Ο καταρράκτης των ψυχών

0
659

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι waterfal.jpg

Ο ήλιος ήταν ήδη δύο πιθαμές ψηλά. Ζέσταινε το νέο χορτάρι που η γης κάτω από το χιόνι όλο το χειμώνα κυοφορούσε. Η ζωή στα καλύβια είχε ήδη βρει τους ρυθμούς της μετά την θερινή εγκατάσταση στις πλαγιές του βουνού, στο ξέφωτο που απλωνόταν ανάμεσα στα πυκνά δέντρα.

Από μακριά, μέσα από το δάσος, άρχισε να ξεπροβάλλει ένα σκονισμένο λεφούσι. Τα ζώα που ήταν διασκορπισμένα στα ριζά του δάσους σταμάτησαν να βοσκάνε και να βελάζουν. Τα σκυλιά σώπασαν. Τα πουλιά βουβάθηκαν κι αυτά. Τα σύννεφα στον ουρανό είχαν παγώσει λες και ο αέρας έπηξε κι ακίνητα στέκονταν, ρίχνοντας ίσιους ακανόνιστους. Σαν να ειδοποιήθηκαν όλοι από την αναστάτωση στον αέρα που έφερε η μυρωδιά της κάπνας. Οι άντρες συντάχτηκαν γύρω από τα καλύβια και οι γυναίκες με τα μωρά στον κόρφο και τα παιδιά στα χέρια στάθηκαν πίσω τους.

Μια σιωπή απόκοσμη απλώθηκε και το μόνο που ακούγονταν ήταν το σούρσιμο από τα βήματα μέσα στο χλωρό χορτάρι. Όσο η σκιά πλησίαζε, ο κύκλος των νομάδων άνοιξε για να περάσει η Μπάμπω-Ρούσσα που με το χωλό της βήμα έφτασε στην κεφαλή του πλήθους. Προχώρησε και ξέκοψε από τους άλλους για να προϋπαντήσει το γκρίζο ίσκιωμα που ξεδιάλυνε και πρόσωπα φανέρωνε. Σαν έφτασαν αρκετά κοντά, μαρμάρωσαν μπροστά της. Τα δεκαεφτά αρσενικά που ο πόλεμος είχε πάρει, λειψά τώρα γύριζαν. Δεκάξι νοματαίοι στεκόταν εκεί· και δεν ήταν όλοι άντρες. Ανάμεσα στα μπαρουτοκαπνισμένα πρόσωπα υπήρχε μια κοπέλα. Τα ρούχα της άσπρα πρέπει να ‘ταν κάποτε μα τώρα ήτανε λέρα από ξεραμένο αίμα και λάσπες. Τα μάτια όλων θάμπωνε η όψη του θανάτου που όλοι αντικρίσανε και όλοι είχανε σπείρει.

Η Μπάμπω-Ρούσσα, ακουμπισμένη στην μαγκούρα της, με ξασπρισμένα μάτια, χάιδεψε όλα τα πρόσωπα αντί για καλωσόρισμα. Αργά τους γύρισε την πλάτη κι άρχισε να βαδίζει προς τον καταυλισμό. Οι νεοφερμένοι ακολούθησαν με το ρυθμό της μέχρι που χώθηκαν βαθιά μέσα σε έναν κύκλο από μάτια δακρυσμένα. Μόλις ένα έγιναν με τους  ανέγγιχτους απ’ τη φωτιά, ζωντάνεψε ξανά η φύση ολόγυρα τους. Το πλήθος αναδύθηκε και άρχισε να κινείται. Μανάδες, κόρες, κι αδερφές, γυναίκες κι αρραβωνιάρες πλησίαζαν με αδημονία και άγγιζαν τους λεβέντες. Μόλις τα μάτια χάιδευαν τα γνώριμα πρόσωπα, ξεθόλωναν κι έπεφταν στις στοργικές αγκάλες να ξαποστάσουν τις ψυχές τους.

Μα από αυτούς που γύρισαν μόνο οι έντεκα ήταν δικοί τους. Τέσσερις ξένοι άντρες και μια κοπέλα έμειναν δίχως χάδι. Ένα μοιρολόι ξεκίνησε από τις υπόλοιπες γυναίκες που με τις αγκαλιές τους άδειες έμειναν.

«Για κάτσετε τριγύρω μου να ιδούμε ποιος μας λείπει!
Μας λείπει ο κάλλιος του σπιτιού, της φαμιλιάς ο πρώτος,
που ήταν στο σπίτι φλάμπουρο, στην εκκλησιά φανάρι·
το φλάμπουρο τσακίστηκε και το φανάρι εσβήσθη.»*

Κι αυτοί, τρομαγμένοι, κοιτούσαν το πλήθος των μαινάδων. Βούλιαξαν στην αδράνεια κι ένιωθαν τα σουβλιά της πίκρας των γυναικών να τους καρφώνουν.

«Τι στέκεστ’, ορφανά παιδιά, σαν ξένοι, σαν διαβάτες,
και δεν λαλεί τ’ αχείλι σας σαν άγριο χελιδόνι,
και δεν τρεχούν τα μάτια σας σαν σιγαλό ποτάμι,
τα δάκρυα λίμνη να γενούν, να βγει μια κρύα βρύση,
για να νιφτούν οι άνιφτοι, να πιουν η διψασμένοι!»*

Πρώτη ξύπνησε από την αποχαύνωση η κοπέλα.

«Ποια είν’ η μάνα του Κωσταντή, που από τους ζωντανούς σας λείπει;» Σιωπή απλώθηκε παντού. Απ’ τις μαυροφορεμένες, μια στάθηκε μπροστά και στα μάτια κοίταξε την κοπελιά.

«Εγώ είμαι αυτή», απάντησε μια γυναίκα που ο ήλιος, ο αέρας και αγωνία το πρόσωπό της είχαν σκάψει.

«Ο γιος σου εδώ με έστειλε. Δεν ήξερα το που μα τα βήματα μου με έφεραν και μ’ όλους αυτούς πορεύτηκα χωρίς να το διαλέξω. Εγώ τα μάτια του ‘κλεισα σε ένα στενό κρεβάτι. Μού ‘δωσε απ’ τον κόρφο του ένα στεγνό κλαράκι  για να το βράσω με νερό και με αυτό να τον ποτίσω, λίγο πριν φύγει απ’ τη ζωή χωρίς να έχει ανάσα. Το κρύο και η κακουχία ρήμαξαν τα πνευμόνια του. Μα μ’ όση αναπνοή του ‘χε μείνει, τη μάνα του ζητούσε».

Η Αναστασιά με σπαραγμό έπεσε στην αγκαλιά της και το όνομα του μοναχογιού της φώναζε και μοιρολογούσε.

«Αχ, Κωνσταντή μου, κλαράκι ήσουν, γιε μου.
Λιγνός, χλωμός, καχεκτικός, πως ν’ άντεχες, καλέ μου;
Μόλις που είχε αρχίσει τ’ αχείλι σου λιγάκι να σκουραίνει
κι πόλεμος σε έστειλε πεσκέσι στον μαύρο χάρο.
Που είναι το κορμάκι σου να ‘ρθω να το ξεπλύνω;
Που είν’ το καντηλάκι σου να ‘ρθω να το ανάψω;»

Οι άλλοι τέσσερις βρέθηκαν ν’ αγγίζονται και να υπνωτίζονται από το θρήνο και το μοιρολόι σε γλώσσα που δεν καταλάβαιναν. Και όσο κι αν ήθελαν να φύγουν, τα μουδιασμένα πόδια τους δεν τους άφηναν. Τότε η Μπάμπω-Ρούσσα πρόβαλε και τους απηύθυνε το λόγο. Για κάποιο λόγο που δεν ήξεραν, καταλάβαιναν την γερόντισσα. Αντιλαμβανόταν ότι δε μιλούσε τη γλώσσα τους μα τους ανακούφιζε που μπορούσαν με κάποιον να συνεννοηθούν.

«Εσείς οι ξένοι που ήρθατε φορτωμένοι με τις ψυχές των δικών μας, με το αίμα τους τα χέρια σας, είστε καλοδεχούμενοι. Στείλαμε τους νιους μας σ’ έναν πόλεμο που δεν ήταν ούτε δικός μας, ούτε δικός σας. Ήταν των γαλονάδων και των στολών τους· κι αυτών που τους τις ράβουν και τους τις φοράνε. Εμείς εδώ σύνορα δεν έχουμε μήτε πατρίδα. Πατρίδα μας είναι όπου είναι τα ζωντανά μας. Το χειμώνα τα χειμαδιά στον κάμπο και το καλοκαίρι εδώ στο ιερό μας βουνό, κοντά στον καταρράκτη των ψυχών. Απόψε θα ανέβουμε στην πηγή να σας ξεπλύνουμε, να κρατήσουμε εμείς εδώ τις ψυχές των νεκρών μας κι εσείς να πάτε στην ευχή του θεού».

Την ώρα που αυτά έλεγε η Μπάμπω-Ρούσσα πετάχτηκε ο Νάκος, που είχε επιστρέψει από το μέτωπο κι αυτός. Ξοπίσω του η μάνα του να κλαίει και να χτυπιέται.

«Όχι, Νάκο, καμάρι μου. Λυπήσου με τη δόλια. Πάνω που χάρηκα και εγώ πως γλύτωσα το πένθος , μονάχος θέλεις εσύ στα μαρμαρένια αλώνια με το Χάρο σ’ αγώνα άνισο να ριχτείς και σ’ αυτόν την ψυχή σου να παραδώσεις.»

«Δεν έχω πια, μάνα, ψυχή. Την έχασα εκεί πάνω, την έθαψα στο χιόνι, όταν ο νους μου θόλωσε και από γινάτι σκότωσα αυτόν που για τη ζωή του εκλιπαρούσε. Το πρώτο πράγμα που σκοτώνεται στον πόλεμο είναι η τιμή και η αξία. Γιατί πιο άτιμο πράγμα από το να παίρνεις μια ζωή χωρίς κανένα λόγο δεν έχει. Ακόμη και τα ζωντανά που έχουμε σιμά μας, πιότερη αξία έχουνε από τους απλούς στρατιώτες. Εγώ όμως, δεν σκότωσα απλώς κάποιον από απέναντι, που χωμένος κι αυτός σε κάποιο λαγούμι, για τη ζωή του κι γι’ αυτό που του ‘παν για πατρίδα, πολεμούσε. Εγώ είδα τα μάτια του, άκουσα τη φωνή του που σε μια γλώσσα αλλιώτικη μάλλον παρακαλούσε τα νιάτα του να λυπηθώ και τη ζωή να του χαρίσω. Μα εγώ θολωμένος από το θυμό, από τη φωτιά της μάχης, καθόλου δεν δίστασα να τον εκτελέσω. Και από τότε η δική του η ψυχή κατάληψη μου’ χει κάνει. Τα σωθικά μου καίγονται. Θέλω να ξεμπερδεύω.»

«Το ξέρεις, Νάκο, πως εσύ που στα νερά αυτά έχεις βαφτιστεί, αν ξαναμπεί δε βγαίνεις.»

«Το ξέρω Μπάμπω και προτιμώ από την άλλη πλευρά να βρεθώ και την ψυχή αυτή να ελευθερώσω. Συγγνώμη να ζητήσω και να εξιλεωθώ. Να ζήσω άλλο με τον εαυτό μου έτσι δεν μπορώ.»

«Σκέψου το ακόμη, έχεις καιρό, μέχρι το φεγγάρι να ανατείλει. Και θα βρεθούμε όλοι μαζί απάνω στον καταρράκτη.»

Η μάνα του τον έκλαιγε χειρότερα από τις άλλες, που τα παιδιά τους έχασαν κι άλλοι στη θέση τους ήρθαν. Τον έκλαιγε που ήταν ζωντανός κι απ’ τη φωτιά του πολέμου καμμένος. Και όπως πήγε ο Νάκος θα κρυφτεί, γύρισε και είπε.

«Κι αν μας μετράτε και σας βγαίνουμε λειψοί· εσύ κυρά Αντώναινα το Νικόλα σου μην τον περιμένεις. Ο Νικόλας σου σκοτώθηκε από νάρκη. Ε, από ποιανού την ψυχή να πιαστεί; Από αυτουνού που την έφτιαξε, από αυτουνού που διέταξε να την σπείρουν ή από αυτουνού που την έβαλε; Η ψυχή του και το κορμί του είναι σκορπισμένα κάπου εκεί πάνω στα βουνά που το χιόνι δε λειώνει  ποτέ.» Η Μαρία η Αντώναινα έβγαλε μια κραυγή που αντήχησε σ’ ολόκληρη την πλάγια.

# # #

            Το φεγγάρι ανέτειλε πριν καλά σβήσει ο ήλιος. Ξεπρόβαλε σαν νύφη χλωμή σε έναν κόκκινο θόλο λες και ουρανός χρυσή κλωστή ύφανε ανάμεσα στον ήλιο και το φεγγάρι, στη μέρα και τη νύχτα, το φως και το σκότος, τη ζωή και το θάνατο.

Όλοι μαζεύτηκαν εκεί. Μπροστά μπροστά οι ξένοι, έτοιμοι να βαφτιστούν στην πέτρινη την στερνά. Αιώνες την έσκαβε το νερό που από ψηλά ορμούσε. Μαζί μ’ αυτούς και ο Νάκος. Πίσω από αυτούς οι μανάδες και οι γυναίκες των σκοτωμένων που μοιρολογούσαν τα παλικάρια τους, που την κόλαση την έζησαν ζωντανή και η ώρα είχε έρθει να λυτρωθούν οι ψυχές και καθαρές μέσα από το νερό να βρουν ξανά ειρήνη.

Η Μπάμπω-Ρούσσα βούτηξε με τη βοήθεια της παρατρεχάμενής της στη στέρνα και περίμενε. Πρώτη η νοσοκόμα κατέβηκε και βούτηξε μαζί της. Η γερόντισσα με φροντίδα και τρυφερότητα, μουρμουρίζοντας λόγια πανάρχαια, ακατάληπτα στους αμύητους, την έπλυνε, την χάιδεψε, την φίλησε στο μέτωπο. Τα μάτια της όταν άνοιξαν φάνηκε σα να ‘χαν ξεθολώσει από την σκιά του θανάτου που τα είχε σκοτεινιάσει. Η Αναστασιά την βοήθησε να βγει από την στερνά, την σκούπισε, την χτένισε, την έντυσε με ρούχα γιορτινά.

«Σαν κόρη μου σε νιώθω, ίσα με τις δικές μου σ’ έχω. Σ’ ευχαριστώ που βρέθηκες στο τέλος του παιδιού μου και ένα χέρι απαλό κρατούσε το δικό του», της είπε και την σταυροφίλησε.

Στη συνέχεια ο ένας μετά τον άλλον, οι ξένοι ακολούθησαν. Τα μάτια όλων έλαμψαν σαν άκουσαν το όνομα αυτού που είχαν σκοτώσει. Κι η μάνα του καθενός περιποιήθηκε τον φονιά του παιδιού της.

Ο Νάκος πρώτα φίλησε τη μάνα σου το στόμα. Της σκούπισε τα δάκρυα.

«Μη λυπάσαι, μάνα. Κάλλιο να με έχεις μια φορά το χρόνο για μια μέρα, παρά να είμαι δίπλα σου και να αργοπεθαίνω. Γιατί να ξέρεις ζωντανός νεκρός γύρισα από το χαμό. Καλή αντάμωση».

Το παλικάρι βούτηξε κι αυτός μέσα στην στέρνα. Το δέρμα του τον έκαψε σαν άγγιξε το νερό. Σαν σε οξύ να βούτηξε, πονούσε και ριγούσε. Η Μπάμπω-Ρούσσα τον ξέπλυνε, τα λόγια της τα είπε και μόλις τον φίλησε κι αυτόν στο μέτωπο του, η ψυχή του πέταξε και άδειο πανί έμεινε το κορμί του να επιπλέει στο νερό. Βγάλανε έξω το νεκρό και τον μοιρολόγησαν όπως του έπρεπε. Με λάδι και κρασί τον άλειψαν και τον απίθωσαν στο λάκκο και με αγριολούλουδα τον έραναν μέχρι που σώμα δε φαινόταν. Μετά οι άντρες με πέτρες τον σκέπασαν.

# # #

            Μόλις το φεγγάρι μεσουράνησε, μέσα από το τρεχούμενο νερό, πίσω από τον καταρράκτη, φάνηκε πρώτος ο Κωσταντής. Από πίσω φάνηκαν τ’ άλλα τέσσερα παλικάρια που το κορμί τους το αλλοτινό σε ξένα χώματα είχαν αφήσει. Στο τέλος βγήκε κι ο Νάκος κρατώντας από τον ώμο έναν ξενομερίτη. Ήταν αυτός αλλιώτικος από τους άλλους. Ξανθός, ψηλός και γαλανός σαν μύγα μες το γάλα.

«Έλα παιδί μου, σίμωσε! Εσένα η μάνα σου σε κλαίει κάπου αλλού, κάπου μακριά. Μα είναι τα δάκρυα τα δικά μας και δικά της. Γιατί ο πόνος πατρίδα δεν γνωρίζει κι εσύ πια τώρα δικός μας έχεις γίνει.»

Και όλοι μαζί ξενύχτησαν τρώγοντας, πίνοντας και τραγουδώντας. Και αν οι ξένοι δεν κατείχαν τα τραγούδια να πούνε, μια χαρά με το ρυθμό μάθανε να χορεύουν. Και όταν πια το ξημέρωμα χάραξε στον αέρα, ήρθε κι η ώρα του αποχωρισμού- για λίγο, όχι για πάντα. Άλλωστε το λιοτρόπι** δεν ήταν μακριά. Τότε το γλέντι θα ήταν τρικούβερτο, μιας και την μέρα εκείνη όλοι όσοι πίσω από τον καταρράκτη ζούσαν θα έβγαιναν από νωρίς με τους ζωντανούς τους να γλεντήσουν.

Τέλος

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Βίκη Κόνιαρη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

  • παραδοσιακό ηπειρωτικό μοιρολόι
  • * το θερινό ηλιοστάσιο