Από μικρός λάτρευε τις χρωματιστές στρόγγυλες σα μπίλιες, τσίχλες. Εκείνες που έβγαιναν από το μηχάνημα, αφού έριχνες ένα κέρμα και γυρνούσες το κλειδί. Γέμιζε το στόμα του με δαύτες και σκανδαλιζόταν με τη γλύκα τους. Αυτό το πάθος τον έκανε απρόσεχτο – όπως όλα τα πάθη άλλωστε, αυτή δεν είναι η δουλειά τους; Να σε κάνουν απρόσεχτο, να σε βάζουν σε κίνδυνο, να κάνουν το αίμα σου να κοχλάζει, να νιώθεις ζωντανός ως τα μπούνια.
Έχωσε, λοιπόν, κάποια μέρα στο στόμα του δύο άσπρες τέτοιες μπίλιες που βρήκε πάνω στο τραπέζι. Με φρίκη ένιωσε την άγνωστη απαίσια γεύση και τη γνωστή, αλίμονο, μυρωδιά της ναφθαλίνης. Είχε προλάβει να τις κάνει δύο τρεις γύρες στο στόμα του πριν τις φτύσει έντρομος. Η έρμη η μάνα του που είχε βαλθεί να μαζέψει τα χειμωνιάτικα (γι’ αυτό είχε βγάλει κι ετοιμάσει όλα της τα όπλα ενάντια στο σκόρο), δεν ήξερε τι να πρωτοκάνει· να κλάψει; να μαζέψει τις τύψεις της; να εξαφανίσει τις ναφθαλίνες; να ειδοποιήσει ασθενοφόρο;
Την είχε γλιτώσει με μια πλύση στομάχου τότε -και με πολλές αγκαλιές ανάμεικτες με κατσάδες. Εκείνη τη μυρωδιά και την γεύση της ναφθαλίνης δεν την ξέχασε ποτέ. Για την ακρίβεια, όποτε τη μύριζε τον έπιανε πανικός, πνιγόμουν, δε μπορούσα να ανασάνω. Και πού να ήξερε…
~~{}~~
Άνοιξε τα μάτια μου, τεντώθηκε στο κρεβάτι, και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τα ρουθούνια του γέμισαν με ‘κείνη τη μυρωδιά της ναφθαλίνης. Έκανε ν’ ανασηκωθεί, όταν ένα δυνατό τράνταγμα της γης τον ξύπνησε για τα καλά και τον επανέφερε στην ανελέητη πραγματικότητα.
Με το κούνημα αυτό ξεκρεμάστηκε και η τελευταία πλευρά της βιβλιοθήκης, με αποτέλεσμα όλα αυτά τα βιβλία που με κόπο και οικονομίες είχε μαζέψει να σκορπίσουν ανακατεμένα στο ήδη κατεστραμμένο πάτωμα. Αλλά δεν είχε πλέον καμία, μα καμία σημασία.
Η μυρωδιά της ναφθαλίνης έγινε ακόμη πιο έντονη, κατέκλυσε θαρρείς τα πάντα. Έκλεισε το πρόσωπο του στις παλάμες του κι άρχισε να κλαίει γοερά, απελπισμένα όπως τότε που ήταν μικρός μόνο που δεν υπήρχε κανένας να τον πάρει αγκαλιά, να τον παρηγορήσει, να του πει τι στα κομμάτια να κάνει. Κι όμως αυτό χρειαζόταν -και το χρειαζόταν τόσο πολύ!
Για μια στιγμή ένιωσε γελοίος.
«Τι άντρας είσαι εσύ;» σκέφτηκε, «που κλαις σα το μωρό;»
Αμέσως όμως κατέρρευσε κι αυτή η σκέψη του γιατί δεν υπήρχε κανένας, κανένας πια, για να τον ακούσει και να τον κοροϊδέψει.
Όλα άρχισαν δύο βδομάδες πριν –είχε γράψει στο ημερολόγιό του.
~~[]~~
«Βράδυ Παρασκευής, 11 Μαρτίου 2098, μετά από μια κουραστική μέρα στη δουλειά γύρισα στο σπίτι φορτωμένος με πίτσες, μπύρες και χυμούς για τα παιδιά. Παρ’ όλη την κούραση ήμουν αποφασισμένος να περάσω λίγο χρόνο με την οικογένεια μου. Θα τρώγαμε όλοι μαζί και μετά ίσως βλέπαμε καμία οικογενειακή ταινία. Είχα πάρει πίτσες για όλα τα γούστα, πίτσα καρμπονάρα για μένα και την αγάπη μου, μαργαρίτα για την μεγάλη κόρη που αποφάσισε να κόψει το κρέας, και μια σπέσιαλ για το γιο μου, το αγόρι μου, το καμάρι μου.
Μόλις είχαμε τελειώσει το φαγητό μας όταν ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος, ένα μουγκρητό από το στομάχι της γης κι ύστερα άρχισε να κουνάει τόσο δυνατά που δεν μπορούσα να πιστέψω ότι στα αλήθεια συμβαίνει. Ούρλιαζαν όλοι· τα παιδιά και η γυναίκα μου κρύφτηκαν όπως όπως κάτω από τα έπιπλα. Εγώ κοκάλωσα, έμεινα καθισμένος στο τραπέζι, κοιτώντας το ρολόι απέναντι στον τοίχο, μετρώντας το χρόνο που μου φάνηκε ατέλειωτος.
«Υπομονή», έλεγα, «θα περάσει, θα περάσει κι αυτό» και δε ξέρω αν το έλεγα στους δικούς μου για να τους δώσω κουράγιο ή σε μένα τον ίδιο.
Κάποια στιγμή το κούνημα σταμάτησε και βγήκαμε όλοι έντρομοι έξω από την πολυκατοικία μαζί με άλλους ενοίκους. Όλοι έτρεχαν αλαφιασμένοι κουβαλώντας ο καθένας ό,τι νόμιζε χρήσιμο ή ό,τι έτυχε να κρατά στο χέρι του εκείνη τη στιγμή.
Το ζευγαράκι που έμενε δίπλα μας, φοιτητές ήταν, βγήκαν αγκαλιασμένοι με τις πυτζάμες τους, κουκουλωμένοι κι οι δυο με μια κουβέρτα. Φόβος φαινόταν στα μάτια τους, αλλά παράλληλα στα χείλη τους μια υποψία γέλιου, ειρωνείας.
«Αχ, αυτοί οι ερωτευμένοι», σκέφτηκα τότε, «νομίζουν ότι όλα μπορούν να τα νικήσουν, τίποτα δε τους αγγίζει πραγματικά, τίποτα άλλο από τον έρωτά τους».
Τον κύριο Βασίλη από τον τέταρτο, τον κατέβαζε από τη σκάλα σιγά – σιγά η Σόνια, αφού το ασανσέρ δε λειτουργούσε. Η Σόνια ήταν Ρωσίδα και τον φρόντιζε από τότε που έχασε τη γυναίκα του.
Δύο οικογένειες ακόμη που έμεναν στην πολυκατοικία μας ήταν ήδη κάτω όταν κατεβήκαμε εμείς.
Ξεκινήσαμε να βαδίζουμε για το κοντινό πάρκο. Εκεί θα τη βγάζαμε τη νύχτα. Τότε η κόρη μου συνειδητοποίησε ότι έχει ψύχρα. Και είχε δίκιο. Τους άφησα να συνεχίσουν προς το πάρκο και γύρισα με σφιγμένη την ψυχή στο διαμέρισμα να πάρω μπουφάν για όλους και κάποια άλλα ήδη πρώτης ανάγκης. Σκέφτηκα μάλιστα να πάρω και τις πίτσες που είχαν περισσέψει για να έχουμε κάτι να μασουλάμε αυτή τη νύχτα που προβλεπόταν δύσκολη. Κανείς δε φανταζόταν πόσο.
Μάζεψα ό,τι μπόρεσα κι ό,τι έκρινα χρήσιμο κι ετοιμάστηκα να βγω από το διαμέρισμα. Τότε ήταν που ακούστηκε πάλι η βοή. Μα δεν ήταν μόνη της αυτή τη φορά.
Την ακολουθούσε κι αυτή η μυρωδιά… ναφθαλίνη! Μ’ έπνιξε, σαν να μην υπήρχε πια καθαρός αέρας, μόνο μολυσμένος με τη μυρωδιά της.
Έτρεξα προς το μπαλκόνι να πάρω ανάσα και ήταν τότε που άρχισε το έδαφος να τρέμει πάλι κάτω από τα πόδια μου. Τόσο δυνατά, τόσο δυνατά που μόνο ψευδαίσθηση θα μπορούσε να είναι. Αλλά δεν ήταν.
Μούγκριζε η γη αφήνοντας ριπές βρομερές ναφθαλίνης και κουνούσε ασταμάτητα. Σκόνταψα και βρέθηκα κρεμασμένος έξω από το κάγκελο του μπαλκονιού κοιτώντας έντρομος τριγύρω και προσπαθώντας από κάπου να κρατηθώ για να ξαναμπώ στο μπαλκόνι. Τα δέντρα λύγιζαν από τη δύναμη του σεισμού, ακουμπούσαν στο δρόμο και πάλι σηκώνονταν με μανία και πείσμα όρθια. Μα πάλι εκείνος τα χτυπούσε κάτω με μανία, με λύσσα. Τζάμια έσπαγαν, μπαλκόνια ράγιζαν κι έπεφταν σαν κομμάτια παντεσπάνι.
Και τότε το είδα, ένα τεράστιο χάσμα άνοιξε μπροστά στα μάτια μου. Η γη σκίστηκε στα δυο και κάταπιε ολόκληρο το δρόμο. Έπεσαν μέσα σπίτια, αυτοκίνητα, δέντρα, και άνθρωποι πολλοί ουρλιάζοντας σαλεμένα. Ούρλιαζα κι εγώ κοιτώντας γύρω μου.
«Όλα διαλύονται, όλα γαμώτο, βοήθεια, γιατί γαμώτο, γιατί » φώναζα κι έκλαιγα προσπαθώντας να βρω κάπως κάπου να πατήσω και να γλιτώσω την πτώση. Και τα κατάφερα. Δυστυχώς.
Βρέθηκα καθισμένος στα πλακάκια του μπαλκονιού να κλαίω, από λύπη; από απόγνωση; από χαρά; ένας θεός ξέρει… Να ρουφώ μύξες και δάκρυα και να σκουπίζομαι στα μανίκια μου προσπαθώντας να ξαναβρώ την αυτοκυριαρχία μου.
Κοίταξα γύρω μου. Το σπίτι μας άντεχε, όπως είχε πει ο εργολάβος που μας το πούλησε. «Αυτά τα τσιμεντένια σπίτια αντέχουν, δε θα πέσουν ποτέ από σεισμό».
Τότε σαν να τραβήχτηκε μια κουρτίνα και τους θυμήθηκα την οικογένεια μου. Πώς μπόρεσα και την ξέχασα; Πόσο τομάρι μπορούσα να γίνω; Πώς αλλάζει ο άνθρωπος όταν κινδυνεύει;
Κατέβηκα όπως όπως τη σκάλα, ό,τι είχε απομείνει από αυτήν, και βγήκα στο πεζοδρόμιο. Σκόνη παντού βουητό, πλάκες ολόκληρες γυρισμένες ανάποδα και μια μεγάλη σχισμή στη γη, δε ξέρω πόσα μέτρα μήκος λες κι άνοιξε η γη το στόμα της για να καταπιεί όσα λαχταρούσε και το άφησε ανοιχτό. Προσπάθησα να βρω το κουράγιο μου και προχώρησα προς το σημείο που λίγο πριν ήταν το πάρκο. Μόνο που πια δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο συντρίμμια από κτίρια, σώματα παραχωμένα σε τόνους από πέτρες και ντουβάρια και η σχισμή που ανάβλυζε τη βρώμα της ναφθαλίνης.
Έτσι χωρίς προειδοποίηση χωρίς λόγο κι αφορμή έχασα την οικογένεια μου. Όλους σε μια στιγμή.
Κι αν για τη Μαριαλένα δε λυπήθηκα πολύ γιατί πάντα υποψιαζόμουν πως ήταν κόρη του άλλου, όμως για το γιο μου πόνεσα κι έκλαψα πραγματικά, ήταν αίμα μου.
~~
Την γυναίκα μου την Ελένη την αγαπούσα χρόνια πριν γίνουμε ζευγάρι . Ήταν ένας μεγάλος έρωτας, παράφορος, που δεν είχα τολμήσει να τον εμπιστευτώ σε κανέναν, ούτε στην ίδια. Σίγουρα θα με κορόιδευαν που τόλμησα να ρίξω τα μάτια μου πάνω της. Η Ελένη ήταν πανέμορφη , θεά την φώναζαν στα σχολικά χρόνια, ήταν έξυπνη και μάλιστα πήγαινε στην καλύτερη δραματική σχολή όταν η τύχη την έριξε στην αγκαλιά μου.
Γυρνούσα ένα βράδυ στο σπίτι μου τρομερά εκνευρισμένος γιατί δεν είχα καταφέρει να την εντοπίσω στα γνωστά στέκια, όσο κι αν προσπάθησα. Την έψαχνα κάθε βράδυ, ήθελα έστω να την κρυφοκοιτάξω για μια στιγμή για να μπορέσω να ηρεμήσω και να κοιμηθώ ήσυχος. Ήταν το φάρμακο μου.
Περπατούσα με βήμα γοργό, όταν άκουσα περίεργους θορύβους από ένα γιαπί δίπλα μου. Αυθόρμητα μπήκα εκεί μέσα. Πρόλαβα μόνο να δω μια φιγούρα αντρική ν’ απομακρύνεται τρέχοντας κι αυτήν, ΑΥΤΗΝ, την αγάπη μου, να πιάνει το λαιμό της και να τον τρίβει προσπαθώντας ν’ ανασάνει και κλαίγοντας βουβά.
Δε μου είπε ποτέ τι και πώς έγινε, παραδόθηκε στα χέρια μου, στις φροντίδες μου, στην αγάπη που της είχα και πολύ γρήγορα έγινε γυναίκα μου. Σε λίγους μήνες γεννήθηκε η Μαριαλένα. Τη δέχτηκα.
Μόνο όταν γεννήθηκε ο γιος μου ήμουν πανευτυχής. Είχα την αγάπη μου και είχα κι ένα παιδί μαζί της. Τι άλλο να ζητούσα; Ας υπήρχε και η Μαριαλένα, δε με πείραζε. Εξάλλου δε μπορούμε να τα έχουμε όλα στη ζωή.
~~
Σηκώθηκα παραπατώντας από το κρεβάτι κλώτσησα τα βιβλία που ήταν σκόρπια στο πάτωμα, τι να τα κάνω; Όλα γίνανε σκουπίδια. Τίποτα δεν έχει σημασία πια αφού έχασα εκείνη. Εκείνη και το γιο μου. Προχώρησα κι έκατσα σα ναυάγιο στο τραπέζι της κουζίνας.
Άρχισε πάλι να κουνάει, έτσι κουνάει κάθε μέρα, γειτονιές εξαφανίζονται απότομα, μυρίζει θάνατο παντού, θάνατο και ναφθαλίνη. Άνθρωπο ζωντανό δε βλέπεις. Μόνο κουφάρια πεσμένα εδώ κι εκεί, μες στα ξεραμένα αίματα καταπλακωμένα από τσιμέντο.
Δε με φοβίζει ο θάνατος πια. Δεν έχω τίποτα άλλωστε πια να χάσω. Μόνο ίσως τη ζωή μου.
Από τη μέρα του χαμού τους περνούν άσχημες σκέψεις από το μυαλό μου. Σκέφτομαι πως ίσως τώρα είναι μαζί του, με εκείνο το καθίκι τον πρώην της, ίσως ξανάσμιξαν τώρα στον άλλο κόσμο.
Είχε πεθάνει εκείνος, χρόνια πριν. Και είμαι περήφανος γιατί είχα βοηθήσει κι εγώ να καθαρίσει ο τόπος από το ρεμάλι. Είχε γκρεμοτσακιστεί ο ανόητος με το αμάξι του από κάτι βράχια. Έπινε πάντα πολύ κι έτσι θεωρήθηκε ατύχημα. Κανείς δε σκέφτηκε να ελέγξει τα φρένα του.
Ίσως τώρα ξαναβρέθηκαν και ίσως να του είπε κι αυτή, η Ελένη, χιλιάδες ψέματα, πως δηλαδή με το ζόρι την κρατούσα κοντά μου, πως την εκβίαζα, πως την είχα αιχμάλωτη, κλειδωμένη. Κι εκείνος να έκλαψε, να της ζήτησε γονατιστός συγνώμη που τότε τρόμαξε από την εγκυμοσύνη της κι εξαφανίστηκε σα δειλός. Κι εκείνη, η Ελένη μου, να τον συγχώρησε που την απαρνήθηκε και να τον δέχτηκε στην αγκαλιά της και να είναι μαζί αιώνια, κι εγώ, αιώνια μόνος.
Δε θα το επιτρέψω αυτό ! Δε θα γίνει ποτέ αυτό, δεν πρόκειται να γίνει.
Να, εδώ σ αυτό το ανοιγμένο φαφούτικο στόμα της γης, εδώ θα πέσω. Ένα άλμα μόνο, δε χρειάζομαι εγώ σεισμό για να πεθάνω, μόνος θα πάω στην αγάπη μου.
Ένα άλμα θανάτου και.. «αλυσοδεμένος εις τους αιώνας των αιώνων μαζί σου Ελένη, αγάπη μου!»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Νατάσα Τόλιου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής