Τα παντζάρια του έρωτα και του διαβόλου

0
1059

                                          Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι beets-barbara-andolsek.jpg             

1.   Η ΡΟΥΤΙΝΑ

Στις έξι παρά τέταρτο χτύπησε το ξυπνητήρι, δεν την ξύπνησε όμως, η Όλγα είχε ανοίξει τα μάτια της  τουλάχιστον σαράντα λεπτά πριν και αρνούνταν να κάνει οτιδήποτε. Είχε μείνει ξαπλωμένη να κοιτάει το ταβάνι. Με ανοιχτά τα μάτια ονειρευόταν όλα αυτά που κάποτε  θα ήθελε να είχε γίνει. Έβλεπε τον εαυτό τις μπαλαρίνα να δίνει παράσταση στο  τσίρκο Μεντράνο. Τα φώτα έσβηναν, άναβαν οι προβολείς και από τα ηχεία  ακουγόταν η αναγγελία της παράστασης της:”Κυρίες και κύριοι καλωσορίστε την σπουδαιότερη μπαλαρίνα του κόσμου, την Όλγα Παγωτίνι!”
Και ο κόσμος ξεσπούσε σε χειροκροτήματα καθώς εμφανιζόταν με πιρουέτες πάνω στην σκηνή για να εκτελέσει την μοναδική της περφόρμανς.

Δευτερόλεπτα μετά έπαιζε σε μια κομεντί στην τηλεόραση δίπλα στον Μπραντ Πιτ που στο τέλος την φιλούσε με πάθος και έπεφταν οι τίτλοι τέλους. Άλλωστε είναι γνωστό πως το κλασικό πρότυπο ξανθά μαλλιά – γαλανά μάτια, ήταν πάντα το αγαπημένο της. Φυσικά αμέσως μετά έδινε την μεγάλη της συναυλία στο Ολυμπιακό στάδιο και ο κόσμος την αποθέωνε!

Ως ζωγράφος δεν ήταν γνωστή, ονειρευόταν πως ζούσε σε μια σοφίτα στο Greenwitch Village της Νέας Υόρκης, τα χέρια της ήταν μόνιμα λερωμένα από τις μπογιές και οι κατακόκκινες μπούκλες της ήταν ανακατωμένες σαν να μην τις είχε χτενίσει ποτέ. Οι πίνακες που ήταν διάσπαρτοι στην σοφίτα της, καθώς αυτό ήταν και το ατελιέ της, είχαν το ίδιο θέμα. Εδώ και μήνες η Όλγα προσπαθούσε να ζωγραφίσει τα χρώματα του ουρανού της Νέας Υόρκης πριν από το σούρουπο.

Ο ήχος του ξυπνητηριού τώρα την διέκοψε από την ονειροπόληση της και την επανέφερε στην πραγματικότητα και την ρουτίνα του Bord de L’eau, του χόστελ που με όλο το μεράκι της είχε διακοσμήσει και στήσει  και που εδώ και δυο χρόνια είχε ανοίξει τις πόρτες του

Μια τελευταία σκέψη έκανε, πως δεν ήταν και λίγα αυτά που ήθελε να γίνει από μικρή, τόσα πολλά πράγματα που ήθελε να γίνει που ίσως αυτός είναι και ο λόγος που δεν έγινε τίποτα από αυτά, και πετάχτηκε από το κρεβάτι της.

Μην το παρεξηγήσουμε ήταν ευτυχισμένη και περήφανη για το μικρό της χόστελ.

«Μπορεί να μην είμαι στην Νέα Υόρκη όμως βλέπω τον Όλυμπο», σκεφτόταν  και χαμογελούσε. Ο λόγος που έβαζε το ξυπνητήρι της μισή ώρα πιο νωρίς ήταν γιατί ήθελε να απολαμβάνει το πρωινό της καφεδάκι ατενίζοντας το υπέροχο βουνό απέναντι. Αυτό ήταν σίγουρα κάτι που δεν το περίμενε από τον εαυτό της , ο ύπνος ήταν το αγαπημένο της πράγμα και βασικά και το χουζούρι, πόσο λάτρευε πάντα να μένει στο κρεβάτι και ας είχε ξυπνήσει. Πάντα σιχαινόταν το πρωινό ξύπνημα και να σηκώνεται νωρίς. Όμως με τα χρόνια κάποια πράγματα αλλάζουν, μαζί και οι συνήθειες που έχουν οι άνθρωποι.

Κατέβηκε στο λόμπι μέσα στην μεταξένια ρόμπα της  φορώντας τα παιδικά παντοφλάκια της κόρης της και ας της ήταν μικρά. Ήταν ζεστά και το απολάμβανε. Πήγε στην εσπρεσιέρα και έφτιαξε το καφεδάκι της. Ένα λαχταριστό Φρέντο καπουτσίνο σκέτο αλλά με το αφρόγαλα να απλώνεται σαν ποίημα, όπως της το είχε μάθει να το κάνει εκείνος. Στο τέλος έριξε και μερικούς κόκκους κανέλας έτσι για την αλητεία, σκέφτηκε, φόρεσε τα γυαλιά ηλίου της και ανέβηκε στο πάνω μπαλκόνι όπου τυλίχτηκε σε μια λαχανί φλις κουβέρτα.

Ήταν Απρίλιος αλλά τόσο νωρίς το πρωί η υγρασία στην πόλη της Κατερίνης ήταν ορατή με γυμνό μάτι. Απόλαυσε την θέα με την συνοδεία της μουσικής από το κελάηδισμα των πρωινών πουλιών και κάπνισε ένα τσιγάρο.  Πήρε το κινητό στα χέρια της και μελαγχόλησε όταν είδε ότι δεν της είχε στείλει τίποτα τις ώρες που αυτή κοιμόταν. Πληκτρολόγησε την λέξη ”Λείπεις” και του την έστειλε. Μια καρδούλα ήρθε άμεσα ως απάντηση και της ζέστανε την καρδιά. Με χαμόγελο τώρα κατέβηκε στην κουζίνα να ελέγξει άμα είχε έρθει η μαγείρισσα και άμα χρειαζόταν βοήθεια για την ετοιμασία του πρωινού.

Στην κουζίνα δέσποζε ο τεράστιος πίνακας που απεικόνιζε παντζάρια μέσα σε ένα καλάθι. Θυμήθηκε τον ενθουσιασμό του όταν τον αντίκρισε για πρώτη φορά.

«Μα είναι υπέροχος, πως το πέτυχες αυτό το χρώμα;» της είχε πει και την φίλησε στα χείλη.

«Αλήθεια το λες;» ρώτησε , τον πίστευε όμως, έβλεπε την φλόγα ενθουσιασμού στα μάτια του. Πόσο το λάτρευε όταν την κοιτούσε έτσι!

«Το παντζάρι συμβολίζει τον διάολο, το ξέρεις;» την ρώτησε και συνέχισε. «Ναι, σε πολλές χώρες το πιστεύουν αυτό. Στην Ουγγαρία για παράδειγμα είναι παραδοσιακό σύμβολο του διαόλου το παντζάρι. Το είχα διαβάσει σε ένα βιβλίο του Τομ Ρόμπινς, ο  οποίος υποστήριζε πως ότι ξεκινάει με ένα παντζάρι τελειώνει με τον διάβολο!»

Με ένα στόμα, ένα μυαλό και ζεστή καρδιά αποφάσισαν να τον κρεμάσουν στην κουζίνα. Σατανικό.

Συζήτησε για λίγη ώρα με την Δάφνη την μαγείρισσα για διάφορα κοινωνικού περιεχομένου θέματα και μετά πήρε την λίστα με τα ψώνια και ανέβηκε να ντυθεί για να πάει στην λαϊκή αγορά της Τετάρτης. Φόρεσε ένα Levi`s τζιν πετροπλυμένο και μια ζακέτα adidas . Τα μποτάκια που φορούσε στον κήπο και ένα μωβ φουλάρι στον λαιμό. Κατευθύνθηκε απρόθυμα προς το σκούρο πράσινο τζιπ. Την βαριόταν πολύ την λαϊκή αλλά δεν ήταν εδώ αυτός, για να τον στείλει. Τράβηξε με το κινητό της μια σέλφι με το βαριεστημένο και ξενερωμένο ύφος της και του την έστειλε.

«Χρωστάς διήμερο στο Πήλιο ρε μαλάκα» , του έγραψε.   Το μετάνιωσε και το διέγραψε.
«Χρωστάς διήμερο το ξέρεις ε;» το διόρθωσε και το έστειλε.

Κοιτάχτηκε λίγο στο καθρεφτάκι έβγαλε το κραγιόν της και χρωμάτισε τα χείλη της. Χτένισε με το χέρι της τα μαλλιά της με αποτέλεσμα να τα μπερδέψει ακόμη περισσότερο. Γύρισε το κλειδί στην μίζα βάζοντας με θόρυβο μπρος το αυτοκίνητο. Έβαλε πρώτη ταχύτητα πάτησε το γκάζι και με χάρη άρχισε να απομακρύνεται , πέντε χρόνια δίπλωμα είχε, κάτι είχε μάθει                          

 

                            2.  ΤΟ  ΓΡΑΜΜΑ

Λευκό , λευκό , λευκό παντού ΛΕΥΚΟ! Θα με τρελάνει αυτό στο  τέλος! Μα τι λέω είμαι ήδη τρελή εγώ, για αυτό με έχουν κλείσει μέσα στο κουτί.

Σε σκέφτομαι πολύ. Μην βλέπεις που δεν έρχομαι ποτέ. Με δένουν για να με κρατήσουν μακριά σου και εγώ τις αλυσίδες προσπαθώ να σπάσω. Είναι και εκείνος ο γιος του διαβόλου, προχθές ήρθε χαμογελώντας κρατώντας μια σύριγγα στο χέρι. Τον αναγνώρισα κατευθείαν, ήταν ο διάβολος και είχε μεταμορφωθεί, δεν του την χάρισα, του πάτησα ένα δάγκωμα στο χέρι του μπάσταρδου τόσο δυνατό που γέμισε αίματα το στόμα μου και ένα μικρό κομμάτι ανθρώπινης σάρκας έμεινε να κρέμεται από τα δόντια μου. Ούρλιαξε από τον πόνο δυνατά και φάνηκαν τα κατάλευκα του δόντια…XAXAXA . Η ανθρώπινη σάρκα δεν έχει ωραία γεύση, έχει την γεύση του θανάτου όταν την μασουλάς.                 Δεν μοιάζει με καμιά άλλη που έχω φάει!Το κοτόπουλο μου αρέσει εμένα, αλλά αγαπημένο μου είναι το μοσχάρι. Το ανθρώπινο κρέας έχει γεύση απαίσια, το θυμάμαι και ανακατεύομαι.                                     Μέχρι εκεί! Μετά δεν θυμάμαι τίποτα. Όποιος ανθρώπινη σάρκα γευτεί παθαίνει  αμνησία!

Ξύπνησα μέσα σε ένα κουτί που ήταν μέσα σε κουτί.  Δεμένη στις αλυσίδες μου και την σκέψη μου σε εσένα. Τα πικρά μου δάκρυα μουντζούρωσαν την μάσκαρα που έβαλα για να σου φαίνομαι όμορφη. Δεν ταιριάζω τώρα με κανένα νυφικό. Θα δραπετεύσω σύντομα από όλα αυτά  και όταν βγω από το κουτί θα έρθω ΕΛΕΥΘΕΡΗ  να σε πάρω από το χέρι να γυρίσουμε τον κόσμο μαζί. Τίποτα  άλλο δεν θέλω.
Σε   φιλώ γλυκά  παντού.
Τρελή για σένα… Ο.

3.  ΛΑΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και έτσι από νωρίς η λαϊκή αγορά είχε πλημμυρίσει με κόσμο. Oι μικροπωλητές με σθένος διαφήμιζαν  την πραμάτεια τους και ο κόσμος παζάρευε τα καλούδια που ήθελε να αγοράσει. Το βουητό που έβγαινε προς τα έξω θύμιζε θυμωμένο μελίσσι που ετοιμάζεται να επιτεθεί. Η Όλγα όταν έφτασε πήρε μια βαθιά ανάσα για να πάρει κουράγιο. Δεν την μπορούσε αυτή την οχλαγωγία, όμως τι να έκανε αφού την είχε αφήσει μόνη. Προχώρησε προς την καρδιά της αγοράς και ευγενικά χαμογελούσε στους γνωστούς που συναντούσε. Οι πάγκοι έσκαγαν από τα προϊόντα και η αλήθεια είναι ότι παρά τις έντονες μυρωδιές που ήταν ενοχλητικές η ποικιλία των χρωμάτων και η ποιότητα των λαχανικών ήταν τουλάχιστον εντυπωσιακή.

Αγόρασε από όλα τα είδη φρέσκιας σαλάτας και λίγο σπανάκι για να φτιάξει μια πίτα όταν θα ερχόταν. Ήταν η μεγάλη του αδυναμία. Μια μέρα μισό- αστεία, μισό- σοβαρά του είχε πει «ώρες -ώρες νομίζω πως με θέλεις επειδή  κάνω καλή σπανακόπιτα» .

« Να σου θυμίσω ότι όταν πρωτογνωριστήκαμε μου είχες δηλώσει πως είσαι πολύ καλή στις πίτες και ότι θα έχω πάντα όσες θελήσω. Φυσικά η Όλγα άλλο ήθελε να πει και αυτός το ήξερε, αλλά τώρα το κάθαρμα την εκμεταλλευόταν.

Προχώρησε και άλλο, αγόρασε τις καλύτερες ελιές που βρήκε, το Χόστελ φημιζόταν για την σπιτική πάστα ελιάς που σέρβιρε με το πρωινό, τυρί φέτα και ακόμα διάφορα φρέσκα λαχανικά. Τσέκαρε την λίστα με τα ψώνια. Τα είχε πάρει όλα. Γύρισε και άρχισε να περπατάει προς την έξοδο. Είδε κάτι ωραία φρέσκα φασολάκια και σταμάτησε να αγοράσει μερικά. Τότε ήταν που είδε δίπλα ολόφρεσκα, τεράστια και με την πρωινή δροσιά ακόμα πάνω τους (ναι καλά το μαντέψατε) παντζάρια!! Έβγαλε κατευθείαν το κινητό της, τα έβγαλε φωτογραφία και του τα έστειλε. Μέχρι να αγοράσει κανά δυο κιλά το κινητό της χτύπησε. Τις είχε στείλει ένα απλό emoji, ένα μικρό διαβολάκι που χόρευε.

«Πότε θα γυρίσεις λείπεις πολύ καιρό;» του έστειλε ακόμη και χωρίς να περιμένει απάντηση προχώρησε προς το αυτοκίνητο.  Στην διαδρομή προς το χόστελ σε κάθε φανάρι έλεγχε το κινητό της για να δει αν της απάντησε. Λέξη ο μπάσταρδος!

Έφτασε στο Χόστελ και ένιωθε ήδη εξαντλημένη, ας ήταν ακόμα πρωί. Άφησε τα ψώνια στην κουζίνα, παρήγγειλε μια σπιτική λεμονάδα και πήγε και έκατσε στην μεγάλη κούνια. Ακούμπησε τα τσιγάρα της και το κινητό πάνω στο γυάλινο τραπέζι και την τσάντα δίπλα της στην κούνια. Έκλεισε το βαζάκι με την λεμονάδα για να την ανακατέψει και ύστερα το άνοιξε και το έφερε στα χείλη της. Έβγαλε από την τσάντα το βιβλίο της για να διαβάσει. Κατά τις δώδεκα έφαγε ένα σάντουιτς με τόνο και αποφάσισε να πάει να ξεκουραστεί.

Άνοιξε με το κλειδί της την μοναδική σουίτα του Χόστελ αυτήν στην οποία έμενε μαζί του από την πρώτη μέρα. Έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες της και απόλαυσε τις γυμνές τις πατούσες να βυθίζονται στην πολυτελή μοκέτα που στόλιζε με χρώματα το πάτωμα. Ένας κόκκινος δερμάτινος καναπές με ένα ξύλινο τραπεζάκι συμπλήρωναν το βασικό ντιζάιν του πρώτου χώρου. Έκατσε στον καναπέ για να βγάλει το παντελόνι της και τότε μόνο πρόσεξε ότι πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα καλάθι με παντζάρια. η καρδιά της έσφιξε από χαρά και άρχισε να χτυπάει δυνατά.

«Γύρισε!, Γύρισε!»….άρχισε να φωνάζει και τρέχοντας κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε την πόρτα και τον είδε εκεί. Στεκόταν αμίλητος και χαμογελαστός. Άνοιξε τα μπράτσα του και η Όλγα με φόρα πήδηξε στην αγκαλιά του. Τύλιξε τα πόδια της γύρω από την μέση του, σαν περικοκλάδα, και άρχισαν να φιλιούνται με πάθος.

Ω μωρό μου πόσο μου έλειψες, ψέλλισε μέσα από τα δόντια της αφήνοντας και κάποιες κραυγές ηδονής καθώς τα χέρια του ήδη ξεκούμπωναν το σουτιέν της. Στο τέλος δεν άντεξε τις έσκισε την μπλούζα. τις έβγαλε το σουτιέν και άρχισε με μανία να γλείφει και να δαγκώνει τις ρώγες της.

Αυτά που ακολούθησαν όταν τα θυμάται κοκκινίζει ακόμη. Τα ρούχα της πεταμένα παντού μέσα στο δωμάτιο, τα πνιχτά ουρλιαχτά έγιναν κραυγές που ξεσήκωσαν το Χόστελ. Τα σώματά τους ενώθηκαν σε έναν ρυθμό, ένα καρδιοχτύπι. Το δωμάτιο μύριζε λαχτάρα. Τα φιλιά τους πετούσαν σπίθες ηλεκτρισμού προς όλες τις κατευθύνσεις. Ρουφούσαν ο ένας τον άλλον αχόρταγα. Σταγόνα δεν πήγε χαμένη.

Μετά σεισμός. Αμέτρητα ρίχτερ που  πετούσαν τα τρεμάμενα, αγκαλιασμένα, κορμιά τους από την μια πλευρά στην άλλη. Ξέσπασαν σε γέλια, δυνατά γέλια. Η Όλγα γελούσε και έκλαιγε συγχρόνως σε ένα αλλόκοτο ξέσπασμα.

 «Μα τι υπέροχη γεύση είναι αυτή που έχεις, μωρό μου;»
«Μέλι είναι αγόρι μου, μέλι!»
Την πήρε κοντά του και την αγκάλιασε.
«Μου έλειψες πολύ» της είπε.
«Και εμένα μου έλειψες πολύ!» , ήταν ακόμα λαχανιασμένη και τα μάγουλα της ήταν κατακόκκινα.

«Ακουστήκαμε πολύ;»
«Μπουρδέλο το έχουμε κάνει», της απάντησε, κι έσκασαν στα γέλια.
«Θα με τρελάνεις εσύ το ξέρεις;»  ψέλλισε ακόμη η Όλγα με μισόκλειστα πλέον τα μάτια της. Στο πρόσωπο της ήταν ζωγραφισμένο ένα χαζό χαμόγελο και μαύροι κύκλοι είχαν σχηματιστεί γύρω από τα μάτια της τα οποία γλάρωναν και την έκανα να φαίνεται σαν μαστουρωμένη. Το πρόσωπο της ευτυχίας, όπως το αποκαλούσε η ίδια.

Την πήρε στην αγκαλιά του και άρχισε να την χαϊδεύει μέχρι να κοιμηθεί…

4. ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ

Τα ουρλιαχτά στην 4η πτέρυγα ήταν ανυπόφορα και είχαν δημιουργήσει έναν αφόρητο πονοκέφαλο στον διευθυντή του ιδρύματος. Καθόταν στο γραφείο του και παρακολουθούσε συγκεντρωμένος το ντεπόν που άφριζε μέσα στο ποτήρι του. Όταν έλιωσε τελείως ήπιε το φάρμακο μονορούφι, μετά έριξε λίγο νερό ακόμη στο ποτήρι για να ξεπλύνει τα υπολείμματα του ντεπόν. Το ήπιε και αυτό και ανασκουμπώθηκε πάνω στην καρέκλα του καθώς κάποιος χτύπησε την πόρτα.

Μπήκε μέσα ο νοσηλευτής που όλοι τον φώναζαν ”το σημάδι” κοροϊδευτικά . Ήταν κοντός γεματούλης, γεροδεμένος όμως με λίγα μαλλιά και ένα πολύ ωραίο περιποιημένο μούσι. Περισσότερο θύμιζε ναυτικό παρά νοσηλευτή. Στον αριστερό του πήχη υπήρχε ένα μεγάλο σημάδι από πλαστική επέμβαση και για αυτό και τον φώναζαν όλοι κοροϊδευτικά ”το σημάδι”.

«Τι γίνεται γιατί τέτοιος χαμός ;» ρώτησε οδιευθυντής.                                                                                 

«Αυτή είναι πάλι, ουρλιάζει. Λέει ότι δεν στείλαμε το γράμμα της.»

«Ποια αυτή; αυτή που…έκοψε την κουβέντα του στην μέση ο διευθυντής και απλά κοίταξε το σημαδεμένο χέρι του νοσηλευτή.                                                                                                                   

«Ναι αυτή η σκύλα» , απάντησε αυτός με μίσος.

«Μάλιστα , μάλιστα, δώσε μου λίγο τον φάκελο της σε παρακαλώ».

Ο διευθυντής τον πήρε στα χέρια του και άρχισε να διαβάζει δυνατά:

«Ιδιαίτερα διαταραγμένη προσωπικότητα με πολύ επικίνδυνη και επιθετική συμπεριφορά. Εφιστούμε την προσοχή όλου του νοσηλευτικού προσωπικού και των γιατρών, που έρχονται σε επαφή μαζί της, να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας. Πρόκειται για πολύ επικίνδυνο άτομο.»

Σταμάτησε να διαβάζει και γύρισε το βλέμμα του  στον νοσηλευτή.
«Εσύ τι ξέρεις για όλα αυτά;»
Ξέρω πολλά, να σας τα πω κύριε διευθυντή, να σας τα πω άμα θέλετε»
«Ξεκίνα», πρόσταξε ο διευθυντής.

Ο νοσηλευτής πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να αφηγείται την ιστορία της τροφίμου 3-26/8

«Κάποτε ζούσε ευτυχισμένη με τον άντρα της. Είχανε αγοράσει  έναν παλιό οίκο ανοχής και τον είχανε μετατρέψει σε ένα μοντέρνο Χόστελ. Ξέρετε από αυτά  τα, τύπου ξενοδοχεία, όπου συχνάζουν νέοι άνθρωποι, μπατίρηδες και χίπιδες. Εξαιρετική ιδέα άμα το σκεφτείς. Η δουλειά τους πήγαινε πολύ καλά και είχανε αποκτήσει σπουδαία φήμη. Ερχόταν κόσμος από όλα τα μέρη του κόσμου για να φιλοξενηθεί στο μικρό τους κατάλυμα. Μάλιστα μετά από λίγο καιρό κατάφεραν να αγοράσουν και μια έκταση γης πίσω από το χόστελ τους, όπου ξεκίνησαν να καλλιεργούν βιολογικά προϊόντα, πράγμα που προσέλκυσε και άλλον κόσμο.

Αυτή ήταν του καλλιτεχνικού, ζωγράφος νομίζω, και αυτός διοργανωτής συναυλιών. Οι φήμες λένε ότι τους βοήθησε ο διάολος για να τα καταφέρουν  όλα αυτά αλλά αυτό δεν μπορώ να σας το πω με σιγουριά, Θεέ μου συγχώρα με!

Εκεί που όλα πήγαιναν καλά, σε μια από τις περιοδείες του που έκανε κάπου στην Ήπειρο αυτός είχε σοβαρό τροχαίο ατύχημα. Είκοσι μέρες ήταν σε κώμα και αυτή δεν έφυγε από το πλευρό του. Έμπαινε μέσα στον θάλαμο κάθε μέρα, φορώντας ποδονάρια και μάσκα, για την μισή ώρα την ημέρα που επιτρεπόταν και το υπόλοιπο 24ωρο έμενε στους χώρους του νοσοκομείου και του μιλούσε όλη μέρα. Έλεγε πως είναι σίγουρη ότι την ακούει και ότι πρέπει να ξέρει πως είναι δίπλα του για να παίρνει κουράγιο.

Ένα μεσημέρι η πόρτα της εντατικής άργησε να ανοίξει και αυτή καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Όταν τελικά άνοιξε η πόρτα, οι νοσοκόμοι έβγαζαν με φορείο ένα πτώμα σκεπασμένο με σεντόνι. Η καρδιά της σπάραξε και όρμηξε πάνω του. Προς μεγάλη φρίκη όλων των παρευρισκόμενων ξεσκέπασε το πτώμα για να διαπιστώσει ότι ήταν η γιαγιά με την πνευμονία από το διπλανό κρεβάτι. Ανακουφίστηκε προς στιγμή και έτρεξε προς τα μέσα. Στην πόρτα του θαλάμου την σταμάτησε ο γιατρός του. Την κοίταξε με σοβαρό και λυπημένο βλέμμα.                                                                                                                                                  

«Δυστυχώς δεν τα κατάφερε, λυπάμαι πολύ» της είπε.

«Μα τι λέτε;» φώναξε και  άρχισε να παραπατάει προς τα πίσω, όταν μετά από  λίγα λεπτά έβγαινε και δεύτερο φορείο σκεπασμένο από την εντατική, η Όλγα λιποθύμησε.

Ήταν μια άσχημη μέρα για εντατική στο νοσοκομείο Γεννηματάς.

Τον πήρε στο σπίτι τους εκεί στο χόστελ. Έβγαλε άδεια και τον έθαψε πίσω στο χωράφι που πρόσφατα είχαν αγοράσει. Δεν το ξεπέρασε ποτέ. Πήγαινε κάθε μέρα στο μνήμα του και περνούσε πολλές ώρες εκεί. Ατημέλητη πάντα, άλουστη πάρα πολύ καιρό και με βρώμικα ρούχα κυκλοφορούσε σαν άστεγος στην Πατησίων. Το χόστελ άρχισε να καταρρέει .

Κάποια στιγμή όμως και εντελώς ξαφνικά άρχισε να συνέρχεται. Λούστηκε, έκανε μανικιούρ και έβαλε πάλι το ξενοδοχείο σε λειτουργία και το φρόντιζε. Στο μνήμα δεν πατούσε πλέον. Τότε είναι που άρχισαν να υπάρχουν μαρτυρίες ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί της. Κάποιοι έλεγαν ότι την άκουγαν να παραμιλάει. Έλεγε σε όλο τον κόσμο ότι μια μέρα θα γυρίσει και μάλιστα υποστήριζε ότι συνομιλεί με μηνύματα στο κινητό της τηλέφωνο, συνέχεια μαζί του.

Της δόθηκε κάποια προσωρινή αγωγή για να δούμε πως θα πάει, όμως η κατάσταση της χειροτέρευε. Ώσπου μια μέρα, μέρα -μεσημέρι βασικά, την είδανε να τρέχει μέσα στην βροχή , προς το μνήμα και να φωνάζει  «Γύρισε! Γύρισε! Επιτέλους γύρισες αγάπη μου!»   Μέσα στην καταρρακτώδη βροχή άρχισε να βγάζει τα ρούχα της τα οποία πετούσε από δω και από εκεί. Άρχισε να κάνει περίεργες κινήσεις που θύμιζαν σκηνές από συνουσία. Μετά όπως μου είπαν ξέσπασε σε γέλια. Στο τέλος αγκάλιασε τον τάφο και  ολόγυμνη αποκοιμήθηκε  πάνω στο μνήμα του.

Όταν μας κάλεσαν για το περιστατικό εγώ ήμουν ένας από τους νοσηλευτές που ανέλαβαν το περιστατικό. Την βρήκαμε σε άσχημη κατάσταση. Έτρεμε από το κρύο και παραμιλούσε. Έμοιαζε σαν μαστουρωμένη. Την τυλίξαμε με μια κουβέρτα και την βάλαμε στο ασθενοφόρο. Στον δρόμο για την ψυχιατρική κλινική  δεν μας μιλούσε και μόνο συνέχεια επαναλάμβανε την ίδια φράση:

Καταραμένα παντζάρια! Καταραμένα παντζάρια! Καταραμένα παντζάρια!

Τα υπόλοιπα τα ξέρετε κύριε διευθυντά μου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Iraklis Love Affair, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Beets Painting by Barbara Andolsek

Προηγούμενο άρθροΟι χειρότεροι
Επόμενο άρθροΣελήνη στον ουρανό
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).