Σε τρεις μέρες θα σκοτώσω κάποιον ή κάποια. Δεν ξέρω το φύλο, την ηλικία, το χρώμα των ματιών του, την δουλειά του, το ύψος ή το βάρος του. Το μόνο που ξέρω είναι πως θα σκοτώσω κάποιον άνθρωπο με το νέο φεγγάρι.
Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάζομαι. Είμαι μόλις τριάντα αλλά δείχνω μεγαλύτερος. Μοιάζω σαν κουρασμένος σαραντάρης. Άσπρες τρίχες ξεπετάγονται στους κροτάφους μου και στα γένια μου, ρυτίδες χαράσσουν το πρόσωπό μου κάνοντάς το να μοιάζει αδικαιολόγητα βασανισμένο.
Θεωρητικά θα έπρεπε να αισθάνομαι τύψεις που ομολογώ έτσι ξερά και άψυχα τις δολοφονικές μου επιδιώξεις, αλλά δεν θα το κάνω. Ο φόνος για την περίπτωσή μου είναι μια άδικη λέξη. Προσωπικά προτιμώ το κυνήγι. Ναι! Κυνήγι. Αυτό είναι σωστό!
Κοιτάω μια ακόμα φορά το πρόσωπό μου και κάνω ένα βήμα πίσω. Το σώμα μου, σε αντίθεση με το πρόσωπό μου παραμένει ακμαίο και δυνατό, σαν ο χρόνος να μην θέλει να το αγγίξει. Το ύψος μου είναι ένα κι ενενήντα, τα κιλά μου γύρω στα εκατό. Γυμνάζομαι τακτικά, τέσσερις με πέντε φορές την εβδομάδα και προσέχω πάντα την διατροφή μου. Φρόντισα να κρατήσω αυτό τον πειθαρχημένο βίο από παιδί, πολύ πριν έρθω στην κατάσταση που είμαι σήμερα.
Βγαίνω από το μπάνιο και πλησιάζω το παράθυρο. Στον σκοτεινό ουρανό η Σελήνη, λευκή και αγνή, δρομολογεί την φάση που θα ολοκληρωθεί. Ολόκληρη! Τρεις μέρες. Σε τρεις μέρες θα υψώσει την πληρότητά της στο σκοτεινό στερέωμα και θα με λούσει με την θεία χάρη και σοφία της. Θα βιώσω ξανά την δύναμή της και θα αφήσω το Κτήνος να τρέξει ελεύθερο στους αγρούς να αναζητήσει γλυκό αίμα και τρυφερό κρέας.
Νιώθω τις τρίχες στο χέρι μου και στον αυχένα μου να τινάζονται, σαν να με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Πρέπει να δείξω υπομονή. Τρεις μέρες είναι. Τρεις μέρες και θα κυνηγήσουμε πάλι, εγώ και το Κτήνος. Το Κτήνος είναι μια ακόμα άδικη περιγραφή του άλλου μου εαυτού, αλλά δεν μπορώ να περιμένω και κάτι καλύτερο σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, όπου κάθε λέξη στρεβλώνεται, απογυμνώνεται από το νόημά της και καταντά μια άθλια καρικατούρα. Αλλά μήπως έχω και κάποια άλλη επιλογή; Πώς αλλιώς με αποκαλούν όλοι αυτοί οι ανίδεοι; Λύκος; Λυκάνθρωπος; Αίσχος! Και μόνο στην σκέψη εξοργίζομαι. Ας κάνω υπομονή και ας δείξω κατανόηση. Δεν έχουν όλοι το προνόμιο μου.
Τραβώ τις κουρτίνες, αποδιώχνοντας έτσι την θεϊκή λευκότητα και επιστρέφω στην τραπεζαρία. Σε μια γωνιά είναι η τσάντα με τα πράγματά μου. Λίγα εσώρουχα, δυο πουκάμισα, τζιν παντελόνια, δυο φόρμες, δυο ζώνες και μερικές αθλητικές φανέλες. Τα υποδήματα τα έχω σε ένα ξεχωριστό σακίδιο, καθώς σιχαίνομαι να τα έχω μαζί με τα καθαρά μου ρούχα. Σε μια μικρή χειραποσκευή έχω δυο φωτογραφικές μηχανές, κάτι εντελώς απαραίτητο καθώς επαγγέλλομαι τον φωτογράφο στην καθημερινότητά μου. Τέλος σε μια μικρή αδιάβροχη θήκη έχω τα ξυριστικά μου, ένα αποσμητικό και μια κολόνια. Τώρα τα σημαντικά. Κοιτάω τον χάρτη που έχω φέρει εδώ και δυο μέρες. Είναι μια μικρογραφία από το Λουτράκι, με κόκκινες και πράσινες σημειώσεις, που δείχνουν που υπάρχουν οικισμοί και τουριστικά καταλύματα. Τον τελευταίο καιρό έχω καταλήξει πως το καλύτερο θήραμα (η λέξη θύμα είναι άτοπη και απαγορευτική στην περίπτωσή μου) είναι ο τουρίστας.
Full moon is on the sky and he is not a man anymore, τραγουδούν οι Sonata Arctica. Αφήνω το τραγούδι να παίξει, καθώς απολαμβάνω την ομορφιά των στίχων του. Παραδόξως με το που τελειώνει το τραγούδι ξεπηδά στο μυαλό μου το πρώτο μου θήραμα, μια νεαρή κοπέλα που κομμάτιασα έξω από την Λιβαδειά πριν τέσσερα χρόνια. Τότε δεν ήξερα πως να διαχειριστώ ή να ελέγξω το Κτήνος. Είχα απομακρυνθεί μέσα στα χωράφια, προσπαθώντας να διώξω το κάλεσμα που γινόταν κάθε λεπτό όλο και πιο έντονο, απαιτητικό σαν πείνα που μου έτρωγε τα σωθικά, σαν θηλιά που με έπνιγε και μου στερούσε το οξυγόνο από τα πνευμόνια μου. Ασυναίσθητα άρχισα να γδύνομαι. Πετούσα το ρούχα μου δεξιά κι αριστερά, ενώ το δέρμα μου έκαιγε. Θυμάμαι την βραχνή κραυγή μου να μετατρέπεται αργά – αργά σε ένα μουγκρητό, τα νύχια μου να χώνονται στην μαλακή γη, μαύρες και γκρίζες τρίχες να με σκεπάζουν. Θυμάμαι να σηκώνομαι και να τρέχω προς μια απροσδιόριστη και γλυκιά μυρωδιά, κάτι σαν χρυσάνθεμο. Και τότε την βλέπω! Έχει ξαπλώσει ανάσκελα, ξυπόλυτη και χαζεύει τον φωτεινό ουρανό και την αστροφεγγιά. Κάτι όμορφο σκέφτεται, γιατί βλέπω τα χείλια της να τραβιούνται ελαφρά και να σχηματίζουν ένα χαμόγελο. Για μια στιγμή κοντοστέκομαι, σαν να έκανε μια ύστατη προσπάθεια ο παλιός μου εαυτός να με συγκρατήσει, μια στιγμή που μοιάζει αιωνιότητα, αλλά το Κτήνος ξυπνά τρομερό κι ανελέητο και με ένα δυνατό σάλτο πέφτει πάνω στο κορίτσι. Αυτή ουρλιάζει, κάνει να τρέξει αλλά ατσάλινες παλάμες την αρπάζουν και την κρατούν ακίνητη, ενώ δόντια κοφτερά σαν λεπίδες καρφώνονται στην βάση του λαιμού της. Το αίμα χύνεται στη γη σχηματίζοντας μικρές πορφυρές λίμνες, που τις σκεπάζει το λευκό φως του φεγγαριού.
Ελέγχω μια ακόμα φορά το ξενοδοχείο που θα μείνω, μια μικρή οικογενειακή πανσιόν κοντά στο Δήλεσι. Μήπως έχω κάνει κάποιο λάθος; Μήπως είμαι πολύ κοντά σε πόλη με κόσμο; Από την άλλη σκέφτομαι επειδή θα έχει πολύ κόσμο αυτή την περίοδο η περιοχή, θα είναι και καλύτερα. Ποιος θα με προσέξει ανάμεσα σε τόσους και τόσους περαστικούς. Εργάτες από τα γειτονικά εργοστάσια, τουρίστες από την Αθήνα, μετανάστες που ψάχνουν εποχική εργασία, κόσμος και κοσμάκης. Η σκέψη πως κάτι θα πάει στραβά δεν χαλάει την διάθεσή μου και γιατί άλλωστε;
Πολλές φορές νιώθω πως κάποιος αόρατος κριτής με παρακολουθεί προσεχτικά. Καταγράφει τις αντιδράσεις, την καθημερινότητά μου, τον γενικότερο βίο μου. Κάποιες φορές σκέφτομαι πως κουνάει και επικριτικά το κεφάλι του. Διώχνω αυτή την ενοχλητική εικόνα πάντα με μια κίνηση του κεφαλιού. Δεν ζήτησα εγώ αυτό το δώρο, το χάρισμα να κουβαλάω μέσα μου το Κτήνος και μαζί του και την αιώνια πείνα ενός κυνηγού. Πάντα θυμίζω στον εαυτό μου πως πρέπει να είναι προσεκτικός, να δείχνει υπομονή, να είναι προνοητικός, να σχεδιάζει κάθε βήμα με ακρίβεια. Ελέγχω μια ακόμα τα πράγματά μου! Όλα είναι μια χαρά, όλα είναι στην θέση τους. Τότε γιατί έχω αυτό το αίσθημα; Γιατί ξαφνικά ανησυχώ, λες και με κυνηγά εμένα κάποιος, πως έχει στηθεί εδώ πιο κάτω και με περιμένει; Αναλογίζομαι πως είμαι Λυκάνθρωπος. Το συστατικό μου είναι Λύκος κι Άνθρωπος. Ο Λύκος είναι κυνηγός που αναζητά το επόμενο θήραμα, ο Άνθρωπος όμως είναι αυτός που φοβάται και που μεριμνάει να αποφύγει όλες τις παγίδες, να βρει εναλλακτικούς τρόπους διαφυγής. Όμως το αίσθημα, αυτός ο ανεπαίσθητος φόβος, με κατατρέχει ακόμα. Στην Αθήνα ακούστηκε πως κάποιοι συγγενείς των θηραμάτων μου προσέλαβαν έναν κυνηγό για να με σκοτώσει. Αλλού άκουσα πως είναι άντρας, αλλού άκουσα πως είναι γυναίκα.
Μια φαγούρα τρώει το πρόσωπό μου. Αν και φρεσκοξυρισμένος συνειδητοποιώ πως τα γένια μου μεγαλώνουν πλέον πολύ γρηγορότερα, σημάδι πως το Κτήνος ξυπνάει. Τι θα γίνει αν με πιάσουν; Τελευταία αυτή η σκέψη με κατατρέχει όλο και πιο συχνά. Τι θα μπορούσα να πάθω; Εδώ οι απαντήσεις είναι ατελείωτες. Φοβάμαι όμως πως σε όλες οι κατάληξη θα είναι ο θάνατός μου. Θα με πετούσαν σε ένα κλουβί για να με μελετήσουν; Θα με κόβαν σε κομμάτια για να κάνουν πειράματα πάνω μου; θα γινόμουν κι εγώ ένα αξιοθέατο σε κάποιου είδους ζωολογικό κήπο; Το σώμα μου θα περιφέρεται από συνέδριο σε συνέδριο, όπου κάμποσοι γιατροί θα σκύβουν από πάνω μου και θα με μελετάνε εμβριθώς; Θα μαθευτεί ποτέ η ιστορία μου; Θα αναρωτηθεί κανείς για την παιδική μου ηλικία, τους έρωτες μου, τα άγχη μου, τα όνειρά μου, τους φόβους μου; Ή θα οδηγηθώ στην ανυπαρξία με την ταμπέλα του λυσσασμένου σκυλιού καρφωμένη πάνω μου στον αιώνα τον άπαντα; Ίσως κάποιοι, οι πιο πονόψυχοι, να έγραφαν κάποια δακρύβρεχτη διαμαρτυρία για μένα σε κάποιο blog ή ειδησεογραφικό site. Vae victis! Αν είναι να πιαστώ τότε θα είναι θέλημα κάποιας ανώτερης δύναμης, στην οποία εγώ δεν έχω καμιά επιρροή.
Η μυρωδιά του χρυσάνθεμου φτάνει στα ρουθούνια μου, μια μεταλλική γεύση γεμίζει το στόμα μου, από τα χείλια μου κυλάν τα πρώτα σάλια. Γρήγορα να συγκεντρώσω και τα υπόλοιπα πράγματα και να φύγω! Κατεβαίνω στον δρόμο και φτάνω στο αμάξι μου σχεδόν τρέχοντας. Ανοίγω το πορτ μπαγκαζ και πετάω τις τσάντες μέσα. Τακτοποιώ τις φωτογραφικές μου μηχανές προσεχτικά ανάμεσα στις τσάντες. Το τελευταίο που θα ήθελα θα ήταν να σπάσουν ή να χαλάσουν. Επιστρέφω στο σπίτι, μαζεύω τους χάρτες, το πορτοφόλι και τα κλειδιά μου και παίρνω το τζιν μπουφάν μου. Ο καιρός είναι ζεστός, δύσκολο να μου χρειαστεί, αλλά το κουβαλάω μαζί μου περισσότερο από συνήθεια. Δεν θα ήθελα να το χρειαστώ κι αυτό να είναι ξεχασμένο στο σπίτι. Λυκάνθρωπος πεθαίνει από κρύωμα. Η μητέρα του τον πίεζε να πάρει την ζακέτα του. Γελάω με το κακόγουστο αστείο μου, αλλά θα ήταν πραγματικά αστείο να αρπάξω ένα καλοκαιρινό κρύωμα, ενώ το Κτήνος θα είναι ελεύθερο και θα κυνηγά.
Ένα αεράκι με φυσάει στο πρόσωπο. Νιώθω τον ιδρώτα να έχει παγώσει πάνω στο δέρμα μου. Τα μάτια μου αναζητούν την Σελήνη. Την κοιτάω και με κοιτάει, συνεννοούμαστε με ένα σιωπηλό διάλογο. Μόλις αισθανθώ την αποδοχή και την ευχή της ξεκινάω. Μπαίνω στο αμάξι, βάζω το cd να παίξει και γυρίζω το κλειδί. Οι Sonata Arctica ξεκινούν συμπτωματικά από το ίδιο τραγούδι που τους άφησα. Full moon is on the sky and he is not a man anymore, τραγουδάω κι εγώ μαζί τους. Στρίβω το αμάξι και βγαίνω στον σκοτεινό δρόμο. Η Σελήνη, η λευκή αυτή θεά με ξεπροβοδίζει. Της απαντάω, όπως πάντα: Όλα για σένα Θεά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Διονύσης Γεωργάτος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.