Το στούντιο του Francis Bacon |
Μήπως δεν μπορείτε να πάτε στην τουαλέτα αν δεν έχετε μαζί σας περιοδικό ή εφημερίδα; Μήπως όταν κάθεστε στη λεκάνη ανοίγετε τις βρύσες, βάζετε μουσική και κάνετε θόρυβο για να μην ακουστείτε την ώρα που κάνετε την ανάγκη σας;
Μήπως δεν αντέχετε την παραμικρή αταξία στο χώρο σας και ξοδεύετε τη μισή μέρα τακτοποιώντας τα πράγματα σας;
Μήπως πλένετε τα χέρια σας, τα ρούχα σας και τα πιάτα σας τόσο πολύ που έχουν αρχίσει να τρυπάνε;
Μήπως πανικοβάλλεστε όταν βλέπετε το παιδί σας να παίζει με ένα παιδί που έχει μύξες;
Μήπως συνηθίζετε να επιστρέφετε σπίτι σας, ενώ έχετε ξεκινήσει για τις διακοπές, και κάνετε δυο ώρες δρόμο για να βεβαιωθείτε ότι δεν ξεχάσατε τα «μάτια» της κουζίνας αναμμένα;
Μήπως πηγαίνετε κάθε δύο λεπτά στον υπολογιστή για να δείτε αν σχολίασε κάποιος την ανάρτηση σας στο facebookκαι αργήσατε να του κάνετε like;
Μήπως μαζεύετε και κρατάτε ό,τι άχρηστο αντικείμενο βρίσκετε γιατί μπορεί να σας χρειαστεί μια μέρα;
Μήπως θέλετε συνεχώς να τρώτε, να καπνίζετε ή να πίνετε και νιώθετε τύψεις όταν το κάνετε;
Μήπως είστε τόσο σχολαστικός στη δουλειά σας που οι συνάδελφοι σας σάς κοιτάνε με μισό μάτι και τα παιδιά σας έχουν ξεχάσει το όνομα σας;
Τότε πιθανότατα έχετε ΨΚΠ. Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται για κάποιον καινούριο ιό. Έχετε Ψυχαναγκαστικό Καταναγκαστικό Πρόβλημα και θεραπεύεται πολύ εύκολα. Άλλωστε όλοι μας είμαστε ψυχαναγκαστικοί, λιγότερο ή περισσότερο.
Το ΨΚΠ λέγεται πιο… «ποιητικά»: Ασθένεια των έμμονων ιδεών.
Οι ψυχαναγκασμοί είναι έμμονες ιδέες που πολιορκούν τη σκέψη και επιβάλλονται στο άτομο παρά τη θέληση του.
Οι καταναγκασμοί είναι οι πράξεις που κάνει, με μορφή τελετουργίας, για να εξαφανίσει την έμμονη σκέψη και να μειώσει ή να εξαλείψει το άγχος που του προκαλεί.
Ο ψυχαναγκαστικός συνήθως πιστεύει ότι κάτι κακό θα συμβεί σε αυτόν ή σε κάποιον άλλο, αν δεν κάνει κάποιες συγκεκριμένες πράξεις.
Μοιάζει επιφανειακά με τη δεισιδαιμονία ότι μια λέξη ή μια φράση μπορεί να προκαλέσει κακό (γι’ αυτό και συνήθως καταναγκαζόμαστε να προβούμε στη μαγική τελετουργία του «χτύπα ξύλο» ή «δάγκωσε τη γλώσσα σου»).
Αλλά ο ψυχαναγκασμός είναι πολύ πιο βασανιστικός.
Ψυχαναγκαστικός ήταν ο Τζακ Νίκολσον στην ταινία «Καλύτερα δε γίνεται», αφού δεν μπορούσε ούτε τις παντόφλες του να φορέσει αν δεν έκανε την καταναγκαστική τελετουργία.
Ψυχαναγκαστική ήταν και η δεσποινίδα Χ (δε θυμάμαι το όνομα της) στο «10» του Καραγάτση, η οποία δεν μπορούσε να δει χώματα στο πεζοδρόμιο και να μη σταματήσει για να τα σκουπίσει.
Ο ψυχαναγκαστικός είναι πολλές φορές τελειομανής και αυτό δεν είναι απαραίτητα ελάττωμα, αρκεί να μην το παρακάνεις. Για έναν καλλιτέχνη, για παράδειγμα, μπορεί να είναι προτέρημα, όμως μπορεί να είναι και καταστροφικό.
Ο Μπαλζάκ, στο «Άγνωστο Αριστούργημα», παρουσιάζει ένα ζωγράφο που πασχίζει να δημιουργήσει τον απόλυτο πίνακα. Στην αρχή του βιβλίου ο συνάδελφος του ψυχαναγκαστικού ζωγράφου βλέπει το συγκεκριμένο πίνακα και εκστασιάζεται. Στο τέλος βλέπει τον πίνακα και απελπίζεται. Ο ήρωας του βιβλίου, στην προσπάθεια του να φτάσει το τέλειο, προσθέτει διαρκώς νέες πινελιές, ώσπου στο τέλος προκύπτει μια μεγαλειώδης μουτζούρα που θα ζήλευε και ο Πόλοκ (αλλά η νουβέλα έχει γραφτεί πολύ πριν υπάρξει η αφηρημένη τέχνη).
Άλλο γνωστό παράδειγμα ψυχαναγκαστικού καλλιτέχνη ήταν ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
Κάποτε ζητήθηκε, από αυτόν και από τον Μικελάντζελο, να φτιάξουν από μια τοιχογραφία για το Ντουόμο της Φλωρεντίας. Η τοιχογραφία θα αφορούσε σε μια μεγάλη μάχη που είχε γίνει πριν λίγα χρόνια στην Ιταλία.
Ο Λεονάρντο πήγε στο πεδίο της μάχης για να το μελετήσει και να αναπαραστήσει επακριβώς το τοπίο. Μετά έκανε μια περιήγηση στα σπίτια όλων των αξιωματικών που είχαν πάρει μέρος στη μάχη, για να βρει τους ίδιους ή τις προσωπογραφίες τους, έτσι ώστε να ζωγραφίσει σωστά τα πρόσωπα τους. Έκανε έρευνα για να μάθει τι χρώμα άλογο είχε ο καθένας και τι ρούχα φορούσαν και πως ήταν ο καιρός εκείνη τη μέρα.
Όταν ξεκίνησε να ζωγραφίζει είχε ήδη κουραστεί από τη διαδικασία και ποτέ δεν ολοκλήρωσε το έργο του (άσε που ότι έφτιαξε καταστράφηκε γιατί είχε χρησιμοποιήσει μπογιές δικής του έμπνευσης).
Ο Μικελάντζελο από την άλλη –μεριά της αίθουσας- ζωγράφισε μια ειδυλλιακή στιγμή: Οι στρατιώτες της μιας παράταξης μπαίνουν γυμνοί στο ποτάμι να κάνουν μπάνιο –και τους επιτίθενται οι αντίπαλοι.
Ο Γελωτοποιός, ως παιδί, είχε περάσει μια κρίση ΨΚΠ. Ο πατέρας του τον είχε πείσει ότι αν έκανε μπάνιο με ανοικτό το θερμοσίφωνα θα πάθαινε σίγουρα ηλεκτροπληξία. Με την έμμονη ιδέα να τον κατατρέχει ο Γελωτοποιός έβγαινε κάθε τόσο από το μπάνιο για να ελέγξει αν ο θερμοσίφωνας ήταν κλειστός. Και δεν του έφτανε να δει τον διακόπτη. Έπρεπε να τον αγγίξει με το χέρι του για να σιγουρευτεί ότι ήταν κατεβασμένος! Ευτυχώς τώρα πια το έχει ξεπεράσει, αφού τόλμησε να κάνει μερικές φορές μπάνιο με ανοικτό το θερμοσίφωνα και δεν έπαθε τίποτα. (Αλλά για καλό και για κακό τον κλείνει).
Τα καλά νέα είναι ότι η θεραπεία του ΨΚΠ μπορεί να λύσει και το πρόβλημα του νεοναζισμού. Σας φαίνονται άσχετα αυτά τα δύο; Ας δούμε τότε κάποια από τα χαρακτηριστικά του ψυχαναγκαστικού, όπως μας τα δίνει ο δρ Λαμανιέρ:
«Του αρέσει να κυριαρχεί εξουσιάζοντας τα πράγματα […] Τον έλεγχο αυτό τον ασκεί τόσο στον εαυτό του όσο και στο περίγυρο του […] Λειτουργεί περισσότερο βάσει καθήκοντος παρά ευχαρίστησης και επιδεικνύει μια ακραία αφοσίωση στη δουλειά […] Είναι αυστηρός, συντηρητικός, ενώ όλη του η λειτουργικότητα κατευθύνεται από ένα άκαμπτο ήθος, από μια αδυσώπητη ηθική. […] Κρίνει τους άλλους με απίστευτη αυστηρότητα […] Πολύ εύκολα γίνεται τυραννικός, απαιτώντας υπακοή στον τρόπο που εκείνος επιβάλλει, χωρίς να δίνει σημασία στα συναισθήματα που προκαλεί στους άλλους […] Αυτή η έλλειψη ψυχολογικής ευλυγισίας είναι έκδηλη ακόμα και στη φυσική του εμφάνιση. Είναι άκαμπτος, μαρμαρωμένος, αλύγιστος μέσα στα ρούχα του […] Η σχέση του με τους άλλους είναι ιδιαίτερα ιεραρχημένη και υπακούει εύκολα στο δίπολο επιθετικότητα-υποταγή. Με μια ευγένεια στα όρια της δουλοπρέπειας δείχνει πλήρη υπακοή σε όσους συμβολίζουν την εξουσία […] Γίνεται εύκολα επιθετικός με τους αδύναμους ή με εκείνους που θεωρεί κατώτερους. (η υπογράμμιση είναι του Γελωτοποιού). […] Σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις η επιθετικότητα αυτή γίνεται ιδιαίτερα αισθητή, αλλά είναι εμφανής σε όλες τις κοινωνικές του σχέσεις. […] Με τον τρόπο αυτό σκορπίζει την οργή του σε όλο τον κόσμο.»
Ας προσθέσουμε ότι ο ψυχαναγκαστικός χαρακτήρας πολύ συχνά υποφέρει και από τικ, τους ακούσιους μορφασμούς του προσώπου που εμφανίζονται σε στιγμές συναισθηματικής διέγερσης.
Μήπως σας θυμίζει κάτι;
Το πρόβλημα, λοιπόν, του νεοναζισμού μπορεί πολύ εύκολα να λυθεί.
Χρειάζεται μόνο χλωριμιπραμίνη (τρικυκλικό αντικαταθλιπτικό, η δραστική ουσία των γνωστών στο 50% των Ελλήνων lexotanil) και γνωστική συμπεφοριστική θεραπεία (μη χαίρεστε εσείς οι αντιεξουσιαστές, δεν πονάει).
Αφού πάρει τα φάρμακα του ο νεοναζιστής θα ξεκινήσει τη θεραπεία με την «έκθεση με πρόληψη της καταναγκαστικής απάντησης».
Ακούγεται περίπλοκο, αλλά δεν είναι. Απλά πρέπει ο ασθενής να εκτεθεί σε καταστάσεις που αποφεύγει, να κάνει τα πράγματα που φοβάται.
Για παράδειγμα μπορεί να αγκαλιάσει (πάντα με την παρουσία του θεραπευτή) έναν Πακιστανό, να παρακολουθήσει μια όπερα, να πει στη γυναίκα του ότι την αγαπάει, να παραδεχτεί ότι τον ερεθίζουν οι αντρικοί μύες, να διαβάσει το Κεφάλαιο του Μαρξ.
Μετά περνάμε στην «έκθεση στη φαντασία».
Ζητάμε τότε από τον ασθενή να φανταστεί τις αγχογόνες έμμονες ιδέες του, προσέχοντας να μην προχωρήσει σε καταναγκαστική συμπεριφορά (και τα κάνει όλα λαμπόγυαλο).
Του ζητάμε, για παράδειγμα, να φανταστεί ότι είναι Εβραίος της Θεσσαλονίκης και τον οδηγούν, μαζί με δεκάδες άλλους Εβραίους μέσα σε ένα βαγόνι για άλογα, στο Άουσβιτς.
Ή ότι είναι μια μαύρη λαθρομετανάστης που υποχρεώνεται από τους νταβατζήδες της να εκδίδεται χωρίς προφυλακτικό.
Ή ότι είναι ένας κομμουνιστής που βασανίζεται από τον Παπαδόπουλο αυτοπροσώπως.
Τέλος, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και το «μπλοκάρισμα της σκέψης».
Τη στιγμή που θα ακούει ένα ναζιστικό εμβατήριο ή θα παρευρίσκεται σε συγκέντρωση του κόμματος του ή σε λυντσάρισμα μετανάστη, να πατήσει το στοπ στο μυαλό του και να μείνει αμέτοχος.
Μετά από αυτά να είστε βέβαιοι ότι θα έχουμε ένα μη-ψυχαναγκαστικό άτομο, το οποίο δε θα κατατρέχεται από έμμονες ιδέες και δε θα νιώθει διαρκώς άγχος μην του λερώσουν το αίμα και την τιμή.
Φυσικά δεν μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι θα γίνει ένας άνθρωπος που θα νοιάζεται για τον πλησίον του. Το πιο πιθανό είναι να γίνει όπως οι περισσότεροι: Ένας μη-ψυχαναγκαστικός που δε θα του καίγεται καρφί για το αν ζει ή πεθαίνει ο συνάνθρωπος του, αφού ο ίδιος καλοπερνά.
(Την ορολογία για αυτό το κείμενο, όπως και τα χαρακτηριστικά του ψυχαναγκαστικού ατόμου, ο Γελωτοποιός τα βρήκε στο βιβλίο του dr. FrankLamagnère«Μανίες, φοβίες και έμμονες ιδέες», εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Μαρία Χήρα.)