Οι χειρότεροι

0
699

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι R-1024x684.jpg

’Οι καλύτεροι δεν πιστεύουν πια σε τίποτα και οι χειρότεροι είναι διψασμένοι για νίκες’’ είδα κάποτε σε έναν τοίχο γραμμένο. Δεν ξέρω αν τότε μου έκανε νόημα αυτή η φράση, αλλά την κράτησα. Η μνήμη μου ήταν πάντα θολή, μα και αυτόνομη. Θυμάμαι να διαβάζω και να υπογραμμίζω τα σημαντικά, μα τελικά να θυμάμαι όσα δεν είχα υπογραμμίσει. Δε θυμάμαι σε ποιον τοίχο συνάντησα αυτή τη φράση, το μόνο που ξέρω είναι ότι τα αδέρφια μου κι εγώ το είχαμε κάνει σύνθημα. Ενδεχομένως γιατί νιώθαμε εμείς οι χειρότεροι.

Ήμαστε η παρέα των τελευταίων θρανίων, όχι απαραίτητα από επιλογή, μα από ανάγκη. Ψάχναμε ένα καταφύγιο, κάπου που δε θα ήμαστε οι διαφορετικοί, θα ήμαστε απλώς οι αδιάφοροι. Δε θα διεκδικούσαμε να συμμετέχουμε, απλώς να υπάρχουμε. Έτσι κι αλλιώς σε διαλείμματα, εργασίες ή και το δρόμο προς το σχολείο ποτέ δε θα μας έβλεπε κάποιος ανάμεσα στα υπόλοιπα παιδιά. Πολύ περισσότερο δε θα μας έβλεπε κανείς να παίζουμε με τα άλλα παιδιά. Κάπου αλλού είχα διαβάσει πως όταν μεγαλώνεις παρατημένος από τους υπεύθυνους της επιβίωσης σου, και έχεις την ευθύνη της ζωής σου από νωρίς, τότε σου μένουν πολλά σημάδια. Τα σημάδια αυτά σε κάνουν ξεχωριστό. Νομίζω πως έτσι είναι, μόνο που τότε τα σημάδια απλώς μας ξεχώριζαν από τους άλλους, τους ‘’φυσιολογικούς’’.

 

Το πόσο φυσιολογικός μπορεί να νιώθει κανείς στην εφηβεία του είναι σχετικό. Στο σύμπαν το δικό μου και της παρέας μου εμείς ήμαστε κάτι σαν απόκληροι. Η παρέα μου απαρτιζόταν από τέσσερις: τη Χάρις, το Μανώλη, τον Αποστόλη, κι εμένα, το Λεωνίδα. Δεν έχει κανένα νόημα να δώσω τα επίθετα μας αφού κανείς μας στη ζωή του δεν προσδιορίστηκε ουσιαστικά από αυτά. Δε θυμάμαι ποτέ να συστήνομαι με το επώνυμο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Βασικός λόγος είναι ότι ποτέ δεν έμαθα το όνομα πατρός μου, ήταν απλώς μια παύλα στα χαρτιά μου. Είχα το επώνυμο της μητέρας μου, το οποίο και σιχαίνομαι, και έχω κάνει αγώνα για να ξεφορτωθώ από πάνω μου. Σε κάθε δημόσια υπηρεσία οι υπάλληλοι φρόντιζαν να με κάνουν να νιώθω αμήχανα αρχικά με το όνομα μου και την αδιάκριτη ερώτηση περί καταγωγής, και μετά για εκείνο το κενό, γι’ αυτό το έλλειμμα μου. Έτρεμα για τη στιγμή που θα μου ζητήσουν την ταυτότητα μου. Όλοι τους κοιτούσαν την παύλα από δύο-τρία λεπτά ο καθένας. Κάποτε ένας νόμιζε ότι είχε σβηστεί και προσπαθούσε να την καθαρίσει.

 

Οι τέσσερις μας γνωριστήκαμε στο ίδρυμα ανηλίκων ‘’Αγία Βαρβάρα’’, το οποίο ήταν χτισμένο σε ένα λόφο, αρκετά μακριά από την κεντρική πόλη. ΄Όλα τα ιδρύματα στην πόλη αυτή τοποθετούνταν έτσι κι αλλιώς μακριά, σα να επρόκειτο για φυλακές. Δεν είχες επιλογή να αποδράσεις, δεν είχε τίποτα σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. Η πιο κοντινή γειτονιά παραδόξως ήταν μια καθωσπρέπει, εύπορη που απαρτιζόταν σχεδόν αποκλειστικά από οικογένειες με παιδιά ή ηλικιωμένους στρατιωτικούς. Εγώ βρέθηκα εκεί πρώτος όταν έκλεισα τα εννιά, και θυμάμαι ελάχιστα από αυτή τη μετάβαση.

Δεύτερος από την παρέα ήρθε ο Αποστόλης, όταν ήμαστε κάπου Πέμπτη δημοτικού. Θυμάμαι καλά ότι δεν τον είχα συμπαθήσει στην αρχή. Δε θυμάμαι διαλόγους, θυμάμαι το πως ένιωθα. Με το που μπήκε στο δωμάτιο όλα τα αγόρια του ξενώνα μου έπεσαν πάνω του και του έκαναν ερωτήσεις. Η αγαπημένη μου κυρία Σοφία τον κρατούσε συχνά κοντά της, με εμφανή διάθεση να τον προστατέψει. Όλοι ξέραμε πως τα παιδιά στο ίδρυμα συχνά μεταμορφώνονταν σε λύκους όταν ερχόταν ένα νέο παιδί. Θυμάμαι πως τους κοιτούσα αρκετή ώρα από το διάδρομο που χώριζε το σαλόνι από τα δωμάτια μας. Στεκόμουν δίπλα από το ρολόι που έκανε εκείνο τον εκνευριστικό θόρυβο.

 

Όταν πια πλησίασα κάπως διστακτικά εκείνος φαινόταν ακόμη πιο όμορφος, κι αυτό νομίζω με εκνεύρισε. Ήταν κατάλευκος σαν πρίγκιπας, με γαλάζια μάτια που κρύβονταν πίσω από τους μαύρους κύκλους του. Είχε κατάμαυρα μαλλιά, σγουρά σα δαχτυλίδια, και μια χαρακτηριστική ελιά στο μάγουλο του. Ερχόταν από κάποιο ορεινό χωριό όπως μου είπαν, το οποίο θα μάντευε κανείς από το πόσο πιο λευκός ήταν από όλους μας, και κυρίως από εμένα. Αρχικά είχε μια προφορά που μου φαινόταν αστεία, δεν την είχα ακούσει ξανά. Η κυρία Σοφία είχε πει πως μου είχε εμπιστοσύνη ότι θα τον ξεναγούσα και θα γίνουμε οι καλύτεροι φίλοι. Και δεν είχε άδικο, ποτέ δεν είχε άδικο. Έγινε ο νέος μου συγκάτοικος στο δωμάτιο και έτσι συχνά μας έπαιρνε το ξημέρωμα συζητώντας ψιθυριστά για το σχολείο ή τον ξενώνα. Στον ελεύθερο του χρόνο διάβαζε πληροφορίες για μακρινές χώρες, κάθε λογής ζώα και κυρίως έλυνε τις ασκήσεις μαθηματικών όλων μας με αδιανόητη προθυμία.

 

Τον επόμενο χρόνο γνωρίσαμε τη Χάρις, η οποία έμενε στο ίδιο ίδρυμα ίσως και πριν από τον Αποστόλη, αλλά σε διαφορετικό ξενώνα, στο θηλέων. Μας πήρε αρκετό καιρό να καταλάβουμε γιατί η Χάρις δεν έμενε μαζί μας. Για εμάς ήταν το ίδιο, αλλά όπως μας πληροφόρησε η κυρία Σοφία ‘’τα κορίτσια μένουν σε άλλον ξενώνα, αλλά μπορείτε να παίζετε παρέα στην αυλή’’. Η Χάρις ήταν ένα κορίτσι αρκετά ταλαιπωρημένο από τις μετακινήσεις της σε διαφορετικά σπίτια φιλοξενίας και ιδρύματα. Δε θυμόταν καν πόσα είχε αλλάξει. Μια μέρα τη ρώτησα αν θυμάται την οικογένεια της μα δεν πήρα απάντηση, μονάχα σηκωμένους ώμους. Από τότε δεν ξαναρώτησα, και όποτε την έβλεπα να σηκώνει τους ώμους ήξερα ότι νιώθει άβολα. Η Χάρις με εξαίρεση το όνομα της ήταν κατά τα άλλα ένα κανονικό αγόρι. Είχε κοντά ξανθά μαλλιά με αφέλειες, όπως είχαν τα περισσότερα αγόρια, ντυνόταν μόνο με αθλητικά και έπαιζε το καλύτερο μπάσκετ σε όλο το ίδρυμα. Τις ελεύθερες ώρες της αν δεν έριχνε σουτάκια στη μπασκέτα της αυλής θα την έβλεπες να εξασκείται στο επιτραπέζιο μπασκετάκι της.

 

Την ίδια γκάφα με εμάς που τη νομίζαμε για αγόρι είχε κάνει κάποτε και ο φωτογράφος που είχε επισκεφθεί το ίδρυμα στην αποφοίτηση από το δημοτικό. Είχε τοποθετήσει όλα τα αγόρια στις πίσω σειρές της φωτογραφίας και τα λιγοστά κορίτσια στη μπροστινή. Η Χάρις στεκόταν χαμογελαστή με τα μελί μάτια της να λάμπουν, ανάμεσα σε εμένα και τον Αποστόλη. Ο φωτογράφος σάστισε όταν πέρασε να βγάλει τις ατομικές φωτογραφίες και είδε γραμμένο το όνομα της στον πίνακα της τάξης ‘’Χαριτωμένη’’. Ένα όνομα που είχε γίνει πολλές φορές αφορμή για κοροϊδία στο γυμνάσιο.  

 

Μετά από λίγους μήνες ήρθε στον ξενώνα που μέναμε ο Μανώλης. Σε αντίθεση με τον Αποστόλη, το Μανώλη πολλά παιδιά δεν τον πλησίαζαν, κι αυτό κυρίως γιατί ήταν πανύψηλος και αρκετά ευτραφής για την ηλικία μας. Αν ξέρω ένα πράγμα για το Μανώλη είναι ότι είχε και έχει την πιο ευαίσθητη ψυχή που ξέρω. Ήταν ο μόνος από όλους μας που του επιτρεπόταν να έχει επαφή με τη μητέρα του. Παρόλα αυτά ποτέ δε την αποκαλούσε ‘’μαμά’’, και δε φαινόταν να χαίρεται όταν ερχόταν για επίσκεψη. Θυμάμαι να σκέφτομαι ότι δεν έμοιαζαν καθόλου, και πως γίνεται κάποιος τόσο ψηλός να έχει μια  τοσοδούλα για μάνα. Στον ελεύθερο χρόνο του πάντα έγραφε στίχους, τον έβρισκε κανείς να τραγουδά ή να μουρμουρίζει φορώντας τα ακουστικά του. Τα σαββατοκύριακα παίζαμε μαζί video games μέχρι τελικής πτώσεως.

 

Τη χρονιά που ήρθε ο Μανώλης έπρεπε να πάμε σε εξωτερικό γυμνάσιο καθώς το ίδρυμα παρείχε εσώκλειστο σχολείο ως το δημοτικό. Στο γυμνάσιο αντιλήφθηκα πόσο διαφέραμε από τα κορίτσια. Στο ίδρυμα δεν είχα αντιληφθεί πως θα μπορούσαν να είναι τόσα πολλά αφού σε εμάς έμεναν το πολύ πέντε με έξι κορίτσια. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί τα αγόρια ήταν πάντα η πλειοψηφία στην εγκατάλειψη. Η κυρία Σοφία μου είχε πει κάτι του τύπου ‘’Το ότι είστε εδώ δεν έχει να κάνει με εσάς, κάτι που κάνατε ή είπατε, ούτε και με το φύλο σας’’. Δε θυμάμαι ακριβώς τα λόγια της κι αυτό με θυμώνει, μα θυμάμαι πως για πρώτη φορά μου τόνισε κάτι με τόσο στόμφο, σα να ήθελε να το θυμάμαι.

Για κακή μας τύχη τα παιδιά στο γυμνάσιο πολύ εύκολα έβγαζαν παρατσούκλια. Για την υπόλοιπη τάξη λοιπόν ήμαστε το ρακούν, ο Χάρης, ο χοντρός ή αλλιώς μπούλης, κι εγώ, το γυφτάκι ή αλλιώς ο Ρομά. Σιχαίνομαι και τα δύο παρατσούκλια μα αν έπρεπε να επιλέξω δε θα επέλεγα το Ρομά. Δεν ήξερα καν τι σημαίνει. Μεγαλώνοντας άκουσα γονείς των παιδιών στο σχολείο να με φωνάζουν ‘’αθίγγανο’’. Ρώτησα την κυρία Σοφία τι σημαίνει, κι εκείνη μου είπε με σχεδόν δακρυσμένα μάτια ότι είναι ο ανέγγιχτος, και ευχήθηκα μέσα μου να ήταν όντως έτσι. Από τότε είχα αυτή τη λέξη σαν φυλαχτό. Σκεφτόμουν ότι αν όντως ήμουν ανέγγιχτος κανένα χέρι και καμία κακία δε θα με άγγιζε, κι αυτή νομίζω ήταν η μεγαλύτερη μου φαντασίωση τότε.

 

Άπειρες φορές τα παιδιά στο σχολείο με έδερναν, ιδίως όταν με έβρισκαν μόνο μου. Τις πρώτες μέρες στο σχολείο τις θυμάμαι εφιαλτικές. Ο Αποστόλης ήταν άρρωστος και ήμουν μόνος στο τμήμα. Με τη Χάρις και το Μανώλη δεν είχαμε ακόμη δεθεί τόσο, μιας και τη Χάρις τη βλέπαμε σπάνια στην κοινή αυλή, αφού συνήθως ήταν τιμωρία, και το Μανώλη φοβόμασταν να τον πλησιάσουμε. Έτσι, στα διαλείμματα καθόμαστε ο καθένας σε μια γωνιά του προαυλίου, λίγο πιο έξω από το γκαζόν. Στη δικιά μου μαζεύονταν πάντοτε περισσότερα παιδιά. Με κάθε αφορμή η παρέα των δίδυμων αδερφών, του Γρηγόρη και της Αλεξίας, μου πετούσαν τη μπάλα με δύναμη. Εγώ όμως δεν έκλαιγα. Κι όσο δεν έκλαιγα, τόσο με χτυπούσαν.

 

Μια μέρα από αυτές, η Χάρις τους είδε από την απέναντι γωνία να με κλωτσάνε και ήρθε να με υπερασπιστεί. Δε θυμάμαι τα λόγια της μα θυμάμαι να μπαίνει μπροστά μου με ανοιχτά τα χέρια. Στη ζωή μου μέχρι τώρα δε με έχει υπερασπιστεί έτσι άλλος άνθρωπος. Για εμένα έκτοτε έγινε η αδερφή που δεν είχα, και χάρη σε εκείνη έμαθα να βάζω και κανένα καλάθι. Μέσα σε λίγους μήνες οι τέσσερις μας γίναμε οικογένεια. Το σχολείο δεν ήταν το αγαπημένο μας μέρος όπως ήταν φυσικό. Όλα τα παιδιά των πλουσίων έκαναν ένα σωρό ιδιαίτερα και επιπλέον μαθήματα. Ευτυχώς για εμάς ο Αποστόλης πάντα μας ξελάσπωνε στα μαθηματικά, η Χάρις στα αθλήματα και τους καβγάδες με τους συμμαθητές, ο Μανώλης στη λογοτεχνία και την ποίηση, κι εγώ στα καλλιτεχνικά. Αν μας βαθμολογούσαν όλους μαζί πιστεύω θα μας έβαζαν άριστα. Ο καθένας μόνος του όμως δεν περνούσε καν την τάξη.

 

Οι καθηγητές μας ήταν κάτι κουρασμένοι μεσήλικες που με το ζόρι μπορούσαν να θυμηθούν τα ονόματα μας. Κι εμείς δε φροντίζαμε να τους τα υπενθυμίζουμε και συχνά. Ο κύριος Παππάς, ο γυμνασιάρχης, μάς θυμόταν από τις αποβολές που παίρναμε. Όποτε υπήρχε καβγάς γινόταν κάτι παράξενο, εμείς παίρναμε αποβολή, οι υπόλοιποι όχι. Και έτσι συχνά πυκνά οι συμμαθητές μας έβρισκαν τις τσάντες τους κατουρημένες και οι καθηγητές τον πίνακα γεμάτο με βρισιές τοποθετημένες μέσα σε ποιήματα που σκάρωνε ο Μανώλης. Ξέχασα να σας πω πως το σχολείο στο οποίο ήμαστε υποχρεωμένοι να πηγαίνουμε ήταν και το μοναδικό που ήταν κοντά στο ίδρυμα, άρα και η μόνη επιλογή. Μεγαλώνοντας έμαθα πως το να μην έχεις επιλογή μπορεί να αποβεί επικίνδυνο.

 

Προς το τέλος της πρώτης γυμνασίου βρήκαμε και οι τέσσερις μας το θάρρος να μιλήσουμε στην κυρία Σοφία για το πόσο άσχημη ήταν η εμπειρία του σχολείου για εμάς. Έμεινε να μας κοιτά με τα γαλάζια της μάτια ορθάνοιχτα, μα δεν ήμαστε σίγουροι ότι μας είχε ακούσει όπως έκανε συνήθως. Δεν είχε καμία έκφραση, σα να είχε στερέψει από ενέργεια. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Μας ρώτησε αν έχουμε μιλήσει στο διευθυντή του ιδρύματος, κι έπειτα είπε ότι θα το κάνει εκείνη. Μέσα σε δύο εβδομάδες μάθαμε για την παραίτηση της από το ίδρυμα. Είχε βρει κάπου αλλού δουλειά και δε μπορούσε να συνεχίσει μας είπαν. Αργότερα κατάλαβα τους λόγους. Ήταν πολύ διαφορετική και πολύ μόνη για να αντέξει το ίδρυμα. Εμείς ευτυχώς είχαμε ο ένας τον άλλον εκεί έξω. Οι υπόλοιποι φροντιστές έκαναν μια δουλειά, εκείνη έδινε την ψυχή της. Κι έτσι, κάποια στιγμή της την έβγαλαν κι έφυγε. Έκτοτε δε μιλήσαμε ξανά σε κάποιον ενήλικα για το πρόβλημα μας. Δεν είχε νόημα, κι από εκεί ξεκινούν τα περισσότερα προβλήματα.

 

Θυμάμαι να μας έχουν χωρίσει στη γυμναστική σε ομάδες και για κακή μας τύχη ο καθένας μας ήταν και σε μια διαφορετική. Υποθέτω πως ο γυμναστής μας είχε αντιληφθεί τη σοβαρότητα της έντασης και ήθελε να μας συμφιλιώσει με το υπόλοιπο τμήμα. Ο Μανώλης δεν είχε άλλη επιλογή από το τέρμα στο ποδόσφαιρο, και εγώ την επίθεση στην απέναντι ομάδα. Έτρεχα πάντα γρήγορα μα όσες φορές έφτασα τότε στο τέρμα έριχνα στο γάμο του καραγκιόζη, για να μη τα ακούσει ο Μανώλης. Συνήθως στόχευα στο γραφείο του κυρίου Παππά, μα δεν κατάφερα να σπάσω το τζάμι. Κάποια στιγμή κατάφερα να σπάσω την αγαπημένη του γλάστρα, κι αυτό ήταν μια μικρή νίκη, δε μπορώ να πω. Ο καημένος ο Μανώλης άκουγε χίλιες δύο προσβολές όταν έμπαινε γκολ. Κατά έναν περίεργο λόγο η πλειοψηφία θα αφορούσαν τη μητέρα του, και δε θα μπορούσε να το νοιάζει λιγότερο. Τα υπόλοιπα σχόλια, που αφορούσαν τα κιλά του, τού έκανα νόημα που να τα γράψει. Εκείνος γέλαγε μαζί μου και σήκωνε ξανά το κεφάλι.

 

Ο Αποστόλης ήταν στην ομάδα που έπαιζε κορόιδο, παιχνίδι που ξεθάψανε τυχαία από τις ημέρες του δημοτικού, και μαντέψτε ποιος βγήκε πρώτος με ψευδώνυμο. Όπως έμαθε το ‘’ρακούν’’ ήταν μάλλον η πιο φιλική λέξη από όλες τις ιδέες που είχαν οι συμμαθητές μας. Εκείνο το βράδυ στο δωμάτιο μας ο Αποστόλης μου είπε ότι τα ρακούν είναι μια χαρά έξυπνα ζώα που μάχονται με δύναμη ενάντια στους αντιπάλους του, σε αντίθεση με τους λατρεμένους μας συμμαθητές που είχαν γεννηθεί για να μη μάχονταν ποτέ και για τίποτα. Μου διάβασε μια ιστορία που δεν έμαθα αν είναι αληθινή, μα λίγη σημασία θα είχε κι αν ήξερε. Πριν από τη δεκαετία του `70 λέει, το ρακούν ήταν ένα ζώο άγνωστο για τους Ιάπωνες. Μέχρι που κυκλοφόρησε μια παιδική ταινία η οποία αφηγούταν την ιστορία ενός αγοριού με το κατοικίδιο ρακούν του. Τα παιδιά στην Ιαπωνία ήθελαν κι αυτά ένα κατοικίδιο ρακούν, κι έτσι πωλήθηκαν από την Αμερική πλήθη ρακούν. Στο τέλος της ταινίας το αγόρι απελευθερώνει το ρακούν στη φύση. Τα παιδιά έπραξαν το ίδιο, και τα ζώα προσαρμόστηκαν εύκολα. Κοίταξα τον Αποστόλη και σκέφτηκα πως ήταν τόσο σπάνιος όσο ήταν τα ρακούν πριν το ’70 στην Ιαπωνία.

 

Την ώρα της γυμναστικής η Χάρις ήταν στην ομάδα που είχε μόνο κορίτσια, το χειρότερο της δηλαδή. Είχε βάλει τα καινούρια της λευκά αθλητικά και τα θαύμαζε πως άστραφταν στον ήλιο. Δε μας είχε αφήσει καν να της τα χτυπήσουμε για καλορίζικο, κι αυτό σήμαινε ότι της άρεσαν πολύ. Οι συμμαθήτριες μας αντάλλαξαν συνθηματικά βλέμματα και αποφάσισαν να παίξουν πατητό. Κάθε φορά που ανακαλούσαν παιχνίδια δημοτικού ξέραμε ότι δεν ήταν από νοσταλγία. Καμία τους δεν της χαρίστηκε, και ιδίως η Αλεξία μια και την είχε βάλει εξαρχής στο μάτι, ως αρχηγός του τμήματος. Εκείνη τη μέρα της μαύρισαν και της έσκισαν τα παπούτσια από τη λύσσα τους, αλλά ο γυμναστής κρυβόταν πίσω από τους κάδους και έτρωγε με λύσσα τα αγαπημένα του κρουασάν.

 

Ήταν η μόνη φορά που είδα τη Χάρις να βουρκώνει. Την επόμενη ημέρα, έχοντας πάρει ξανά αποβολή, κι έχοντας βγει από τον κάδο ανακύκλωσης που την έριξαν οι συμμαθήτριες, η Χάρις καθόταν αυτή τη φορά πάνω στον κάδο του προαυλίου. Είχε τους ώμους σηκωμένους και τα χέρια σταυρωμένα μπροστά της. Ήξερα ότι κάτι δεν πάει καλά με το που την είδα. Είπε ότι δεν άντεχε άλλο την κατάσταση στο σχολείο, και για να το πει εκείνη που ήταν η πιο σκληρή από όλους εμάς μαζί, δε μπορώ να περιγράψω πόσο άσχημα ήταν τα πράγματα. Λυπάμαι που ήμουν τόσο δειλός και δε την υπερασπίστηκα όπως είχε κάνει εκείνη, αλλά την επόμενη μέρα πήρε η ίδια τη δικαιοσύνη στα χέρια της.

 

Για τη Χάρις δε μπορούσε να έχει άλλη μορφή η δικαιοσύνη από τη μπάλα του μπάσκετ. Έχοντας κλέψει τη μπάλα από την Αλεξία, έβαλε ένα φαντασμαγορικό καλάθι με την αντίπαλο της να βρίσκεται ακριβώς κάτω απ’ τη μπασκέτα. Εκούσια κρεμάστηκε με τα χέρια απ’ τη μπασκέτα κι έπειτα έπεσε πάνω της με φόρα, χωρίς τίποτα χαριτωμένο. Η Αλεξία σωριάστηκε στο έδαφος κάνοντας όλο το προαύλιο να γυρίσει να αναζητήσει την πηγή του θορύβου. Την ώρα της προσγείωσης της η Χάρις μας εξομολογήθηκε ότι σκόπευε να της δώσει μπουνιά στα δόντια, μα τελικά πριν το κάνει είδε μια λίμνη αίματος να βγαίνει απ’ το στόμα της Αλεξίας. Είχε δαγκώσει και κόψει τη γλώσσα της την ώρα της πτώσης και έκτοτε έλειψε ένα διάστημα από το σχολείο. Η ίδια δεν πλησίασε ξανά απειλητικά ούτε τη Χάρις, αλλά ούτε κι εμάς.

 

Μετά από εκείνο το συμβάν τα υπόλοιπα παιδιά είχαν εντείνει τις επιθέσεις τους, με στόχο να λάβουν εκδίκηση. Όποτε μας έβρισκαν εκτός σχολείου φρόντιζαν να μας κλέβουν το χαρτζιλίκι μας, το φαγητό μας και ο,τι άλλο έβρισκαν. Εκείνη την εποχή, αν και βαρύς χειμώνας, θυμάμαι πως είχα βρει όλους τους πιθανούς παράδρομους για να φτάσουμε στο σχολείο και να γυρίσουμε στο ίδρυμα. Είχα εφεύρει τόσες πολλές διαδρομές που οι υπόλοιποι τρεις δυσκολεύονταν να ακολουθήσουν το συνειρμό μου. Κάθε φορά νόμιζαν πως είχαμε χαθεί και εγώ χαιρόμουν να τους αποδεικνύω το αντίθετο. Τα πρώτα μου χρόνια με την οικογένεια μου μού είχαν μάθει καλά να μπορώ να βρω το δρόμο μου οπουδήποτε έχω υπάρξει έστω και μια φορά στη ζωή μου. Ήμουν υποθέτω ένας κανονικός τσιγγάνος, με εξαίρεση τη φωνή μου που ποτέ δεν έγινε τόσο μελωδική, παρά την εξάσκηση μου. Τα περισσότερα παιδιά απ’ την τάξη μας είχαν ακόμη τη συνοδεία των γονιών τους ή του υπηρέτη τους στη διαδρομή από και προς το σχολείο. Προνόμιο που σε εμάς έλειπε εδώ και χρόνια, ή δε το είχαμε ζήσει και ποτέ. Πώς να σου λείψει άραγε κάτι που δεν έχεις ζήσει ποτέ; Παρέα με την πλοήγηση μου, βάζαμε στοιχήματα για το πόση ώρα θα μας πάρει, ακούγαμε τραγούδια και μετρούσαμε σε πόσα θα φτάσουμε στον προορισμό μας και είχαμε μετατρέψει την εμπειρία του εκφοβισμού σε περιπέτεια για εμάς τους τέσσερις.

 

Ένα βράδυ του Γενάρη είχαμε συμφωνήσει να βρεθούμε στην παιδική χαρά του ιδρύματος για να καταστρώσουμε το σχέδιο εκδίκησης μας. Μόλις βγήκαμε οι τρεις μας από το παράθυρο του δωματίου που μοιραζόμουν με τον Αποστόλη ένιωσα το κρύο να με διαπερνά. Τους τελευταίους μήνες η παιδική χαρά του ιδρύματος είχε γίνει ο τόπος συνάντησης μας και το μέρος όπου καταστρώναμε τα σχέδια μας. Ο Μανώλης ήρθε λίγο αργότερα και η Χάρις μας περίμενε ήδη εκεί. Η κόκκινη λάμψη από το τσιγάρο της ξεχώριζε μέσα στα σκοτάδια. Καθίσαμε στις κούνιες, σημάδι πως κι εμείς γυρίζαμε στα πρώτα μας ένστικτα, με πρωταγωνιστή το θυμό για την επιβίωση.

 

Ο Αποστόλης ως γνωστός τελειομανής είχε καταστρώσει το σχέδιο για την καταστροφή του σχολείου, η Χάρις είχε ήδη συμφωνήσει απ’ την πρώτη στιγμή, ενώ εγώ και ο Μανώλης είχαμε αρχικά εκφράσει τις ανησυχίες μας. Προσωπικά είχα πάντοτε μια ιδιαίτερη σχέση με το φόβο για να είμαι ειλικρινής. Στην αρχή της ζωής μου ο φόβος με κυρίευε, θα μπορούσε κάποιος εύκολα να με χαρακτηρίσει ‘’δειλό’’ και ‘’αναποφάσιστο’’. Το μόνο που δε φοβήθηκα ποτέ ήταν το να είμαι στο δρόμο, για κάποιο λόγο αυτό το ένιωθα σπίτι μου. Αφότου μεταφέρθηκα στο ίδρυμα αγνοούσα επιδεικτικά το φόβο, ίσως γιατί ασυνείδητα ήξερα ότι δε μπορούσα να ελέγξω και πολλά. Κάπου γύρω στην εφηβεία μου κατάλαβα πως κάποια πράγματα πρέπει να τα φοβάσαι, αλλιώς μπλέκεις πολύ άσχημα. Σε εκείνη τη φάση της ζωής μου όμως αποφάσισα ότι μπορούσα να κάνω μια εξαίρεση, αφού έτσι κι αλλιώς είχα μπλέξει ήδη σε κάτι που δεν ήθελα.

 

Ξεκινήσαμε το δρόμο προς το σχολείο για πρώτη φορά χωρίς φώτα. Στην αρχή όλοι ρωτούσαν προς τα που πάμε, όμως έπειτα από λίγο όλοι ένιωθαν πιο σίγουροι για τη διαδρομή. Είχε μόλις αρχίσει να χιονίζει, πράγμα πολύ περίεργο για αυτή την περιοχή. Ήμαστε όλοι σίγουροι πως η χιονόπτωση θα σταματούσε σύντομα και δε θα μας εμπόδιζε. Στο τέλος της διαδρομής αντιλήφθηκα πως τα χέρια μου, παρά τα γάντια που φορούσα, είχαν πετρώσει και η μύτη μου ήταν έτοιμη να αποκοπεί από το πρόσωπο μου. Τα πρόσωπα των φίλων μου ήταν κατακόκκινα, ο δε Αποστόλης έμοιαζε να έχει μελανιάσει ολόκληρος. Ήταν η μόνη φορά που δεν ξεχώριζα τους μαύρους κύκλους του με την πρώτη ματιά. 

 

Όταν φτάσαμε στο σχολείο γνωρίζαμε ήδη την πλευρά που ήταν πιο εύκολο να σκαρφαλώσουμε τα κάγκελα. Ανεβήκαμε όλοι μαζί και δώσαμε τα χέρια για να συμφωνήσουμε στην επικείμενη καταστροφή, λέγοντας το σύνθημα της ομάδας μας  ‘Οι χειρότεροι είναι διψασμένοι για νίκες’’. Βγάλαμε από τις σχολικές μας τσάντες τα σπρέι μας και διασκορπιστήκαμε στο προαύλιο. Γράψαμε σε όλους τους τοίχους όσα θέλαμε να πούμε και κανείς δεν άκουγε. Η Χάρις ζωγράφισε όλους τους κάδους, ο Αποστόλης έγραφε μόνο βρισιές -όλες στα αγγλικά για κάποιο λόγο-, κι ο Μανώλης με μεγάλα γράμματα έγραψε τις ‘’καλύτερες ευχές ‘’του για το Γυμνασιάρχη κάνοντας μια ομοιοκαταληξία του ‘’Παππά’’ με τα ‘’σκατά’’. Προσωπικά μου έμοιαζαν κάπως συνώνυμα εκείνη την εποχή. Κι εγώ που ποτέ δεν έγραφα καλά, ζωγράφισα μια ωραία κλειστή γροθιά με το μεσαίο δάχτυλο να υψώνεται.

 

Την επόμενη μέρα στο σχολείο ο Παππάς μας ανακοίνωσε ότι ο βανδαλισμός δεν έχει χώρο στα σχολεία. Ο Μανώλης μου είχε πει ότι συνήθως οι λέξεις σε -ισμός έχουν αρνητική χροιά. Όπως πχ ρατσισμός, φασισμός, καπιταλισμός, χριστιανισμός και ρεαλισμός. Κι εγώ σκεφτόμουν πως όλα τα υπόλοιπα χωρούσαν περιέργως στο σχολείο μας, άρα γιατί όχι ΚΑΙ ο βανδαλισμός; Για καλή μας τύχη ο Παππάς δεν είχε αποδείξεις για να αποδώσει ευθύνες και αποβολές. Έτσι, δε μπόρεσε να κατηγορήσει κανέναν μας. Αποφάσισε όμως ότι το σχολείο θα εγκαθιστούσε κάμερες και μάλιστα άμεσα για να αποφευχθούν άλλες παρόμοιες ζημιές. Τη στιγμή της ανακοίνωσης σκέφτηκα για μια στιγμή αν αυτές οι κάμερες θα ήταν η σωτηρία μας. Οι τυχόν αποδείξεις για τις επιθέσεις των συμμαθητών μας θα έδειχναν στον Παππά όσα δεν ήθελε να δει. Σύντομα η ουτοπία αυτή καταργήθηκε αφού η πραγματικότητα ήρθε να διαψεύσει το όνειρο.

 

Μέσα σε δυο μέρες οι κάμερες είχαν κάνει την πρώτη τους εγγραφή στο σχολείο και εγώ στο μυαλό μου τις πυροβολούσα μια-μια σα το video game που παίζαμε με το Μανώλη τα σαββατοκύριακα. Όταν αναζητούσα ένα διάλειμμα συχνά φανταζόμουν μια παράλληλη πραγματικότητα στην οποία ήμουν ήρωας των παιχνιδιών που παίζαμε. Το πιο αγαπημένο μου ήταν ένα στο οποίο οδηγούσες στο δρόμο και πατούσες τους πάντες και τα πάντα στο διάβα σου. Το πιο αστείο είναι ότι ο διευθυντής του σχολείου συχνά ισχυριζόταν ότι τα video games κάνουν τα παιδιά πιο βίαια, χωρίς να βλέπει ότι το ίδιο το σχολείο μας έκανε βίαιους, και τα παιχνίδια ήταν μάλλον ο πιο ακίνδυνος τρόπος να ξεσπάμε το θυμό μας.

 

Έχοντας σχεδόν ολοκληρώσει το πρώτο έτος του γυμνασίου, και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μας να ηγηθούμε αυτής της αγέλης, οι περισσότεροι συμμαθητές μας συνέχιζαν να μας τρομοκρατούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Στη διαδρομή από και προς το σχολείο συχνά ξεσπούσαμε σε ότι βρισιά και κατάρα μπορείτε να φανταστείτε για τους συμμαθητές μας. Μια μέρα που καταφθάναμε στο σχολείο υπήρχε μια περίεργη ησυχία παντού. Γρήγορα μάθαμε πως ο αρχηγός της αντίπαλης ομάδας, ο Γρηγόρης, μαζί με την αδερφή του, θα έφευγε σύντομα από το σχολείο. Η οικογένεια τους θα μετακόμιζε σύντομα στο εξωτερικό, κι εκείνος με την Αλεξία θα αναγκάζονταν να φύγουν μαζί τους. Στο άκουσμα της είδησης ήρθε αυτόματα μια μεγάλη ανακούφιση σε όλους μας, και παράλληλα μια ενοχή. Είχαν πιάσει ξαφνικά οι κατάρες μας και εκείνοι αναγκάζονταν να φύγουν, όπως είχαμε αναγκαστεί να φεύγουμε κι εμείς.

 

Όμως κάτι μέσα μας έσπασε όταν τους είδαμε να κάθονται μόνοι στο προαύλιο για πρώτη φορά. Είχαν σκυμμένο το κεφάλι και δε μιλούσαν, φαίνονταν κι εκείνοι να είναι ευάλωτοι μπροστά στις αποφάσεις των μεγάλων. Εμείς ξέραμε πως είναι να αποχωρίζεσαι μέρη κι ανθρώπους, μα γι’ αυτούς ήταν πρωτόγνωρο και μεγάλο. Ο Μανώλης, που πάντα είναι ο πιο ευγενικός, τους πλησίασε και ρώτησε κάτι δειλά. Στην αρχή δεν πήρε απάντηση, μα μετά κάπως βρεθήκαμε να παίζουμε όλοι σε μια παρέα. Υπάρχουν στιγμές που ακόμη εύχομαι να ήταν τόσο εύκολο να συμφιλιωθείς με κάποιον όντας ενήλικος, όπως ήταν ήμαστε παιδιά.

 

Η τελευταία εβδομάδα τους στο σχολείο ήταν η εβδομάδα ανακωχής. Ο Γρηγόρης και η Αλεξία, και η παρέα τους με τις οδηγίες τους, είχαν αλλάξει πολύ, σα να μεγάλωσαν ξαφνικά. Σαν πλέον οι καλύτεροι να μην πίστευαν σε τίποτα. Κι εμείς, οι χειρότεροι, είχαμε μάλλον μάθει κάτι πολύτιμο, και συνεχίζαμε να διψάμε για νίκες, αλλά νίκες χωρίς πόλεμο. Νίκες μας ήταν η ασφάλεια στο σχολείο και το δικαίωμα να ζούμε χωρίς φόβο. Πριν φύγουν τα δίδυμα από το σχολείο ο Γρηγόρης είχε μιλήσει σε όλη την παρέα τους και είχαν συμφωνήσει να συνεχίσουν να μας φέρονται όπως την τελευταία εβδομάδα, να είμαστε πια ενωμένοι. Το δώρο μας στο Γρηγόρη ήταν εκείνο το video game που παίζαμε παρέα με το Μανώλη, ενώ η Χάρις έδωσε στην Αλεξία το επιτραπέζιο μπασκετάκι της για να ξορκίσει τη φοβία της στο μπάσκετ. Από ότι φαίνεται ως παιδιά ξέραμε κάποια πράγματα καλύτερα από τους μεγάλους.

 

Πέρασαν χρόνια από τότε και κάθε φορά έχουν όλα μια γλυκόπικρη γεύση. Κάθε φορά που βλέπω τους φίλους μου σκέφτομαι πόσο τυχερός έχω υπάρξει που έχω μια τόσο υποστηρικτική οικογένεια.  Γράφοντας αυτό το γράμμα ξέχασα το λόγο που ξεκίνησα να γράφω. Όντας πλέον γονιός για πρώτη φορά μάλλον βρήκα τρόπο να συνδεθώ με το παιδί που ήμουν κάποτε. Ίσως ο λόγος ήταν να θυμηθώ κάτι, ίσως πάλι να ήταν μια απόπειρα να βρω ένα άλλο νόημα σε όσα κάποτε με καθόριζαν.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Κατερίνα Δαμιανίδη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Η φωτογραφία είναι του Bruce Davidson

 

USA. New York City. 1959. Brooklyn Gang.