαλί ακόμα, το τελευταίο. Έβλεπε αφ’ υψηλού εκείνο το πλάσμα που δεν ήταν η Τενιέλ. Πήρε ανάσα, άπλωσε τα χέρια της μπροστά κι έστρεψε τις παλάμες προς τα κάτω.
Δεν πετάχτηκε κάτι απ’ το σώμα της, φωτιά ή άνεμος ή κάποια ακτίνα. Αν το κοιτούσες από μακριά, όπως έκανε ο Μιρτσέα, που είχε επιστρέψει στο ύψωμα, περίεργος σαν γάτα, δεν θα καταλάβαινες τι είχε κάνει.
Εκείνοι που βρίσκονταν στη μέση το ένιωσαν σαν να έφυγε η ψυχή τους μισό μέτρο απ’ το σώμα τους. Ήταν ένα ισχυρό μαγικό χτύπημα που την έκανε να παραπατήσει στο νερό.
Εκείνη γύρισε τις παλάμες της αλλιώς, προς τα πάνω. Απάντησε με το δικό της χτύπημα, αλλά η Φουέρτε το περίμενε. Το σταμάτησε σαν να ήταν σπόρος από πικραλίδα. Χαμογέλασε. Ό,τι και να ‘χε γίνει δεν είχε τις δικές της γνώσεις και την εμπειρία της.
«Έριξα κάστρα και τείχη μόνη μου», παινεύτηκε. «Πολέμησα στρατούς, έζησα με αυτοκράτορες και κονκισταδόρες, κοίταξα στα μάτια δαίμονες παλιότερους απ’ τον άνθρωπο. Εσύ τι ξέρεις; Πώς να μεγαλώνεις μωρά;»
Της έριξε δεύτερο χτύπημα, κι ενώ δεν αιφνιδιάστηκε, έπεσε. Βούλιαξε μες στο νερό ως τα γόνατα για λίγο, και η λάμψη της αναβόσβησε.
Ο Μιρτσέα, στη ράχη του βουνού, είπε στα μουλάρια και στο γατάκι: «Παιδιά, ποντάρω στην κόκκινη.»
Κι ο Θάνος ένιωσε το ίδιο. Η Τενιέλ είχε εμφανιστεί για να τους δώσει την ευκαιρία να το σκάσουνε, δεν μπορούσε να νικήσει τη Φουέρτε. Έπιασε τη Γκιορσαλί και την κατέβασε απ’ το βωμό. Τράβηξε και τη Γιωταλία, που ήταν αφοσιωμένη στην τιτανομαχία.
«Πρέπει να φύγουμε. Όσο έχει το μυαλό της αλλού.»
«Τι λες; Πρέπει να βοηθήσουμε.»
«Δεν μπορείς να βοηθήσεις.»
«Μη μου λες τι δεν μπορώ να κάνω.»
«Σου λέω να διαλέξεις τη ζωή.» Της έπιασε το πρόσωπο. «Κάποιες φορές ο μόνος τρόπος να κερδίσεις μια μάχη είναι να την εγκαταλείψεις.»
Η Τενιέλ πίσω τους σηκώθηκε κι έριξε πιο δυνατό χτύπημα στη Φουέρτε, τη στιγμή που κι εκείνη έκανε το ίδιο.
Ο Μιρτσέα στο βουνό δεν το κατάλαβε, αλλά η σύγκρουση δημιούργησε τριβή, κι η τριβή θερμότητα. Ένας μύστης ένιωσε να θερμαίνεται εσωτερικά και πριν προλάβει να μιλήσει αναφλέχτηκε. Δεν άρπαξε φωτιά η κάπα, αυτό έγινε μετά. Η φωτιά ξεκίνησε από μέσα του, σαν να είχε πετρέλαιο αντί για αίμα. Ένας ανθρώπινος πυρσός έτρεξε λίγα μέτρα ουρλιάζοντας, πριν σωριαστεί.
«Δεν μπορώ ν’ αφήσω τη Τενιέλ μόνη.»
«Τότε θ’ αφήσεις τη Γκιορσαλί, εμένα κι εσένα. Θα πεθάνουμε αν μείνουμε εδώ.»
«Θα είναι για το σωστό.»
«Το σωστό είναι να ζήσουμε. Έχουμε τόσα να…»
Σταμάτησε να μιλάει γιατί η επίθεση της Φουέρτε του ‘κοψε τη συνείδηση στα δύο. Για λίγο ένιωθε αλλού το σώμα του κι αλλού το πνεύμα του.
Το νέο χτύπημα βρήκε μια Τενιέλ που είχε σταματήσει να έχει ευδιάκριτα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Η μορφή της μετουσιωνόταν σε φως. Τα μαλλιά δεν ξεχώριζαν εύκολα απ’ το πρόσωπο πια, το ρούχο απ’ το δέρμα. Μόνο τα μάτια της συνέχιζαν να είναι ανθρώπινα. Ανταπέδωσε το χτύπημα με ραγδαιότητα. Η Φουέρτε έπεσε πίσω. ΟΙ ασβεστόλιθοι του ναού πυρώθηκαν, ενώ άλλοι πέντε μύστες κάηκαν από μέσα τους, πιο γρήγορα, σαν να τους είχε χτυπήσει κεραυνός.
Ολόκληρο το μέρος είχε αρχίσει να βράζει. Η σύγκρουση ανέβαζε τη θερμοκρασία πολύ γρήγορα, σύντομα θα γινόταν κόλαση. Όσοι μύστες είχαν μείνει ζωντανοί έφυγαν τρέχοντας προς κάθε κατεύθυνση, αφού είδαν ότι η βασίλισσα τους δεν είχε σκοπό να τους προστατέψει.
Η Τενιέλ έλαμπε στο ποτάμι. Η Φουέρτε σκοτείνιαζε στο ναό. Κι ετοιμάζονταν να κάψουν τα πάντα. Η προφητεία ήταν σωστή: Όλα θα τελειώσουν μέσα στη φωτιά.
«Γιωταλία!» είπε ο Θάνος και την ταρακούνησε. «Πρέπει να φύγουμε!»
Κοίταξε την Τενιέλ και τη Φουέρτε. Η σύγκρουση τους ήταν τόσο γοητευτική. Ναι, ήθελε να πάρει μέρος κι εκείνη, να νιώσει όλη εκείνη την τρομακτική δύναμη μέσα της. Η Γκιορσαλί είχε πέσει πάνω στα πόδια της και την έσφιγγε. Είχε κλείσει τα μάτια της, δεν άντεχε να βλέπει. Φοβόταν.
Είδε την Τενερίφη νεκρή στα σκαλιά του ναού. Έπρεπε να εκδικηθεί γι’ αυτήν. Ο Θάνος την τραβούσε να φύγουνε. Η Τενερίφη δεν θα το μάθαινε ποτέ ότι πήρε εκδίκηση. Ο Θάνος θα ήταν μαζί της.
Τότε η Φουέρτε έβγαλε μια οργισμένη φωνή, κάτι που πρώτη φορά έκανε, ίσως γιατί πρώτη φορά έβρισκε τόση αντίσταση, κι έδωσε νέο χτύπημα. Η Τενιέλ πετάχτηκε έξω απ’ τη Νέδα, στο έδαφος πίσω της. Δεν ακουμπούσε πια τα πόδια της στο νερό, την είχε αποκόψει απ’ το στοιχείο της.
Η Γιωταλία ετοιμάστηκε να χωθεί στη μάχη, αλλά τότε παρατήρησε τη σελήνη να δύει πίσω απ’ το βουνό. Ο λαμπρός μηνίσκος, το ανάποδο δρεπάνι έσβησε. Σαν χάθηκε η σελήνη φάνηκε πιο λαμπρός ο γαλαξίας. Και σ’ εκείνο το μέρος, με τη μηδενική υγρασία, κι ενώ η λάμψη της Τενιέλ είχε ελαττωθεί, ο γαλαξίας ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε δει.
Τότε έκανε μια επιλογή. Κατάλαβε πως κάποιες φορές ελευθερία σημαίνει να μην προσηλώνεσαι, να μπορείς ν’ αλλάζεις. Ο τελευταίος δεσμοφύλακας είναι ο ίδιος σου εαυτός, όσα έχεις ορκιστεί. Για να είσαι ελεύθερος πρέπει να είσαι έτοιμος να καταπατήσεις τους παλιούς σου όρκους, να γκρεμίσεις ό,τι έχεις φτιάξει, να τ’ αφήσεις πίσω σου και να πας παρακάτω.
«Ναι!» είπε στο Θάνο. «Πάμε να φύγουμε!»
Κι έφυγαν για το βουνό τρέχοντας. Η Γιωταλία κουβαλούσε τη μικρή. Ο Θάνος έμενε πίσω, καθώς με το τραυματισμένο πόδι δυσκολευόταν να προχωρήσει.
Η Φουέρτε δεν τους πρόσεξε καν. Σήκωσε τα χέρια της ψηλά και χτύπησε την αντίπαλο της από πάνω, σαν να της έριχνε ένα βράχο. Εκείνη δημιούργησε μια ασπίδα. Το χτύπημα ήταν σαν εμπρηστική βόμβα, έκαψε τα πάντα σε ακτίνα δέκα μέτρων κι έχωσε την Τενιέλ μισό μέτρο στο χώμα.
Το ωστικό κύμα έριξε κάτω τους τρεις. Η Γιωταλία σηκώθηκε και πάλι. Όμως ο Θάνος δεν είχε δύναμη για να περπατήσει. Σερνόταν, τον τραβούσαν τα κορίτσια.
«Φύγετε χωρίς εμένα», τους είπε.
«Αυτό δεν πρόκειται να…» ξεκίνησε να λέει η Γιωταλία, όταν άκουσαν πίσω τους τρεχαλητό.
Ο Μιρτσέα τους είχε δει να δραπετεύουν. Προσπάθησε να κατέβει με τα μουλάρια, αλλά εκείνα δεν πλησίαζαν. Πήρε τον κατήφορο μόνος του. Έπιασε τον Θάνο, τον σήκωσε στους ώμους σαν να ‘τανε σακί και φώναξε να προχωρήσουν.
Η Φουέρτε πίσω τους απολάμβανε το θρίαμβο. Δεν την είχε εξοντώσει ακόμη, αλλά ήταν φανερό ποια είχε μεγαλύτερη δύναμη. Η Τενιέλ σηκώθηκε ταλαιπωρημένη κι έψαξε για την Γκιορσαλί. Την είδε να απομακρύνεται, να είναι ήδη αρκετά μακριά. Όσο βρισκόταν δίπλα της δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει όλη τη δύναμη της, γιατί θα σκότωνε κι εκείνους μαζί.
Η Φουέρτε χτύπησε ξανά. Η Τενιέλ αντιστάθηκε, άντεξε.
«Πόσο θ’ αντέξεις ακόμα;» είπε και της έδωσε ένα ακόμα χτύπημα. Ένιωθε πολύ πιο δυνατή απ’ την αντίπαλο της, ήταν σίγουρη πως θα κερδίσει, κι αυτό τη μεθούσε με εξουσία, γιατί θα νικούσε ένα πνεύμα, έτσι δεν σκέφτηκε καθόλου γιατί η Τενιέλ δεν ανταπέδιδε. Νόμιζε ότι είναι απόρροια της υπεροχής της.
Η Τενιέλ τους είδε να ανεβαίνουν στην πλαγιά του βουνού και να οχυρώνονται πίσω από ένα βράχο.
«Αυτό ήταν.»
Μίλησε με μια φωνή που δεν ήταν ανθρώπινη. Έκανε τρία βήματα σαν να πατούσε στα σύννεφα, σαν να περπατούσε στο φεγγάρι. Στάθηκε και πάλι πάνω απ’ το νερό. Πήρε δύναμη κι άρχισε να λάμπει περισσότερο από πριν. Τόσο που πλέον έγινε μια αμυγδαλοειδής αύρα λευκού χωρίς χαρακτηριστικά.
Η Τενιέλ δεν ήταν άνθρωπος. Όταν αποφάσισε να πολεμήσει το θωρηκτό, όταν το έστειλε στην άλλη διάσταση, θυσίασε την ανθρώπινη φύση: Το σώμα, το πνεύμα, την ψυχή. Η αποθέωση δεν έρχεται χωρίς θυσίες. Ακόμα και το συναίσθημα, ο έρωτας, η φιλία, η αγάπη, για τη θέαινα Τενιέλ δεν ήταν παρά ίχνη μιας παλιότερης ζωής. Αισθανόταν τι ήταν καλό και τι κακό, ήθελε να σώσει τη Γκιορσαλί. Αλλά το έκανε χωρίς αγάπη, το έκανε και χωρίς φόβο.
Το χτύπημα της ήταν συντριπτικό. Η Φούερτε έφυγε πίσω κι έπεσε με δύναμη στον κεντρικό κίονα. Βόγκηξε, αλλά σηκώθηκε. Η απορία σαν είδε την Τενιέλ να ξανανιώνει είχε γίνει μίσος.
Χτυπήσανε ταυτόχρονα, με όλη τους τη δύναμη κι οι δύο. Ήταν σαν σπινθήρας σε αποθήκη πυρομαχικών. Όλα πήραν φωτιά: Το γρασίδι, το χώμα, οι πέτρες. Το νερό έβραζε. Η Τενιέλ δεν μπορούσε να καεί, γατί ήταν φως. Συνέχισε να χτυπάει. Η Φουέρτε δεν άντεξε για πολύ να προστατεύεται απ’ τη φωτιά και απ’ τα χτυπήματα. Για πρώτη φορά μίσησε τη σάρκα της. Ξεκίνησε να καίγεται, όπως τόσες και τόσες μάγισσες που είχε θυσιάσει για την αιώνια ζωή. Το φόρεμα της έγινε στάχτη, ακόμα και τα χρυσά κοσμήματα που φορούσε έλιωσαν. Το μόνο που έμεινε απ’ αυτήν ήταν λαμπυρίδες που πέταξαν προς τον ουρανό σαν φλεγόμενες νυχτοπεταλούδες.
Οι τρεις τους –κι ο Μιρτσέα, είχαν καλυφθεί πίσω απ’ το βράχο. Όταν έγινε η έκρηξη έπεσαν πίσω του. Όλο το βουνό είχε ταρακουνηθεί. Περίμεναν λίγο πριν ξανακοιτάξουν. Οι φλόγες δεν είχαν τίποτα άλλο να κάψουν κι έσβηναν. Δεν ήταν σεληνιακό τοπίο, έμοιαζε σαν το σκηνικό από έναν αρχαίο πλανήτη που τον είχε κάψει ο ήλιος.
Η Φουέρτε είχε αφανιστεί. Το ίδιο είχε συμβεί και στα πτώματα του Φοίβου και της Τενερίφης. Απ’ όσους είχαν ταξιδέψει στο χρόνο, απ’ τους αρχαίους, δεν είχε μείνει κανένα ίχνος πια –μόνο στάχτη.
Η Τενιέλ, εκείνο το λαμπερό πνεύμα που κάποτε ήταν η Τενιέλ, έμεινε για λίγη ώρα λαμπερή, ύστερα ξεκίνησε να βυθίζεται στο νερό. Σαν χάθηκε εκεί μέσα έσβησε κι η λάμψη και πλέον δεν είχε μείνει τίποτα μαγικό στο χώρο. Έμοιαζε σαν να είχε πιάσει πυρκαγιά. Αυτό θα έλεγαν οι ντόπιοι. Αν και δεν θα μπορούσαν να εξηγήσουν το κυκλικό ίχνος της.
Έμειναν εκεί ακουμπισμένοι αρκετή ώρα, μέχρι να το πιστέψουν ότι είχαν σωθεί. Ο Μιρτσέα πήγε για τα μουλάρια του. Τους έκανε νόημα ότι θα τους περίμενε.
Η Γκιορσαλί ήταν χωμένη στην αγκαλιά της Γιωταλίας. Εκείνη είχε το κεφάλι ακουμπισμένο πίσω.
«Δεν τελείωσε», είπε στο Θάνο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
87.
Ο Θάνος παρατηρούσε τα δελφίνια που πηδούσαν γύρω απ’ το καΐκι. Το νερό ήταν καθρέφτης και το ‘σπαγε η πλώρη. Μαζί του ταξίδευαν δυο νεαροί λόγιοι, ένας τσιγγάνος γανωματής κι ένας γέρος. Μόνο ο τελευταίος ήταν ειλικρινής προσκυνητής. Οι άλλοι πήγαιναν στο Άγιο Όρος για να τακτοποιήσουν δουλειές και εμμονές.
Η Γιωταλία με τη μικρή είχαν μείνει στην Ουρανούπολη. Δεν επιτρέπονταν θηλυκά ζώα στο Περιβόλι της Παναγίας –μόνο γάτες. Ο Θάνος έπρεπε να τα καταφέρει μόνος του. Ν’ ανακαλύψει με ποιο όνομα μόναζε ο Γεζουές -και να τον πείσει να εγκαταλείψει τη μοναστική ζωή.
Το δεύτερο ακουγόταν σχεδόν ακατόρθωτο. Όμως μετά απ’ όλα αυτά που είχαν καταφέρει, τίποτα δεν του φαινόταν αδύνατο.
Ο ένας λόγιος, ξερακιανός και με γυαλιά, μιλούσε με πάθος στο φίλο του για την Αιώνια Επιστροφή του Ζαρατούστρα. Εκείνος γελούσε και κορόιδευε την εμμονή του με τον Γερμανό φιλόσοφο. Του έλεγε για την αρχαία Ελλάδα, τους Δελφούς, το αληθινό πνεύμα της σκέψης. Ο τσιγγάνος αγνάντευε τον ορίζοντα στοχαστικά.
«Σε ποιο μοναστήρι πας;» ρώτησε ο γέρος.
«Δεν πάω σε μοναστήρι. Ψάχνω για έναν άντρα.»
«Δεν έχει άντρες στο Όρος. Καλόγηρους έχει. Και μερικούς άγιους.»
«Ψάχνω για κάποιον που ήταν… άντρας.»
«Δεν θα τον βρεις. Ξέρεις πόσοι έρχονται εδώ για να κρυφτούν; Και να χαθούν. Δεν θέλουν να βρεθούν.»
Το καΐκι γύρισε για να δέσει στη Μονή Δοχειαρίου. Ο γέρος ετοιμάστηκε. Πήγε να κατέβει κι ο Θάνος. Είχε σκοπό να τα πιάσει όλα τα μοναστήρια, ένα ένα.
«Μείνε», του είπε ο γέρος. «Κατέβα στις Καρυές. Έχει κάνα δυο μαγαζιά εκεί, που τα ‘χουνε πολίτες. Αυτούς ρώτα. Ξέρουν τι καπνό φουμάρει κάθε ηγούμενος και κάθε παπαδάκι.»
~~
Στις Καρυές πήγε περπατώντας απ’ το λιμανάκι. Βρήκε πράγματι ένα απ’ αυτά τα μαγαζιά, όπου σύχναζαν πολίτες, εργαζόμενοι ή προσκυνητές, και μοναχοί. Ήταν το μόνο μέρος στο Όρος όπου μπορούσες να φας κρέας και να καπνίσεις –φανερά. Κρασί είχαν και στα μοναστήρια, καλύτερο από κείνο που σερβίρανε στο μαγαζί -δεν είχε όνομα ή ταμπέλα, ήταν μόνο το «μαγαζί».
Παρήγγειλε ζούλα βραστή και μπρούσκο. Άναψε επιδεικτικά ένα γαλλικό τσιγάρο. Δεν του άρεσαν, αλλά είχε μερικές κούτες που του ‘χε αφήσει ο Καρόγλου. Η παρουσία του ξένου και ο καπνός των Gitanes, τράβηξε δυο καλόγηρους, που ‘χαν βαρεθεί τα αγρινιώτικα καπνά, τα στριμμένα με το χέρι. Πήγαν να του κάνουν τράκα.
«Ευλόγησον, γέροντα», είπε ο Θάνος.
«Ο Κύριος. Κερνάς τσιγάρο; Ζιτάνς είναι; Θεέ, πόσο καιρό έχω να πιω τέτοιο τσιγάρο;»
«Κερνάω πακέτο.»
Ο καλόγηρος πήρε το πακέτο κι άναψε. Έδωσε ένα και στον ιδιοκτήτη, λέγοντας του να δοκιμάσει να δει τι φουμάρουν στα Παρίσια.
«Φαίνεσαι κοσμογυρισμένος», του είπε ο Θάνος σαν πήγε πάλι κοντά.
«Ας πούμε ότι την έζησα τη ζωή μου.»
«Και γιατί εγκατέλειψες τα εγκόσμια;»
«Για να πεθάνω προτού πεθάνω», είπε και ρούφηξε μια δυνατή τζούρα, να τ’ απολαύσει πριν πεθάνει.
Ο Θάνος άνοιξε το ταγάρι του κι έδειξε, κρυφά σαν να ‘ταν παράνομο, μια ντουζίνα πακέτα που είχε μαζί του.
«Τι γυρεύεις;» του είπε ο μοναχός.
Ξεκίνησε να του λέει, δεν χρειάστηκαν και πολλά.
«Τον Γεζουέ ψάχνεις; Δώσε την κούτα.» Καβάντζωσε τα τσιγάρα κάτω απ’ το ράσο. «Νείλο τον λένε τώρα, το πήρε απ’ τον άγιο Νείλο, τον συντοπίτη του. Δεν είναι σε μοναστήρι, έχει κελί στις Καρυές. Αν πας ευθεία και δεξιά, στην αυλή που είναι το τζουνίπερο, αυτό είναι.»
Ο Θάνος κατάλαβε ότι τζάμπα τα είχε δώσει τα τσιγάρα. Και στο δρόμο αν ρωτούσε θα του έλεγαν.
~~~
Το κελί ήταν ένα διώροφο πετρόχτιστο σπίτι, που σε κάθε άλλο μέρος της Ελλάδας θα το έλεγαν αρχοντικό. Ο Θάνος περίμενε να βρει κάποιον μαραζωμένο μοναχό, να προσεύχεται και να μαστιγώνεται. Του άνοιξε ένας νταβραντισμένος ταυρόπαπας, που εκείνη την ώρα έκανε κηπουρικές εργασίες. Δεν είχε πολύ μακριά μούσια και μαλλιά ακόμα, αφού ήταν νέος στην καλογερική.
«Ευλόγησον, γέροντα.»
«Ο κύριος», είπε ο Γεζουές, λιγάκι ενοχλημένος με την προσφώνηση «γέροντας».
«Χρειάζομαι την καθοδήγηση σας.»
«Ποιος σ’ έστειλε σε μένα;»
«Αφήστε να μπω και θα σας τα εξηγήσω όλα.»
~~~~
Το κελί ήταν δροσερό σαν σπηλιά, αφού είχε χοντρούς τοίχους και μικρά παράθυρα. Καθώς πήγαιναν προς την κουζίνα για να του ψήσει καφέ, ακούστηκε βογγητό από ένα δωμάτιο –και φωνή. Ο Γεζουές, που πλέον ήταν Νείλος, πήγε να δει. Ο Θάνος παρακολούθησε διακριτικά απ’ το διάδρομο.
Στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος ένας μοναχός τόσο γέρος που έμοιαζε να ‘χει λιώσει ήδη. Διαμαρτυρόταν ότι ζεσταινόταν πολύ, ότι καιγόταν το δέρμα του σαν να ‘τανε στην Κόλαση. Ο Νείλος του ‘βγαλε και το φανελάκι, τον άφησε με το σώβρακο. Ήταν ένας σκελετός με πέτσες να κρέμονται εκεί όπου κάποτε είχε κρέας. Ετοιμοθάνατος, φώναζε ξανά και ξανά ότι καιγόταν. Ο Νείλος έβρεξε ένα σεντόνι και τον σκέπασε ολόκληρο.
Καθώς έκανε τον καφέ εξήγησε στο Θάνο το καθεστώς μεταβίβασης των κελιών. Δεν υπήρχαν τίτλοι ιδιοκτησίας. Ένας μοναχός ζούσε εκεί, πάντα ένας. Όταν ένιωθε ότι δεν μπορούσε να φροντίζει τον εαυτό του έβρισκε κάποιον νεότερο μοναχό να τον γηροκομήσει. Σαν πέθαινε ο παλιός, έπαιρνε το κελί ο νέος, μέχρι να ‘ρθει κι η δική του σειρά.
«Και πώς επιλέγεις ποιος θα σε γηροκομήσει;»
«Ο Θεός στο λέει, με σημάδια, στην ύπνο σου… Στον Χρυσόστομο», έδειξε με το κεφάλι προς την κάμαρα του κοντόμερου, «του είπε ότι θα βρεθεί ένα ποτάμι να τον δροσίσει. Με βρήκε στο Βατοπέδι, μόλις που είχα κάνει την αποκουρά. Ο Νείλος.»
Μαζί με τον καφέ του σέρβιρε γλυκό του κουταλιού και τσιπουράκι. Ήξεραν από φιλοξενία στο Όρος.
«Τι με ψάχνεις λοιπόν;»
Ο Θάνος του είπε ό,τι ήξερε. Για τον Καρπόφ και τους Άλφα, για το κυνήγι μαγισσών και τεράτων, για τον Νετασκέτα, για τον Φάρο, τη Τανασία και τη Νέδα, το σκύλο. Του είπε και για τη ναυμαχία της Έλλης.
Ο Νείλος άκουγε με κατεβασμένο κεφάλι. Σαν τέλειωσε έκανε το σταυρό του.
«Αυτός ο άνθρωπος δεν υπάρχει πια. Πέθανε. Για δεν μ’ αφήνετε στην ησυχία μου;»
«Γιατί χρωστάς.»
«Και τι θες να κάνω για να ξεπληρώσω; Δεν αρκεί η προσευχή;»
Ο Θάνος του είπε για τη μαγεία, τη Γιωταλία, τα ταξίδια στο χρόνο.
«Καιρός να φύγεις», είπε ο Νείλος και του έδειξε την εξώπορτα.
«Έλα μαζί μου στην Ουρανούπολη», είπε ο Θάνος. «Να συναντήσεις τη Γιωταλία.»
«Δεν πάω πουθενά», του απάντησε και τον έσπρωξε προς τα έξω.
Καθώς οπισθοχωρούσε ο Θάνος άκουσε το γέροντα να φωνάζει απ’ την κάμαρα του τον Νείλο. Ο μοναχός υπάκουσε. Έσκυψε ν’ ακούσει τι ήθελε να του πει στ’ αυτί ο αγγελοβαρεμένος. Κούνησε το κεφάλι, σαν να δεχόταν. Έπειτα φόρεσε το καλπάκι, πήρε το σάκο του και βγήκε στον κήπο. Κοίταξε τα φυτά του, το βουνό, τη θάλασσα πέρα μακριά κι αναστέναξε.
«Πάμε να δούμε το κορίτσι», είπε χωρίς καθόλου να χαίρεται.
~~~~~
Σ’ όλο το ταξίδι δεν μιλήσανε. Είχε σουρουπώσει όταν έδεσαν στην Ουρανούπολη. Ο Νείλος έκανε το σταυρό του πριν πατήσει την προβλήτα.
Πήγαν στο δωμάτιο που ‘χαν νοικιάσει. Ο Θάνος με τη Γιωταλία δεν είχαν χαρτί γάμου, έτσι δεν τους δέχτηκαν σε κανένα πανδοχείο. Τα λεφτά δεν είχαν σημασία, η Ουρανούπολη ήταν το προπύργιο του Όρους, δεν χώραγαν ανύπαντρες μητέρες και παράνομα ζευγάρια.
Τους λυπήθηκε μια γυναίκα και τους νοίκιασε ένα δωμάτιο της κακιάς ώρας, που ήταν πίσω απ’ το δρόμο και δεν φαινόταν ποιος έμενε. Αποθήκη ήταν πιο πολύ, θα έπρεπε να κοιμηθούν παρέα με την κατσίκα και τις κότες –και μόνο για μια βραδιά.
Εκεί οδήγησε τον Νείλο. Ο Θάνος χτύπησε την πόρτα κι έσπρωξε, κρατώντας την με το άλλο για να μην τους έρθει στο κεφάλι. Μπήκαν κι είδαν αυτή την εικόνα, που έμοιαζε με ταμπλό βιβάν.
Η Γκιορσαλί κοιμόταν σ’ ένα αυτοσχέδιο κρεβατάκι από άχυρα που της είχε φτιάξει η Γιωταλία. Στεκόταν από πάνω της και τραγουδούσε ένα νανούρισμα τσιγγάνικο, απ’ αυτά που της έλεγε η Λάιλα Λου. Ένα γουρούνι ρουθούνιζε δίπλα στο παιδί. Ο σκύλος του σπιτιού είχε πάει να τους κάνει παρέα. Καθόταν παραδίπλα και ξυνόταν. Και μια κότα έκανε χώρο στο προσκεφάλι της Γκιορσαλί για να κουρνιάσει –ίσως και να γεννήσει. Κι ήταν τέτοια η ώρα που το τελευταίο φως έμπαινε απ’ το ρημάδι τον τοίχο και φώτιζε χρυσό το πρόσωπο της μικρής.
Η Γιωταλία γύρισε και τους κοίταξε. Είχε τα μαλλιά της μαζεμένα, αλλά ο Νείλος είδε στο εφηβικό της πρόσωπο την Παναγία.
Σκούπισε τα μάτια του, που είχαν βουρκώσει, κι είπε: «Δείξε μου τα μαλλιά σου, Δέσποινα.»
Έλυσε τον κότσο και χύθηκαν λευκά τα μαλλιά της.
Ο Νείλος γονάτισε, ακούμπησε το κεφάλι του στο χώμα κι έπιασε να κλαίει με λυγμούς. Ζητούσε συγχώρεση απ’ το Θεό κι απ’ τους ανθρώπους για όσα είχε κάνει. Έκλαιγε μέχρι που ο Θάνος τον ακούμπησε στην πλάτη, και του είπε πως το παιδί ήθελε να κοιμηθεί. Βγήκαν έξω.
«Θα μας βοηθήσεις δηλαδή;»
«Εγώ θα βοηθήσω; Εσείς θα με σώσετε. Ξέρεις τι μου είπε ο γέροντας στο αυτί, ξέρεις γιατί ήρθα μαζί σου;»
Σταμάτησε για λίγο, να συγκρατήσει τα δάκρυα, μην ανοίξει πάλι τους κρουνούς.
«Μου είπε: Πήγαινε βρες την Παναγιά με τ’ άσπρα μαλλιά. Αυτή θα μας βγάλει απ’ την Κόλαση.»
88.
Κυριακή, 31 Αυγούστου 1913, έφτασαν στην πύλη. Ήταν ένα σπήλαιο στο Λύκαιο Όρος, εκεί όπου γεννήθηκε ο Δίας, το πιο μαγικό μέρος στην Πελοπόννησο. Το μέρος της το είχε υποδείξει η Τενερίφη, από εκεί είχαν περάσει εκείνοι για να πάνε στον εικοστό αιώνα. Την ημερομηνία την είχε βρει μόνη της, σ’ ένα όνειρο.
Είχε δει στον ύπνο της ένα τζιτζίκι, τη νύμφη του. Βγήκε απ’ το χώμα, σκαρφάλωσε σ’ ένα δέντρο, έσκισε το κέλυφος κι από μέσα βγήκε ο ήλιος.
Ο Θάνος το ερμήνευσε ως την φθινοπωρινή ισημερία.
«Όχι», του είχε πει η Γιωταλία. «Είναι η τελευταία μέρα του καλοκαιριού. Πρέπει να είμαστε εκεί.»
Είχαν ενημερώσει τον Νείλο για όλα όσα έπρεπε να κάνει. Του είχε δώσει κι ένα κουτάκι, να το κρύψει στο ρολόι του Φάρου, για να το βρει όταν θα έπρεπε. Έβαλε μέσα μια αναπαράσταση της Μεγάλης Άρκτου, ένα πεντάγραμμο όπου είχε σημειωμένη τη νότα Ντο, και μια φωτογραφία της. Αυτή την έβγαλε στη Θεσσαλονίκη. Το ασπρόμαυρο κι ο κόκκος, μαζί με τα ρούχα που είχε φορέσει πηγαίνοντας προς Ουρανούπολη, την έκαναν να δείχνει δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη. Έγραψε και μια φράση: Όλα θα τελειώσουν μέσα στη φωτιά.
Ο Νείλος ήταν αποφασισμένος, μόλις άφηνε τη μικρή στη Λάιλα Λου, να πάει να βρει τον παλιό του εαυτό, τον Γεζουέ, δεκατρία χρόνια πριν, να τον πείσει να φύγει από τους Άλφα.
Η Γκιορσαλί, δυο βδομάδες μετά την τιτανομαχία, είχε αρχίσει να χαμογελάει λιγάκι. Παραδόξως είχε συμπαθήσει τον Νείλο. Εκείνος της έλεγε ιστορίες απ’ τη Βίβλο, κι εκείνη του τραβούσε τα μούσια.
Ο Θάνος ήταν ο πιο προβληματισμένος απ’ όλους. Κάποια στιγμή, στο ταξίδι της επιστροφής απ’ το Όρος, είχε ρωτήσει τη Γιωταλία γιατί δεν κρατούσαν οι ίδιοι τη Γκιορσαλί, να τη μεγαλώσουν.
«Πρώτον…» του είχε απαντήσει. «Αν δεν πάει στο Φάρο πώς θα φτάσω εγώ ως εδώ;»
«Και γιατί είσαι σίγουρη ότι θα μεταφερθούν στη σωστή περίοδο; Και μαζί;»
«Γιατί έχει ήδη γίνει.»
Ο Θάνος το παραδέχτηκε. Ήταν απλή λογική.
«Και δεύτερο; Τι άλλο πρόβλημα υπάρχει;»
«Δεν θέλω να γίνω μητέρα.»
«Ποτέ;»
«Δεν ξέρω για μετά. Τώρα δεν θέλω. Θέλω να ζήσω, να ταξιδέψω, θέλω το σώμα μου δικό μου.»
Στην είσοδο της σπηλιάς ο Θάνος θυμόταν τη συζήτηση κι ένιωθε θλίψη.
~~
Ήταν αργά το απόγευμα, όταν η Γιωταλία είδε κάτι ν’ αλλάζει στον ήλιο.
«Ήρθε η ώρα», τους είπε.
Ο Νείλος τους χαιρέτησε, πήρε το κουτί και περίμενε τη μικρή. Η Γκιορσαλί έμεινε πολλή ώρα στην αγκαλιά της Γιωταλίας. Της ψιθύρισε λόγια αγάπης και δύναμης πριν την αφήσει.
«Εμείς θα βρεθούμε πάλι», της έλεγε. «Μάλλον εσύ θα βρεις τη μικρή στην Ιρλανδία.»
Μπήκε κι ο Θάνος στην αγκαλιά. Έκλαψαν για λίγο. Η Γκιορσαλί ήταν αυτή που βγήκε πρώτη. Πήγε κι έπιασε το χέρι του Νείλου. Εκείνος τη σήκωσε στους ώμους. Κοίταξε μια τελευταία φορά πίσω του.
«Αν δεν σας ξαναδώ… Σας ευχαριστώ.»
Προχώρησε προς το βάθος της σπηλιάς, ψέλνοντας την αγαπημένη του ψαλμωδία. Η Γκιορσαλί γύρισε και τους κούνησε το χέρι. Έπειτα μπήκαν στο σκοτάδι.
~~~
Λίγο αφότου χάθηκαν εκεί μέσα ξεκίνησε να σκοτεινιάζει κι έξω. Η Νέα Σελήνη έμπαινε ανάμεσα στον Ήλιο και τη Γη, είχε ξεκινήσει μια ηλιακή έκλειψη. Καθώς ο ήλιος χανόταν τα ζώα του βουνού ησύχασαν. Ο Θάνος με τη Γιωταλία έμειναν να κοιτούν τ’ αστέρια που είχαν εμφανιστεί. Έπειτα η σελήνη μετατοπίστηκε κι εμφανίστηκε ο λαμπερός μηνίσκος του ήλιου, μεγαλώνοντας, λάμποντας όλο και περισσότερο, σαν να είχε ξαναγεννηθεί.
«Το ήξερες αυτό;»
«Ένιωθα πως κάτι θα συμβεί.»
Πήγαν στην σπηλιά και φώναξαν τον Νείλο. Καμία απόκριση.
«Έφυγαν», είπε η Γιωταλία.
Ο Θάνος ήθελε να είναι σίγουρος. Άναψε ένα δαδί και μπήκε μέσα. Περπάτησε μέχρι το σημείο όπου ήταν τοίχος. Κοίταξε πάνω, κάτω, αδιέξοδο. Τρόμαξε και γύρισε να βγει έξω τρέχοντας. Γιατί μόνο τότε σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε μεταφερθεί κάπου αλλού, κάπου όπου δεν υπήρχε Γιωταλία.
Είδε την πλάτη της καθώς έβγαινε κι ευχαρίστησε το θεό. Εκείνη καθόταν σ’ ένα βράχο και κοιτούσε πέρα μακριά στη δύση, το Ιόνιο Πέλαγος που απλωνόταν στα πόδια τους.
Την παρατήρησε και θυμήθηκε το όνειρο του. Εκείνος στο σπίτι του χωριού, γέρος πια, να κοιτάζει τη θάλασσα, ενώ παιδιά κι εγγόνια έπαιζαν τριγύρω. Και η γοργόνα, έτσι την αποκαλούσε τότε, να είναι μέρος της εικόνας.
«Χάθηκαν», είπε κι έκατσε στο πλάι της.
«Το ξέρω.»
Μετά την έκλειψη ηλίου όλα είχαν γίνει κανονικά, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Κι εκείνοι οι δύο, στην κορυφή του Λυκαίου Όρους, έμοιαζαν με δύο κανονικούς νέους, σαν τίποτα παράξενο να μην είχαν πάθει.
«Λες ο Γεζουές ν’ ακούσει το Νείλο;» ρώτησε ο Θάνος.
«Όχι. Αν τον ακούσει, αν δεν καταστρέψει το πλωτό νοσοκομείο, δεν θα πάει στο Όρος.»
«Οπότε δεν θα τον βρούμε εμείς, να στείλουμε πίσω τη Γκιορσαλί και να γίνεις εσύ, που θα μπλέξεις με τον Καρπόφ, και να έρθω να σε βρω…»
Γέλασε κι αντήχησε το γέλιο του ως την Αγριάδα, ως το ρημαγμένο του σπίτι. Θυμήθηκε την άταφη μάνα και του κόπηκε το γέλιο.
«Έτσι όπως ήταν ο Γεζουές τότε, το πιο πιθανό είναι…»
«Να σκοτώσει το Νείλο. Θα τον θεωρήσει τέρας.»
«Το έχεις σκεφτεί κι εσύ. Αλλά τον έστειλες.»
Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Ό,τι και να του ‘λεγε εκείνη τη στιγμή θα συμφωνούσε.
«Εξιλέωση. Γιατί πήγε στο Άγιο Όρος; Για να εξιλεωθεί για τ’ αμαρτήματα του, για τους φόνους. Θα το κάνει καλύτερα έτσι, με πράξεις κι όχι με προσευχές. Το ήξερε κι εκείνος όταν μπήκε στη σπηλιά.»
Έμειναν λίγη ώρα εκεί, αμίλητοι, να ρεμβάζουν.
«Ωραίο ταξίδι ήταν», είπε ο Θάνος.
«Ήταν;» Η Γιωταλία χαμογέλασε σαν τη Μόνα Λίζα. «Μόλις ξεκίνησε το ταξίδι μου.»
Εκείνος βαρυθύμησε. Δεν του άρεσε ο ενικός.
«Δεν θες να είμαστε μαζί;»
«Θέλω. Αλλά όχι να ζω στη σκιά σου. Ούτε εσύ στη δική μου.»
«Εντάξει, θα ‘μαστε σύντροφοι.»
«Συνοδοιπόροι.»
«Δέχομαι.»
«Και κάτι ακόμα», του είπε η Γιωταλία. «Δεν σου υπόσχομαι τίποτα.»
«Ωραία, έτσι δεν έχω τίποτα να χάσω.» Της έδωσε το χέρι. «Και πού πάμε, συνοδοιπόρε;»
Η Γιωταλία σήκωσε το χέρι κι έδειξε τη θάλασσα.
«Ζάκυνθο;» είπε γι’ αστείο ο Θάνος.
«Πιο μακριά.»
«Ιταλία;»
«Πήγα στην Ευρώπη. Θέλω να πάω πέρα απ’ τον ωκεανό.»
Άνοιξε τα χέρια σαν να έστρωνε μπροστά του μια ήπειρο: «Αμερική!»
Ο Θάνος σάστισε για λίγο, μετά ξεκίνησε να γελάει. Του άρεσε η ιδέα, να πάει εκεί όπου ποτέ δεν θα φανταζόταν ο χωροφύλακας πως θα πήγαινε. Η Γιωταλία χάρηκε με το γέλιο του, χάρηκε που δεν έφερε αντιρρήσεις, που δεν φοβήθηκε. Τράβηξε το πρόσωπο του και τον φίλησε, ένα γρήγορο ρουφηχτό.
Τον άφησε και ξεκίνησαν να γελάνε μαζί, στην κορυφή της Αρκαδίας.