Η Ναροτάμα στον καθρέφτη (1. Δύο γέννες)

0
503

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι narotama3.jpg

  1. Αυτός που δεν φοβάται

Ο σπόρος της αρούνα είναι πιο πικρός απ’ τη μοναξιά. Μα δεν το καταλαβαίνεις με την πρώτη δαγκωματιά. Ο καρπός έχει ευωδιαστή κίτρινη φλούδα κι η σάρκα του είναι γλυκιά. Οι μύθοι λένε πως τον έφτιαξαν οι μέλισσες των δέντρων. Έκαναν μέλι τον καρπό κι έβαλαν δηλητήριο στο σπόρο. Σαν αρχίσεις να τρως μεθάς απ’ το άρωμα και τη νοστιμιά και δεν μπορείς να σταματήσεις. Γλυκαίνει το στόμα, γλυκαίνει η ψυχή σου, νομίζεις ότι δεν έχεις ξαναζήσει κάτι παρόμοιο –όσες φορές κι αν δοκιμάσεις. Κι έτσι μεθυσμένος τρως ώσπου να φτάσεις στους τρεις σπόρους που κρύβει ο καρπός στα σωθικά του. Το μέλι και το δηλητήριο.

Μετά την μελιχρή αποθέωση η πίκρα των καρπών μοιάζει βουτιά στους βαθύτερους γκρεμούς. Τα νέα ζώα που τους τρώνε, ντοπαρισμένα απ’ το διεγερτικό αρχίζουν να τρέχουν μανιασμένα, όσο πιο γρήγορα γίνεται, με μυς περισσότερο τεντωμένους από ποτέ, με πνευμόνια που ρουφάνε δέκα φορές πιο πολύ αέρα, με καρδιά που χτυπάει σαν τα φτερά των κολιμπρί, με μάτια που βλέπουν πιο καθαρά από κείνα της κουκουβάγιας με τ’ άσπρα φρύδια. Τρέχουν πιο γρήγορα από ποτέ, αλλά δεν φτάνουν μακριά. Το μέλι και το δηλητήριο.

Μόλις οι σπόροι φτάσουν στο στομάχι λιώνει η φλούδα τους και βγαίνει το δηλητήριο. Αυτό αρχίζει να καίει ό,τι υπάρχει· το στομάχι, τα έντερα, τα σωθικά. Το ζώο σωριάζεται και σφαδάζει. Εκεί όπου πέφτει, εκεί χύνεται το αίμα του και τα περιττώματά του ανακατεμένα με τους σπόρους. Αυτό είναι το καλύτερο λίπασμα· μια νέα αρούνα θα φυτρώσει μέσα απ’ το πτώμα του ζώου.

Τα ζώα θα μάθαιναν ν’ αποφεύγουν τους θανατερούς καρπούς αν η αρούνα ήταν πάντα δηλητηριώδης. Όμως μόνο σε κάποια συγκεκριμένη ηλικία τα δέντρα έκαναν το μέλι δηλητήριο· όταν γίνονταν δεκατριών ετών. Πιο πριν, αργότερα κι ενδιάμεσα, μπορούσες να φας τους καρπούς χωρίς να πάθεις τίποτα, παρά μόνο να εθιστείς στη γλυκάδα τους. Γεννιόντουσαν τα μικρά και διδάσκονταν να τρώνε τους μελένιους καρπούς. Κι όταν γεννούσαν με τη σειρά τους μάθαιναν στα μικρά τους το ίδιο. Αλλά κάπου μέσα στο δάσος, ανάμεσα στις αβλαβείς αρούνα, κάποια γινόταν δεκατριών χρονών κι ήταν η ώρα της να σκορπίσει τους σπόρους της και τον θάνατο.

Τα ζώα δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τις φονικές αρούνα, τις δεκατριάχρονες. Οι Νάρα μπορούσαν, γιατί είχαν τον Ναμπί.

~

Μέσα στη Σπηλιά της Προφητείας τα αγόρια μάθαιναν όσα χρειάζονταν για να επιβιώσουν στο δάσος. Ο εκάστοτε Ναμπί ήταν ο δάσκαλός τους. Τους μιλούσε για τα ζώα, τα φυτά και τα πνεύματα· αφού αυτά ήταν αξεχώριστα. Τους έλεγε για τα σημεία των ουρανών, τ’ άστρα και τους θεούς· εκφάνσεις του Άνυα, που σήμαινε το Ένα και το Άλλο. Τους εξηγούσε για τους ξένους Παραγιάνας και για τους Νάρα· τους ανθρώπους. Τους είχε πει και για τους Ντάσα, που ήταν οι δαίμονες.

Για τις αρούνα ήξεραν ότι έπρεπε να τις δοκιμάσουν πριν φάνε τους καρπούς τους. Όλα τα φυτά και τα ζώα ήταν αρσενικά ή θηλυκά, γιατί τέτοια ήταν τα πνεύματα που τα κατοικούσαν. Η αρούνα ήταν θηλυκή. Όσο ήταν ακόμα παιδί μπορούσες να φας από κείνη. Κι όταν μεγάλωνε μπορούσες να φας από κείνη. Μόνο όταν έμπαινε για πρώτη φορά στο αίμα της Θεάς του Νυχτερινού Ουρανού, μόνο τότε απαγορευόταν να την αγγίξεις, για να μη μολυνθείς και πεθάνεις.

Ο Τάμπι τα ‘ξερε όλα αυτά. Ως γιος του φύλαρχου ετοιμαζόταν από μικρός να γίνει κι εκείνος αρχηγός με τη σειρά του, έτσι μάθαινε όσα έπρεπε να μάθει.

Τα ζώα δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποια αρούνα ήταν δεκατριάχρονη, γιατί δεν μύριζε διαφορετικά, δεν άνθιζε διαφορετικά, δεν διέφερε σε τίποτα εκτός από κάτι που μόνο η σοφία των Παλαιών μπορούσε να ‘χε δώσει στους Νάρα. Για εννιά μήνες, όσο ήταν δηλητηριώδης, η αρούνα μάτωνε το αίμα της Τσάντρα, της σελήνης, όπως κι οι γυναίκες. Στο φως του ήλιου δεν μπορούσες να το δεις –ούτε κι όταν τη Τσάντρα την κατάπινε για τρεις μέρες το Καϊμάν της Νύχτας· χρειαζόταν το φεγγαρόφωτο για να δεις.

Ο Τάμπι περίμενε να βραδιάσει. Ήξερε πως ήταν η μέρα της εγκυμονούσας Τσάντρας, πανσέληνος, αφού είχαν περάσει είκοσι εννιά μέρες από τότε που εγκατέλειψε το Πρίβτι, το χωριό τους. Σαν χάθηκε το φως του ήλιου κι ανέβηκε αρκετά ψηλά η σελήνη ξεκίνησε να ψάχνει για αρούνα. Όταν έβρισκε κάποια τη χαράκωνε στο ύψος των ματιών του. Έφτιαχνε έναν κύκλο με το μαχαίρι του – γιατί ο κύκλος είναι το σχήμα της Τσάντρας, το σχήμα της γυναίκας. Από τον χαραγμένο φλοιό έτρεχε ο χυμός του δέντρου. Ήταν λευκός και παχύρρευστος· εκτός απ’ όταν γινόταν δεκατριών χρονών. Τότε μέσα στο λευκό, αν κοιτούσες προσεκτικά με φεγγαρόφωτο, θα έβλεπες να στραφταλίζουνε μικροσκοπικά κόκκινα πετράδια, τα στίγματα του αίματος· ήταν το δηλητήριο που ανέβαινε στους καρπούς.

Τα πρώτα δέκα δέντρα που δοκίμασε έβγαλαν άσπρο χυμό και τ’ άφησε με τον κύκλο. Στο δάσος γύρω απ’ το χωριό όλες οι αρούνα είχαν πολλούς κύκλους χαραγμένους.

Μόνο όταν κάποιος έβρισκε μια δεκατριάχρονη χάραζε μια ευθεία γραμμή μέσα στον κύκλο. Για εννιά μήνες έμενε έτσι. Έπειτα πήγαινε στο δέντρο εκείνος που το είχε ανακαλύψει και χάραζε άλλη μια γραμμή κάθετη στην πρώτη.

Ένας σταυρός μέσα σε κύκλο, αυτό σήμαινε ότι οι καρποί του δέντρου είναι πλέον και για πάντα βρώσιμοι. Ένας σταυρός μέσα σε κύκλο· η Τσάντρα-σελήνη και ο Σούρια-ήλιος ενωμένοι. Ένας σταυρός μέσα σε κύκλο· αυτό ήταν και το σύμβολο των Νάρα, η Σβάστη.

~

Το ενδέκατο δέντρο που χαράκωσε ήταν φονικό. Τα κόκκινα ψήγματα του δηλητηρίου φάνηκαν στο φεγγαρόφωτο. Ο Τάμπι έκανε μια ευθεία γραμμή μέσα στον κύκλο. Το σκέφτηκε λιγάκι. Δεν πίστευε ότι θα επέστρεφε εκεί, ούτε σε εννιά, ούτε σ’ εκατό φεγγάρια. Κι ήταν πολύ μακριά απ’ το Πρίβτι για να φτάσει κάποιος άλλος Νάρα· υπήρχε η Απαγόρευση. Χάραξε και τη δεύτερη γραμμή, την κάθετη, για να φτιάξει τη Σβάστη.

Έκοψε έναν μεγάλο καρπό, τον πιο κόκκινο που βρήκε. Το δύσκολο κομμάτι ήταν η εξουδετέρωση του δηλητηρίου. Χρειαζόταν τη διέγερση του φλοιού που κάλυπτε τον σπόρο, αλλά χωρίς να καούν τα έντερα του.

Από τις κανονικές αρούνα χρησιμοποιούσαν αυτόν τον φλοιό σαν ήπιο διεγερτικό. Έβραζαν νερό κι έριχναν μέσα τις φλούδες. Έπιναν το κάγια το πρωί για να ξυπνάνε –ή μετά από μεθύσι για να συνέρχονται. Τις δεκατριάχρονες αρούνα κανείς δεν τις έτρωγε –κι ο Ναμπί δεν τους είχε πει τίποτα παραπάνω. Ο Τάμπι έμαθε πώς τις εξουδετερώνουν από τον πατέρα του, όταν κυνήγησαν το θηρίο.

~

Πριν τρία χρόνια, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, είχε μπει μέσα στο Ιερό Τρίγωνο του Πρίβτι ένας ιαγουάρος. Σκότωσε ένα κοριτσάκι. Ο πατέρας του Τάμπι τον ξύπνησε μέσα στη νύχτα.

«Κατάμπι, πάμε για κυνήγι».

Τον φώναζε με ολόκληρο το όνομα του, Κατάμπι, που σήμαινε “Αυτός που δεν φοβάται”.

Ήπιαν λίγο κάγια και φορτώθηκαν τα τόξα τους. Βγήκαν έξω απ’ το χωριό νυχοπατώντας. Ο Τάμπι κατάλαβε ότι δεν ήταν κανονικό κυνήγι.

«Τι θα σκοτώσουμε;»

Εκείνος του έκανε νόημα να μη μιλάει. Σαν απομακρύνθηκαν αρκετά του εξήγησε.

«Πάμε να σκοτώσουμε τον ιαγουάρο».

«Μα… Είναι ο οδηγός σου!» είπε ο Τάμπι κι έδειξε το τατουάζ του ιαγουάρου που είχε ο πατέρας του στο μπράτσο.

«Δεν με νοιάζει αυτό τώρα, Κατάμπι. Εγώ τους Νάρα πρέπει να προστατεύω».

«Κι οι θεοί;» είπε ο Τάμπι, που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο πατέρας του θα έκανε τέτοια ιεροσυλία.

«Γι’ αυτό σε πήρα μαζί», του είπε κι έδειξε το τατουάζ στον ώμο του γιου του, τον αετό.

Ο Τάμπι ήταν στο ημιφύλιο του Αετού. Το τοτέμ, το ζώο προστάτη κι οδηγό, το έπαιρνες μητρογραμμικά, γιατί μόνο για τη μητέρα σου ήσουν σίγουρος. Οι άντρες που είχαν μητέρα Αετό δεν μπορούσαν να παντρευτούν με γυναίκες του ίδιου τοτέμ. Αυτό ήταν το πιο ισχυρό ταμπού των Νάρα. Τα άλλα δύο ήταν η Απαγόρευση απομάκρυνσης και το κυνήγι του τοτέμ.

Προχώρησαν μέσα στο δάσος ψάχνοντας τις αρούνα, μέχρι που βρήκαν μία με μονή γραμμή μέσα στον κύκλο. Αυτό σήμαινε πως ήταν δηλητηριώδης. Το κάγια που έβγαινε από αυτές ήταν το πιο δραστικό διεγερτικό. Έκοψαν δύο καρπούς και πήγαν στο λάκκο των παπαγάλων.

Οι παπαγάλοι ήταν τα πιο έξυπνα ζώα του δάσους, πιο έξυπνα κι απ’ τους Νάρα. Μόνο εκείνα μπορούσαν να τρώνε τους καρπούς της αρούνα, χωρίς ποτέ να πεθαίνουν. Τους βουτούσαν μέσα σε λάκκους με κόκκινη λάσπη, τους άφηναν εκεί για λίγο, κι όταν τους έβγαζαν το οξύ είχε εξουδετερωθεί.

Το ίδιο έκαναν κι οι νυχτερινοί κυνηγοί. Το σκέφτηκαν για λίγο, σαν ξεκόλλησαν τη φλούδα απ’ τον σπόρο. Ο πατέρας έκανε νόημα στον γιο να περιμένει· να φάει εκείνος πρώτος. Ξεφύσησε, ακούμπησε το μέτωπο με τα τέσσερα δάκτυλα, και το κατάπιε. Ούρλιαξε, πήδηξε στον αέρα, κι άρχισε να τρέχει γύρω απ’ τον λασπόλακκο. Τέσσερις γύρους μετά δεν είχε πάθει τίποτα. Έκανε νόημα στον Τάμπι να φάει κι εκείνος το δικό του.

Από εκείνη τη στιγμή δεν θυμόταν και πολλά. Μόνο την απίστευτη εγρήγορση που ένιωσε και μια αίσθηση ολότητας με το δάσος. Καθώς και τη δύναμη· δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο δυνατός ήταν. Έφυγαν τρέχοντας μυρίζοντας τον αέρα, αναζητώντας σημάδια. Δεν άργησαν να πιάσουν την καυστική μυρωδιά του ιαγουάρου, που ήταν πιο κόκκινη απ’ τις άλλες μυρωδιές, πιο κόκκινη και πιο αιχμηρή.

Το θηρίο τους είχε αντιληφθεί. Επιτέθηκε στον Τάμπι και τον χτύπησε στον ώμο, πετώντας τον πέντε μέτρα πίσω. Με το επόμενο χτύπημα θα τον σκότωνε. Τον πρόλαβε το βέλος του φύλαρχου. Έπειτα ένα δεύτερο. Το ζώο έπεσε στο πλάι και τους κοιτούσε με τα γυάλινα μάτια του. Ήταν αρσενικό. Ο πατέρας έδωσε το μαχαίρι του στον Τάμπι.

«Κόψ’ του τον λαιμό, Κατάμπι, γρήγορα, δεν πρέπει να πεθάνει απ’ τα βέλη μου».

Το ζώο δεν αντιστάθηκε, είχε παραδοθεί στη μοίρα του. Ο Τάμπι το έσφαξε, πήρε λίγο αίμα κι έβαψε το μέτωπο με τέσσερα δάκτυλα. Έπειτα πρότεινε το μαχαίρι στον πατέρα του.

«Κράτα το», είπε ο πατέρας. «Από σήμερα είσαι προστάτης των Νάρα».

~~{}~~

Τρία χρόνια αργότερα από εκείνη τη μέρα και είκοσι εννιά μέρες μακριά από το Πρίβτι, ο Τάμπι βρήκε ένα λάκκο με κόκκινη λάσπη κι έριξε μέσα στους σπόρους. Περίμενε όση ώρα χρειαζόταν. Έπειτα τους καθάρισε, ξεφύσησε κι ακούμπησε τα δάκτυλα στο μέτωπο. Τους έφαγε.

Πήδηξε πάνω ουρλιάζοντας και ξεκίνησε να γελάει υστερικά. Τα μάτια του ανοίξανε, οι κόρες διευρύνθηκαν, τα ρουθούνια του έγιναν διπλάσια. Η καρδιά του ξεκίνησε να χτυπάει δέκα φορές πιο γρήγορα, οι φλέβες στον λαιμό του διογκώθηκαν στα όρια τους και τα πνευμόνια του ρούφηξαν όλον τον αέρα που υπήρχε.

Ζύγισε τον ήλιο που μόλις είχε βγει και γύρισε έτσι ώστε να τον έχει στα αριστερά του. Έπειτα πήδηξε όσο πιο ψηλά μπορούσε. Προσγειώθηκε με ανοικτά πόδια και λυγισμένα γόνατα, τη στάση μάχης. Χτύπησε τις παλάμες του στο στήθος κι έβγαλε τη γλώσσα σαν φίδι. Ήταν έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει όλους τους δαίμονες κι όλα τα θηρία του κόσμου.

Ξεκίνησε να τρέχει προς το νότο –ο ήλιος πάντα στ’ αριστερά– ενώ προσπαθούσε να ξεδιαλύνει στο μυαλό του αυτό που είχε δει την προηγούμενη μέρα. Το μυαλό του ήταν καθαρό κι ακονισμένο απ’ την αρούνα. Πιο πολύ ήθελε να θυμηθεί μήπως είχε φάει μανιτάρια.

Ο Ναμπί τους είχε μάθει ν’ αποφεύγουν τα καράκα, τα κόκκινα μανιτάρια με τις άσπρες βούλες, καθώς και κάθε μύκητα που φύτρωνε στη σκιά της συκιάς· τα γάλα της τα πότιζε και γίνονταν δηλητηριώδη. Μόνο ένας μυημένος επιτρεπόταν να τα φάει, μα κι εκείνος το έκανε μετά από νηστεία και μόνο σε περίπτωση ανάγκης, όταν έπρεπε ν’ αφήσει το σώμα του και να επικοινωνήσει με τα πνεύματα. Για έναν αμύητο, ακόμα και για τον ίδιο τον φύλαρχο, τα απαγορευμένα μανιτάρια σήμαιναν τρέλα ή θάνατο.

Δεν θυμόταν να είχε φάει σάρκα μανιταριού. Την προηγούμενη νύχτα είχε σκάψει κάτω απ’ τα φύλλα της αγαύης κι είχε φάει τους βολβούς που κρύβονταν ανάμεσα στις ρίζες της, μαζί με το κρέας που του είχε περισσέψει απ’ το τελευταίο κυνήγι. Οπότε δεν ήταν τρέλα, δεν ήταν παραίσθηση αυτό που είχε δει. Θα μπορούσε να είναι όνειρο;

Απέκλεισε κι αυτή την περίπτωση. Τις τελευταίες είκοσι εννιά μέρες, όλες τις νύχτες του μοναχικού ταξιδιού, έβλεπε μόνο ένα όνειρο.

Ένας αετός. Ένα κίτρινο βέλος διαπερνούσε τη φτερούγα και το στήθος του. Ο αετός έπεφτε από ψηλά μέσα στην αγκαλιά του Τάμπι. Δεν στεναχωριόταν, ήταν αισιόδοξο όνειρο, γιατί ο αετός ανασταινόταν. Ένιωθε την καρδιά να χτυπάει, το στήθος ν’ ανεβοκατεβαίνει, το κορμί να ζεσταίνεται. Ο αετός ξεκινούσε να λάμπει ένα κάτασπρο φως, εκτυφλωτικό σαν του ήλιου. Και πετούσε με φτερά που δεν έκαναν θόρυβο.

Τότε ο Τάμπι ξυπνούσε. Καθόλου φοβισμένος, ούτε καν αναστατωμένος, μόνο με μια ακαθόριστης προέλευσης βεβαιότητα πως όλα θα πήγαιναν καλά.

Πρωτοείδε αυτό το όνειρο το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκε μακριά απ’ το χωριό· μπορούσε ακόμα ν’ ακούσει το γάβγισμα των σκυλιών. Είχε σκαρφαλώσει κι είχε ξαπλώσει στο πλατύ κλαδί ενός ταρού. Δεν κατάλαβε πόσο κοιμήθηκε, αλλά είδε το όνειρο του αετού και ξύπνησε ξεκούραστος και χωρίς θλίψη που είχε αφήσει το χωριό. Η αναγέννηση του αετού ήταν σαν ευχή απ’ τον οδηγό του, ήταν ο καλύτερος οιωνός για το ταξίδι του. Εκείνη τη στιγμή πίστεψε με βεβαιότητα ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση, ότι η Απαγόρευση ήταν μια πατροπαράδοτη ανοησία, κι ότι το χωριό τους δεν θα καταστρεφόταν αν εκείνος (ή κάποιος άλλος) έλειπε απ’ το Πρίβτι για είκοσι εννιά συνεχόμενες μέρες. Κι ήταν βέβαιος μέχρι εκείνο το πρωινό που είδε ό,τι είδε.

Ο Τάμπι είχε πάρει τη δύναμη της αρούνα κι έτρεχε όλο και πιο γρήγορα. Ευχόταν να το είχε φανταστεί, να μην το ξανάβλεπε μπροστά του. Έτρεχε και σταμάτησε τρομοκρατημένος.

Ήταν εκεί πάλι. Λίγα μέτρα μπροστά του στεκόταν ένας Νάρα, με τη μανιακή λάμψη της αρούνα στα μάτια του.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

  1. Η Απαγόρευση

Στις σπηλιές του ιερού βουνού ήταν γραμμένο: «Η Απαγόρευση είναι πιο παλιά απ’ τους Νάρα. Ο Αετός – Άμπα τη σφύριξε στο αυτί του Πρώτου».

Ο Πρώτος είχε ένα αυτί, ένα μάτι, ένα χέρι κι ένα πόδι. Όσα του είπε ο Άμπα τα χάραξε στην οροφή της σπηλιάς, τόσο ψηλά που κανένας Νάρα δεν μπορούσε να φτάσει. Έπειτα ο Πρώτος, που ήταν άντρας και γυναίκα μαζί, γέννησε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.

Εξήγησε τις Γραφές της Σπηλιάς μόνο στον πρωτότοκο γιο· η Πρώτη Μητέρα δεν ήξερε τι σήμαιναν. Καμιά γυναίκα δεν χρειαζόταν να ξέρει, γιατί οι γυναίκες ένιωθαν περισσότερα, γιατί οι γυναίκες μπορούν να καταλάβουν τα πάντα πριν να ειπωθούν, πριν να γραφτούν, γιατί οι γυναίκες είναι δεμένες με τη γη και με τη ζωή, οι γυναίκες είναι εκ γενετής μύστες όλων των μυστικών κι όλων των μυστηρίων, ρητών και άρρητων.

Ο Πρωτότοκος με την Πρώτη Μητέρα γέννησαν όλα τα παιδιά που θα γεννούσαν όλους τους Νάρα. Αλλά και πάλι μόνο το μεγαλύτερο αγόρι έμαθε να ερμηνεύει τα σημάδια των σπηλαίων. Και με τα χρόνια ο κάθε μύστης ονομάστηκε Ναμπί, που σημαίνει “αυτός που ξέρει”.

Οι Ναμπί σταμάτησαν να κάνουν παιδιά, γιατί έπρεπε να μένουν μακριά απ’ τις γυναίκες. Κάθε ένας απ’ αυτούς, εφτά χρόνια προτού πεθάνει, έβλεπε σε όνειρο ποιο παιδί θα ήταν ο συνεχιστής του και το ζητούσε απ’ τους γονείς του. Εκείνοι, περήφανοι για την τιμή που τους έκαναν, έστελναν τον εκλεκτό γιο να μαθητεύσει.

Ο δόκιμος μάθαινε πρώτα απ’ όλα να σωπαίνει, αφού τα πρώτα πέντε χρόνια της μαθητείας απαγορευόταν να μιλήσει – ούτε μια λέξη ούτε έναν φθόγγο. Κι όποιος απ’ τους μαθητευόμενους Ναμπί μιλούσε στον ύπνο του ή έβγαζε κάποιο επιφώνημα πόνου ή έκπληξης, έχανε το χρίσμα κι επέστρεφε στο Πρίβτι, στα καθήκοντα της θήρας και του ψαρέματος.

Ο Ναμπί ήξερε τι έγραφαν οι γραφές. Οι υπόλοιποι Νάρα ήξεραν μόνο την Απαγόρευση και το αποτέλεσμα της παραβίασης της. Αυτό το μάθαιναν πριν ακόμα ακούσουν για τους θεούς και τα ζώα, το μάθαιναν πριν αρχίσουν να περπατάνε, το μάθαιναν πριν ακόμα γεννηθούν, αφού οι εγκυμονούσες το τραγουδούσαν χαϊδεύοντας την κοιλιά τους. Τα παιδιά έπαιζαν τραγουδώντας ένα παιδικό τραγούδι, που μιλούσε για την Απαγόρευση, κι οι ενήλικες το ψιθύριζαν πριν κοιμηθούν. Οι γιαγιάδες νανούριζαν τα εγγόνια τους με το ίδιο τραγουδάκι.

Η Απαγόρευση θα μπορούσε να ειπωθεί έτσι: «Απαγορεύεται οποιοσδήποτε Νάρα, ποτέ και για κανέναν λόγο, να μείνει ένα ολόκληρο φεγγάρι, να μείνει είκοσι εννιά συνεχόμενες νύχτες και μέρες, έξω απ’ το Πρίβτι».

Τα σύνορα του Πρίβτι όλοι τα ήξεραν. Ήταν ένα νοητό τρίγωνο με το βουνό της ιερής σπηλιάς στη μια κορυφή, το δέντρο της άσβεστης φωτιάς στη δεύτερη και τη λίμνη στην τρίτη. Όποιος ζούσε εκεί μέσα ήταν ευλογημένος.

Πέρα απ’ το τελετουργικό κυνήγι του Άμπα, στην πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία, κανείς δεν είχε χρειαστεί να λείψει απ’ το Πρίβτι περισσότερο από τρεις μέρες. Άλλωστε μέσα στο τρίγωνο ένας Νάρα μπορούσε να βρει ό,τι χρειαζόταν για να είναι χορτάτος, ικανοποιημένος κι ευτυχισμένος.

Αυτή η γη είχε φτιαχτεί για τους εκλεκτούς Νάρα κι ο Άμπα είχε φροντίσει να υπάρχει υπερπληθώρα τροφής. Υπήρχαν δέντρα που καρποφορούσαν δυο φορές το χρόνο και ζώα που γεννούσαν δέκα μικρά ανά γέννα. Τα ψάρια συνωστίζονταν στη λίμνη – μερικές φορές πηδούσαν στην όχθη και περίμεναν τους ψαράδες. Το χώμα ήταν μαύρο και γόνιμο. Τα θεραπευτικά βότανα φύτρωναν παντού και οι μέλισσες έφτιαχναν μέλι στα δέντρα. Τριγύρω υπήρχαν κι οι αγκαθωτοί θάμνοι της Σόμα, που οι καρποί της -όταν ανακατεύονταν με σάλιο παρθένας κι έμεναν σε δοχεία για καιρό, έδιναν το μεθυστικό ποτό που έπιναν τα βράδια για να χαίρονται. Τα δηλητηριώδη ερπετά και τα θηρία φρόντιζαν να μένουν έξω απ’ το τρίγωνο (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως τότε με τον ιαγουάρο) κι ο καιρός ήταν πάντα ήπιος. Αρκετά ζεστός για μπορείς να κολυμπήσεις και τόσο δροσερός ώστε να κοιμάσαι τα βράδια χωρίς να ιδρώνεις. Τα μωρά γεννιόνταν χωρίς να βασανίζουν τη μάνα τους κι οι γέροι πέθαιναν ήσυχοι στον ύπνο τους, αφήνοντας ένα τελευταίο αναστεναγμό ικανοποίησης να επικάθεται σαν χρυσόσκονη στο ζαρωμένο πρόσωπο. Αυτή ήταν η ευλογημένη γη του Πρίβτι.

Μόνο σε δυο περιπτώσεις, σε όλη την ιστορία του χωριού, είχε λείψει κάποιος για περισσότερες από τρεις μέρες. Την πρώτη φορά ήταν ένας ψαράς, που παρακινδυνευμένα ανοίχτηκε στη λίμνη. Μαύρα σύννεφα καταιγίδας κατάπιαν τη βάρκα του και κανείς δεν τον ξανάδε. Όλοι φοβήθηκαν μήπως ο άνεμος είχε παρασύρει τη βάρκα στην απέναντι όχθη –που κανένας Νάρα δεν είχε δει. Για πολύ καιρό, κάθε μέρα, στεκόντουσαν με βάρδιες κοιτούσαν το νερό και περίμεναν να γυρίσει. Είκοσι έξι μέρες μετά, όταν η απελπισία τους είχε κυριέψει, ο φύλαρχος βρήκε ένα ανθρώπινο καύκαλο. Το είχε ξεβράσει η λίμνη. Ο ψαράς είχε πνιγεί και τα ψάρια είχαν στιλβώσει το κρανίο του. Η χήρα δεν έκλαψε πολύ, γιατί είχε δυο μικρά παιδιά και προτιμούσε να ζήσουν αυτά –όπως ήθελε να ζήσει κι η ίδια. Άλλωστε όλο το χωριό είχε να λέει για τον κακό χαρακτήρα του πνιγμένου, για τον άσχημο τρόπο που φερόταν στη γυναίκα του, όταν γυρνούσε σπίτι μισολιπόθυμος απ’ το πολύ σόμα.

Η δεύτερη περίπτωση ήταν πιο οδυνηρή. Ένα μικρό αγόρι το είχε σκάσει απ’ το σπίτι του κι είχε χαθεί στο δάσος, πέρα απ’ το δέντρο της άσβεστης φωτιάς. Οργανώθηκαν ομάδες αναζήτησης, αλλά το παιδί δεν βρέθηκε. Και πάλι τη λύση έδωσε ο φύλαρχος, που έφερε το στομάχι ενός λύκου, με το περιδέραιο του αγοριού μέσα, ανάμεσα σε χωνεμένες σάρκες και κόκαλα. Οι Νάρα ανακουφίστηκαν, αλλά η μάνα δεν σταμάτησε να κλαίει. Εκείνη προτιμούσε να καταστραφεί ο κόσμος παρά να δει το παιδί της νεκρό.

Ναι, προτιμούσε να καταστραφεί ο κόσμος. Γιατί έτσι έλεγαν οι γραφές των σπηλαίων, αυτό θα ήταν το αποτέλεσμα της παραβίασης. Αν ένας –έστω- Νάρα ζούσε έξω απ’ το τρίγωνο για είκοσι εννιά μέρες (εκούσια ή ακούσια), το Πρίβτι κι όλο το δάσος θα καταστρεφόταν. Μετά ο Άμπα, ο Αετός, θα έφτιαχνε ένα καινούριο δάσος, ένα καινούριο Πρίβτι, με τον ίδιο τρόπο που έφτιαξε τον πρώτο· πετώντας, τραγουδώντας. Έτσι έγραφαν οι σπηλιές, έτσι είχε πει ο Ναμπί.

Και φυσικά όλοι το πίστευαν, γιατί όλοι είχαν τυφλή εμπιστοσύνη στο θρησκευτικό τους ταγό. Ο Ναμπί δεν ήταν θεός, αλλά ήταν θεϊκές οι φωνές που άκουγε, θεία ήταν τα όνειρα και τα οράματα, θέσφατα ήταν οι συμβουλές κι οι αποφάσεις του, και λάθος δεν έκανε ποτέ, γιατί δεν μιλούσε αυτός, γιατί δεν αποφάσιζε αυτός, γιατί δεν ζούσε αυτός, αλλά ο Άμπα μιλούσε, ο Άμπα αποφάσιζε, ο Άμπα ζούσε, διαμέσου του Ναμπί.

Είναι δυνατόν να μην είχε αμφιβάλλει ποτέ κανείς γι’ αυτά τα λόγια της Απαγόρευσης και για τον ρόλο αυτού που μιλούσε τα λόγια; Πολλοί το σκέφτονταν ότι όλα ήταν παραμύθια – και κάποιοι λίγοι το λέγανε. Μεθυσμένοι από σόμα κάθονταν γύρω απ’ τη φωτιά και κάναν τον παλικαρά. Ορκίζονταν ότι μπορούσαν να σκοτώσουν ιαγουάρο με γυμνά χέρια, να κολυμπήσουν ως την απέναντι όχθη, κορόιδευαν την Απαγόρευση, χλεύαζαν τον Ναμπί. Όμως η Απαγόρευση ήταν χαραγμένη σ’ εκείνο το μέρος του εγκεφάλου που ποτέ δεν κοιμάται και ποτέ δεν ξεχνά. Όταν οι ιερόσυλοι έπεφταν να κοιμηθούν ονειρεύονταν το τέλος του κόσμου, πετάγονταν απ’ τον ύπνο τους και ζητούσαν συγχώρεση απ’ τον Άμπα και απ’ όλους τους θεούς.

Ακόμα κι εκείνοι που ήταν πιο λογικοί, εκείνοι που ένιωθαν ότι ο ρόλος του Ναμπί ήταν να διατηρεί την τάξη στο χωριό –μέσω του φόβου, δεν τόλμησαν ποτέ να διακινδυνεύσουν την ύπαρξη του κόσμου για ν’ αποδείξουν ότι έχουν δίκιο. Το στοίχημα παραήταν ριψοκίνδυνο· αν είχαν δίκιο ο κόσμος συνέχιζε να υπάρχει. Αν είχαν άδικο;

Σίγουρα ήταν πολύ πιο βολικό να πιστεύεις. Σε βοηθούσε να στέκεσαι στα πόδια σου, σου έδινε ελπίδα. Γιατί αν ίσχυε η Απαγόρευση, αν ο Ναμπί ήταν θεοφώτιστος, τότε υπήρχε κι ο θεός. Κι αν υπήρχε ο θεός τότε υπήρχε κι η Ανάντα.

Η Ανάντα ήταν το μέρος όπου πήγαιναν όλοι οι Νάρα όταν άφηναν το θνητό τους σώμα. Ήταν ένα μέρος που δεν είχε πολλές διαφορές απ’ το Πρίβτι. Η διαφορά ήταν ότι εκεί οι Νάρα ζούσαν για πάντα, χωρίς να πονάνε και χωρίς να γερνάνε, χωρίς να αρρωσταίνουν, χωρίς να φοβούνται τους Ασούρα, τους δαίμονες που γέννησε η άφυλη Νύχτα, λίγο πριν ξεπεταχτεί απ’ τα σπλάχνα της ο Αετός, κρατώντας στο ράμφος του τον ζωοδότη ήλιο.

Την ημέρα που έφυγε ο Τάμπι απ’ το χωριό υπήρχαν μόνο τέσσερις Νάρα που δεν πίστευαν στην Ανάντα και στην Απαγόρευση. Ο ένας ήταν ο ίδιος ο Τάμπι. Είχε περάσει χιλιάδες ώρες να σκέφτεται την πιθανότητα, αυτή την απειροελάχιστη πιθανότητα, να είναι αληθινός ο μύθος – γιατί μέσα στο μυαλό του ήταν μόνο ένα παραμύθι, σαν αυτά που του έλεγε η μητέρα του για τους Ασούρα, τους δαίμονες που ποτέ κανείς δεν είχε δει, και για τους Χρυσούς Ανθρώπους που ζούσαν στην άλλη όχθη της λίμνης, όπου ποτέ κανείς δεν είχε πάει.

Ο Τάμπι από παιδί σκεφτόταν ανορθόδοξα, τολμηρά. Είχε ξαφνιάσει πολλές φορές τον Ναμπί, διακόπτοντας την ώρα του μαθήματος και κάνοντας ερωτήσεις που σκανδάλιζαν τ’ άλλα παιδιά –ερωτήσεις που δεν είχαν απάντηση ή δεν έπρεπε ν’ απαντηθούν.

Ο Ναμπί είχε μιλήσει στον φύλαρχο, τον πατέρα του Τάμπι, τον είχε προειδοποιήσει.

«Ο γιος σου είναι επικίνδυνος… Σκέφτεται πολύ».

Ο φύλαρχος είχε γελάσει.

«Τι περίμενες; Γιος μου είναι».

«Δεν είναι αστείο, ακριβώς επειδή είναι γιος σου. Σε λίγα χρόνια ίσως να γίνει φύλαρχος κι αυτός. Είναι ατίθασος, είναι πεισματάρης, είναι έξυπνος… Είναι πιο έξυπνος απ’ όσο χρειάζεται. Και δεν πιστεύει σε τίποτα».

«Δεν σε καταλαβαίνω, εξηγήσου», είπε ο φύλαρχος. Ήταν γνωστό ότι είχαν έρθει αρκετές φορές σ’ αντιπαράθεση.

«Δεν αποδέχεται τις παραδόσεις μας, φέρνει αντιρρήσεις και γελάει όταν μιλάω για την Απαγόρευση και τις Γραφές, νιώθω ότι δεν πιστεύει ούτε στον Αετό. Μιλάει περιφρονητικά για όλους εμάς, τους εύπιστους. Είναι αλαζόνας, έμοιασε στον θείο του που…»

«Δεν έχει καμιά σχέση με τον Νταρίν, δεν είναι αίμα του», τον διέκοψε ο φύλαρχος, ενοχλημένος απ’ την αναφορά στον βλάσφημο. «Πολλά παιδιά δεν το κάνουν αυτό; Να προκαλούν για να προκαλέσουν; Κι εγώ το ‘κανα, θα του περάσει».

«Όχι, ο Τάμπι δεν είναι σαν τα άλλα παιδιά, δεν είναι ούτε σαν εσένα. Δεν μιλάει στον αέρα. Ξέρει τι λέει, ξέρει πώς το λέει, τις πιο πολλές φορές δεν μπορώ να του απαντήσω, του λέω μόνο ότι έτσι θέλει ο Άμπα».

Ο φύλαρχος χαμογέλασε. Τον κολάκευε να ‘χει έναν τόσο έξυπνο γιο, κι ας ήταν ταραξίας.

«Θα του μιλήσω εγώ», είπε και γύρισε να φύγει.

Ο Ναμπί τον κράτησε.
«Πρόσεχε πόσα θα του πεις, πόσα πρέπει να ξέρει».

Και πράγματι του μίλησε, αλλά δεν κατάφερε περισσότερα απ’ τον Ναμπί. Λίγα χρόνια μετά ο Τάμπι ήταν ο πρώτος Νάρα που παραβίασε την Απαγόρευση.

Ίσως ο πατέρας του δεν κατάφερε να τον πείσει γιατί ούτε κι εκείνος πίστευε. Ο φύλαρχος ήξερε κι είχε κάνει πολλά, περισσότερα από κάθε άλλον στο χωριό, για να διαφυλάξει την τάξη. Ούτε ο Ναμπί πίστευε όλα αυτά που διακήρυττε, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό. Οι δυο τους γνώριζαν ότι η θρησκεία και ο φόβος ήταν ο μόνος τρόπος να κρατήσουν ζωντανό το Πρίβτι.

Ο τέταρτος Νάρα που δεν πίστευε ούτε στην Απαγόρευση ούτε στην Ανάντα ήταν η Ναροτάμα. Αλλά εκείνη ήταν απόκληρη. Η Ναροτάμα είχε γεννηθεί απόκληρη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

  1. Δύο γέννες

Δεκαεφτά χρόνια πριν να παραβιαστεί η Απαγόρευση, δεκαεφτά χρόνια πριν ο Τάμπι φάει τους σπόρους της αρούνα, δεκαεφτά χρόνια και είκοσι εννιά μέρες τρεξίματος μακριά, το φεγγάρι κρεμόταν κόκκινο πάνω απ’ το Πρίβτι. Κι ήταν οιωνός κακός το ματωμένο φεγγάρι, προάγγελμα καταστροφικών αλλαγών. Το χωριό έμοιαζε ν’ ασφυκτιά κάτω απ’ το βάρος του φεγγαρόφωτου. Δεν κουνιόταν φύλλο κι είχε τόση ζέστη, τόση υγρασία, που ακόμα και τα σκυλιά υπέφεραν. Κι ενώ δεν φυσούσε και θα ‘πρεπε ν’ ακούγονται τα πάντα, τίποτα δεν ακουγόταν. Σιγή επικρατούσε, σιγή ύποπτη κι ανατριχιαστική, όχι νεκρική, αλλά σαν την τελευταία ματιά του ετοιμοθάνατου στον κόσμο, σαν την τελευταία του ματιά πριν την επιθανάτια ανάσα, μια σιγή επιφορτισμένη με το δέος του άγνωστου που καταφτάνει.

Νυχτερινοί ήχοι δεν υπήρχαν. Ούτε τα τσακάλια που παραμόνευαν για να πιάσουν κάποιο νεογέννητο κατσίκι, ούτε τα σκυλιά που μύριζαν στον αέρα τα πεινασμένα στόματα των θηρευτών. Ούτε τα ψάρια, που άλλες νύχτες πετάγονταν απ’ το νερό με την κοιλιά γεμάτη αυγά, ούτε αυτά πλατσούριζαν στη λίμνη. Ούτε τα νυχτοπούλια, που άλλες νύχτες φώναζαν τη φωνή τους και ζευγάρωναν στα κλαδιά, ούτε τα νυχτοπούλια ακούγονταν.

Ούτε τριξίματα απ’ τα πόδια των τρωκτικών στα άχυρα, ούτε τα φτερά των νυχτερίδων ούτε κλάματα μωρών ούτε λαχάνιασμα εραστών ούτε παιδιά που ξυπνούσαν από εφιάλτη ούτε ροχαλητά ούτε γέροι που έβγαιναν να καθησυχάσουν την ανυπόμονη κύστη τους. Όλο το χωριό κρατούσε την ανάσα του.

Ηχούσαν μοναχά οι στάλες αίματος που έπεφταν απ’ την άλικη Τσάντρα πάνω σε μια καλύβα.

Αυτή ήταν χτισμένη μακριά απ’ το χωριό, δίπλα στην κούρμπα που έκανε η λίμνη. Όλοι ήξεραν ποια κατοικούσε τη μαύρη καλύβα. Ήταν η Ατάρμα, η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που ‘χε περπατήσει στο Πρίβτι. Όλοι ήξεραν την ιστορία της, όλοι ήξεραν γιατί ζούσε απόκληρη, γιατί την είχαν διώξει απ’ το χωριό. Ήξερε κι η Ατάρμα, έσφιγγε τα δόντια και δεν έβγαζε άχνα, γυρνούσε τις κραυγές μέσα της.

Οι ωδίνες είχαν αρχίσει όταν ανέτειλε το αιμώδες φεγγάρι κι είχαν περάσει πολλές ώρες από τότε μέχρι το μεσουράνημά του. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι, μόνη στην καλύβα, μόνη στον κόσμο, κοιλοπονούσε, σφαζόταν, αλλά δεν φώναζε, δεν μιλούσε, ούτε καν έκλαιγε. Γιατί ήξερε πως η τιμωρία που της είχε επιβληθεί ήταν δίκαιη και δεν επιτρεπόταν να κάνει τίποτα άλλο απ’ το να υπομένει. Η λίμνη έξω απ’ το παράθυρό της ήταν βυσσινόχρωμη, όπως και το σεντόνι της. Το φιτίλι το αλειμμένο με εκχύλισμα κίτρινης νίσας, που φέρνει ύπνο, είχε από ώρα σβήσει, και κάθε διαστολή τη ξέσχιζε ολόκληρη. Τα κόκαλα της λεκάνης έτριζαν, καθώς άνοιγαν για να προετοιμάσουν την έξοδο. Το πλάσμα που κρυβόταν εννιά μήνες στη μήτρα της κατέβαινε για να βγει σ’ έναν κόσμο που το είχε ήδη απορρίψει.

Το φεγγάρι έσταζε αίμα, το χωριό κρατούσε την ανάσα του, το υπνοφόρο φιτίλι είχε σβήσει κι η Ατάρμα δεν άντεξε άλλο να καταπίνει τον πόνο. Η κραυγή της διέρρηξε τη σιγή. Σαν χορωδία, λες και περίμεναν το σύνθημα, ακούστηκαν όλα τα σκυλιά του χωριού ν’ αλυχτούν, ακούστηκαν τα τσακάλια και τα νυχτοπούλια, ακούστηκαν τα μωρά να κλαίνε. Όλοι οι Νάρα ξύπνησαν και κοίταξαν με τρόμο τη στέγη.

Η δεύτερη κραυγή, το ίδιο σπαραχτική, ήρθε μετά από λίγα λεπτά. Τότε ακούστηκαν στο Πρίβτι βήματα, πόδια που ανατάραξαν τη σκόνη. Δώδεκα γριές σε κύκλο διέσχιζαν το χωριό. Ανάμεσά τους, στο κέντρο του κύκλου, καλά κρυμμένη, κινούσε τα λιπόσαρκα γοφιά της η Μεγάλη Μητέρα, που το πρόσωπο της, τη θωριά της, κανένας άντρας δεν επιτρεπόταν να κοιτάξει. Όπου πλησίαζε η μαυροφορεμένη κουστωδία οι πόρτες σφάλιζαν. Οι πολύ τολμηροί έμεναν με το αυτί κολλημένο στο ξύλο, για ν’ ακούνε το ιερό μάντρα, την προσευχή που μόνο η Μεγάλη Μητέρα κι οι δώδεκα συνοδοί της ήξεραν, το μάντρα που επαναλαμβανόταν σαν ουροβόρος όφις.

Τα σκυλιά έτρεχαν να κρυφτούν με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια, τρομαγμένα απ’ τα μαγικά λόγια, που ακούγονταν παράξενα ακόμα και στα ζώα. Οι γυναίκες έκλειναν τ’ αυτιά των παιδιών τους. Το αρχαίο μουρμουρητό έμοιαζε να τρυπώνει απ’ τις χαραμάδες κι από τις ρωγμές, σερνόταν το γλοιώδες ερπετό προς τα κρεβάτια. Όποιος δεν είχε στο στήθος του το φυλαχτό, τη Σβάστη, θα έχανε τα λογικά του κι έτσι τρελός θα τριγυρνούσε για την υπόλοιπη ζωή του στο χωριό, χωρίς να ξέρει ποιος είναι και ποιος ήταν, σαν ουρά σαύρας που βολοδέρνει στο χώμα, μακριά απ’ το σώμα που εγκατάλειψε.

Οι ιερές συλλαβές άνοιγαν μέσα στη νύχτα σαν σαρκοφάγα φυτά και τα στόματα των δώδεκα συνοδών έχασκαν φαφούτικα κάτω από βαμμένα μάτια. Η Ατάρμα κατάλαβε ότι πήγαιναν για ‘κεινη, κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα να επικυρωθεί η κατάρα. Η τιμωρία της θα έβγαινε μέσα απ’ τα σπλάχνα της κι η Ατάρμα έπρεπε να την αποδεχτεί, να την αγκαλιάσει, να τη μεγαλώσει.

Ο κύκλος των δώδεκα στάθηκε έξω απ’ την πόρτα της απόκληρης εγκυμονούσας. Για μια στιγμή δείλιασαν. Αυτή η γέννα δεν θα ‘ταν φυσιολογική· το ‘δειχνε το φεγγάρι, το ‘λεγαν οι κραυγές, το ‘χαν δει στα έντερα των πουλιών, κι είχαν βεβαιωθεί όταν γεννήθηκε εκείνο το αρνί με τα πέντε πόδια.

Υπήρχε κι εκείνο το ψάρι που σήκωσε ένας ψαράς με τα δίχτυα του. Εκείνο το τέρας της λίμνης που στρίγγλιζε σαν γουρούνι κι έμοιαζε με σκύλο και δεν έλεγε να πεθάνει έξω απ’ το νερό, παρά μόνο μπουσουλούσε σαν μικρό παιδί, αλλά με τα πίσω του πόδια – γιατί είχε πόδια, όχι ουρά- κολλημένα. Μπουσουλούσε έξω απ’ την καλύβα του φύλαρχου για πολύ καιρό, ώσπου μισοπεθαμένο απ’ την ασιτία το είδε ο Ναμπί.

Ο Ναμπί είχε πει: «Αυτό δεν είναι ψάρι κι ας ζούσε στο νερό».
Ο Ναμπί είχε πει: «Αυτό είναι το προμήνυμα ενός τέρατος».
Ο Ναμπί είχε πει: «Πετάξτε το πίσω στη λίμνη. Ν’ αποφασίσουν τα ψάρια αν θέλουν να ζει ανάμεσα τους κάτι τόσο τερατώδες».

Κι όταν το ημιθανές τέρας ρίχτηκε στο νερό έπεσαν πάνω τα ψάρια και το φάγανε ζωντανό, γιατί εκείνο δεν είχε δυνάμεις ν’ αντισταθεί ή να κολυμπήσει.

Όλα έδειχναν πως αυτή η γέννα ήταν μιαρή κι οι δώδεκα διστάσανε για μια στιγμή. Αλλά η Μεγάλη Μητέρα δεν ήξερε τι σημαίνει φόβος, αφού είχε ξεχάσει τι σημαίνει ζωή· έσπασε τον κύκλο και μπήκε στην καλύβα. Στάθηκε στα πόδια του κρεβατιού κι έπιασε να ψέλνει. Η Ατάρμα χάρηκε. Προτιμούσε να ‘χει δίπλα της τη φρικιαστική ιέρεια παρά να ‘ναι μόνη.

Η Μεγάλη Μητέρα άπλωσε τ’ άσαρκα χέρια της· κρέας δεν είχαν, τα κόκαλα σχεδόν τρύπαγαν το ξεραμένο δέρμα. Η Μεγάλη Μητέρα άνοιξε το στόμα της που σάπιζε, το στόμα με τα αυγά των μυγών να εκκολάπτονται στα χείλη, στη γλώσσα, στα μάγουλα, βαθιά ως τον λαιμό. Η Μεγάλη Μητέρα άνοιξε τα τυφλά μάτια της που μπορούσαν να δουν το μέλλον, τα μάτια με τις λευκές κόρες που βλέπανε τους νεκρούς.

Η Μεγάλη Μητέρα μόνο άκουγε. Δεν μπορούσε να νιώσει, να γευτεί, να δει ή να μυρίσει. Γιατί είχε πεθάνει κι είχε αναστηθεί. Την είχαν θάψει κι είχε μείνει κάτω απ’ το χώμα μέχρι που η μύτη της έλιωσε, μέχρι που τα νύχια της μάκρυναν κι έσκαψε την οδό πίσω προς τον κόσμο των ζωντανών. Ήταν μια νεκρή που ζούσε, ήταν μια ζωντανή που ‘χε πεθάνει. Ήταν η ιέρεια της ζωής και του θανάτου.

Μπήκαν κι οι δώδεκα πίσω της και ξεκίνησαν ν’ απλώνουν τα φυλαχτά. Τρία φυλαχτά σε κάθε παράθυρο για να μην μπουν, για να μη βγουν, δαίμονες. Ένα χρυσό στη χούφτα της Ατάρμας κι ένα σανδάλι στα πόδια της. Ένα δόντι ιαγουάρου ανάμεσα στα πόδια της. Ένα κέρατο, το γυναικείο φυλαχτό, στο προσκεφάλι της. Ένα φτερό αετού στο στήθος της για να την κρατήσει ζωντανή· καμιά γυναίκα –ούτε η απόκληρη- δεν έπρεπε να πεθαίνει στη γέννα. Ο Άμπα θα βοηθούσε την καρδιά της να συνεχίσει να χτυπάει.

Άφησαν τα φυλαχτά εκεί όπου έπρεπε κι έκαναν βήματα πίσω, στάθηκαν πίσω απ’ τη Μεγάλη Μητέρα. Η Ατάρμα τις ευγνωμονούσε κι ήταν έτοιμη να μιλήσει, να τους πει κάτι, όταν ένιωσε τον κόλπο της να σχίζεται κι ούρλιαξε σαν να τη σφάζανε. Η ιέρεια της ζωής και του θανάτου, χωρίς να σταματήσει να ψέλνει, άπλωσε κι έπιασε τα πόδια του πλάσματος που ερχόταν ανάποδα στον κόσμο. Οι συνοδοί έπεσαν κι εκείνες πάνω στη γυναίκα, να την κρατήσουν ζωντανή.

Δώδεκα ώρες πριν, όταν μεσουρανούσε ο ήλιος, είχαν ξεγεννήσει τη γυναίκα του φύλαρχου. Ήταν βρεφουργία εύκολη και το νεογνό ζύγιζε τέσσερα κιλά. Ένα υγιές κι όμορφο αγόρι, με μαύρα μαλλιά και φωνή δυνατή· έσκουζε σαν παγιδευμένο πόσουμ απ’ την πρώτη ανάσα. Η μητέρα έκλαιγε απ’ τη χαρά κι ο πατέρας απέξω γελούσε που άκουσε το εκκωφαντικό κλάμα· σημάδι πως θα γινόταν αρχηγός. Όμως η Μεγάλη Μητέρα, που έβλεπε περισσότερα απ’ τους Νάρα, σαν έπιασε τον Κατάμπι στα χέρια της είπε μόνο μια φράση: «Αυτό το παιδί θα καταστρέψει το Πρίβτι».

Η ιέρεια ήξερε τι έλεγε, όπως κατάλαβε τη μοίρα του απόκληρου παιδιού όταν ακούμπησε τη σκέπη, τη μεμβράνη που κάλυπτε όλο το νεογνό.

«Βγείτε όλες έξω», πρόσταξε τις συνοδούς, κι εκείνες αποχώρησαν χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους. Η Ατάρμα εξαντλημένη, περίμενε ν’ ακούσει το κλάμα του παιδιού. Κι αν είχε γεννηθεί νεκρό θα το αποδεχόταν. Δεν κατηγορούσε τον άντρα της για ό,τι είχε συμβεί. Η Ατάρμα δεν μίλησε ποτέ εναντίον του. Ούτε πριν εξαφανιστεί ούτε μετά.

Η Μεγάλη Μητέρα έσχισε με τα νύχια της τον αμνιακό σάκο κι έβγαλε το μωρό, πασαλειμμένο αίματα κι υγρά. Εκείνο κούρνιασε στις χούφτες της, τόσο μικρόσωμο ήταν. Ξεκίνησε ν’ αναπνέει αλαφρά, αλλά δεν έκλαψε. Έκανε μόνο έναν μορφασμό, σαν να χαμογελούσε.

«Είναι ζωντανό;» κατάφερε να ρωτήσει η λεχώνα, έντρομη που δεν άκουγε το παιδί της να κλαίει.

«Είναι», είπε η Μεγάλη Μητέρα, που προσπαθούσε να καταλάβει τι κρατούσε στα χέρια της· σίγουρα δεν ήταν άνθρωπος αυτό.

Δεν ήταν μόνο το χαμόγελό του, δεν ήταν η άρνηση να κλάψει. Ήταν αδικαιολόγητα ελαφρύ, δεν ζύγιζε περισσότερο από ένα κιλό. Τα πόδια του ήταν σκέτα κόκαλα με μια μεμβράνη να τα καλύπτει. Τα χέρια του ήταν εξίσου ατροφικά κι είχε τέσσερα δάκτυλα σε κάθε παλάμη. Η σπονδυλική του στήλη ήταν καμπουριασμένη κι οι ωμοπλάτες του μυτερές. Το κεφάλι του ήταν μακρόστενο με σχεδόν ανύπαρχτα αυτιά και πελώρια μάτια· μάτια χωρίς βλέφαρα. Είχε στο σώμα πλατιές κι επίπεδες τρίχες· στο στόμα είχαν φυτρώσει τέσσερα μικρά δόντια. Κι ήταν αληθινά ειρωνικό· μια φαφούτα γριά που ‘χει πεθάνει να κρατά ένα νεογέννητο με δόντια.

Έκοψε τον ομφάλιο λώρο με το μακρύ της νύχι και τον έδεσε.

«Είναι καλά;» ξαναρώτησε η μάνα κι άπλωσε τα χέρια να της το δώσει. «Γιατί δεν κλαίει; Δεν ζει;»

«Ζει, αλλά δεν κλαίει».

«Αγόρι είναι;»

«Κορίτσι», απάντησε η Μεγάλη Μητέρα και της το ‘δωσε. «Να την ονομάσεις Ναροτάμα».

Η Ατάρμα συγκλονίστηκε σαν είδε τη μορφή του παιδιού της. Όμως ήξερε πως η τιμωρία ήταν δίκαιη, έτσι δεν παραπονέθηκε, ούτε καν δάκρυσε. Έβαλε τη Ναροτάμα στο βυζί κι εκείνη δάγκωσε, της μάτωσε τη ρώγα.

Η Μεγάλη Μητέρα έσκυψε δίπλα στη λεχώνα και της μίλησε· η δυσώδης της ανάσα ‘γκύλωνε τα ρουθούνια.

«Αυτό το παιδί θα σώσει το Πρίβτι».

«Μα ο πατέρας της…» τόλμησε να πει η Ατάρμα.

«Ό,τι κι αν έκανε ο Νταρίν ήταν αποφασισμένο από πριν. Ό,τι κι αν έκανε».

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Λεξιλόγιο όρων και ονομάτων

Οι όροι προέρχονται από το παράρτημα/λεξιλόγιο στο «Ιστορία της Ινδικής Φιλοσοφίας» του Δημήτρη Βελισσαρόπουλου και από το διαδικτυακό λεξικό Sanskrit Dictionary.

Οι περισσότερες λέξεις είναι σανσκρίτικα. Κάποιες λίγες λέξεις στα Εβραϊκά, Αραμαϊκά είναι από τυχαίες πηγές.

Η προφορά, μέσα στις αγκύλες, είναι όπως την προτιμούσα ν’ ακούγεται, όχι όπως είναι στην πραγματικότητα

~~~~

Αbba [άμπα] (αραμαϊκά) = πατέρας, θεός

adāsa [αντάσα] = όχι σκλάβος, ελεύθερος

adharma [ατάρμα] = αδικία

anadarin [νταρίν] = ο ασεβής, ο βλάσφημος

ananda [ανάντα] = μακαριότητα, παράδεισος

Αnya [άνια] = το Ένα και το  Άλλο, το Σύμπαν

arunā [αρούνα] = είδος δέντρου με δηλητηριώδης καρπούς

asura [ασούρα] = υπεράνθρωπα όντα, εχθροί των θεών και των ανθρώπων

Chandra [τσάντρα] = το φεγγάρι, το φεγγαρόφωτο, η θεά Σελήνη

dasa [ντάσα] = δαίμονες με μορφή ανθρώπου

gatabhī [γκατάμπι] = αυτός που δεν νιώθει φόβο

karaka [καράκα] = είδος μανιταριού

nabi [ναμπί] (εβραϊκά) = προφήτης

nara [νάρα] = άνθρωπος

nisa [νίσα] = ύπνος, υπναγωγό φυτό

narottama [ναροτάμα] = τέλειος άνθρωπος

parajana [παραγιάνα] = άλλος άνθρωπος, άλλη φυλή ανθρώπων

Prithvi [πρίτβι] = η Γη

Prithvi Mata [πρίτβι μάτα] = μητέρα Γη

Suria [σούρια] = Ήλιος

syena [συένα] = αετός, γεράκι

swasti [σβάστη] = σημαίνει καλό είναι, τυχερό είναι.Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι cross-circle-horned-serpent.jpg
Ρίζα της λέξης σβάστικα, που είναι οικουμενικό σύμβολο
καλοτυχίας και ζωής. Οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής
τη ζωγράφιζαν σαν ένα σταυρό μέσα σε κύκλο.

taru [ταρού] = δέντρο

Προηγούμενο άρθροΝαφθαλίνη
Επόμενο άρθροΤο σώσπιτο
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).